Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαδόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαδόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Ανθρωποφύλακες- Περικλής Κοροβέσης

 Περικλής Κοροβέσης : Ενας ήρωας δεν πεθαίνει, απλά παίρνει τη θέση που του αξίζει στην Ιστορία


«Καμιά φορά ο έφηβος γιος μου ή άλλοι νεαροί και νεαρές που βρίσκουν τα δικά μας τα νιάτα ηρωικά και όμορφα με ρωτούν για το τι πρέπει να γίνει για ν’ αλλάξει ο κόσμος. Κι εγώ τη συνταγή που είχα κάποτε, την έχω χάσει πια. Μπορώ όμως να πω με σιγουριά. Η βία, ο πόλεμος, η μισαλλοδοξία, οι φυλακές, τα βασανιστήρια είναι η έσχατη αθλιότητα του ανθρωπίνου είδους, που τις ονομάζουν εθνοσωτήριες αρετές για να μπορούν να εγκληματούν χωρίς ενοχές. Θα έλεγα κι εγώ μαζί με τον Μπρεχτ. Αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες. Και θα πρόσθετα. Αυτό σημαίνει πως δεν έχει πολίτες. Η ύψιστη επαναστατική αρετή σήμερα είναι να είσαι πολίτης. Και είναι ο πιο αποτελεσματικός φραγμός σε κάθε αυθαιρεσία. Από αυτή την άποψη λοιπόν είναι καλύτερα να διαβάζει κανείς ένα τέτοιο βιβλίο, παρά να το γράφει.»

Περικλής Κοροβέσης, 20 Ιουλίου 1941 – 11 Απριλίου 2020 | Ανθρωποφύλακες | εκδόσεις των Συναδέλφων, Απόσπασμα από τον πρόλογο της έκδοσης του 1994, εκδόσεις Γνώση

Παρασκευή 21 Απριλίου 2023

21/4/1967 ΧΟΥΝΤΑ ΗΤΑΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΜΑΛΙΣΤΑ!

 ΛΑΜΟΓΙΑ ΣΤΟ ΧΑΚΙ // ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ «ΘΑΥΜΑΤΑ» ΚΑΙ ΘΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΟΥΝ

 Ένας δικτάτορας διαμένει στη Βίλα του Ωνάση με την "ευγενική χορηγία" της... ΔΕΗ. Ένα "ιερό" Ταμείο αφήνει εκατοντάδες εκατομμύρια δραχμών να "αναληφθούν εις τους ουρανούς" ή μάλλον να παραληφθούν από "εθνοσωτήρες" κολλητούς. Μια αμερικανική εταιρεία καμαρώνει επειδή εισπράττει άφθονα χρήματα του ελληνικού κράτους, χωρίς να κάνει απολύτως τίποτε. Ελληνικές τράπεζες χρηματοδοτούν την "κατασκευή" τρακτέρ στη Θεσσαλονίκη, αλλά αυτά εισάγονται από την Αυστρία! Μαύρα κρέατα κατακλύζουν για δύο και πλέον χρόνια την ελληνική αγορά. Τα θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα τετραπλασιάζονται, τα βιομηχανικά κέρδη πολλαπλασιάζονται, η φορολογία των πλοιοκτητών σχεδόν εκμηδενίζεται. Η "Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών" γράφει, όντως, ιστορία...
Την οικονομική, εισοδηματική και κοινωνική πολιτική της χούντας, από την "επίπλαστη ευημερία" του 1967 - 1971 έως την πλήρη απομυθοποίηση του 1973 - 1974, εξετάζει ο Διονύσης Ελευθεράτος στο νέο του βιβλίο. Σε αυτό παρελαύνουν όχι μόνο εύγλωττα στατιστικά στοιχεία, αλλά και σκάνδαλα όλων των ειδών, ιλιγγιώδη θαλασσοδάνεια, κερδισμένοι και χαμένοι, "τζάκια" και "καμένοι". Εξωφρενικές συμβάσεις και νομοθετήματα, που θαρρείς πως αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης της εργασιακής "τάξης πραγμάτων" την οποία γνώρισε -δεκαετίες αργότερα- η Ελλάδα των Μνημονίων.
Μια έρευνα με έντονο άρωμα εποχής και συγκρίσεις των "αμέσως πριν" με τα "αμέσως μετά". Μια διεισδυτική ματιά στα οικονομικά της δικτατορίας, με τρόπο που λαμβάνει υπόψη τις "συντεταγμένες" της σύγχρονης εποχής αλλά και πολλούς από τους πάγιους ακροδεξιούς μύθους για την περίοδο εκείνη. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Κυριακή 30 Μαΐου 2021

ΕΠΕΝ του 1989, Ν.Δ. του 2021 -Τάσος Κωστόπουλος- ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ

Το ξανακοίταγμα παλιών προεκλογικών υλικών είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος για να συνειδητοποιήσει κανείς τις τεκτονικές μετατοπίσεις που έχουν σημειωθεί στην εγχώρια πολιτική σκηνή (και, πάνω απ’ όλα, στην εγχώρια Δεξιά) από την εποχή, εκεί γύρω στο 1990-1992, που μας άφησε χρόνους η ύστερη Μεταπολίτευση. Αφότου, δηλαδή, το ηγεμονικό πρόταγμα της πρώτης μεταδικτατορικής δεκαπενταετίας για περισσότερη δημοκρατία και κοινωνική ισότητα αντικαταστάθηκε από την επικέντρωση σε μια απολίτικη σκανδαλολογία κι εθνικιστική πλειοδοσία. Ενα χαρακτηριστικό τέτοιο τεκμήριο είναι και το προεκλογικό φυλλάδιο της Εθνικής Πολιτικής Ενωσης (ΕΠΕΝ) που παρουσιάζουμε εδώ από τις εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989. Υπενθυμίζουμε πως η ΕΠΕΝ ήταν το κόμμα που ίδρυσε το 1984 δι’ αντιπροσώπων ο ισοβίτης δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος και στις ευρωεκλογές εκείνης της χρονιάς κατάφερε ν’ αποσπάσει 136.642 ψήφους (2,29%) και να βγάλει ευρωβουλευτή – αρχικά τον Χρύσανθο Δημητριάδη, τον οποίο διαδέχθηκαν το 1988-1989 από ένα εξάμηνο ο Αριστείδης Δημόπουλος κι ο Σπύρος Ζουρνατζής. Το 1989, όμως, με το αίτημα ανατροπής του ΠΑΣΟΚ να συσπειρώνει τον κόσμο (και) της Ακροδεξιάς γύρω από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τα ποσοστά της βούλιαξαν και το 1990 μετεξελίχθηκε στο περιθωριακό «Εθνικόν Κόμμα» (Δημήτρης Ψαρράς, «Η κληρονομιά ενός δικτάτορα», βιβλίο που διένειμε η «Εφ.Συν.» το 2017, σ. 120-7). Πατρίς, Στρατός, Αστυνομία Το επίμαχο φυλλάδιο, φωτοτυπική αναπαραγωγή του οποίου ο αναγνώστης μπορεί να βρει και στα απομνημονεύματα του Δημόπουλου («Από την Επανάσταση στην ΕΠΕΝ», Αθήνα 2017), είναι τετράχρωμο, 16σέλιδο και τιτλοφορείται «Η πολιτική μας πρόταση». Το βασικό ενδιαφέρον του έγκειται δε στο γεγονός ότι, αν εξαιρέσουμε το αίτημα για απελευθέρωση των ηγετών της χούντας και «αποκατάσταση» των κατώτερων στελεχών της στα πόστα που είχαν καπαρώσει μέχρι το 1974, το υπόλοιπο περιεχόμενό του σχεδόν ταυτίζεται με τη σημερινή πολιτική (και προπαγάνδα) της Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη! Διαπιστώνουμε έτσι ότι μάλλον δεν προσχώρησε ο Βορίδης –αρχηγός τότε της Νεολαίας και μέλος του καθοδηγητικού οργάνου («Διοικούσα Επιτροπή») της ΕΠΕΝ– στη Νέα Δημοκρατία, αλλά η Ν.Δ. στον πολιτικό σχηματισμό του Βορίδη. Εν έτει 1989 η σκλήρυνση της κρατικής καταστολής δεν προπαγανδίζεται με άμεσες αναφορές στα τανκς και στον «γύψο», αλλά με ορολογία που θυμίζει «Σκάι» και Χρυσοχοΐδη: «Το κράτος είναι ανύπαρκτο. Η πολιτεία έχει διαλυθή. [...] Η Αστυνομία πρέπει να καταστή ικανή να προστατεύει την δημόσια τάξη και ασφάλεια. Το έγκλημα, η αναρχία και η τρομοκρατία πρέπει να παταχθούν ριζικά». Προϋπόθεση για κάτι τέτοιο ήταν, φυσικά, η καταπολέμηση κάθε ανοχής προς την υποτιθέμενη ανομία: «Η αυστηρή εφαρμογή των Νόμων και η ευαισθητοποίηση των πολιτών έναντι της ανηθικότητος και εγκληματικότητος επιβάλλεται να επιδιωχθούν με κάθε τρόπο». Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνταν και η επαγγελία της ΕΠΕΝ για «αποκατάσταση της πειθαρχίας» στον στρατό, η οποία (υποτίθεται πως) είχε κλονιστεί από το κίνημα των φαντάρων και το ενδιαφέρον των ΜΜΕ για τις συνθήκες στους στρατώνες: «Στις Ενοπλες Δυνάμεις, πολιτική και διεργασίες συνδικαλισμού, εκδημοκρατισμού και δήθεν προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων επιβάλλεται να αποκλεισθούν. Η πειθαρχία στο Νόμο και τους κανονισμούς, θεμέλιο της υπάρξεως και προϋπόθεση της ικανότητος των Ενόπλων Δυνάμεων για να ανταποκρίνονται στην αποστολή τους, πρέπει να αποκατασταθή». Εξίσου οικείες ακούγονται οι