Τρίτη 27 Ιουνίου 2023

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης για το Κέντρο και το Φασισμό

 


.. Αντίθετα με τη Δεξιά και την Αριστερά, η κοινωνική βάση του Κέντρου ουδεμία σχέση έχει με ιδέες. Έχει όμως σχέση με μια πολύ έντονη δυσαρέσκεια υπαγορευόμενη από την καθήλωση των κεντρώων στη μικρομεσότητα εν γένει. Οι περίφημοι μικρομεσαίοι κατά το πορτοφόλι, κατά το ήθος και κατά το μυαλό είναι πάντα επικίνδυνοι, γιατί εύκολα μπορούν να στραφούν οπουδήποτε, ακόμα και προς το φασισμό, ο οποίος πρωτοεμφανίστηκε σαν πολιτικό κίνημα κατ' αρχήν στην Ιταλία το 1922, με μια έξοχη εκμετάλλευση της λαϊκής δυσαρέσκειας των μικρομεσαίων.

Προσοχή, δε λέμε πως το Κέντρο είναι φασιστικό κατ' ανάγκην, λέμε πως ο φασισμός μόνο στα πλαίσιά του θα μπορούσε να εμφανιστεί σαν κόμμα με λαϊκή βάση είτε δηλώνει είτε όχι το όνομά του.Δεν είναι ανάγκη να λέγεται φασιστικό ένα κόμμα για να 'ναι τέτοιο.Ούτε ο φασισμός παίρνει πάντα ακραίες δικτατορικές μορφές. Φασισμός λέγεται το κοινωνικοπολιτικό καθεστώς των μικρομεσαίων, λέει ο Ντανιέλ Γκερέν, ο εγκυρότερος μελετητής του φασιστικού φαινομένου, κι αυτό είναι όλο από κοινωνικής απόψεως. Συνεπώς είναι ανάγκη να ελέγχεται το Κέντρο, γιατί εκτός απ' την κίνησή του προς τους δυο πόλους, τον δεξιό και τον αριστερό,μπορεί να εμφανιστεί ως καθαρός, απροκάλυπτος φασισμός...

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2023

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι -Τίποτα πια δεν είναι για συγγνώμη

 Portrait d'un communard : Désirée Florentin Lapie | La Revue française de  Généalogie

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι

"Εγώ που η σύγχρονη γενιά μου γέλασε κατάμουτρα,

 διακρίνω αυτόν που φτάνει μες απ’ τις οροσειρές του χρόνου,

 διακρίνω αυτόν που κανένας δε βλέπει.

Εκεί που τ’ ανθρώπινο βλέμμα τσακίζεται ανήμπορο,

 βλέπω να καταφθάνει

των πεινασμένων στρατηλάτης,

 φορώντας το ακάνθινο στεφάνι της επανάστασης

το 1916.

Κι ανάμεσά σας είμαι εγώ

ο Πρόδρομός του,

κ’ είμαι όπου βρίσκεται κι ο πόνος, πάντοτε παντού.

 Πάνω σε κάθε μια σταλαματιά του νέφους των δακρύων

 έχω σταυρωθεί.

 Τίποτα πια δεν είναι για συγγνώμη.

Κι όταν τον ερχομό του διαλαλώντας

 ανταριασμένοι

 θα βγείτε να δεχτείτε τον Σωτήρα,

 εγώ για σας

 θα ξερριζώσω την καρδιά μου

 θα την ποδοπατήσω

 κ’ έτσι μεγαλωμένη

 και καταματωμένη

 θα σας τη δώσω για σημαία."

Σάββατο 24 Ιουνίου 2023

Και οι έσχατοι έσονται πρώτοι (ακόμα και στις εκλογές) -- Δημήτρης Κανταλής

 

May be an image of 1 person, golfing, playing tennis and hat 

O εικονιζόμενος είναι ο David James Wottle, δρομέας νικητής στα 800 μ. στους Ολυμπιακούς του Μονάχου το 1972 . Στα πρώτα 500 μέτρα ήταν τελευταίος στην κούρσα. Τότε αποφάσισε να τους περάσει όλους και να πάρει το χρυσό μετάλλιο. ΤΟ ΕΙΠΕ ΚΑΙ ΤΟ ΕΚΑΝΕ! Απλώς, από την μεγάλη του χαρά ξέχασε στην απονομή να βγάλει το καπέλο του. Και πάλι μάγκας ήτανε!

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΝΕΟΛΑΙΑ ΛΑΜΠΡΑΚΗ Jean Meynaud

 

  Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΝΕΟΛΑΙΑ ΛΑΜΠΡΑΚΗ

Τα τέλη του Μαΐου 1963, λίγες ημέρες μετά το έγκλημα της Θεσσαλονίκης και ενώ χαροπαλεύει ακόμη ο Γρηγόρης Λαμπράκης, μια επιτροπή αποτελούμενη κυρίως από καλλιτέχνες και διανοούμενους, με πρόεδρο το συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, ιδρύει τη «Δημοκρατική Κίνηση Νέων Γρηγόρης Λαμπράκης» με σκοπό την προάσπιση των ιδανικών για τα οποία θυσίασε τη ζωή του ο συνεργαζόμενος με την ΕΔΑ βουλευτής.

Χωρίς να ανήκει οργανικά στην ΕΔΑ ή να αποκλείει την προσχώρηση μελών που προέρχονται από τις νεολαίες άλλων δημοκρατικών κομμάτων, η ΔΚΝΓΛ εντάσσεται ιδεολογικά στο χώρο της Αριστεράς, από την οποία προέρχονται τα κυριότερα στελέχη της.

Η επιτυχία που σημείωσε αμέσως η κίνηση και οι ευρύτατες διαστάσεις που παίρνει θέτουν πολύ σύντομα στους ηγέτες της ένα πρόβλημα οργάνωσης και ένα πρόβλημα στελεχών. Το πρόβλημα αυτό αποφασίζεται να λυθεί με τη συγχώνευση της κίνησης με τις πολιτικές νεολαίες των δημοκρατικών εκείνων κομμάτων που συμμερίζονται την ιδεολογική γραμμή της στο πλαίσιο μιας νέας ανεξάρτητης και μαζικής πολιτικής οργάνωσης νεολαίας.

