Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023

Ανθρωποφύλακες- Περικλή Κοροβέση (απόσπασμα)

 Το μαρτύριο της φάλαγγας και τα φριχτά βασανιστήρια στην Μπουμπουλίνας -  «Έργα» της Χούντας [video] | Alfavita

... Είχα σφιχτεί και περίμενα. Κοίταζα τον Κώστα. Ο Κώστας έφτυσε στα χέρια του, πήρε το ξύλο. Άρχισε.
Ο φάλαγγας είναι μια υπερβολικά μεγάλη δύναμη που ενεργεί πάνω σου. Σου δίνει την εντύπωση πως γλιστράς σε μια μεγάλη, επικλινή, γυαλιστερή επιφάνεια και πέφτεις πάνω σ' έναν σκληρό, γρανιτένιο τοίχο. Αν δεν ήξερες πως σε χτυπάνε στα πόδια, θα σου ήτανε αδύνατον να προσδιορίσεις από πού έρχεται. Τις κινήσεις του βασανιστή τις βλέπεις. Τα χτυπήματα είναι ο γρανιτένιος τοίχος. Η επικλινής επιφάνεια είναι τα διαστήματα ανάμεσα στα χτυπήματα. Όταν ο ρυθμός είναι κανονικός, είναι λιγότερο επώδυνος από τον ακανόνιστο ρυθμό.
Τη λεπτομέρεια αυτή την ξέρουνε και σε χτυπάνε μια γρήγορα μια αργά. Αρχίζουν να σε χτυπούν από κάτω προς τα πάνω και αντίστροφα. Ξέρουνε πως η πρώτη σου αντίδραση είναι να μαζέψεις λίγο τα πέλματα. Αυτό τους αφήνει αδιάφορους, γιατί ξέρουνε πως ύστερα από δέκα χτυπήματα το πόδι πρήζεται τόσο πολύ, που γεμίζει το παπούτσι.
Άρχισα να φωνάζω. Δεν ήξερα πόσο δυνατή είναι μια ανθρώπινη φωνή, Φώναξα τ' όνομά μου. Άκουγα τη φωνή μου, που ήταν αφύσικα δυνατή. Σταματήσανε. Μα θα ταν δεν θα ταν δέκα χτυπήματα, Δεν τόλμησα να κάνω καμιά σκέψη. Ο Σπανός με ρώτησε αν άλλαξα γνώμη. Δεν τον κοίταξα. Ο Κώστας ξανάρχισε, Φώναζα. Κάποιος φεύγει και πηγαίνει στο αποχωρητήριο και παίρνει το σφουγγαρόπανο. Κολλάει το σφουγγαρόπανο πάνω στο στόμα μου. Όλη εκείνη η αηδία κολλάει στον οισοφάγο μου. Το βαστάει σφιχτά και το πανί στραγγίζεται στο στόμα μου. Δεν μπορώ πια ν' αναπνεύσω.
Σκέφτηκα να κάνω γιόγκα, να κόψω τη μεταβίβαση του πόνου. Μάταιο. Σαν να θέλεις να βάλεις ένα χάρτινο φράγμα σ' έναν καταρράκτη. Τινάχτηκε στον αέρα η γιόγκα μου.
Δεν τελείωνε. Περίμενα να λιποθυμήσω. Είχα μια κτηνώδη αντοχή. Περίεργο, εγώ πού για να βάλω τροχό στο δόντι μου κάνανε ένεση, άντεχα. Δεν λέγανε να τελειώσουν. Πρέπει να σκέφτομαι κάτι άλλο. Ίσως αυτό ανακουφίζει. Αδύνατον. Τώρα το ξύλο δημιουργεί κι έναν ήχο. Σαν μια μεγάλη ξύλινη καμπάνα. Σαν να σαι μέσα στην καμπάνα. Ύστερα γλιστράς. Σκοτάδι, ησυχία, ανακούφιση Μον ρίχνουν νερά. Λιποθύμησα. Συνέρχομαι. Σχεδόν ήμουνα περήφανος που λιποθύμησα. Άμεση συνειδητοποίηση του χώρου. Η ελπίδα, ίσως σταματήσουν τώρα
