Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χούντα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χούντα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Ανθρωποφύλακες- Περικλής Κοροβέσης

 Περικλής Κοροβέσης : Ενας ήρωας δεν πεθαίνει, απλά παίρνει τη θέση που του αξίζει στην Ιστορία


«Καμιά φορά ο έφηβος γιος μου ή άλλοι νεαροί και νεαρές που βρίσκουν τα δικά μας τα νιάτα ηρωικά και όμορφα με ρωτούν για το τι πρέπει να γίνει για ν’ αλλάξει ο κόσμος. Κι εγώ τη συνταγή που είχα κάποτε, την έχω χάσει πια. Μπορώ όμως να πω με σιγουριά. Η βία, ο πόλεμος, η μισαλλοδοξία, οι φυλακές, τα βασανιστήρια είναι η έσχατη αθλιότητα του ανθρωπίνου είδους, που τις ονομάζουν εθνοσωτήριες αρετές για να μπορούν να εγκληματούν χωρίς ενοχές. Θα έλεγα κι εγώ μαζί με τον Μπρεχτ. Αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες. Και θα πρόσθετα. Αυτό σημαίνει πως δεν έχει πολίτες. Η ύψιστη επαναστατική αρετή σήμερα είναι να είσαι πολίτης. Και είναι ο πιο αποτελεσματικός φραγμός σε κάθε αυθαιρεσία. Από αυτή την άποψη λοιπόν είναι καλύτερα να διαβάζει κανείς ένα τέτοιο βιβλίο, παρά να το γράφει.»

Περικλής Κοροβέσης, 20 Ιουλίου 1941 – 11 Απριλίου 2020 | Ανθρωποφύλακες | εκδόσεις των Συναδέλφων, Απόσπασμα από τον πρόλογο της έκδοσης του 1994, εκδόσεις Γνώση

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023

Ανθρωποφύλακες- Περικλή Κοροβέση (απόσπασμα)

 Το μαρτύριο της φάλαγγας και τα φριχτά βασανιστήρια στην Μπουμπουλίνας -  «Έργα» της Χούντας [video] | Alfavita

... Είχα σφιχτεί και περίμενα. Κοίταζα τον Κώστα. Ο Κώστας έφτυσε στα χέρια του, πήρε το ξύλο. Άρχισε.
Ο φάλαγγας είναι μια υπερβολικά μεγάλη δύναμη που ενεργεί πάνω σου. Σου δίνει την εντύπωση πως γλιστράς σε μια μεγάλη, επικλινή, γυαλιστερή επιφάνεια και πέφτεις πάνω σ' έναν σκληρό, γρανιτένιο τοίχο. Αν δεν ήξερες πως σε χτυπάνε στα πόδια, θα σου ήτανε αδύνατον να προσδιορίσεις από πού έρχεται. Τις κινήσεις του βασανιστή τις βλέπεις. Τα χτυπήματα είναι ο γρανιτένιος τοίχος. Η επικλινής επιφάνεια είναι τα διαστήματα ανάμεσα στα χτυπήματα. Όταν ο ρυθμός είναι κανονικός, είναι λιγότερο επώδυνος από τον ακανόνιστο ρυθμό.
Τη λεπτομέρεια αυτή την ξέρουνε και σε χτυπάνε μια γρήγορα μια αργά. Αρχίζουν να σε χτυπούν από κάτω προς τα πάνω και αντίστροφα. Ξέρουνε πως η πρώτη σου αντίδραση είναι να μαζέψεις λίγο τα πέλματα. Αυτό τους αφήνει αδιάφορους, γιατί ξέρουνε πως ύστερα από δέκα χτυπήματα το πόδι πρήζεται τόσο πολύ, που γεμίζει το παπούτσι.
Άρχισα να φωνάζω. Δεν ήξερα πόσο δυνατή είναι μια ανθρώπινη φωνή, Φώναξα τ' όνομά μου. Άκουγα τη φωνή μου, που ήταν αφύσικα δυνατή. Σταματήσανε. Μα θα ταν δεν θα ταν δέκα χτυπήματα, Δεν τόλμησα να κάνω καμιά σκέψη. Ο Σπανός με ρώτησε αν άλλαξα γνώμη. Δεν τον κοίταξα. Ο Κώστας ξανάρχισε, Φώναζα. Κάποιος φεύγει και πηγαίνει στο αποχωρητήριο και παίρνει το σφουγγαρόπανο. Κολλάει το σφουγγαρόπανο πάνω στο στόμα μου. Όλη εκείνη η αηδία κολλάει στον οισοφάγο μου. Το βαστάει σφιχτά και το πανί στραγγίζεται στο στόμα μου. Δεν μπορώ πια ν' αναπνεύσω.
Σκέφτηκα να κάνω γιόγκα, να κόψω τη μεταβίβαση του πόνου. Μάταιο. Σαν να θέλεις να βάλεις ένα χάρτινο φράγμα σ' έναν καταρράκτη. Τινάχτηκε στον αέρα η γιόγκα μου.
Δεν τελείωνε. Περίμενα να λιποθυμήσω. Είχα μια κτηνώδη αντοχή. Περίεργο, εγώ πού για να βάλω τροχό στο δόντι μου κάνανε ένεση, άντεχα. Δεν λέγανε να τελειώσουν. Πρέπει να σκέφτομαι κάτι άλλο. Ίσως αυτό ανακουφίζει. Αδύνατον. Τώρα το ξύλο δημιουργεί κι έναν ήχο. Σαν μια μεγάλη ξύλινη καμπάνα. Σαν να σαι μέσα στην καμπάνα. Ύστερα γλιστράς. Σκοτάδι, ησυχία, ανακούφιση Μον ρίχνουν νερά. Λιποθύμησα. Συνέρχομαι. Σχεδόν ήμουνα περήφανος που λιποθύμησα. Άμεση συνειδητοποίηση του χώρου. Η ελπίδα, ίσως σταματήσουν τώρα
Μπορεί να με λύσουν. Ο φάλαγγας κανονικά πρέπει να 'χει ένα τέλος. Έγινε πια ολόκληρος κύκλος, Τι θέλουνε; Ο Σπανός ρωτάει αν άλλαξα γνώμη. Δεν τον προσέχω. Ο Κώστας ξαναρχίζει. Μα μέχρι πότε; Αν έλεγα κάτι, θα μου έδινε την ευκαιρία να ξεφύγω για λίγο. Ο Κώστας συνέχιζε. Το πανί ξαναμπήκε στο στόμα μου. Αέρας, δεν υπήρχε αέρας. Πόσο μπορεί να ζήσεις χωρίς αέρας Περίμενα να ακούσω τον ήχο της καμπάνας. Πουθενά μόνο αυτά τα κύματα που ανεβαίνουν. Φαίνεται άρχισαν κάτι τινάγματα νευρικά στο κεφάλι. Ο Σπανός λέει:
«Σταμάτα, κάτι θέλει να πει».
Οι άλλοι το επιβεβαιώνουν. Ναι, θα μιλήσει. Ωρίμασε το πράγμα.Η καλή δουλειά φαίνεται. Κάποιος λέει στον Σπανό «Μην πας κοντά, κύριε προϊστάμενε, θα σε φτύσει»,
Μα τι γίνεται εδώ; Τους βασανίζουνε κι όχι μονάχα δεν μιλάνε, αλλά τους φτύνουν κι από πάνω. Μακάρι να μπορούσα να το κάνω κι εγώ.
Ο Σπανός αλλάζει γνώμη. Ο Κώστας ξαναρχίζει.
Πρέπει η ανθρώπινη αντοχή να 'χει όρια. Μια εφιαλτική υπερδιέγερση μου έδινε εκπληκτική διαύγεια. Τους παρατηρούσα. Ήτανε μα ζεμένοι γύρω γύρω, όπως μαζεύονται και κοιτάνε μια οικοδομή που κατεδαφίζεται. Ο Κώστας δεν χτύπαγε πια. Τώρα ήτανε κάποιος άλλος.
Είδα έναν που είχε φύγει από τον κύκλο και κοίταζε έξω από την πόρτα. Ίσως φρουρός, για να μην ανέβει κανείς απάνω. Ίσως δεν άντεχε να βλέπει. Πίστεψα το δεύτερο. Νέο κουράγιο. Κι εδώ ακόμα, κάποιος που δεν συμφωνεί. Αισθάνομαι φιλικά. Βλέπω γυρισμένη την πλάτη του. Το στομάχι μου πόναγε. Τ' αυτιά βουίζανε. Ένας ήχος διαπεραστικός, οξύς.
Μεγάλωνε. Ένα αίσθημα σαν να γκρεμίζομαι. Μια ταχύτητα, Στυφός ήχος, στριγκός, έτσι όπως σπάει το αεροπλάνο το φράγμα του ήχου. Κάπου θα πέσω. Λιβάδια.
Κάτω από τα νερά. Ένα αίσθημα ξεγνοιασιάς. Συνειδητοποίηση του χρόνου, Πάλι είχα λιποθυμήσει. Σαν να είχα σηκωθεί από αρρώστια. Μου φάνηκε πως ήμουν πολύ αδύνατος, διάφανος. Τους κοιτάζω. Αξύριστοι, άγρυπνοι, κουρασμένοι. Δεν ρωτάνε τίποτα πια. Όταν βλέπουνε πως μπορώ και στρέφω τα μάτια μου, ξαναρχίζουν. Δεν ξέρω πια τίποτε. Σκέφτομαι ένα σκυλί λεπριασμένο που του πετάνε πέτρες. Τα παιδιά στη γειτονιά μου του πετάνε πέτρες. Το σκυλί μου μοιάζει. Τρομάζω. Μπορεί να τρελαθώ, λέω. Ξέρω πως στην Μακρόνησο από τα βασανιστήρια είχανε γίνει τρελοί….

Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

Δήλωση - Γιώργος Σεφέρης

 Γιώργος Σεφέρης: 5 εξαιρετικά ποιήματα του Νομπελίστα λογοτέχνη -  Thessaloniki Arts and Culture

 Δήλωση - Γιώργος Σεφέρης

 

Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.
     Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ώς τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίεψα ώς τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
     Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, νά τι θα έλεγα:
     Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
     Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.
     Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
     Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο
και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή.
     Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.
 
28 Μαρτίου 1969


(από το βιβλίο: Νέα κείμενα 2, Κέδρος 1971)

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2023

Το ψαράκι της γυάλας -Μάριος Χάκκας

 

 Όχι άλλο αυτομαστίγωμα που "οι Έλληνες δεν αντιστάθηκαν στη Χούντα"

Το ψαράκι της γυάλας -Μάριος Χάκκας

 

Ο άνθρωπος, με τη φραντζόλα υπομάλης, είναι ο ίδιος που πριν δυο χρόνια περίπου κρατούσε καρπούζι. Τότε ήταν Ιούλιος και φυσικά υπήρχαν καρπούζια, ενώ τώρα Απρίλης και πήρε φρατζόλα. Βέβαια και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο για μήνα Απρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε, όπως άλλωστε όλος ο κόσμος.

Μέσα στο γενικό πανικό, πέσαν όλοι στα τρόφιμα. Περίμενε κι αυτός κάπου μισή ώρα σειρά και στο τέλος βρέθηκε με μια ζεματιστή φρατζόλα στο χέρι. Άλλοι παίρνανε τρεις και τέσσερες, αυτός μόνο μία. Για τη δουλειά που την ήθελε και μία αρκούσε. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και πήρε τους δρόμους.

Το σωστό είναι όταν κάποιος κρατάει μία φρατζόλα, να πηγαίνει στο σπίτι του. Όμως ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει. Στη συνοικία που έμενε, από τα χαράματα είχαν αρχίσει συλλήψεις και μόλις πρόλαβε να ντυθεί βιαστικά, πετάχτηκε έξω και ξεμάκρυνε γρήγορα, αναζητώντας το πιο κατάλληλο αντικείμενο για καμουφλάζ στις κινήσεις του.

Σ' όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους πρωτόγονους, είναι γνωστή η αξία χρήσης των αντικειμένων. Στις προηγμένες εμπορευματικές κοινωνίες τα πράγματα φυσικά έχουν και μια άλλη αξία, την ανταλλακτική, όπως συνήθως τη λένε. Στην Ελλάδα εκτός απ' αυτές τις δύο γνωστές και πολυσυζητημένες αξίες έχει ανακαλυφθεί και μια τρίτη: Η παραλλακτική, που παίζει σημαντικό ρόλο στις έκτακτες περιστάσεις που ζει τόσο συχνά αυτός ο τόπος. Είναι δε η παραλλακτική αξία ενός πράγματος απευθείας ανάλογη της εφευρετικότητας του παραλλάκτη και της αντίληψης του αστυνομικού οργάνου που επιχειρεί να παραπλανήσει. Δηλαδή, όσο πιο ατσίδας είναι ο αστυνομικός, τόσο πιο πειστικό πρέπει να είναι το αντικείμενο που κρατάει ο παραλλάκτης στα χέρια του, για να λειτουργήσει ο νόμος της παραλλαγής.

Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπός μας στις συγκεντρώσεις είναι αλήθεια, πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Αξία παραλλαγής). Αν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: «Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου».

Πραγματικά, πήγαινε σπίτι, φορούσε πιζάμες, παντόφλες, κι εκεί στη βεράντα, έκοβε το καρπούζι και το 'τρωγε, (αξία χρήσης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλούδες του πάπυρο. Αυτό ήταν και το βραδινό του. Τα τελευταία χρόνια, σαβουρώνοντας ό,τι του λάχαινε, είχε παραβαρύνει από σάλτσες κι αποφάσισε να κάνει δίαιτα. Όμως η κοιλιά κρέμονταν πάντα εκεί μπροστά του μακρουλό καρπούζι, κι όσο κι αν έλεγε ν' αρχίσει την επομένη ασκήσεις, αυτές ποτέ δεν γινόντανε. Βαριόντανε. Βαριόντανε ν' ασχοληθεί ακόμα και με τα φερ-φορζέ, στολίδι της βεράντας του, γιατί το θέλανε πια ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά. Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρεπε ν' αλλάξει το νερό, μια ασχολία κι αυτή που του φαίνονταν βαρετή.