Η έκκληση αυτή γίνεται δεκτή μόνο από την οργάνωση νεολαίας του κόμματος της ΕΔΑ (ΝΕΔΑ) και η συγχώνευση πραγματοποιείται στις 16 Σεπτεμβρίου 1964.

Η νέα πολιτική οργάνωση νεολαίας παίρνει την επωνυμία «Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη» και διοικείται -μέχρι την εκλογή από το 1ο της Συνέδριο του νέου της Κεντρικού Συμβουλίου, στις 2 Απριλίου 1965- από ένα ενιαίο όργανο στο οποίο μετέχουν όλα τα μέλη του Κεντρικού Συμβουλίου της ΝΕΔΑ και της ιδρυτικής επιτροπής της ΔΚΝΓΛ.

Η ΔΝΛ δεν αποτελεί επομένως τμήμα της ΕΔΑ, καίτοι οι σκοποί που της έταξαν οι ιδρυτές της και το πρώτο της συνέδριο: ειρήνη, εθνική ανεξαρτησία, σοσιαλισμός και πάλη κατά του ιμπεριαλισμού, συμπίπτουν με τους σκοπούς της Αριστεράς και την εντάσσουν στο ιδεολογικό της στρατόπεδο. Η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη είναι εξάλλου τακτικό μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Δημοκρατικών Νεολαιών (ΠΟΔΝ) στο πλαίσιο της οποίας διατηρεί φιλικές σχέσεις με την κυπριακή οργάνωση νεολαίας ΕΔΟΝ και τις νεολαίες του κομμουνιστικού και των σοσιαλιστικών κομμάτων της Ιταλίας.

Η ΔΝΛ δεν αρνείται τη συγγένεια της με το κόμμα της Αριστεράς, υπογραμμίζει ωστόσο την αυτοτέλεια της.

Ανώτατο όργανο της οργάνωσης είναι το Πανελλήνιο Συνέδριο της που συνέρχεται κάθε τρία χρόνια. Το Συνέδριο με μυστική ψυφοφορία εκλέγει το Κεντρικό Συμβούλιο της οργάνωσης καθώς και μια Εξελεγκτική Επιτροπή για τον έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης του Κεντρικού Συμβουλίου. Η οργάνωση διαθέτει επίσης ένα Εθνικό Συμβούλιο προσωπικοτήτων, που με το κύρος τους ενισχύουν τις δραστηριότητες της.

Το Κεντρικό Συμβούλιο συνέρχεται τακτικά τρεις φορές το χρόνο και έκτακτα με απόφαση του Προεδρείου του ή αν το ζητήσει το ένα τρίτο των μελών του. Την τρέχουσα διοίκηση μέσα στο πλαίσιο των αποφάσεων του και των αποφάσεων του Συνεδρίου ασκεί το Προεδρείο του Συμβουλίου.

Η οργάνωση στηρίζεται σε πρωτοβάθμιες, δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες οργανώσεις. Στην πρώτη βαθμίδα της δομής της υπάρχει η ομάδα Λαμπράκη που σχηματίζεται στους τόπους κατοικίας, εργασίας, σπουδών ή ψυχαγωγίας μελών της οργάνωσης. Οι ομάδες εκλέγουν την επιτροπή τους και εκπροσωπούνται στις συνελεύσεις των τμημάτων που αποτελούν τις δευτεροβάθμιες οργανώσεις της καταστατικής δομής.

Το Συμβούλιο επικοινωνεί με τα τμήματα με τη μεσολάβηση των νομαρχιακών οργανώσεων ή των οργανώσεων πόλεως προκειμένου για την Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη.

Από την ίδρυση της η οργάνωση Λαμπράκη έχει αναπτύξει αξιόλογη δράση. Εκτός από τις ποικίλες εκδηλώσεις της πάνω σε γενικότερα πολιτικά θέματα όπως το Κυπριακό, η διενέργεια εκλογών μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Παπανδρέου, η ειρήνη στο Βιεντάμ κτλ., τα μέλη της με κέντρα τις Λέσχες Λαμπράκη αναπτύσσουν και πρωτοβουλίες πολιτιστικού περιεχομένου, αναλαμβάνοντας την οργάνωση ή συμμετέχοντας σε αθλητικές, καλλιτεχνικές ή πνευματικές εκδηλώσεις.

Η δραστηριότητα αυτή και η γρήγορη εξάπλωση της οργάνωσης ανησύχησαν ασφαλώς την καθεστηκυία τάξη που ζητά τη διάλυση της και παρεμβάλλει εμπόδια στη δραστηριότητα της. Αναφέρουμε την εγκύκλιο 1010/1964 της κυβέρνησης Παπανδρέου, δυνάμει της οποίας πραγματοποιήθηκαν πολλές αποβολές Λαμπράκηδων από τα σχολεία του κράτους. Αναφέρουμε επίσης ότι η αστυνομία απαγορεύει το σκάκι στις λέσχες της οργάνωσης, επικαλούμενη μια αστυνομική διάταξη που απαγορεύει τα τυχερά παιχνίδια και τη χαρτοπαιξία. Όμως, κατά την ίδια ακριβώς περίοδο, σοβαρή αρθρογράφος της Δεξιάς ζητούσε χαριτολογώντας να επιτραπεί και πάλι η λειτουργία των «σφαιριστηρίων», ώστε να μην παρασύρεται η νεολαία από τους Λαμπράκηδες. Δεν έλειψαν βέβαια και οι προκλήσεις, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, όπως στο Μυλοχώρι του Κιλκίς, όπου «άγνωστοι» ανατίναξαν με δυναμίτιδα τη λέσχη που έχτισαν με προσωπική τους εργασία τα μέλη της οργάνωσης.