κραυγές για «επανεθνικοποίηση» του εκπαιδευτικού συστήματος: «Η Εθνική παιδεία είναι ανύπαρκτη. Ο σεβασμός προς τις ηθικές αξίες του Χριστιανισμού και του Ελληνισμού χαρακτηρίζεται ως αναχρονισμός. Η αποδοχή του Πατριωτικού Ιδεώδους, του θεσμού της Οικογενείας και της Χριστιανικής Πίστεως, ως οδηγών για την επιβίωση μιας Εθνικής Κοινωνίας, περιφρονούνται. [...] Είναι ανάγκη να προασπίσουμε την ιστορική αλήθεια. Η εθνική ιστορία μας, ιδιαίτερα η πρόσφατη, έχει γίνει στόχος διαστρεβλώσεως, παραποιήσεως και πλαστογραφίας. Ο μαρξισμός, που έχει με εκπροσώπους του κυριαρχήσει στην εκπαίδευση και τα μέσα μαζικής ενημερώσεως, παραπλανά και αποπροσανατολίζει κυρίως τους νέους. [...] Η προάσπιση της ιστορικής αληθείας αποτελεί ύψιστο καθήκον έναντι του Εθνους και έναντι της νεολαίας». Λες και διαβάζουμε δηλώσεις της Νίκης Κεραμέως, για τη σχολική Ιστορία που δεν πρέπει να έχει «κοινωνιολογικό» αλλά ελληνοχριστιανικά φρονηματιστικό χαρακτήρα. Εκεί όμως που οι σημερινοί κυβερνώντες αντιγράφουν πλήρως το παπαδοπουλικό μόρφωμα, είναι στις προσπάθειές τους για εξάλειψη του φοιτητικού κινήματος με πρόσχημα τον εξοβελισμό του «κομματισμού». Η ΕΠΕΝ του 1989 ουσιαστικά προανήγγειλε τη σημερινή εξόρμηση Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη: «Ο κομματισμός και η πολιτική δραστηριότης πρέπει να αποκλεισθούν μέσα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Τα αναλυτικά προγράμματα πρέπει να εκσυγχρονισθούν. Τα διδακτικά βιβλία να εκκαθαρισθούν από τα υποπροϊόντα της μαρξιστικής προπαγάνδας που τα κατακλύζει. Οι μαθητικές κοινότητες να περιορισθούν στο έργο της σχολικής αυτοδιοικήσεως. »Ο φοιτητικός συνδικαλισμός πρέπει να εκδημοκρατισθή, με τη συμμετοχή του συνόλου των φοιτητών στους συλλόγους. Ο Νόμος-Πλαίσιο για την Ανώτατη Παιδεία επιβάλλεται να αναθεωρηθή και να απαλλαγή από όλα τα στοιχεία που έχουν προκαλέσει τη διάλυση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων». Αστυνομία στα ΑΕΙ, πάντως, ούτε οι νοσταλγοί της χούντας δεν τολμούσαν να προτείνουν ανοιχτά! Ολα στους ιδιώτες Αν η επιστροφή σε μια αυταρχική εθνικοφροσύνη μπορεί να θεωρηθεί αυτονόητη για ένα κόμμα δεδηλωμένων νοσταλγών της χούντας, εντυπωσιακή είναι ωστόσο η ταύτιση της ΕΠΕΝ του 1989 με έναν ακόμη πυλώνα των κυβερνήσεων Μητσοτάκη, πατρός τε και υιού: τη νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική που παραδίδει τα πάντα στους ιδιώτες «επενδυτές», φροντίζοντας ταυτόχρονα να ξεδοντιάσει (ό,τι έχει απομείνει από) το εργατικό κίνημα. Με βασικό επιχείρημα τον ισχυρισμό πως «η δίωξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, η απειλή του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, η εργασιακή αναρχία και η αναδρομική και πολλαπλή φορολογία ανέκοψαν κάθε επενδυτική δραστηριότητα και περιόρισαν την παραγωγικότητα», τα προτεινόμενα μέτρα θαρρείς και προέρχονται από το πρόγραμμα της σημερινής κυβέρνησης: ● «Ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων πρέπει να περιορισθή σταδιακά στα μέτρα των πραγματικών αναγκών με την διαδικασία “αποχωρήσεις-αναπληρώσεις”». ● «Η επάνοδος όλων των παραγωγικών μονάδων που έχουν κρατικοποιηθή στην ιδιωτική πρωτοβουλία είναι απαραίτητη. Το Κράτος πρέπει να περιορίζεται στη χάραξη των γενικών πλαισίων της οικονομικής αναπτύξεως». ● «Η δημοσιονομική πολιτική επιβάλλεται να αναπροσαρμοσθή, ώστε να ελαττωθή η υπερφορολόγηση». ● «Πρέπει επίσης να θεσμοθετηθή και η ασφάλιση σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, με βάση συμφωνίες εργαζομένων και εργοδοσίας και μέσα σε καθορισμένα από την πολιτεία πλαίσια». ● Και, φυσικά, «η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν πρέπει να αγνοηθή στο χώρο της υγείας» αλλά «να καλύψη σημαντικό μέρος του συνόλου των αναγκών».

Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

Η Κίττυ Αρσένη στα νύχια της χούντας του Παπαδόπουλου

 


"...Μπήκανε στις δύο το πρωί στο σπίτι μου με τα περίστροφα στα χέρια και είπανε: “Μη φοβάστε, Αστυνομία” και η μάνα μου έπεσε λιπόθυμη. Τριγυρίσανε και κάνανε το σπίτι άνω κάτω σα λυσσασμένα σκυλιά. Ο Λάμπρου με ρώτησε αν μου αρέσει η μουσική του Θεοδωράκη.
Δεν ήξερα πώς συμπεριφέρονται σε αστυνομικούς που κάνουνε έρευνα. “Γιατί με ρωτάτε, είμαι καλλιτέχνις”, τους είπα και μου έσπασε το δίσκο με το “Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού”. Τους παρακάλεσα ό,τι είναι να γίνει να μη γίνει μεσα στο σπίτι. Φοβήθηκα τις φωνές, τη μάνα μου λιποθυμισμένη δίπλα, την πολυκατοικία, - η ζωή κυλάει ήρεμα στην Αθήνα – και μου είπανε να φύγουμε. (...)
Έμαθα περίεργα πράγματα απόψε. Πώς μπορεί να σε χτυπάνε και να μην πονάς!
Ο Λάμπρου διέταξε να μου σπάσουν το χέρι.
Ο Μπάμπαλης τον πρόλαβε: “Μην κουράζεστε, κύριε προϊστάμενε! Εγώ!”. Και άρπαξε αυτός το χέρι μου. Εγώ περίμενα το σπάσιμο για να ξεσπάσω. Σκεφτόμουνα, όταν ήμουνα μικρή, είχα πέσει από την αχλαδιά του κήπου μας και είχα σπάσει το χέρι μου, ούτε που το κατάλαβα.
“Έτσι θαναι και τώρα”, σκεφτόμουνα, “την ώρα που θα σπάσει ούτε που θα το καταλάβω”. Άρχισα να ξεφωνίζω, μηχανικά σχεδον, όταν είδα από μακριά το φως ενός σπιτιού. Και αυτό ήτανε λάθος, φαίνεται... Με ξαναβάλανε γρήγορα μέσα στ' αυτοκίνητο και ανεβήκαμε πιο πάνω. Εκεί τέλεια ερημιά. Πρέπει να προσέχουμε τις ώρες κοινής ησυχίας!
Ο Λάμπρου μου λέει “Όλα θα μας τα πεις απόψε εδώ. Βιαζόμαστε. Δε φεύγεις ζωντανή αν δε μας τα πεις όλα απόψε!”.
Προσπαθώ να συμμαζέψω το ξεσκισμένο μου φουστάνι και τα αίματα που τρέχουν από τη μύτη μου. “Τότε θα την εκτελέσουμε”, και ο Μπάμπαλης βγάζει το πιστόλι του και το ακουμπάει στον κρόταφό μου.
Παίζει το μεγάλο του νούμερο. “Δε με νοιαζει, πώς το λένε, κύριε Μπάμπαλη. Και κάτι πάρα πάνω. Το εύχομαι. Ξέρω πολύ καλά τι με περιμένει, αν δεν εκτελέσεις την απειλή σου. Κάντο, εμπρός λοιπόν”. “Σκοτώστε με!” Δε με νοιάζει”, τους φωνάζω.
Αυτό δεν ήτανε σκόπιμο. Αφηνιάσανε. Παρατάνε το πιστόλι και βγάζουνε τα ματσούκια. Τόξερα, δε θα τολμούσαν να με σκοτώσουν πριν βγάλουν από μένα ό,τι θέλανε να βγάλουν. Με ξαπλώσανε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και ο σοφέρ βαράει φάλαγγα. Ο Μπάμπαλης στρίβει τα χέρια, ο Μάλλιος τα δάχτυλα, ο Λάμπρου επιστατεί, δίνει εντολές και ξεθυμαίνει πότε πότε χτυπώντας ο ίδιος προσωπικά. Είναι τέλεια ερημιά, είναι τέσσερις που με χτυπάνε και γω έχω την εντύπωση ότι μπορώ να τους αντισταθώ. Αμύνομαι. Ειναι αστείο.
“Θα σταματήσουν άμα χαράξει”, σκέφτομια, “ως τότε αντέχω”. Δε μιλάω, δεν απαντάω. Μόνο φωνάζω από καιρό σε καιρό. Ακούω τη φωνή μου και υπάρχω. Με βγάζουν από το αυτοκίνητο, με σπρώχνουνε κάτω στο χώμα, δεν πολυκαταλαβαίνω τι γίνεται. Μόνο όλο μου το κορμί γεμίζει αγκάθια. Και ξαφνικά σταματήσανε. Ο Λάμπρου, ο κ. Προϊστάμενος κουράστηκε. “Δε βγαίνει τίποτα μ' αυτήν έτσι. Αυτήν στο μηχάνημα της αλήθειας”.