Τα τελευταία χρόνια είχε κι αυτός την Καπούη του: Ένα σπιτάκι με βεράντα που έβλεπε προς το βουνό. Αφού έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και σε τσαντήρια εξορίας, μετά από τόσες στερήσεις, όταν κάποτε βρέθηκε ελεύθερος, μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε ξαφνικά μερικά λεφτουδάκια κι αγόρασε αυτό το σπιτάκι όπου και ζούσε μονάχος.

Για παντρειά δεν αποφάσιζε. «Δεν ξέρεις τι γίνεται πάλι», έλεγε κάθε φορά που του φέρναν εκεί την κουβέντα. «Ο γάμος σε δένει με τούτον τον κόσμο, ευθύνες, παιδιά. Εγώ έχω ένα παρελθόν κι ένα αβέβαιο μέλλον».

Κι όμως, έστω χωρίς γάμο μα με μόνο το σπίτι, δημιουργούσε γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο κι αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν. Γιατί δεν ήταν μόνο οι τέσσερεις τοίχοι στολισμένοι με κάδρα, παράθυρα δίχως κάγκελα και μια πόρτα που την άνοιγε όποτε ήθελε, δεν ήτανε φυσικά αιτίες να ξεκόψει από την παλιά του ζωή μόνον αυτά. Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ' αναπαυτικό στρωματέξ. Σόμπα στα χειμωνιάτικα βράδια, ψυγείο για τα καυτά καλοκαίρια, παγάκια, και μια σειρά άλλα ψιλοπράγματα εκ πρώτης όψεως που δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του.

Είναι αλήθεια, καλά καλά δεν είχε ξεκόψει με το παρελθόν. Όσο μπορούσε συνέχιζε, πηγαίνοντας στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά, δίνοντας τακτικά τη συνδρομή του κι ακούγοντας στο πικάπ δίσκους που αποκλειστικά αναφέρονταν σε κείνα τα δύσκολα χρόνια.

Ήταν ωραία ν' ακούς στους δίσκους για καημούς και στερήσεις, για μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, άσχετα αν δεν κατάληξε κάπου, για μια στάση ηρωική που μετείχε κι ο ίδιος. Ήταν πολύ ωραία να κάθεσαι στη σαιζ λογκ και ν' αναπολείς ακόμη και τους περασμένους πόνους σου, απαλότεροι τώρα, τυλιγμένοι στο μύθο, σα να μη συνέβηκαν σε σένα τον ίδιο. «Ε, πάει περάσανε όλα. Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία». Ήταν καλά μέσα στο σπίτι του με τις αναμνήσεις και το πικάπ· ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσε, τι αρχίσανε πάλι να πάρει ο διάβολος, τι φταίει να παίρνει πάλι μπάλα τους δρόμους;

Ήταν μια χαρά βολεμένος και τώρα το κυνηγητό και πού να πάει; Ποια δύσπιστη πόρτα να χτυπήσει, που όλοι, συγγενείς, γνωστοί, φίλοι, θα είχανε την ίδια αιτία; Πολλοί απ' αυτούς τώρα θα 'ταν κιόλας πιασμένοι κι άλλοι ίσως τριγυρίζουν όπως κι ο ίδιος με μια φρατζόλα στο χέρι.

Έκανε ένα μεγάλο κύκλο μακριά απ' το κέντρο. Πέρασε Βύρωνα, Δάφνη κι έπεσε στην Καλλιθέα. Ήταν μια καλή άσκηση. Είχε καιρό να περπατήσει τόσο πολύ. Κι ήταν ένα φωτεινό πρωινό, λες επί τούτου φτιαγμένο για ένα μεγάλο περίπατο. Ασυναίσθητα άρχισε να τσιμπάει τη γωνιά της φρατζόλας, ενώ ταυτόχρονα του 'ρθανε αισιόδοξες, σκέψεις: «Μπα, δεν κρατάει για πολύ αυτή η κατάσταση. Όπου να 'ναι θα πέσουν».

Τώρα όποιος θα 'θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου. Βέβαια, η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέλει καρδιά και προσωπική προπαρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο.

«Πώς θα πέσουν;» άκουσε μια φωνή μέσα του, «όπως τα ώριμα φρούτα από μόνα τους ή τινάζοντας το δέντρο γερά;». «Θα τους ρίξει ο λαός», διόρθωσε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήτανε δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτόν του ένα μ' αυτό το λαό κι επομένως δεν έβγαζε την ουρά του απ' έξω. Ναι, αλλά τότε, έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν γεγονότα, να συμμετάσχει σ' αυτά ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε να φυλαχτεί;

«Δεν μπορώ» σκέφτηκε, «προς το κέντρο δεν πάνε τα πόδια μου. Όσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι».

Είχε φτάσει σε μια περιοχή που κατοικούσε μια μακρινή εξαδέλφη του.

Δίστασε να πάει προς το σπίτι της. Όμως το στόμα του ήταν πικρό απ' τα τσιγάρα και του χρειαζόντανε ένας καφές. Τελικά τ' αποφάσισε.

— Τι γίνεται; ρωτούσε της ξαδέρφης ο άντρας, γερό παλικάρι και γερό μεροκάματο.

— Τι γίνεται; ρώτησε κι ο ίδιος μην ξέροντας τι ν' απαντήσει.

— Θα 'χει την Κυριακή ποδόσφαιρο άραγε;

— Πού να ξέρω; είπε εκείνος που έρχονταν απ' έξω.

— Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελπισμένος ο άλλος κι έπιασε το μέτωπό του. Έχεις και το ραδιόφωνο, μόνο εμβατήρια παίζει. Για τα γήπεδα τίποτε.

Ο δικός μας ρούφηξε καυτό τον καφέ του, προσπαθώντας να γλιτώσει το γρηγορότερο από της εξαδέλφης τον άντρα κι από τα άσματα του ραδιοφώνου, και πετάχτηκε πάλι στο δρόμο, αυτή τη φορά μ' ένα νευρικό, σβέλτο βήμα. Πρώτη φορά περπατούσε μ' αυτό τον τρόπο κι απορούσε κι ο ίδιος όταν τσάκωσε τον εαυτό του να δουλεύει μέσα του το εμβατήριο, θα μπορούσε να πει πως το σιγομουρμούριζε κιόλας;

Το πυροβολικό, το πυροβολικό,
το πυροβολικό, πολύ το αγαπώ.

Παρατήρησε ότι κι ένας άλλος άνθρωπος που βάδιζε μπρος του πήγαινε με τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο βηματισμό, λες και μικροσκοπικά μεγάφωνα κολλημένα εκεί δίπλα στ' αυτιά του μετέδιδαν το γνωστό εμβατήριο. Ήταν φορτωμένος μια τσάντα φίσκα με τρόφιμα κι αυτό κάθε φορά τον έκανε να χάνει το βήμα του. Όμως αμέσως ένα πηδηματάκι κουτσό, και το έβρισκε. Τον πήρε από πίσω. Δύο τετράγωνα παραπέρα τον ρούφηξε μια πόρτα. Αυτόν θα τον περίμενε ίσως μια γυναίκα με τα νυχτικά, ο απέναντι γείτονας για κανένα ουζάκι, ο μπατζανάκης μ' έτοιμο στρωμένο το τάβλι. Τίποτε δεν άλλαξε γι' αυτόν. Μόνο ένα κουτσό βηματάκι κι αμέσως ήτανε με το ρυθμό της ημέρας κι αυτό του επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι του.