Για να κλείσουμε την παράγραφο, θα υπενθυμίσουμε ότι από τα πρακτικά του Συμβουλίου του Στέμματος διαφαίνεται ότι ακόμη και ο βασιλιάς είχε ασκήσει πίεση στον πρωθυπουργό Παπανδρέου για τη διάλυση της οργάνωσης και ότι η διάλυση της αποτέλεσε για τον αρχηγό της EPE Π. Κανελλόπουλο το πρόσχημα της υπαναχώρησης του από την αρχική του συμφωνία με τον ηγέτη της ΕΚ για τη διεξαγωγή εκλογών με κυβέρνηση της EPE, μετά την καταψήφιση της κυβέρνησης Τσιριμώκου. Η τάση αυτή της Δεξιάς να αποδίδει κάθε εκδήλωση για μια δημοκρατική λύση της κρίσης της 15ης Ιουλίου 1965 στη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη αποτελεί, ασφαλώς, για την οργάνωση την καλύτερη δυνατή προβολή της.

 

Jean Meynaud (Π. Μερλόπουλος – Γ. Νοταράς) Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, 1946-1965, Αθήνα: Σαββάλας, 2002 (249…-254)

 

Τρίτη 20 Ιουνίου 2023

Η χαμένη άνοιξη του Στρατή Τσίρκα (αποσπάσματα)

 Οι γονείς του Σωτήρη Πέτρουλα στου ώμους των διαδηλωτών.

Κι όταν μπήκε για καλά το πρωινό κι ο ήλιος έπιασε να καίει, ο Σωτήρης ετοιμάστηκε για την τελευταία του κατοικία. Το μοιρολόι της μάνας ακούστηκε πιο γοερό κι οργισμένο. Η μνηστή του, ντυμένη πάντοτε στ’ άσπρα, έκλαιε τώρα σπαραχτικά. Είκοσι πέντε χιλιάδες συγκεντρωμένες από νωρίς στον Κολωνό, ξέσπασαν σ’ ένα πανδαιμόνιο από ζητωκραυγές, χειροκροτήματα, ιαχές, και κατάρες, όταν φάνηκε στο κατώφλι το λείψανο. Σημαίες και λάβαρα υψώνονται, γέρνουν απ’ εδώ κι απ’ εκεί, μπρος και πίσω, πάνω απ’ τα κεφάλια του ξέφρενου πλήθους.

-Ο Σωτήρης ζει!

Ένα δάσος από χέρια πασχίζει ν’ αγγίξει για τελευταία φορά το φέρετρο. Το πλήθος βογκά, θάλασσα φουρτουνιασμένη από σηκωμένες γροθιές, η κατάσταση κινδυνεύει να ξεφύγει, ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Θα χρειαστούν πολλές προσπάθειες των υπεύθυνων και ψυχραιμία, για να κοπάσει η τρικυμία και να μπει κάποια τάξη. Επιτέλους σχηματίζεται η πομπή.

Προπορεύεται η σημαία του 114, το Κεντρικό Συμβούλιο των Λαμπράκηδων με τον Μίκη Θεοδωράκη επικεφαλής, αντιπροσωπείες της νεολαίας, πολιτικοί. Πίσω από το νεκρό οι συγγενείς του κι ύστερα η Αθήνα ολόκληρη… Άξαφνα μια μεγάλη ομάδα από νέους και νέες, αγκαλιασμένοι μέσα στο πλήθος αρχίζει να τραγουδά. Δεν πιάνω ακόμη τα λόγια. Μα σε λίγο ξεχωρίζω:

Σωτήρη Πέτρουλα
Αηδόνι και λιοντάρι, βουνό και ξαστεριά.

-Είναι το καινούριο του Μίκη, μου λέει η Ματθίλδη, που έχει ξαναγυρίσει και μου πιάνει το χέρι. Ν’ ακούσεις τον Τάκη τον Μπενά, να διηγείται πώς γράφτηκε… Τη νύχτα, στα γραφεία της ΔΝΛ, αυτοί να συζητούν, μες στους καπνούς των τσιγάρων, και να προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα της κηδείας, κι ο Μίκης κάτι να γράφει βιαστικά σ’ ένα χαρτί, αλλοπαρμένος:

«-Το λόγο έχει ο πρόεδρος, λέει κάπως έντονα ο Τάκης.
-Το λόγο έχει το τραγούδι αποκρίνεται ο Μίκης, ακούστε:

Σωτήρη Πέτρουλα
σε πήρε ο Λαμπράκης, σε πήρε η Λευτεριά».

Η πομπή περνάει από την οδό Λένορμαν, από την πλατεία Μεταξουργείου, τη λεωφόρο Αχιλλέως, την Αγίου Κωνσταντίνου:

Σωτήρη Πέτρουλα
οδήγα το Λαό σου, οδήγα μας μπροστά.

Είδα χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες Λαού, να στριμώχνονται στα πεζοδρόμια, στα παράθυρα και τους εξώστες, και τα λουλούδια να πέφτουν βροχή κι είδα τη λαοθάλασσα που ακολουθούσε κι άκουσα τα συνθήματα και κατάλαβα πως αυτή δεν ήταν κηδεία, ήταν μια γιγάντια διαδήλωση, σε πάθος και σε όγκο, η τελευταία διαδήλωση του Σωτήρη:

Μάρτυρες, ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια σου
μας καλούνε.