“Λες ψέματα, κύριε προϊστάμενε, σας ξέρω καλά”, σκέφτομαι, δεν υπάρχει μηχάνημα. Αν μου βγάλεις τα νύχια και μου κάψεις το κορμί μου με τσιγάρα, δε χρειάζεσαι το μηχάνημα. Θα το κάνεις μόνος σου, γιατί έτσι θα σ' αρέσει περισσότερο”.
Φτάσαμε στην Μπουμπουλίνας.
Ο αξιωματικός υπηρεσίας που με παραδώσανε, μου έκανε “στριπτήζ”. Κοίταξε μήπως έχω τσιμπιδάκια στα μαλλιά μου. Μου κράτησε ό, τι θα μπορούσα να κλείσω μέσα στη φούχτα μου για να μη νιώθω μόνη. Μου κράτησε και την κουβέρτα. Με περάσανε από ένα μεγάλο κρατητήριο – άντρες, γυναίκες, όλοι ξαπλωμένοι, κοιμόντουσαν. Μου άρεσε η ιδέα, αλλά προχωρήσαμε πιο κάτω και με ρίξανε εδώ μέσα. Το κελί μου έχει Νο 18.
Από σήμερα ονομάζομαι 18. (...)
Μια φασαρία γίνεται έξω. Κάποια πόρτα κελιού ανοιγοκλείνει. Τις ακούω καθαρά. Είναι του φρουρού. “Για κοίτα, ρε, που πήγα να βρω τον μπελά μου... στο τσακ σε πρόλαβα ρε πούστη.... Ρε, εμένα δε μου ξεφεύγει βελόνα. Τι θέλεις δηλαδή να παραστήσεις, που πήγες να κόψεις τις φλέβες σου με χαλίκι. Εδώ κάτω εγώ είμαι υπεύθυνος και θα μου βάλεις εσύ μπελά στο κεφάλι μου. Άι σιχτίρ! Με χαλίκι. Συνάδελφε, ε, ρε, συνάδελφε, έλα δω, γρήγορα. Σκυλιά, ψόφο δεν έχετε...”.
Υπάρχει κι αυτό λοιπόν. Κόβεις τις φλέβες σου και τελειώνει η ιστορία. Μόνο ο φρουρός, λέει, θα βρει τον μπελά του. Πρέπει να τον παίρνουνε τώρα. Κολλάω πάνω στην πόρτα του κελιού μου. Ποιος; Γιατί; Θα ζήσει; Θα τον προλάβουνε άραγε; Τι νάναι το καλύτερο; (...)
Μας κλείσανε σ' αυτά τα κελιά. Κανείς δεν υπάρχει. Είτε κλάψεις, είτε πονέσεις, κανείς δε γνοιάζεται. Ποιος γνοιάζεται για το διπλανό που βγάζει τα πνευμόνια του; Μόνο μην τους πεθάνεις. Αυτό απαγορεύεται από τον κανονισμό. Και απάνω όταν χτυπάνε το προσέχουνε. Δε θέλουνε μπερδέματα. Δύσκολες μετά οι διατυπώσεις. Το αποφεύγουν. Ξέρω ότι έχουν ένα γιατρό, Κιούπη τον λένε, και προσέχει. Κρατάει το σφυγμό, και τους λέει αν μπορούν ή όχι να προχωρήσουν. Ξέρει να συνεφέρνει, και δίνει καρδιοτονωτικά όταν τους κάνουνε ηλεκτροσόκ. Ωστόσο στην Αθήνα εξαφανίστηκαν κάμποσοι. Και δυο τρεις οικογένειες διατάχτηκαν να παραλάβουν φέρετρα σφραγισμένα.
Εν τούτοις “η Επανάστασις υπήρξεν αναίμακτος...”.
Και γω είμαι μόνη μου. Δε θέλω κανένα. Δεν έχω φίλους, δεν έχω σπίτι. Δεν έχω κανένα. Δεν έχω ελπίδα. Κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει. Την πάσα ελπίδα....
“Μάνα μου!”, μου ξεφεύγει μια κραυγή.
Εδώ είναι κόλαση. Τότε, ακούω ένα χτύπημα στον τοίχο. “Ντουκ”. Αλαφιάζομαι. Στηλώνω τ' αυτί μου: “Ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ”.
Θάναι το 17, το διπλανό κελί. Μα αυτός πριν λίγο έβγαζε τα πνευμόνια του. Είναι για μένα; Του χτυπάω κι εγώ: “Ντουκ, ντουκ”.
Μου απαντάει αμέσως σαν σύνθημα: “Ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ”.
Δεν είμαι μόνη μου λοιπόν;
Είμαστε ε μ ε ί ς και α υ τ ο ί. Γκρεμίζω τους τοίχους του κελιού μου.
“Ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ”. Σβήνω τον Δάντη. Να μην υπάρχει. Να μην έρθει κανείς ύστερα από μένα και το βρεί. Ψάχνω να βρω κάτι άλλο. Κάτι ενθαρρυντικό. Παλικαρίσιο. Στίχους του Ρίτσου, ίσως. Τίποτα όμως δε μου φτάνει, “ΝΤΟΥΚ”, θα έγραφα μόνο. (...)