Γιατί λοιπόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προσαρμογή, πάντα θα περπατούσε παράταιρα; Ένα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου. Βέβαια μπορεί εκεί να μην τον περίμενε μια γυναίκα με το νυχτικό, ένας μπατζανάκης, οι γείτονες να κάνουν παρέα, όμως είχε εκείνο το ψαράκι στη γυάλα, και ποιος θα του αλλάζει το νερό; Είναι μια ζωούλα κι αυτό, έχει ευθύνη. Το φαντάζονταν να κόβει βόλτες στο στενό χώρο της γυάλας. Έκανε όλο χάρη κινήσεις, δείχνοντας τη χρυσή του κοιλιά, πότε τα πλαϊνά του πτερύγια. Το στόμα του ανοιγόκλεινε ρυθμικά. Και ξαφνικά η αναπνοή του γινόντανε γρήγορη, ασφυκτιούσε. Τώρα σπαρτάραγε, πνίγονταν, έπεφτε μολύβι το σώμα του στον πάτο της γυάλας.

Έβγαλε το μαντίλι απ' την κωλότσεπη και σφούγγισε το ιδρωμένο του μέτωπο. «Δε γίνεται» σκέφτηκε, «πρέπει να πάω». Έπρεπε να νοιαστεί το ψαράκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτή την κρίσιμη μέρα ήταν ν' αλλάξει στο ψάρι νερό. Για τ' άλλα τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη.

Επέστρεφε μέσα στο απριλιάτικο απόγευμα σπίτι του κι ήταν παρμένη η απόφαση. Εκεί θα κλειδώνονταν κι ας έρχονταν από εκεί να τον πάρουν. Σουρουπώνοντας έμπαινε στην Καισαριανή.

Παρασκευή 21 Απριλίου 2023

21/4/1967 ΧΟΥΝΤΑ ΗΤΑΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΜΑΛΙΣΤΑ!

 ΛΑΜΟΓΙΑ ΣΤΟ ΧΑΚΙ // ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ «ΘΑΥΜΑΤΑ» ΚΑΙ ΘΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΟΥΝ

 Ένας δικτάτορας διαμένει στη Βίλα του Ωνάση με την "ευγενική χορηγία" της... ΔΕΗ. Ένα "ιερό" Ταμείο αφήνει εκατοντάδες εκατομμύρια δραχμών να "αναληφθούν εις τους ουρανούς" ή μάλλον να παραληφθούν από "εθνοσωτήρες" κολλητούς. Μια αμερικανική εταιρεία καμαρώνει επειδή εισπράττει άφθονα χρήματα του ελληνικού κράτους, χωρίς να κάνει απολύτως τίποτε. Ελληνικές τράπεζες χρηματοδοτούν την "κατασκευή" τρακτέρ στη Θεσσαλονίκη, αλλά αυτά εισάγονται από την Αυστρία! Μαύρα κρέατα κατακλύζουν για δύο και πλέον χρόνια την ελληνική αγορά. Τα θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα τετραπλασιάζονται, τα βιομηχανικά κέρδη πολλαπλασιάζονται, η φορολογία των πλοιοκτητών σχεδόν εκμηδενίζεται. Η "Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών" γράφει, όντως, ιστορία...
Την οικονομική, εισοδηματική και κοινωνική πολιτική της χούντας, από την "επίπλαστη ευημερία" του 1967 - 1971 έως την πλήρη απομυθοποίηση του 1973 - 1974, εξετάζει ο Διονύσης Ελευθεράτος στο νέο του βιβλίο. Σε αυτό παρελαύνουν όχι μόνο εύγλωττα στατιστικά στοιχεία, αλλά και σκάνδαλα όλων των ειδών, ιλιγγιώδη θαλασσοδάνεια, κερδισμένοι και χαμένοι, "τζάκια" και "καμένοι". Εξωφρενικές συμβάσεις και νομοθετήματα, που θαρρείς πως αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης της εργασιακής "τάξης πραγμάτων" την οποία γνώρισε -δεκαετίες αργότερα- η Ελλάδα των Μνημονίων.
Μια έρευνα με έντονο άρωμα εποχής και συγκρίσεις των "αμέσως πριν" με τα "αμέσως μετά". Μια διεισδυτική ματιά στα οικονομικά της δικτατορίας, με τρόπο που λαμβάνει υπόψη τις "συντεταγμένες" της σύγχρονης εποχής αλλά και πολλούς από τους πάγιους ακροδεξιούς μύθους για την περίοδο εκείνη. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Δευτέρα 3 Μαΐου 2021

Ο Άρης Αλεξάνδρου και η ουτοπία στο «Κιβώτιο» (από LIFO)

 Ο Άρης Αλεξάνδρου (1922-1978) θεωρείται ποιητής της μεταπολεμικής γενιάς και είναι γνωστός για τις μεταφράσεις του, κυρίως του Ντοστογιέφσκι και άλλων Ρώσων κλασικών στις εκδόσεις Γκοβόστη. Το μοναδικό του μυθιστόρημα, το εμβληματικό «Κιβώτιο», διανύει φέτος τη δεύτερη συνεχή χρονιά ως θεατρική παράσταση στο Studio Μαυρομιχάλη, σε σκηνοθεσία Φώτη Μακρή και Κλεοπάτρας Τολόγκου, με τον Φώτη Μακρή στον κεντρικό ρόλο (υποψήφιος για το βραβείο Κάρολου Κουν). Μετά από κάθε παράσταση συντονίζεται συζήτηση με ομιλητές καθηγητές, συγγραφείς και δημοσιογράφους.


Η γεμάτη σασπένς υπόθεση του έργου βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα του εμφύλιου πολέμου, αλλά ταυτόχρονα προβληματίζει τον θεατή με τις πολυεπίπεδες πολιτικές/φιλοσοφικές προεκτάσεις του μονολόγου ενός και μόνου βασικού ήρωα που έχει μείνει ζωντανός, μετά την αποτυχημένη «Επιχείρηση Κιβώτιο», μια αποστολή 40 συντρόφων να μεταφέρουν ένα κιβώτιο μεταξύ δύο πόλεων, χάνοντας ένας-ένας τη ζωή του, συχνά κάτω από αλλοπρόσαλλες συνθήκες. Μια ασφυκτικά καφκική ανάκριση λαμβάνει χώρα ενώπιον του κοινού, καθώς ο ανώνυμος ήρωας συμπληρώνει διαρκώς κόλλες αναφοράς προς τους δεσμώτες του με σκοπό να εξιστορήσει τι πραγματικά συνέβη και να απαλλαχθεί από κατηγορίες δολιοφθοράς, καθώς το κιβώτιο που μετέφερε ήταν τελικά άδειο.