Κι όταν είδα στην πλατεία Ομονοίας τους οικοδόμους με ξεγυμνωμένα στήθη να σταματούν τη νεκροφόρα και να σηκώνουν στα χέρια τους το φέρετρο, είπα μέσα μου πως απ’ εδώ αρχίζει πια η αποθέωση. Κι όταν είδα τον πατέρα τού ήρωα, που τον είχαν σηκώσει στα χέρια οι φίλοι του παιδιού του, να βαστάει στ’ αριστερό ένα μπουκέτο κόκκινες γλαδιόλες και στο δεξί μια τσαλακωμένη φωτογραφία, να τη σφίγγει πάνω στο στήθος του και να τη δείχνει στα πλήθη, που χειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν, όχι, δεν έκλαιγαν και δε θρηνούσαν, και τον άκουσα να λέει: «Αδέρφια του παιδιού μου… Ο Σωτήρης ζει… Αγωνισθείτε για το ξερίζωμα του φασισμού… Ο Σωτήρης μου γι’ αυτό θυσιάστηκε… Δε θέλω να κλαίτε… Εμπρός στον αγώνα για τη Δημοκρατία…».

Έτσι με συνεπήρε και μένα το παραλήρημα του κόσμου και πίστεψα μαζί με τον πατέρα του, και πίστεψα μαζί με τον κόσμο, πως ο Σωτήρης δεν πέθανε. Κι όταν στην οδό Σταδίου, στο σημείο, που όπως θα πει σε λίγο ο Μίκης, οι εχθροί επισήμαναν, απομόνωσαν και σκότωσαν το γελαστό παιδί, τα πλήθη αυθόρμητα παραμέριζαν, αφήνοντας στην άσφαλτο και το πεζοδρόμιο ένα κενό… Τι κενό; Ένα λοφίσκο από κόκκινα γαρίφαλα και τριαντάφυλλα, που ψήλωνε από στιγμή σε στιγμή:

…τα γαλάζια μάτια σου
μας καλούνε.

Κι όταν εμπρός στη Μητρόπολη, μέσα στην έντονη μυρωδιά της φρεσκοκομμένης δάφνης και το τραγούδι που αναθεμάτιζε αυτούς που σκότωσαν το Σωτήρη, είδα να έρχονται οι ανάπηροι της Εθνικής Αντίστασης, με τα στεφάνια και τις σημαίες τους, είδα το Γλέζο, είδα τον Ηλιού, είδα το Βάρναλη, είδα τον Παπανδρέου και τους άλλους υπουργούς της Ε.Κ. κι αντιλαλήσαν τα συνθήματα:
-Ενότητα.
– Ο στρατός με το λαό.
γονάτισα κι εγώ μέσα στο δρόμο και σα μικρό παιδί που πρωτοπάει σχολειό συλλάβιζα σ’ ένα πανώ:

ΚΙ ΑΝ ΕINΑΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΔΑΦΝΗ.
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΝΕΙΣ ΠΕΘΑΙΝΕΙ.

Και είπα μέσα μου: «Εκατοντάδες χιλιάδες Αθηναίοι τον ανακήρυξαν ήρωα κι αθάνατος θα μένει». Κι όταν, μέσα από διπλή, ατέλειωτη σειρά στεφάνια και βουνά λουλούδια, εμπρός στον ανοιχτό τάφο, άκουσα το Μίκη, ν’ αποχαιρετά το πρώτο παλικάρι της Σπουδάζουσας Νεολαίας. «Όλος ο μάρτυρας λαός μας σ’ ακολουθεί. Ολόκληρη η Δημοκρατική Νεολαία της πατρίδας μου σε λατρεύει, σε θαυμάζει, σε ζηλεύει, θέλει να σου μοιάσει» και να ορκίζεται πως η πρωτοπόρα γενιά των Λαμπράκηδων θα φέρει στην Ελλάδα τη Μεγάλη Άνοιξη, είπα μέσα μου: «Και γιατί όχι; Κι αν χάθηκε μια άνοιξη, στο χέρι τους είναι να την ξαναφέρουν ακόμη πιο μεγάλη και λαμπρή. Ο Σωτήρης ζει. Ο παλμός της ζωής του μεταπλάστηκε σ’ ενέργεια, γίνηκε κινητήρια δύναμη, που εμψυχώνει κι ενθουσιάζει κι εμπνέει και οδηγεί. Ευλογημένοι όσοι στα μαρμαρένια αλώνια νικούν το Χάρο, όπως ο Σωτήρης Πέτρουλας».

 

Κυριακή 18 Ιουνίου 2023

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ S09E29: ΝΑΥΑΓΙΟ ΣΤΗΝ ΠΥΛΟ

Ρόζα- Σταύρος Κουγιουμτζής

 Germans' Reckoning with Atrocities of Buchenwald Concentration Camp  Witnessed | Britannica
  
