Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς

Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς (απόσπασμα) - Χρόνης Μίσσιος

  Κάνα δυο μήνες μετά την εκτέλεση του Μιχάλη, ακούμε απ’ το μεγάφωνο τα ονόματά μας – είμαστε εκεί πέντε από την υπόθεσή μας. Εγώ έχω κλείσει τα δεκαεφτά και οι άλλοι είναι μέχρι τα είκοσι πέντε. Η φυλακή τα ‘χασε, όλοι νομίσαμε πως μας παίρνουν για εκτέλεση, αλλά από το μεγάφωνο και όλους μαζί…ήταν περίεργο. Εκτός κι αν άλλαξαν τακτική. Γιατί μέχρι τότε οι κλώσσες ξέρεις τι μας κάνανε; Μας σκοτώσανε κάθε μέρα. Μόλις έκλεινε η φυλακή και ετοιμαζόμασταν να φάμε, γκράγκα γκρούγκα οι σιδεριές, πλακώνανε τα καρακόλια. Ξέραμε ότι έρχονται να πάρουν για εκτέλεση. Άνοιγαν, που λες, το κελί απ’ το οποία ήθελαν να πάρουν κάποιον, μας είχαν παστωμένους πέντ’ έξι σε κάθε κελί, που ήταν φτιαγμένο για έναν άνθρωπο, ασ’τα άνοιγαν, που λες, το κελί, στέκονταν στην πόρτα, και μας κοιτάζανε. Όλοι τώρα είμαστε μελλοθάνατοι, ε; Και ξέραμε ότι κάποιον από μας θα πάρουν. Κοιτάζανε που λες μια το χαρτί και μια εμάς… Αυτή η ιστορία μπορεί να κράταγε από πέντε λεπτά ως κι ένα τέταρτο. Ύστερα, αφού έκρινα...

Χρόνης Μίσσιος, …καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς (απόσπασμα)

  Χρόνης Μίσσιος, …καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς (απόσπασμα) […] Έ μενα κάποια φορά σ’ ενός γιατρού. Δεξιός ο άνθρωπος, αλλά δε γούσταρε και τους εθνοσωτήρες. Ήξερε ότι ήμουνα κομμουνιστής, και κάθε βράδυ που έβγαινα για δουλειά, γέμιζε από αισιοδοξία. Ε, κάποτε κανονίστηκε μια γιάφκα, και το βράδυ που θα ’φευγα από το σπίτι του, σαν αποχαιρετιστήριο, κατεβάσαμε κάνα δυο ουίσκι. Δυνατό πράμα, σε φτιάχνει στα σβέλτα. Ήμουνα, που λες, φτιαγμένος και ακοντρολάριστος, που λένε. Την ώρα που έφευγα και με χαιρέταγε, τα μάτια του στάζανε λύπη. Μου λέει, πού θα πας τώρα, ρε Φάνη — εγώ μια ζωή το ίδιο ψευδώνυμο στις παρανομίες. Όπως στεκόμασταν όρθιοι, του λέω, σοβαρά μιλάς, γιατρέ, εμένα λυπάσαι; Ξαφνιάστηκε, μα, μου λέει, φεύγεις έτσι μέσα στη νύχτα, σε κυνηγάνε θεοί και δαίμονες, σκοτώνουν, βασανίζουν, δεν έχεις σπίτι, οικογένεια, δεν έχεις όνομα... Τον κοίταξα. Έπρεπε να τον πληγώσω, δεν είχα άλλο δρόμο. Ήμουνα στριμωγμένος, αν αφηνόμουνα στην παραδοχή της ...

Απόσπασμα από το "Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς" Χρόνη Μίσσιου

  Από το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου "Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς"  Έμενα κάποια φορά σ’ ενός γιατρού. Δεξιός ο άνθρωπος, αλλά δε γούσταρε και τους εθνοσωτήρες. Ήξερε ότι ήμουνα κομμουνιστής, και κάθε βράδυ που έβγαινα για δουλειά, γέμιζε από αισιοδοξία. Ε, κάποτε κανονίστηκε μια γιάφκα, και το βράδυ που θα ’φευγα από το σπίτι του, σαν αποχαιρετιστήριο, κατεβάσαμε κάνα δυο ουίσκι. Δυνατό πράμα, σε φτιάχνει στα σβέλτα. Ήμουνα, που λες, φτιαγμένος και ακοντρολάριστος, που λένε. Την ώρα που έφευγα και με χαιρέταγε, τα μάτια του στάζανε λύπη. Μου λέει, πού θα πας τώρα, ρε Φάνη — εγώ μια ζωή το ίδιο ψευδώνυμο στις παρανομίες. Όπως στεκόμασταν όρθιοι, του λέω, σοβαρά μιλάς, γιατρέ, εμένα λυπάσαι; Ξαφνιάστηκε, μα, μου λέει, φεύγεις έτσι μέσα στη νύχτα, σε κυνηγάνε θεοί και δαίμονες, σκοτώνουν, βασανίζουν, δεν έχεις σπίτι, οικογένεια, δεν έχεις όνομα... Τον κοίταξα. Έπρεπε να τον πληγώσω, δεν είχα άλλο δρόμο. Ήμουνα στριμωγμένος, αν αφηνόμουνα στην παραδοχή της λύπης, ήμουνα ...

«…Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» Χρόνης Μίσσιος

  «…Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» Χρόνης Μίσσιος Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια… Η πλάκα είναι πως εγκληματίες μας ανεβάζουν, εγκληματίες μας κατεβάζουν, ενώ αυτοί, το επίσημο και οργανωμένο κράτος, με τους νόμους, τα συντάγματα, τους παπάδες, τους θεούς τους, τους δασκάλους, τις προστασίες ανηλίκων και δε συμμαζεύεται, όλο ανθρωπιά είναι, απ’ τα μπατζάκια τους τρέχει, που λένε. Τέλος, χεσ’ τους, δέ βγαίνει τίποτα. Όχι μωρέ, δεν παραπονιέμαι, αλλά είναι μονότονοι και στην απανθρωπιά τους, οι καργιόληδες… … Αυτοί που με τόση ευκολία δικάζουν τους ανθρώπους σε θάνατο, μια φορά να τους στήσεις έτσι, δεν πρόκειται να το ξανακάνουν σ’ ολόκληρη τη ζωή τους, ακόμα και για το χειρότερο δολοφόνο.»