Το κιβώτιο, Εκδόσεις Κέδρος, 1975
Το «Κιβώτιο» (πρώτη έκδοση 1974, εκδόσεις Κέδρος), εκτός από τη λόγια και ποιητική σχεδόν γραφή του, προσφέρει το έναυσμα για μια έρευνα γύρω από την ίδια τη ζωή του Αλεξάνδρου, η οποία συμπίπτει απόλυτα σχεδόν με το έργο του. Ο Άρης Αλεξάνδρου παρέμεινε πιστός στις ηθικές του αρχές, αποδεχόμενος διωγμούς και εξορία, απορρίπτοντας ταυτόχρονα μια κομμουνιστική βιοθεωρία που τον περιόριζε ψυχοπνευματικά. Για την ιδιαίτερη προσωπικότητα αυτού του μοναχικού ιδεολόγου των νεοελληνικών γραμμάτων, καθώς και για το συγκλονιστικό «Κιβώτιο» συζήτησα με δύο σημαντικούς ιστορικούς από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), τον διευθυντή Κωστή Καρπόζηλο και τον γενικό γραμματέα Βαγγέλη Καραμανωλάκη, καθώς και με τον σπουδαίο κριτικό λογοτεχνίας Δημήτρη Ραυτόπουλο, φίλο και μελετητή του συνόλου του έργου του Άρη Αλεξάνδρου στο βιβλίο του «Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος» (εκδόσεις Σοκόλη, 1996-β'έκδοση διορθωμένη και συμπληρωμένη, 2004):

 

— Στο «Κιβώτιο», κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, επιστρατεύοντας λεπτή ειρωνεία και μαύρο χιούμορ, ο Αλεξάνδρου μπερδεύει τους αληθινούς επαναστάτες με τους προδότες. Μπορείς, αλήθεια, να γνωρίζεις ξεκάθαρα στο τέλος ποιος είναι ο σύμμαχος και ποιος ο εχθρός;

Βαγγέλης Καραμανωλάκης: Νομίζω ότι, παρά το μπέρδεμα, υπάρχει η πίστη του ήρωα αυτού στον βαθύ πυρήνα του δόγματος. Στο πλαίσιο της ιστορίας που αφηγείται, ο πυρήνας αυτός δεν αμφισβητείται μέχρι τέλους. Το γεγονός αυτό διαφοροποιεί το «Κιβώτιο» από μια λογοτεχνία αντικομμουνιστική.

Κωστής Καρπόζηλος: Πρέπει να αντιληφθούμε τον Αλεξάνδρου ως μια έκκεντρη περίπτωση που δεν ταυτίζεται με αυτούς που γράφουν μέσα στον Ψυχρό Πόλεμο ως πρώην κομμουνιστές λογοτεχνικά κείμενα, όπως «Το μηδέν και το άπειρο» του Άρθουρ Καίσλερ. Ο Καίσλερ είναι το κατεξοχήν παράδειγμα λογοτέχνη, του οποίου η εμπειρία από το επαναστατικό κίνημα μετασχηματίζεται στο ακριβώς ανάποδό της. Ο Αλεξάνδρου είναι μια μοναχική μορφή που εν τέλει ασκεί δριμεία κριτική στην έννοια της επανάστασης, αλλά ταυτόχρονα δεν την αποκαθηλώνει. Αυτό που δείχνει με τη διαδικασία της ανάκρισης είναι πώς οι μηχανισμοί της εξουσίας προσπαθούν να τσακίσουν το άτομο. Υπάρχει η διαρκής σύγκρουση ανάμεσα στο εγώ και στο εμείς, που δεν έχει καλούς και κακούς. Αυτή είναι η κεντρική διάσταση του μεγάλου προβλήματος των επαναστατικών ιδεών. Οι επαναστατικές ιδέες καλούν τους ανθρώπους να υποτάξουν την υποκειμενικότητά τους στο όνομα του σκοπού. Ο Αλεξάνδρου αναγνωρίζει την αναγκαιότητα αυτή, αλλά ταυτόχρονα κάνει και την κριτική για τις διαστάσεις που παίρνει αυτό στην καθημερινότητα της πολιτικής πράξης.

Βαγγέλης Καραμανωλάκης: Και να προσθέσω εδώ ότι ο 20ός αιώνας παράγει ένα νέο είδος ανθρώπου που είναι ο «Κομμουνιστής». Η παραγωγή αυτού του ανθρώπου γίνεται μέσα από ιστορικές συνθήκες. Η συνεχής μετάβαση του ΚΚΕ από την παρανομία στη νομιμότητα δημιουργεί και αντανακλαστικά και συμπεριφορές, όπως το να μη μιλάς ή η ομαδικότητα, κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Υπάρχει και η ιδέα της διεθνούς επανάστασης που είναι κυρίαρχη: το ότι είμαστε ο διεθνής στρατός της επανάστασης και η παρηγοριά μας, μετά τον Εμφύλιο κατά τον οποίο ηττηθήκαμε, είναι ότι νικήσαμε στην Κίνα! Αυτός ο τύπος του ανθρώπου, λοιπόν, κάποια στιγμή γνωρίζει τη στρέβλωση, τον σταλινισμό. Ο Αλεξάνδρου μεταφέρει την ιστορική πραγματικότητα του τι σημαίνει να είσαι επαναστάτης-κομμουνιστής.

 


— Ποια ερμηνεία μπορούμε να δώσουμε στο «Κιβώτιο»;

Δημήτρης Ραυτόπουλος: Για το «Κιβώτιο» μπορούμε να δώσουμε πολλές ευφάνταστες ερμηνείες, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι μία είναι η σωστή. Επομένως, ο μύθος «κιβώτιο», δηλαδή η γραφή του, είναι αυτό που εγώ ονομάζω «μεγα-μεταφορά», δηλαδή πάνω στη μεταφορά ενός αντικειμένου γίνεται μια μεταφορά φιλοσοφική, υπαρξιακή ή οτιδήποτε άλλο με συγκεκριμένο πολιτικό προβληματισμό που επιτρέπει αυτή την προέκταση. Η μεταφορά αυτή ξεκινά από το γνωστό και καταλήγει στο άγνωστο και όχι το αντίθετο, όπως κάνουν η παραβολή, η αλληγορία ή ο συμβολισμός, που ξεκινούν από το άγνωστο για να φτάσουν στο γνωστό. Αυτή είναι η ουσία στο νόημα του «Κιβωτίου», νομίζω. Μεταφέρεται στο κιβώτιο αυτό μια ουτοπία, η ουτοπία του κομμουνισμού και η τελική της αποτυχία, αν θέλουμε να φτάσουμε στο συγκεκριμένο νόημα του μη-νοήματος που είναι η ουτοπία.


Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

Η Κίττυ Αρσένη στα νύχια της χούντας του Παπαδόπουλου

 


"...Μπήκανε στις δύο το πρωί στο σπίτι μου με τα περίστροφα στα χέρια και είπανε: “Μη φοβάστε, Αστυνομία” και η μάνα μου έπεσε λιπόθυμη. Τριγυρίσανε και κάνανε το σπίτι άνω κάτω σα λυσσασμένα σκυλιά. Ο Λάμπρου με ρώτησε αν μου αρέσει η μουσική του Θεοδωράκη.
Δεν ήξερα πώς συμπεριφέρονται σε αστυνομικούς που κάνουνε έρευνα. “Γιατί με ρωτάτε, είμαι καλλιτέχνις”, τους είπα και μου έσπασε το δίσκο με το “Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού”. Τους παρακάλεσα ό,τι είναι να γίνει να μη γίνει μεσα στο σπίτι. Φοβήθηκα τις φωνές, τη μάνα μου λιποθυμισμένη δίπλα, την πολυκατοικία, - η ζωή κυλάει ήρεμα στην Αθήνα – και μου είπανε να φύγουμε. (...)
Έμαθα περίεργα πράγματα απόψε. Πώς μπορεί να σε χτυπάνε και να μην πονάς!
Ο Λάμπρου διέταξε να μου σπάσουν το χέρι.
Ο Μπάμπαλης τον πρόλαβε: “Μην κουράζεστε, κύριε προϊστάμενε! Εγώ!”. Και άρπαξε αυτός το χέρι μου. Εγώ περίμενα το σπάσιμο για να ξεσπάσω. Σκεφτόμουνα, όταν ήμουνα μικρή, είχα πέσει από την αχλαδιά του κήπου μας και είχα σπάσει το χέρι μου, ούτε που το κατάλαβα.
“Έτσι θαναι και τώρα”, σκεφτόμουνα, “την ώρα που θα σπάσει ούτε που θα το καταλάβω”. Άρχισα να ξεφωνίζω, μηχανικά σχεδον, όταν είδα από μακριά το φως ενός σπιτιού. Και αυτό ήτανε λάθος, φαίνεται... Με ξαναβάλανε γρήγορα μέσα στ' αυτοκίνητο και ανεβήκαμε πιο πάνω. Εκεί τέλεια ερημιά. Πρέπει να προσέχουμε τις ώρες κοινής ησυχίας!
Ο Λάμπρου μου λέει “Όλα θα μας τα πεις απόψε εδώ. Βιαζόμαστε. Δε φεύγεις ζωντανή αν δε μας τα πεις όλα απόψε!”.
Προσπαθώ να συμμαζέψω το ξεσκισμένο μου φουστάνι και τα αίματα που τρέχουν από τη μύτη μου. “Τότε θα την εκτελέσουμε”, και ο Μπάμπαλης βγάζει το πιστόλι του και το ακουμπάει στον κρόταφό μου.
Παίζει το μεγάλο του νούμερο. “Δε με νοιαζει, πώς το λένε, κύριε Μπάμπαλη. Και κάτι πάρα πάνω. Το εύχομαι. Ξέρω πολύ καλά τι με περιμένει, αν δεν εκτελέσεις την απειλή σου. Κάντο, εμπρός λοιπόν”. “Σκοτώστε με!” Δε με νοιάζει”, τους φωνάζω.
Αυτό δεν ήτανε σκόπιμο. Αφηνιάσανε. Παρατάνε το πιστόλι και βγάζουνε τα ματσούκια. Τόξερα, δε θα τολμούσαν να με σκοτώσουν πριν βγάλουν από μένα ό,τι θέλανε να βγάλουν. Με ξαπλώσανε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και ο σοφέρ βαράει φάλαγγα. Ο Μπάμπαλης στρίβει τα χέρια, ο Μάλλιος τα δάχτυλα, ο Λάμπρου επιστατεί, δίνει εντολές και ξεθυμαίνει πότε πότε χτυπώντας ο ίδιος προσωπικά. Είναι τέλεια ερημιά, είναι τέσσερις που με χτυπάνε και γω έχω την εντύπωση ότι μπορώ να τους αντισταθώ. Αμύνομαι. Ειναι αστείο.
“Θα σταματήσουν άμα χαράξει”, σκέφτομια, “ως τότε αντέχω”. Δε μιλάω, δεν απαντάω. Μόνο φωνάζω από καιρό σε καιρό. Ακούω τη φωνή μου και υπάρχω. Με βγάζουν από το αυτοκίνητο, με σπρώχνουνε κάτω στο χώμα, δεν πολυκαταλαβαίνω τι γίνεται. Μόνο όλο μου το κορμί γεμίζει αγκάθια. Και ξαφνικά σταματήσανε. Ο Λάμπρου, ο κ. Προϊστάμενος κουράστηκε. “Δε βγαίνει τίποτα μ' αυτήν έτσι. Αυτήν στο μηχάνημα της αλήθειας”.
“Λες ψέματα, κύριε προϊστάμενε, σας ξέρω καλά”, σκέφτομαι, δεν υπάρχει μηχάνημα. Αν μου βγάλεις τα νύχια και μου κάψεις το κορμί μου με τσιγάρα, δε χρειάζεσαι το μηχάνημα. Θα το κάνεις μόνος σου, γιατί έτσι θα σ' αρέσει περισσότερο”.
Φτάσαμε στην Μπουμπουλίνας.
Ο αξιωματικός υπηρεσίας που με παραδώσανε, μου έκανε “στριπτήζ”. Κοίταξε μήπως έχω τσιμπιδάκια στα μαλλιά μου. Μου κράτησε ό, τι θα μπορούσα να κλείσω μέσα στη φούχτα μου για να μη νιώθω μόνη. Μου κράτησε και την κουβέρτα. Με περάσανε από ένα μεγάλο κρατητήριο – άντρες, γυναίκες, όλοι ξαπλωμένοι, κοιμόντουσαν. Μου άρεσε η ιδέα, αλλά προχωρήσαμε πιο κάτω και με ρίξανε εδώ μέσα. Το κελί μου έχει Νο 18.
Από σήμερα ονομάζομαι 18. (...)
Μια φασαρία γίνεται έξω. Κάποια πόρτα κελιού ανοιγοκλείνει. Τις ακούω καθαρά. Είναι του φρουρού. “Για κοίτα, ρε, που πήγα να βρω τον μπελά μου... στο τσακ σε πρόλαβα ρε πούστη.... Ρε, εμένα δε μου ξεφεύγει βελόνα. Τι θέλεις δηλαδή να παραστήσεις, που πήγες να κόψεις τις φλέβες σου με χαλίκι. Εδώ κάτω εγώ είμαι υπεύθυνος και θα μου βάλεις εσύ μπελά στο κεφάλι μου. Άι σιχτίρ! Με χαλίκι. Συνάδελφε, ε, ρε, συνάδελφε, έλα δω, γρήγορα. Σκυλιά, ψόφο δεν έχετε...”.
Υπάρχει κι αυτό λοιπόν. Κόβεις τις φλέβες σου και τελειώνει η ιστορία. Μόνο ο φρουρός, λέει, θα βρει τον μπελά του. Πρέπει να τον παίρνουνε τώρα. Κολλάω πάνω στην πόρτα του κελιού μου. Ποιος; Γιατί; Θα ζήσει; Θα τον προλάβουνε άραγε; Τι νάναι το καλύτερο; (...)
Μας κλείσανε σ' αυτά τα κελιά. Κανείς δεν υπάρχει. Είτε κλάψεις, είτε πονέσεις, κανείς δε γνοιάζεται. Ποιος γνοιάζεται για το διπλανό που βγάζει τα πνευμόνια του; Μόνο μην τους πεθάνεις. Αυτό απαγορεύεται από τον κανονισμό. Και απάνω όταν χτυπάνε το προσέχουνε. Δε θέλουνε μπερδέματα. Δύσκολες μετά οι διατυπώσεις. Το αποφεύγουν. Ξέρω ότι έχουν ένα γιατρό, Κιούπη τον λένε, και προσέχει. Κρατάει το σφυγμό, και τους λέει αν μπορούν ή όχι να προχωρήσουν. Ξέρει να συνεφέρνει, και δίνει καρδιοτονωτικά όταν τους κάνουνε ηλεκτροσόκ. Ωστόσο στην Αθήνα εξαφανίστηκαν κάμποσοι. Και δυο τρεις οικογένειες διατάχτηκαν να παραλάβουν φέρετρα σφραγισμένα.
Εν τούτοις “η Επανάστασις υπήρξεν αναίμακτος...”.
Και γω είμαι μόνη μου. Δε θέλω κανένα. Δεν έχω φίλους, δεν έχω σπίτι. Δεν έχω κανένα. Δεν έχω ελπίδα. Κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει. Την πάσα ελπίδα....
“Μάνα μου!”, μου ξεφεύγει μια κραυγή.
Εδώ είναι κόλαση. Τότε, ακούω ένα χτύπημα στον τοίχο. “Ντουκ”. Αλαφιάζομαι. Στηλώνω τ' αυτί μου: “Ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ”.
Θάναι το 17, το διπλανό κελί. Μα αυτός πριν λίγο έβγαζε τα πνευμόνια του. Είναι για μένα; Του χτυπάω κι εγώ: “Ντουκ, ντουκ”.
Μου απαντάει αμέσως σαν σύνθημα: “Ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ”.
Δεν είμαι μόνη μου λοιπόν;
Είμαστε ε μ ε ί ς και α υ τ ο ί. Γκρεμίζω τους τοίχους του κελιού μου.
“Ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ”. Σβήνω τον Δάντη. Να μην υπάρχει. Να μην έρθει κανείς ύστερα από μένα και το βρεί. Ψάχνω να βρω κάτι άλλο. Κάτι ενθαρρυντικό. Παλικαρίσιο. Στίχους του Ρίτσου, ίσως. Τίποτα όμως δε μου φτάνει, “ΝΤΟΥΚ”, θα έγραφα μόνο. (...)