Λίγο πιο κάτω από μας έμενε η Pόζα με τη μητέρα της. Mια νέα ώς δεκαοχτώ χρονώ. Ήταν μελαχρινή με μαύρα μαλλιά, χτενισμένα προς τα πίσω. Eίχε και μια χωρίστρα στη μέση.
     Ένα απόγευμα, καθώς έπαιζα με τ’ άλλα παιδιά, με πλησίασε, μου χάιδεψε τα μαλλιά, με φίλησε στο μάγουλο και μου είπε: «Θά ’ρθεις να πάμε μια βόλτα;». Eγώ πέταξα από τη χαρά μου. Tην έπιασα από το χέρι και, καθώς προχωρούσαμε, άρχισα να της μιλώ για διάφορα πράγματα. Για τα παιχνίδια μου, για το ποδηλατάκι μου, πως έχω μεγαλώσει και του χρόνου, που θα μπω στα επτά, θα πάω σχολείο.
     H Pόζα μ’ άκουγε αφηρημένη. Mπορεί και να μη με άκουγε. Όμως, μ’ αυτά και μ’ αυτά, βγήκαμε έξω από το συνοικισμό, προς τα χωράφια. Eκεί τη Pόζα την έπιασε μια ανησυχία. Kάτι σαν απογοήτευση. Για μια στιγμή που θέλησα να πω πάλι κάτι, με σταμάτησε νευριασμένη. «Mα πάψε πια, επιτέλους». Ύστερα απ’ αυτό έμεινα αμίλητος. H Pόζα κοίταζε διαρκώς το ρολόι της. H ώρα περνούσε και στο πρόσωπό της διαγράφονταν μια πίκρα.
     Γυρίσαμε πίσω και σε λίγο με φώναξε η μητέρα μου. «Έλα μέσα, νύχτωσε, φτάνει πια το παιχνίδι».
     Πέρασαν μερικές μέρες χωρίς να δω τη Pόζα.
     Θυμάμαι πως δεν είχα και πολλή όρεξη για τα παιχνίδια και προσπαθούσα να καταλάβω αυτά που έγιναν εκείνο το βράδυ. Ώσπου, ένα σούρουπο, πάλι χάδια, πάλι φιλιά και «θα ’ρθείς να πάμε βόλτα;». Mεμιάς χάθηκε η πίκρα μου και την έπιασα από το χέρι.
     Mε τη Pόζα ένιωθα μια ευχαρίστηση, όταν την έβλεπα. Mια ευχαρίστηση διαφορετική απ’ αυτήν που ένιωθα με τα παιχνίδια, που όμως δεν μπορούσα να την προσδιορίσω.
     Σε λίγο ήμασταν πάλι έξω από το συνοικισμό, όπως και την πρώτη φορά. Όμως αυτή τη φορά μάς περίμενε κάποιος. Ένας στρατιώτης. Tο πρόσωπο της Pόζας έλαμψε, και σε λίγο: «Σταυράκη, πας να παίξεις πιο κάτω;». Άρχισα ν’ απομακρύνομαι με μισά βήματα, νιώθοντας ένα βαθύ πόνο.
     Ήταν φανερό πως δε με ήθελαν κοντά τους. H ώρα περνούσε κι εγώ έκανα πως παίζω. Ώσπου οι σκιές (είχε πια νυχτώσει) χώρισαν.
     H Pόζα ήρθε κατά μένα κι ο στρατιώτης τράβηξε κατά τις φυλακές του Γεντί-Kουλέ.
     Στο γυρισμό, μου είπε, σφίγγοντάς μου τρυφερά το χέρι. «Δε θα πεις τίποτα γι’ αυτή τη συνάντηση, ε;».
     Nαι, της είπα, και κράτησα το λόγο μου.
     Όταν αργότερα ήρθαν οι Γερμανοί, είδα τη Pόζα μ’ ένα άστρο στο πέτο. Pώτησα τη μητέρα μου και κείνη μου είπε: «Eπειδή είναι Eβραία, γι’ αυτό».
     Ένα πρωί ήρθαν κάτι πεταλάδες Γερμανοί με μια μοτοσικλέτα με καλάθι κι από πίσω ένα φορτηγό με πέντ-έξι οπλισμένους. Στη γειτονιά μας δεν είχαμε πολλούς Eβραίους. Όλο κι όλο καμιά δεκαριά. Tους πήραν όλους. Mαζί και τη Pόζα.
     Ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπα. Ήμουν δέκα χρονώ κι ήταν εικοσιδύο.

(από το βιβλίο: Σταύρος Kουγιουμτζής, Aνοιχτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια, Eκδόσεις Eντευκτηρίου, 1998)
[ Pόζα ]
Κουγιουμτζής Σταύρος

 

Σάββατο 17 Ιουνίου 2023

Φραντς Κάφκα, Μπροστά στο νόμο (Από τη "Δίκη")

 

 Protesting against injustice - Adventuring into Art

Φραντς Κάφκα, Μπροστά στο νόμο

 

Μπροστά στο νόμο στέκει ένας θυρωρός, σ' αυτό το θυρωρό έρχεται ένας χωρικός και ζητά να μπει μέσα. Μα ο θυρωρός λέει πως δεν μπορεί να τον αφήσει τώρα να μπει. Ο άνθρωπος συλλογιέται και ύστερα ρωτά μήπως θα μπορούσε να μπει αργότερα. "'Ίσως", λέει ο θυρωρός, "τώρα όμως όχι". Η πόρτα είναι ανοιχτή όπως πάντα και καθώς παραμερίζει ο θυρωρός, σκύβει ο άνθρωπος, για να κοιτάξει μέσα από την πόρτα. Μόλις το αντιλήφθηκε αυτό ο θυρωρός, γελά και λέει: "Αν το τραβά η όρεξη σου, δοκίμασε να μπεις, μ' όλο που σου το απαγόρεψα. Πρόσεξε όμως: είμαι δυνατός. Και δεν είμαι παρά ο πιο κάτω απ' όλους τους θυρωρούς. Από αίθουσα σ' αίθουσα είναι κι άλλοι θυρωροί, ο ένας πιο δυνατός από τον άλλο. Τη θέα του τρίτου μόλις, ούτ’ εγώ μπορώ να την αντέξω". Τέτοιες δυσκολίες δεν τις περίμενε ο χωρικός. Ο νόμος ωστόσο πρέπει να 'ναι στον καθένα και πάντα προσιτός, σκέπτεται, και καθώς τώρα κοιτάζει προσεχτικά το θυρωρό, τυλιγμένο στο γούνινο πανωφόρι του, τη μεγάλη σουβλερή του μύτη, τη μακριά, αραιή, μαύρη, τατάρικη γενειάδα, αποφασίζει να περιμένει καλύτερα ίσαμε να πάρει την άδεια να μπει. Ο θυρωρός του δίνει ένα σκαμνί και τον αφήνει να καθίσει πλάι στην πόρτα. Εκεί δα κάθεται μέρες και χρόνια. Κάνει πολλές προσπάθειες να του επιτρέψουν να μπει, και κουράζει τον θυρωρό με τα παρακάλια του. Ο θυρωρός του κάνει συχνά μικρορωτήματα, σαν αυτά που κάνουν οι μεγάλοι κύριοι, και στο τέλος του λέει ολοένα, πως δεν μπορεί ακόμα να τον αφήσει να μπει. Ο άνθρωπος, που ήταν καλά εφοδιασμένος για το ταξίδι του, τα ξόδεψε όλα, ακόμη κι ό,τι πολύτιμο είχε, σε δωροδοκίες για το θυρωρό. Εκείνος τα δέχεται όλα και ύστερα λέει: "Τα δέχομαι μόνο και μόνο για να μη νομίσεις πως παρέλειψες τίποτα." Όλα αυτά τα πολλά χρόνια ο άνθρωπος παρατηρεί το θυρωρό σχεδόν αδιάκοπα. Αποξεχνά τους άλλους θυρωρούς, κι αυτός ο πρώτος του φαίνεται το μοναδικό εμπόδιο για να μπει στο νόμο. Καταριέται την κακή τύχη. Τα πρώτα χρόνια χωρίς συγκρατημό και δυνατά, αργότερα, όσο γεράζει, μουρμουρίζει μόνο. Αρχίζει να παιδιαρίζει, και, μια και μελετώντας χρόνια το θυρωρό γνώρισε και τους ψύλλους του γούνινου γιακά του, παρακαλεί και τους ψύλλους να τον βοηθήσουν και ν' αλλάξουν τη γνώμη, του θυρωρού. Τέλος, το φως λιγοστεύει και δεν ξέρει, αν γύρω του αλήθεια σκοτεινιάζει, ή αν μονάχα τα μάτια του τον απατούν. Ωστόσο, αναγνωρίζει τώρα μια λάμψη μέσα στο σκοτάδι, που ξεχύνεται άσβεστη μέσα από του νόμου την πόρτα. Δεν έχει πια πολλή ζωή. Πριν από το θάνατο του σμίγουν όλες οι πείρες όλης του της ζωής σε ένα ρώτημα, που δεν είχε κάνει ως σήμερα στο θυρωρό. Του γνέφει, γιατί δεν μπορεί πια ν' ανασηκώσει το ξυλιασμένο του κορμί. Ο θυρωρός πρέπει να σκύψει πολύ κοντά του, γιατί το ύψος του ανθρώπου έχει πολύ αλλάξει. "Τι θες λοιπόν ακόμα να μάθεις;" ρωτά ο θυρωρός, "είσαι αχόρταγος...". "'Όλοι μάχονται για το νόμο", λέει ο άνθρωπος, "πώς τυχαίνει να μη ζητά κανένας άλλος εκτός από μένα να μπει;" Ο θυρωρός νιώθει πως ο άνθρωπος αγγίζει κιόλας στο τέλος και, για να φτάσει την ακοή του που χάνεται, ουρλιάζει: "Κανένας άλλος δε μπορούσε να γίνει δεκτός εδώ, γιατί η είσοδος ήταν για σένα προορισμένη. Πηγαίνω τώρα να την κλείσω."

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2023

Γιώργος Ιωάννου, Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς

 

 Υπήρξα και εγώ πρόσφυγας και ξέρω…» | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Γιώργος Ιωάννου, Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς

 

 Στέκομαι και κοιτάζω τα παιδιά· παίζουνε μπάλα. Κάθομαι στο ορισμένο καφενείο· σε λίγο θα σχολάσουν και θ’ αρχίσουν να καταφτάνουν οι μεγάλοι. Κουρασμένοι απ’ τη δουλειά, είναι πολύ πιο αληθινοί. Οι περισσότεροι γεννήθηκαν εδώ σ’ αυτή την πόλη, όπως κι εγώ. Κι όμως διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους, από μας τους διεσπαρμένους. Ιδίως όταν τους βλέπω εδώ, μου φαίνονται πιο γνήσιοι. Κάπως αλλιώτικοι μοιάζουν μακριά, σε άλλα περιβάλλοντα συναντημένοι.

Η αλήθεια πάντως είναι πώς στο ζήτημα της αναγνωρίσεως έχω φοβερά εξασκηθεί. Όπου κι αν είμαι, τον Πόντιο, ας πούμε, τον διακρίνω από μακριά· κι από μια γραμμή του κορμιού του μονάχα. Δεν είναι ανάγκη ν' ακούσω την ομιλία του, ούτε να διαπιστώσω την αλλιώτικη μελαχρινάδα. Σπανίως να πέσω έξω. Από κοντά όμως είμαι ολότελα αλάνθαστος. Το ίδιο και με τους Καραμανλήδες, τους Καυκάσιους, τους Μικρασιάτες απ’ τις ακτές, τους άλλους απ' τά βάθη, τους Κωνσταντινουπολίτες, από μέσα ή απ’ τα περίχωρα, κι ας επιμένουν όλοι τους πως είναι απ' την καρδιά της Πόλης, κι απ' το Γαλατά. Οι Θρακιώτες όμως έρχονται πιο καστανοί· ξανθοί πολλές φορές, κι ευκολότερα μπερδεύονται με πρόσφυγες από μέρη άλλα. Εξάλλου σα να έχουν χάσει την ιδιαίτερη προφορά τους ή ίσως εγώ να την έχω συνηθίσει. Μπερδεύονται κυρίως μ' αυτούς πού ήρθαν απ' τη Ρωμυλία. Αυτό συμβαίνει κι ανάμεσα στους Ηπειρώτες και στους άλλους απ' τις περιοχές του Μοναστηρίου.

Όταν τους μπερδεύω, το καταλαβαίνω συνήθως αργά· γιατί έχω τόση πεποίθηση πάνω σ' αυτό το ζήτημα, ώστε σπανίως ρωτώ. Κατά βάθος βέβαια αυτό δεν είναι σφάλμα, είναι διαπίστωση.

Κι όμως πόση συγκίνηση έχει να κοιτάζεις ή να συζητάς στα καφενεία και να διαισθάνεσαι τη δική σου ή μια άλλη πανάρχαια ράτσα. Ακούς εκείνες τις φωνές με τη ζεστή προφορά και σού 'ρχεται ν' αγκαλιάσεις. Ονόματα από σβησμένους τάχα λαούς και χώρες δειλιάζουν μέσα στο νου· μεθώ μονάχα και που τα λέω από μέσα μου, καθώς ολοένα βεβαιώνομαι. Χαίρομαι να κοιτάζω τις αδρές και τίμιες φυσιογνωμίες τους, κι ανατριχιάζω βαθιά, όταν σκέφτομαι πώς αυτός πού μου μιλά είναι δικός μου άνθρωπος, της φυλής μου. Κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους. Δεν έχει σημασία που δε γνώρισα ποτέ αυτή την πατρίδα ή που δε γεννήθηκα καν εκεί. Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει· εκτός κι αν είναι αληθινό πώς ο άνθρωπος αποτελείται απ' αυτά πού τρώει και πίνει, οπότε πράγματι είμαι από δω. Και πως εξηγείται τότε όλη αυτή ή λαχτάρα;

Γυρνώ μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς με δυνατή ευχαρίστηση. Θράκες, Χετταΐοι, Φρύγες, όμορφοι Λυδοί, πάλι, θαρρείς, ανθούν ανάμεσά μας. Οι ίδιοι δεν ξέρουν βέβαια αυτά τα ονόματα· για μένα όμως είναι φορτωμένα μυστήριο και αγάπη. Κι αν ακόμα δεν είναι, πολύ θα ήθελα να ήταν έτσι η αλήθεια.

Κι όμως τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει το παν για να σκορπίσει ή ομορφιά αυτή στους τέσσερεις ανέμους. Οι εγκληματίες των γραφείων εκμεταλλεύτηκαν τη ζωηράδα τους και την αγνότητα τους. Τους εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν να φαγωθούν, ιδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τους τρέμουν και προσπαθούν να τους ξεφορτωθούν με τη μετανάστευση. Πολύ αργά, νομίζω.

Κάθε φορά πού φεύγω από κει, με αποχαιρετούν χωρίς να δείξουν παραξένεμα, αν και άγνωστοι μου άνθρωποι. Τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα, όπως και το δικό μου με κάνει να τους κατέχω ολόκληρους. Πάντως ποτέ τους δεν επιμένουν να με κρατήσουν στις παρέες τους.

Ολομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες. Όταν ανάβει το κόκκινο και σταματούν τα' αυτοκίνητα, μού φαίνεται για μια στιγμή πώς παύει εντελώς κάθε θόρυβος. Ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια σα να κυκλοφορούν. Κι όμως βλέπω πώς το πλήθος εξακολουθεί να περπατά, να κουβεντιάζει ή να γελάει. Σταματώ πολλές φορές στη μέση τού πεζοδρομίου, κι όπως στο κούτσουρο πού κόβει το νερό, έτσι περιστρέφονται γύρω μου οι διαβάτες. Τώρα που δεν εμποδίζουν οι μηχανές, ακούω χιλιάδες βήματα στο πλακόστρωτο. Μού 'ρχεται να καμπυλώσω τη ράχη μου για να περάσει χωρίς εμπόδια αυτό τα ποτάμι. Της Γονατιστής, όταν περνάει από πάνω μου το βουβό ποτάμι των προγόνων, γονατισμένος πάνω στα καρυδόφυλλα, σκύβω βαθιά στο χώμα, για να μη βγάλουν οι ψυχές εξαιτίας μου τον παραμικρότερο παραπονιάρικο βόμβο.

Εγώ όμως από τώρα είμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς· στα έτοιμα και στα ενοικιασμένα. Συγκατοικώ με ανθρώπους πού αδιαφορούν τελείως για μένα, κι εγώ γι' αυτούς. Ούτε μικροδιαφορές δεν υπάρχουν καν μεταξύ μας. Ο ένας αποφεύγει τον άλλο, όσο μπορεί. Μα κι αν τύχει να σού μιλήσουνε, κρύβουν συνήθως τα πραγματικά τους στοιχεία σα να 'ναι τίποτε κακοποιοί. Το ιδανικό, ή τελευταία λέξη τού πολιτισμού, είναι, λέει, να μη ξέρεις ούτε στη φάτσα το γείτονα σου. Πονηρά πράγματα βέβαια· προφάσεις πολιτισμού, για να διευκολύνονται οι αταξίες.

Γι' αυτό ζηλεύω αυτούς πού βρίσκονται στον τόπο τους, στα χωράφια τους, στους συγγενείς τους, στα πατρογονικά τους. Τουλάχιστο, ας ήμουν σ' ένα προσφυγικό συνοικισμό με ανθρώπους της ράτσας μου τριγύρω.

Πέμπτη 15 Ιουνίου 2023

Ο Άρης- Γκέκας Κώστας

 