Έχουν περάει 20 μέρες από την ημέρα που με πιάσανε. Δε χάραξα το βράδυ τη χαρακιά της ημέρας. Δεν πρόλαβα. Μ' ανεβάσανε στην ταράτσα. Όταν με κατεβάσανε, είχα το κουράγιο να ψάξω να βρω τις ασπιρίνες. Τις μέτρησα. Θάταν 7 ή 8. Δε φτάνανε. Τα χέρια μου είναι παράλυτα και δε με υπακούνε να πάρουνε ένα χαλίκι από το τσιμέντο. Με χτύπησαν αλλά πόνο δε νιώθω. Θέλω να φωνάξω, αλλά φωνή δε βγαίνει, να μ' ακούσει όλη η απομόνωση. Θέλω ένα πυρωμένο σίδερο να κάψω τα μέλη που μ αγγίξανε. Θέλω περισσότερες ασπιρίνες. (...)
Δε λύγισα στον πόνο. Σχεδόν δεν πόναγα. Τρόμαξα. Τώρα που ξέρω δε θα τους ξαναφοβηθώ.
Δε φοβάμαι τους διεστραμμένους δήμιους, το παρανανοϊκό πρόσωπο του Σπανού, τον πάγκο με τα σκοινιά, το σκοτάδι της ταράτσας και τα νερά του πλυσταριού. Έχω στο στόμα μου τη γεύση της πατσαβούρας, στ' αυτιά μου το μηχάνημα της μοτοσυκλέτας. Βλέπω μπροστά μου το μούτρο του Σπανού και πάνω απ' όλα μισώ το κορμί μου που λιγοψύχισε.
Και τους περιμένω. Φτάνει ναρθούνε.
Είμαι έτοιμη. Τώρα δε με νοιάζει που το μυαλό μου δε δουλεύει. Δε μου χρειάζεται. Τώρα που έχω αποφασίσει, τώρα ξέρω πώς μετριέσαι μαζί τους.
...Δεν έρχονται. Περιμένουν ίσως να γίνουν καλά τα πόδια μου. Ο γιατρός που τα εξήτασε δεν τα τα βρήκε σπασμένα. Βγαίνω μια φορά την ημέρα για την τουαλέτα. Πετάω το φαϊ μου και ξαναγυρίζω σούρνωντας τα πέδιλά μου. (...)
Είδα πως θέλανε να με κάνουνε κομμάτια και έμοιαζαν σαν κανίβαλοι. Τους είδα να ηδονίζονται την ώρα που σπαρτάραγα.
Αυτή ήταν η δουλειά τους. Δε με ξέρανε καθόλου. Δεν ξέρανε ίσως την υπόθεσή μου, δε θα περιμένανε προαγωγή από την επιτυχία τους απάνω μου. Θεέ μου, από πού τους έχουνε μαζέψει και είναι τόσο ειδικοί στη “δουλειά” τους; Μόνο το μούτρο του Σπανού ήταν ανέκφραστο. Δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου μάτια τόσο ξερά.
“Θα καθαρίσουμε οι δυο μας”, μου λέει και σφυρίζει μάγκικα στα “παιδιά” που περιμένανε.. (...)
Όσην ώρα αυτός ο ξανθός με τους παραφουσκωμένους μυς βάραγε φάλαγγα, όλοι οι άλλοι χοροπηδάγανε απάνω μου, πατούσαν στο στομάχι μου, μου σφίγγανε το λαιμό, μου ανάβανε σπίρτα να μου κάψουνε τα μάτια.
Τι βλακεία μου να τους φωνάξω ότι θέλω να βλέπω όση ώρα με βασανίζανε... Γιατί κείνη τη στιγμή κάποιος πήγε ν' ανάψει το φως.
Ο Σπανός όμως τον πρόλαβε: “Όχι φως, αφού θέλει να βλέπει, θα μείνει στο σκοτάδι. Κάψτε της τα μάτια!”. (...)
Την άλλη μέρα το πρωί ο φρουρός, αυτός ο λιμοκοντόρος ο στιφός, ήταν λαλίστατος.
-Τα πράγματά σου. Μου κόπηκε η μιλιά. -Μάζεψε τα πράγματά σου, φλυάρισε.
-Γιατί;
-Φεύγεις.
-Δηλαδή;
-Φεύγεις από δω, αγρίεψε.
-Και πού θα με πάνε; επιμένω.
-Δεν ξέρω.
Αυτό δεν το περίμενα. Νόμιζα πως θάμενα όλη μου τη ζωή εδώ κάτω. Πως το πολύ πολύ θα μ' απολυμαίνανε μαζί με τους κοριούς. (...)
Αρχίζει η Οδύσσεια του ανεβάσματος (...)
Φτάνουμε στο τέταρτο...
“Εδώ”, ακούω κάποιον να λέει. Ανοίγουνε ένα δωμάτιο. Μπαίνει φως. Θαμπώνουμαι. Κλείνω τα μάτια μου και πέφτω σε μια καρέκλα. Ένα σωρό ζεστά, συμπαθητικά πρόσωπα με περιτριγυρίζουν. Τρέχουν να μου φέρουν νερό. -Τι έχεις;
