Κάνα δυο μήνες μετά την εκτέλεση του Μιχάλη, ακούμε απ’ το μεγάφωνο τα ονόματά μας – είμαστε εκεί πέντε από την υπόθεσή μας. Εγώ έχω κλείσει τα δεκαεφτά και οι άλλοι είναι μέχρι τα είκοσι πέντε. Η φυλακή τα ‘χασε, όλοι νομίσαμε πως μας παίρνουν για εκτέλεση, αλλά από το μεγάφωνο και όλους μαζί…ήταν περίεργο. Εκτός κι αν άλλαξαν τακτική. Γιατί μέχρι τότε οι κλώσσες ξέρεις τι μας κάνανε; Μας σκοτώσανε κάθε μέρα. Μόλις έκλεινε η φυλακή και ετοιμαζόμασταν να φάμε, γκράγκα γκρούγκα οι σιδεριές, πλακώνανε τα καρακόλια. Ξέραμε ότι έρχονται να πάρουν για εκτέλεση. Άνοιγαν, που λες, το κελί απ’ το οποία ήθελαν να πάρουν κάποιον, μας είχαν παστωμένους πέντ’ έξι σε κάθε κελί, που ήταν φτιαγμένο για έναν άνθρωπο, ασ’τα άνοιγαν, που λες, το κελί, στέκονταν στην πόρτα, και μας κοιτάζανε. Όλοι τώρα είμαστε μελλοθάνατοι, ε; Και ξέραμε ότι κάποιον από μας θα πάρουν. Κοιτάζανε που λες μια το χαρτί και μια εμάς… Αυτή η ιστορία μπορεί να κράταγε από πέντε λεπτά ως κι ένα τέταρτο. Ύστερα, αφού έκριναν πως σιτέψαμε, λέγανε ας πούμε «Γιώργο, έλα» - μας ήξεραν, βλέπεις, και με τα μικρά μας ονόματα, οι χαμούρες. Τέλος, σηκωνόταν να πούμε ο Γιώργος άφηνε το γράμμα του – όλοι μας είχαμε ένα γράμμα έτοιμο για τους δικούς μας – αγκαλιαζόμασταν, φιλιόμασταν, και την ώρα που έβγαινε από την πόρτα λέγανε «για στάσου μια στιγμή, α, λάθος δεν είναι συ, είναι ο Παύλος…». Χαμούρες σου λέω, εντελώς άναδροι. Άλλες φορές πάλι, γράφανε σ’ ένα χαρτάκι τα ονόματα αυτών που θα ‘παιρναν το βράδυ για εκτέλεση, το έδεναν σ’ ένα σπαγγάκι και το ‘σερναν μέσα στο προαύλιο. Όλοι ήμασταν θανατηφόροι. Ε, άντε να μη συρθείς από πίσω να δεις αν είναι τ’ όνομά σου γραμμένο στο χαρτάκι… Εμείς φεύγαμε από το προαύλιο και κλεινόμασταν στα κελιά μας. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι είχαν παιδιά, φίλους, αγαπούσαν ίσως κάποιους ανθρώπους… Τι να πεις … Τέλος, που λες, μας φωνάζουν από το μεγάφωνο. Δεν είμαστε όλοι μαζί, είμαστε σκορπισμένοι σε διάφορες αχτίνες – θα σου πω καμιάν άλλη φορά γι΄αυτές τις κωλοφυλακές της Κέρκυρας, κάτεργο σκέτο – τέλος, αφήνω το γράμμα μου, πέντε αράδες όλο κι όλο, και βγαίνω στο διάδρομο για το αρχιφυλακείο. Εκεί βρίσκω και τους άλλους. «Τι γίνεται, ρε παιδιά;» Κι αυτοί δεν ξέρουν τίποτε. Τέλος, πάμε στο αρχιφυλακείο, όπου με παράτες και τα Τέτοια – να γυρίσουμε στους κόλπους της πατρίδας κ.λπ – ναι, όλες οι κλώσσες, οι ταγματασφαλίτες, μας πουλάγανε αβέρτα πατριωτισμό και εθνικοφροσύνη… […] Τέλος αφού είπανε είπανε, εμείς τσιμουδιά μας λένε ότι μας δώκανε χάρη και ότι από θάνατο κατεβήκαμε στα ισόβια. Δηλαδή από δω και πέρα δε θα περιμένουμε κάθε πρωί να μας ρίξουνε, κατάλαβες; Δεν ξέρεις, ρε – εσύ βλέπεις σκοτώθηκες ελεύθερος – δεν ξέρεις, λέω, τι είναι να ‘σαι στο κοτέτσι και να κοιμάσαι αβέρτα με το θάνατο στη τσέπη, τι στην τσέπη δηλαδή, να ‘σαι γεμάτος θάνατος κάθε μέρα, κάθε λεπτό, στον ξύπνιο, στον ύπνο, στ’ όνειρο, το μυαλό σου, το αύριο, μελλοθάνατα όλα…Τέλος, πάει που λες και αυτό, μεγάλο ξαλάφρωμα. Γυρίσαμε στις αχτίνες μας, χαρές όλοι και τα ρέστα […] Χρόνης Μίσσιος, … Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, εκδόσεις Γράμματα, 2015, σελ 28-30
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου