Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα Μάριος Χάκκας

Μη μόναν όψιν, Μάριος Χάκκας

     Η φάτσα του ανθρώπου που καθότανε δίπλα του δεν του θύμιζε τίποτα, παρά την επίμονη αίσθηση πως κάπου αλλού τον συνάντησε, πως κάποτε είχε βρεθεί με τούτον τον άνθρωπο σε κάποια περίπλοκη και αξεδιάλυτη σχέση.      Τα χαρακτηριστικά του προσώπου δεν του έλεγαν τίποτα, όλα κοινότατα άλλωστε, πλην της μύτης, που ενώ στρωτά κατηφόριζε, ξαφνικά απέληγε σ’ ένα υπερφυσικό κρικάκι κρεμάμενο ανάμεσα στα δυο του ρουθούνια. Ακόμα λοιπόν κι αυτή η τόσο χαρακτηριστική στην κατάληξη μύτη του ήτανε άγνωστη.      Εξάλλου, η επίμονη αίσθηση της γνωριμίας τον γράπωνε όταν ο άνθρωπος έστρεφε πλάτες να δει κάτι απ’ το παράθυρο έξω, όταν δεν έβλεπε πρόσωπο, παρά ένα μέρος του σβέρκου, το τριχωτό του κρανίου, το πώς πέφταν οι τρίχες και στρώνανε από την κορυφή προς τα κάτω.      Μυστήριο! Μέχρι τότε δεν τον είχε εξαπατήσει η μνήμη του. Βγαίνοντας έξω μετά είκοσι χρόνια φυλάκιση, με κανέναν δεν λάθεψε. Όταν συναντο...

Μάριου Χάκκα, «Ο μπιντές» (διήγημα)

    Μάριου Χάκκα, «Ο μπιντές» (διήγημα) Είχαμε φαγωθεί μέσα μας χωρίς να το πάρουμε είδηση. Εκείνη η λουξ τουαλέτα με τον ιππόκαμπο στα πλακάκια οικόσημο, μια πάπια και γύρω παπάκια, κύκνους και παραδείσια ψάρια, νιπτήρα, λεκάνη, μπανιέρα, μπιντές, παραμπιντές, όλα απαστράπτοντα, είχανε παίξει το ρόλο τους ύπουλα, σκάψανε μέσα βαθιά μας τερμίτες, όπως το σαράκι το ξύλο, και τώρα νιώθαμε κούφιοι. Θυμάμαι όταν ήρθα από την επαρχία για πρώτη φορά στην Αθήνα και νοίκιασα ένα δωμάτιο χωρίς καμπινέ. Υπήρχε βέβαια ένας πρόχειρος καμπινές στην αυλή, αλλά έπρεπε να κατέβεις μια κατασκότεινη ξύλινη σκάλα που έτριζε και σήκωνε τον κόσμο στο πόδι. Ένα βράδυ που έβρεχε και μ' έπιασε κόψιμο, τα 'κανα σε μια εφημερίδα, κι αφού τα πακετάρισα ωραία, ώς και κορδελάκι με φιόγκο τους έβαλα, πηγαίνοντας πρωί πρωί στη δουλειά, τ' άφησα στη μέση του δρόμου. Θα θυμόσαστε βέβαια πόσα τέτοια πακέτα συναντούσατε τότε στους δρόμους. Μερικοί τα κλοτσούσαν για να ...

Το ψαράκι της γυάλας -Μάριος Χάκκας

    Το ψαράκι της γυάλας -Μάριος Χάκκας   Ο άνθρωπος, με τη φραντζόλα υπομάλης, είναι ο ίδιος που πριν δυο χρόνια περίπου κρατούσε καρπούζι. Τότε ήταν Ιούλιος και φυσικά υπήρχαν καρπούζια, ενώ τώρα Απρίλης και πήρε φρατζόλα. Βέβαια και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο για μήνα Απρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε, όπως άλλωστε όλος ο κόσμος. Μέσα στο γενικό πανικό, πέσαν όλοι στα τρόφιμα. Περίμενε κι αυτός κάπου μισή ώρα σειρά και στο τέλος βρέθηκε με μια ζεματιστή φρατζόλα στο χέρι. Άλλοι παίρνανε τρεις και τέσσερες, αυτός μόνο μία. Για τη δουλειά που την ήθελε και μία αρκούσε. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και πήρε τους δρόμους. Το σωστό είναι όταν κάποιος κρατάει μία φρατζόλα, να πηγαίνει στο σπίτι του. Όμως ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει. Στη συνοικία που έμενε, από τα χαράματα είχαν αρχίσει ...