-Χρώματα, λέω. Υπάρχει κόκκινο, κίτρινο, πράσινο. Χρώματα...
Τα χέρια με σφίγγουν , μ' αγκαλιάζουν.
Άγγισμα ανθρώπινο. Υπάρχει λοιπόν. Είμαι φαίνεται σαν αγρίμι. Άπλυτη, αχτένιστη, αδύνατη, λένε οι κοπέλες, πολύ αδύνατη. (...)
Το χειρότερο είναι οι νύχτες. Την πρώτη φορά που άκουσα ουρλιαχτά, το καζάνι, τη μοτοσυκλέτα, έπαθα κρίση. Αρνήθηκα ν' ακούσω. Βούλωσα τ' αυτιά μου και οι κραυγές τα φτάνανε. Εγώ είχα περάσει τη διαδικασία μου. Είχα δει τα σπασμένα κεφάλια, τα πρησμένα πόδια, τα παλικάρια να σέρνονται με την κοιλιά και να περπατάνε στα τέσσερα.
Είχα πάει η ίδια στην ταράτσα. Αλλά αυτό όχι! Αρνιέμαι να τ' ακούσω. Δεν αντέχω.
Ήρθαν τότε κοντά μου οι κοπέλες και μου μίλησαν.
“Μην κάνεις έτσι. Γιατί αυτό συμβαίνει πολύ συχνά. Και πρέπει να το αντέξεις.
Θ α τ ο σ υ ν η θ ί σ ε ι ς”, μου είπαν και τα μάτια τους ήταν γεμάτα φρίκη.
Τότε κάθισα και γω ήσυχη στη γωνιά μου. Στήλωσα τα μάτια στον τοίχο και ά κ ο υ γ α. Μόνο σε μια στιγμή έπιασα το χέρι της Κλειώς για βοήθεια. Η Ελένη μουρμουρίζει: 152, 153, 154... ήταν τα χτυπήματα που μέτραγε. (...)
Εδώ φέρανε και τον Αντρέα. Μόλις τον πιάσανε, τον βάλανε στο δίπλα δωμάτιο. Πρόλαβε να μας ρωτήσει. “Βαράνε πολύ;”. Και μεις δεν προλάβαμε να του απαντήσουμε. (...)
Περιμέναμε την ώρα που θα τον ανεβάζανε πάνω. Τραγουδάγαμε και του χτυπάγαμε συνθηματικά στον τοίχο. Τον ξεπροβοδίζαμε. Είχε πάθει τρεις διασείσεις. Δεν ξέραμε πώς θα ξανακατέβαινε κάτω. Τα τρανζίστορ άρχισαν να παίζουν στη διαπασών. Το βασανιστήριο ήταν σίγουρο.. Μου θύμιζε τα θύματα στα ρωμαϊκά ιπποδρόμια, ή κάτι θηρία στη ζούγκλα που τα κλείνουν σε κλουβιά για να τα κατασπαράξουν, σε κάτι περίεργα θηράματα, που κάνουν σπορ οι Ευρωπαίοι. Και όμως υπήρχε μια μάχη που θα δινότανε... Primera Linea del fuego πρώτη γραμμή του πυρός. Τον ανεβάσανε και τον κρατήσανε μέχρι να ξημερώσει. Όλο το βράδυ είμαστε μαζί του. Σε μια στιγμή που έπαψαν ν' ακούγονται χτυπήματα, η μοτοσυκλέτα, και ακούγαμε μόνο ουρλιαχτά, τότε δεν αντέξαμε.
Η Χρυσή έβαλε υστερικές φωνές και η Αριάδνη τιναζότανε από σπασμούς.
Εγώ έλεγα και ξαναέλεγα δυνατά:
“Να πεθάνει να πεθάνει. Να μη βασανίζεται άλλο”.
Ακούγαμε τα νερά που τού ρίχνανε και τον Κιούπη που ανεβοκατέβαινε.
Τα ξημερώματα είπε:
“Φτάνει. Δε θ' αντέξει άλλο”.
Τότε πέσαμε και μεις να κοιμηθούμε.
Όταν την άλλη μέρα κοιτάξαμε από την τρύπα του δωματίου, είδαμε ένα μάτσο κρέας ματωμένο. Κι όμως η μάχη δόθηκε. Όταν ο Αντρέας μας ξανακοίταξε, με το παραμορφωμένο πρόσωπό του ανάμεσα στα αίματα και τα γένια, χαμογελούσε. Τους είχε νικήσει. (...)
Ξέρεις γιατί άντεξες; Ξέρεις γιατί αντέξαμε όλοι; Είναι αυτό που είπε η Νατάσα μια μέρα στο φρουρό στην απομόνωση. Τριών μηνών έγκυος έπαθε αποβολή από το ξύλο.
“Μπορώ να μείνω σ' ένα κελί μικρότερο από τούτο δω, 100, 200 μέρες, αν χρειαστεί. Μια ώρα να βάλουνε εσένα, εδώ μέσα θα σκάσεις. Εγώ μπορώ να μείνω γιατί έχω δίκιο”.
➖Κίττυ Αρσένη
(Απόσπασμα από το βιβλίο της «Μπουμπουλίνας 18», εκδόσεις Θεμέλιο 2005).
*************