Έχουν περάει 20 μέρες από την ημέρα που με πιάσανε. Δε χάραξα το βράδυ τη χαρακιά της ημέρας. Δεν πρόλαβα. Μ' ανεβάσανε στην ταράτσα. Όταν με κατεβάσανε, είχα το κουράγιο να ψάξω να βρω τις ασπιρίνες. Τις μέτρησα. Θάταν 7 ή 8. Δε φτάνανε. Τα χέρια μου είναι παράλυτα και δε με υπακούνε να πάρουνε ένα χαλίκι από το τσιμέντο. Με χτύπησαν αλλά πόνο δε νιώθω. Θέλω να φωνάξω, αλλά φωνή δε βγαίνει, να μ' ακούσει όλη η απομόνωση. Θέλω ένα πυρωμένο σίδερο να κάψω τα μέλη που μ αγγίξανε. Θέλω περισσότερες ασπιρίνες. (...)
Δε λύγισα στον πόνο. Σχεδόν δεν πόναγα. Τρόμαξα. Τώρα που ξέρω δε θα τους ξαναφοβηθώ.
Δε φοβάμαι τους διεστραμμένους δήμιους, το παρανανοϊκό πρόσωπο του Σπανού, τον πάγκο με τα σκοινιά, το σκοτάδι της ταράτσας και τα νερά του πλυσταριού. Έχω στο στόμα μου τη γεύση της πατσαβούρας, στ' αυτιά μου το μηχάνημα της μοτοσυκλέτας. Βλέπω μπροστά μου το μούτρο του Σπανού και πάνω απ' όλα μισώ το κορμί μου που λιγοψύχισε.
Και τους περιμένω. Φτάνει ναρθούνε.
Είμαι έτοιμη. Τώρα δε με νοιάζει που το μυαλό μου δε δουλεύει. Δε μου χρειάζεται. Τώρα που έχω αποφασίσει, τώρα ξέρω πώς μετριέσαι μαζί τους.
...Δεν έρχονται. Περιμένουν ίσως να γίνουν καλά τα πόδια μου. Ο γιατρός που τα εξήτασε δεν τα τα βρήκε σπασμένα. Βγαίνω μια φορά την ημέρα για την τουαλέτα. Πετάω το φαϊ μου και ξαναγυρίζω σούρνωντας τα πέδιλά μου. (...)
Είδα πως θέλανε να με κάνουνε κομμάτια και έμοιαζαν σαν κανίβαλοι. Τους είδα να ηδονίζονται την ώρα που σπαρτάραγα.
Αυτή ήταν η δουλειά τους. Δε με ξέρανε καθόλου. Δεν ξέρανε ίσως την υπόθεσή μου, δε θα περιμένανε προαγωγή από την επιτυχία τους απάνω μου. Θεέ μου, από πού τους έχουνε μαζέψει και είναι τόσο ειδικοί στη “δουλειά” τους; Μόνο το μούτρο του Σπανού ήταν ανέκφραστο. Δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου μάτια τόσο ξερά.
“Θα καθαρίσουμε οι δυο μας”, μου λέει και σφυρίζει μάγκικα στα “παιδιά” που περιμένανε.. (...)
Όσην ώρα αυτός ο ξανθός με τους παραφουσκωμένους μυς βάραγε φάλαγγα, όλοι οι άλλοι χοροπηδάγανε απάνω μου, πατούσαν στο στομάχι μου, μου σφίγγανε το λαιμό, μου ανάβανε σπίρτα να μου κάψουνε τα μάτια.
Τι βλακεία μου να τους φωνάξω ότι θέλω να βλέπω όση ώρα με βασανίζανε... Γιατί κείνη τη στιγμή κάποιος πήγε ν' ανάψει το φως.
Ο Σπανός όμως τον πρόλαβε: “Όχι φως, αφού θέλει να βλέπει, θα μείνει στο σκοτάδι. Κάψτε της τα μάτια!”. (...)
Την άλλη μέρα το πρωί ο φρουρός, αυτός ο λιμοκοντόρος ο στιφός, ήταν λαλίστατος.
-Τα πράγματά σου. Μου κόπηκε η μιλιά. -Μάζεψε τα πράγματά σου, φλυάρισε.
-Γιατί;
-Φεύγεις.
-Δηλαδή;
-Φεύγεις από δω, αγρίεψε.
-Και πού θα με πάνε; επιμένω.
-Δεν ξέρω.
Αυτό δεν το περίμενα. Νόμιζα πως θάμενα όλη μου τη ζωή εδώ κάτω. Πως το πολύ πολύ θα μ' απολυμαίνανε μαζί με τους κοριούς. (...)
Αρχίζει η Οδύσσεια του ανεβάσματος (...)
Φτάνουμε στο τέταρτο...
“Εδώ”, ακούω κάποιον να λέει. Ανοίγουνε ένα δωμάτιο. Μπαίνει φως. Θαμπώνουμαι. Κλείνω τα μάτια μου και πέφτω σε μια καρέκλα. Ένα σωρό ζεστά, συμπαθητικά πρόσωπα με περιτριγυρίζουν. Τρέχουν να μου φέρουν νερό. -Τι έχεις;
-Χρώματα, λέω. Υπάρχει κόκκινο, κίτρινο, πράσινο. Χρώματα...
Τα χέρια με σφίγγουν , μ' αγκαλιάζουν.
Άγγισμα ανθρώπινο. Υπάρχει λοιπόν. Είμαι φαίνεται σαν αγρίμι. Άπλυτη, αχτένιστη, αδύνατη, λένε οι κοπέλες, πολύ αδύνατη. (...)
Το χειρότερο είναι οι νύχτες. Την πρώτη φορά που άκουσα ουρλιαχτά, το καζάνι, τη μοτοσυκλέτα, έπαθα κρίση. Αρνήθηκα ν' ακούσω. Βούλωσα τ' αυτιά μου και οι κραυγές τα φτάνανε. Εγώ είχα περάσει τη διαδικασία μου. Είχα δει τα σπασμένα κεφάλια, τα πρησμένα πόδια, τα παλικάρια να σέρνονται με την κοιλιά και να περπατάνε στα τέσσερα.
Είχα πάει η ίδια στην ταράτσα. Αλλά αυτό όχι! Αρνιέμαι να τ' ακούσω. Δεν αντέχω.
Ήρθαν τότε κοντά μου οι κοπέλες και μου μίλησαν.
“Μην κάνεις έτσι. Γιατί αυτό συμβαίνει πολύ συχνά. Και πρέπει να το αντέξεις.
Θ α τ ο σ υ ν η θ ί σ ε ι ς”, μου είπαν και τα μάτια τους ήταν γεμάτα φρίκη.
Τότε κάθισα και γω ήσυχη στη γωνιά μου. Στήλωσα τα μάτια στον τοίχο και ά κ ο υ γ α. Μόνο σε μια στιγμή έπιασα το χέρι της Κλειώς για βοήθεια. Η Ελένη μουρμουρίζει: 152, 153, 154... ήταν τα χτυπήματα που μέτραγε. (...)
Εδώ φέρανε και τον Αντρέα. Μόλις τον πιάσανε, τον βάλανε στο δίπλα δωμάτιο. Πρόλαβε να μας ρωτήσει. “Βαράνε πολύ;”. Και μεις δεν προλάβαμε να του απαντήσουμε. (...)
Περιμέναμε την ώρα που θα τον ανεβάζανε πάνω. Τραγουδάγαμε και του χτυπάγαμε συνθηματικά στον τοίχο. Τον ξεπροβοδίζαμε. Είχε πάθει τρεις διασείσεις. Δεν ξέραμε πώς θα ξανακατέβαινε κάτω. Τα τρανζίστορ άρχισαν να παίζουν στη διαπασών. Το βασανιστήριο ήταν σίγουρο.. Μου θύμιζε τα θύματα στα ρωμαϊκά ιπποδρόμια, ή κάτι θηρία στη ζούγκλα που τα κλείνουν σε κλουβιά για να τα κατασπαράξουν, σε κάτι περίεργα θηράματα, που κάνουν σπορ οι Ευρωπαίοι. Και όμως υπήρχε μια μάχη που θα δινότανε... Primera Linea del fuego πρώτη γραμμή του πυρός. Τον ανεβάσανε και τον κρατήσανε μέχρι να ξημερώσει. Όλο το βράδυ είμαστε μαζί του. Σε μια στιγμή που έπαψαν ν' ακούγονται χτυπήματα, η μοτοσυκλέτα, και ακούγαμε μόνο ουρλιαχτά, τότε δεν αντέξαμε.
Η Χρυσή έβαλε υστερικές φωνές και η Αριάδνη τιναζότανε από σπασμούς.
Εγώ έλεγα και ξαναέλεγα δυνατά:
“Να πεθάνει να πεθάνει. Να μη βασανίζεται άλλο”.
Ακούγαμε τα νερά που τού ρίχνανε και τον Κιούπη που ανεβοκατέβαινε.
Τα ξημερώματα είπε:
“Φτάνει. Δε θ' αντέξει άλλο”.
Τότε πέσαμε και μεις να κοιμηθούμε.
Όταν την άλλη μέρα κοιτάξαμε από την τρύπα του δωματίου, είδαμε ένα μάτσο κρέας ματωμένο. Κι όμως η μάχη δόθηκε. Όταν ο Αντρέας μας ξανακοίταξε, με το παραμορφωμένο πρόσωπό του ανάμεσα στα αίματα και τα γένια, χαμογελούσε. Τους είχε νικήσει. (...)
Ξέρεις γιατί άντεξες; Ξέρεις γιατί αντέξαμε όλοι; Είναι αυτό που είπε η Νατάσα μια μέρα στο φρουρό στην απομόνωση. Τριών μηνών έγκυος έπαθε αποβολή από το ξύλο.
“Μπορώ να μείνω σ' ένα κελί μικρότερο από τούτο δω, 100, 200 μέρες, αν χρειαστεί. Μια ώρα να βάλουνε εσένα, εδώ μέσα θα σκάσεις. Εγώ μπορώ να μείνω γιατί έχω δίκιο”.
➖Κίττυ Αρσένη
(Απόσπασμα από το βιβλίο της «Μπουμπουλίνας 18», εκδόσεις Θεμέλιο 2005).
*************