Μπορεί να με λύσουν. Ο φάλαγγας κανονικά πρέπει να 'χει ένα τέλος. Έγινε πια ολόκληρος κύκλος, Τι θέλουνε; Ο Σπανός ρωτάει αν άλλαξα γνώμη. Δεν τον προσέχω. Ο Κώστας ξαναρχίζει. Μα μέχρι πότε; Αν έλεγα κάτι, θα μου έδινε την ευκαιρία να ξεφύγω για λίγο. Ο Κώστας συνέχιζε. Το πανί ξαναμπήκε στο στόμα μου. Αέρας, δεν υπήρχε αέρας. Πόσο μπορεί να ζήσεις χωρίς αέρας Περίμενα να ακούσω τον ήχο της καμπάνας. Πουθενά μόνο αυτά τα κύματα που ανεβαίνουν. Φαίνεται άρχισαν κάτι τινάγματα νευρικά στο κεφάλι. Ο Σπανός λέει:
«Σταμάτα, κάτι θέλει να πει».
Οι άλλοι το επιβεβαιώνουν. Ναι, θα μιλήσει. Ωρίμασε το πράγμα.Η καλή δουλειά φαίνεται. Κάποιος λέει στον Σπανό «Μην πας κοντά, κύριε προϊστάμενε, θα σε φτύσει»,
Μα τι γίνεται εδώ; Τους βασανίζουνε κι όχι μονάχα δεν μιλάνε, αλλά τους φτύνουν κι από πάνω. Μακάρι να μπορούσα να το κάνω κι εγώ.
Ο Σπανός αλλάζει γνώμη. Ο Κώστας ξαναρχίζει.
Πρέπει η ανθρώπινη αντοχή να 'χει όρια. Μια εφιαλτική υπερδιέγερση μου έδινε εκπληκτική διαύγεια. Τους παρατηρούσα. Ήτανε μα ζεμένοι γύρω γύρω, όπως μαζεύονται και κοιτάνε μια οικοδομή που κατεδαφίζεται. Ο Κώστας δεν χτύπαγε πια. Τώρα ήτανε κάποιος άλλος.
Είδα έναν που είχε φύγει από τον κύκλο και κοίταζε έξω από την πόρτα. Ίσως φρουρός, για να μην ανέβει κανείς απάνω. Ίσως δεν άντεχε να βλέπει. Πίστεψα το δεύτερο. Νέο κουράγιο. Κι εδώ ακόμα, κάποιος που δεν συμφωνεί. Αισθάνομαι φιλικά. Βλέπω γυρισμένη την πλάτη του. Το στομάχι μου πόναγε. Τ' αυτιά βουίζανε. Ένας ήχος διαπεραστικός, οξύς.
Μεγάλωνε. Ένα αίσθημα σαν να γκρεμίζομαι. Μια ταχύτητα, Στυφός ήχος, στριγκός, έτσι όπως σπάει το αεροπλάνο το φράγμα του ήχου. Κάπου θα πέσω. Λιβάδια.
Κάτω από τα νερά. Ένα αίσθημα ξεγνοιασιάς. Συνειδητοποίηση του χρόνου, Πάλι είχα λιποθυμήσει. Σαν να είχα σηκωθεί από αρρώστια. Μου φάνηκε πως ήμουν πολύ αδύνατος, διάφανος. Τους κοιτάζω. Αξύριστοι, άγρυπνοι, κουρασμένοι. Δεν ρωτάνε τίποτα πια. Όταν βλέπουνε πως μπορώ και στρέφω τα μάτια μου, ξαναρχίζουν. Δεν ξέρω πια τίποτε. Σκέφτομαι ένα σκυλί λεπριασμένο που του πετάνε πέτρες. Τα παιδιά στη γειτονιά μου του πετάνε πέτρες. Το σκυλί μου μοιάζει. Τρομάζω. Μπορεί να τρελαθώ, λέω. Ξέρω πως στην Μακρόνησο από τα βασανιστήρια είχανε γίνει τρελοί….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σε άδειο θέατρο- Μάνος Ελευθερίου

  Σε άδειο θέατρο χωρίς τους θεατές μέσα στη νύχτα σαν καράβι ταξιδεύεις βρίσκεις λιμάνια που βουλιάξανε στο χθες και να βρεθείς ξανά στο χά...

ευανάγνωστα