Η Κίττυ Αρσένη ήταν ηθοποιός, απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Καρόλου Κουν και διέγραψε μια σημαντική πορεία στο θέατρο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, αλλά και το ραδιόφωνο. Ήταν όμως και μια δραστήρια πολιτική προσωπικότητα, τόσο στο επίπεδο του συνδικαλισμού των ηθοποιών, όσο και στην κεντρική σκηνή, καθώς υπήρξε ενεργό στέλεχος της ανανεωτικής αριστεράς, του Συνασπισμού και της Δημοκρατικής Αριστεράς.
Γεννήθηκε στο Αργοστόλι το 1935 και ήταν αδελφή του γνωστού πολιτικού Γεράσιμου Άρσενη.
Στο βιβλίο της με τίτλο «Μπουμπουλίνας 18»,
η Κίττυ Αρσένη εξιστορεί τις δραματικές στιγμές που έζησε το καλοκαίρι του 1967 όταν συνελήφθη, φυλακίστηκε και βασανίστηκε από τη χούντα των συνταγματαρχών ως μέλος του Πατριωτικού Μετώπου. Το 1968, μετά την αμνηστία,
 κατάφερε να διαφύγει στο εξωτερικό και να καταθέσει ως μάρτυρας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, όπου κατήγγειλε τα βασανιστήρια και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη χούντα.
Η Κίττυ Αρσένη πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 2013.

https://youtu.be/7eSsl_YfmKs
— with 
Eugenia Arsenis
.

Ηλίας Βενέζης- Αιολική γη

    Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.  Κοιμη...

ευανάγνωστα