Η Κίττυ Αρσένη ήταν ηθοποιός, απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Καρόλου Κουν και διέγραψε μια σημαντική πορεία στο θέατρο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, αλλά και το ραδιόφωνο. Ήταν όμως και μια δραστήρια πολιτική προσωπικότητα, τόσο στο επίπεδο του συνδικαλισμού των ηθοποιών, όσο και στην κεντρική σκηνή, καθώς υπήρξε ενεργό στέλεχος της ανανεωτικής αριστεράς, του Συνασπισμού και της Δημοκρατικής Αριστεράς.
Γεννήθηκε στο Αργοστόλι το 1935 και ήταν αδελφή του γνωστού πολιτικού Γεράσιμου Άρσενη.
Στο βιβλίο της με τίτλο «Μπουμπουλίνας 18»,
η Κίττυ Αρσένη εξιστορεί τις δραματικές στιγμές που έζησε το καλοκαίρι του 1967 όταν συνελήφθη, φυλακίστηκε και βασανίστηκε από τη χούντα των συνταγματαρχών ως μέλος του Πατριωτικού Μετώπου. Το 1968, μετά την αμνηστία,
 κατάφερε να διαφύγει στο εξωτερικό και να καταθέσει ως μάρτυρας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, όπου κατήγγειλε τα βασανιστήρια και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη χούντα.
Η Κίττυ Αρσένη πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 2013.

https://youtu.be/7eSsl_YfmKs
— with 
Eugenia Arsenis
.

Ηλίας Βενέζης- Αιολική γη

    Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.  Κοιμη...

ευανάγνωστα