 Το χελιδόνι του Άρη Βελουχιώτη


Μας είπαν πως είναι ο καπετάν Άρης με τους αντάρτες του. Πλησιάσαμε στο χωριό. Είχαν ειδοποιηθεί και μας περίμεναν. Μπήκαμε στη γραμμή, τριάδες, και έδωσε αναφορά στον Άρη ο Θάνος. Ανταμώσαμε τώρα και με τους αντάρτες του Άρη και αρχίσαμε τη συζήτηση. Ο Άρης είχε και τους 3 Εγγλέζους που είχαν πέσει στο Καρπενήσι. Ο ένας ήταν Έλληνας. Είχε στολή λοχαγού. Αυτός ήξερε ελληνικά. Το μεσημέρι συγκεντρωθήκαμε όλοι στην πλατεία. Θα ήμασταν περίπου 200 αντάρτες. Μας έβαλε σε ομάδες ο Άρης. Η κάθε ομάδα είχε 15 άντρες. Εμένα με έβαλε στη 2η ομάδα Παρνασσίδας.
     Το απόγευμα ήλθε και το αρχηγείο Ευρυτανίας με 80 περίπου αντάρτες. Στο αρχηγείο αυτό ήταν και ο θείος μου Σωκράτης Γκέκας ή καπετάν Άθως. Επίσης και οι χωριανοί μου Γιάννης Ντίκας και Πάνος Λάμπρος. Χαρές, φιλιά, τα είπαμε για λίγο. Προς το βραδάκι, πριν νυχτώσει, φωνάζουν η 1η και η 2η ομάδα Παρνασσίδας να μπουν στη γραμμή. Ετοιμαστείτε να φύγουμε. Αφού ετοιμαστήκαμε μας είπαν ότι θα συνοδεύσουμε τους Εγγλέζους και θα τους πάμε στην Γκιώνα, που έχουν πέσει και οι άλλοι με τον αρχηγό τους. Επικεφαλής των δύο ομάδων ήταν στρατιωτικός ο Νικηφόρος και πολιτικός ο Πελοπίδας, ομαδάρχες ήταν ο Λάμπρος και ο Νικηταράς. Μας μοίρασαν λίγο ψωμί και ξεκινήσαμε τον ίδιο δρόμο για το χωριό Βουτύρου. Ανεβήκαμε την ανηφοριά, φτάσαμε στη ράχη. Ο ουρανός σκοτείνιασε και σε λίγο άρχισε μια βροχή, κατακλυσμός. Αστραπές, βροντές, κεραυνοί, χαλούσε ο κόσμος. Μέσα στο σκοτάδι δεν έβλεπες πού πατούσες κι εμείς συνεχίζαμε να περπατάμε μ’ αυτόν τον χαλασμό. Πήραμε τον κατήφορο για το χωριό στον δρόμο, στα χαντάκια και μονοπάτια. Κυλούσανε νερά, από τα παπούτσια μου ξεκόλλησαν οι σόλες, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια στάζαμε νερό. Σαν να μην έφτανε αυτό χάσαμε και τον δρόμο και πέσαμε μέσα στα έλατα σε μια ρεματιά. Ευτυχώς πήγαν οι πρώτοι αντάρτες στο χωριό και τους είπαν ότι χαθήκαμε, ήλθαν οι χωριανοί και μας οδήγησαν στο χωριό. Μας βάλανε στα σπίτια, ανάψανε φωτιές να στεγνώσουμε τα ρούχα μας, μας δώσανε και φάγαμε, ξεκουραστήκαμε και κοιμηθήκαμε λίγο και μία ώρα πριν ξημερώσει φύγαμε για να περάσουμε το ποτάμι και τον αυτοκινητόδρομο νύχτα. Φτάσαμε στο ποτάμι που ήταν θολό, είχε πολύ νερό. Ξυπολυθήκαμε, βγάλαμε και τα παντελόνια και περάσαμε το ποτάμι. Πήραμε τον δρόμο για το Κλαψί, περάσαμε έξω και μακριά από το χωριό να μη μας δει κανείς. Ανηφορίσαμε για το Κρίκελο. Η ημέρα ευτυχώς ξημέρωσε καλά χωρίς βροχή. Κατά το μεσημεράκι φτάσαμε στο διάσελο του Κρίκελου. Εκεί μας έδειξε ο Νικηφόρος πού έγινε η μάχη, να μάθουμε εμείς που ήμασταν από άλλες ομάδες. Στη μάχη του Κρίκελου σκοτώθηκε ένας αντάρτης, ο Δασκαλάκης. Το επίθετό του Σαξώνης, δάσκαλος από τα Μάρμαρα.
     Ανεβήκαμε επάνω στην Οξιά. Εκεί βρήκαμε και το μέρος που είχαν στρατοπεδεύσει οι Ιταλοί. Φαινότανε ο καταυλισμός. Περπατώντας πάντα στην κορυφογραμμή της Γραμμένης Οξιάς το βραδάκι βρήκαμε ένα βαθούλωμα και ανάψαμε φωτιά για να μείνουμε το βράδυ. Ξύλα βρήκαμε αρκετά, αλλά ο τόπος ήταν μούσκεμα. Μαζέψαμε λίγα φύλλα ξερά και ξαπλώσαμε επάνω. Όταν κρυώναμε, ζεσταινόμασταν στη φωτιά, που πάντα έκαιγε. Εκείνο το βράδυ ήμουν και σκοπός. Μόλις ξημέρωσε, το πρωί, ξεκινήσαμε για την Γκιώνα. Εδώ ήταν βουνό και δεν υπήρχε κανείς να μας δει, περπατούσαμε μέρα. Περάσαμε αριστερά απ’ τα Βαρδούσια και νύχτα φτάσαμε στη Μουσουνίτσα έξω απ’ το χωριό. Ο Νικηφόρος πήγε σε κάποιο σπίτι, πήρε έναν οδηγό και κατηφορίσαμε για τη Στρώμη. Φτάσαμε στο ποτάμι. Έπρεπε να περάσουμε το γεφύρι. Στείλαμε ανιχνευτές μπροστά να δούμε τι γίνεται. Αφού πέρασαν το γεφύρι οι ανιχνευτές, σιγά σιγά και δυο δυό περάσαμε κι εμείς. Ανηφορίσαμε προς τη Στρώμη. Δεν περάσαμε μέσα απ’ το χωριό, αλλά ήλθε ένας οδηγός να μας οδηγήσει στη σπηλιά που ήταν οι Εγγλέζοι. Εν τω μεταξύ ξημέρωσε. Βαδίζαμε όλη μέρα και όλη νύχτα και είχαμε πολύ δρόμο ακόμη και ανήφορο. Ξεκουραστήκαμε λίγο και συνεχίσαμε το περπάτημα. Σχεδόν μεσημέρι φτάσαμε, επιτέλους, στον προορισμό μας. Μας πήγαν σε μια σπηλιά, που ήταν πιο πέρα απ’ αυτήν που ήταν οι Εγγλέζοι κι εκεί τακτοποιηθήκαμε. Ανάψαμε φωτιά και χωρέσαμε όλοι. Ήμασταν θεονήστικοι, από τη Βουτύρου που μας δώσανε λίγο ψωμί. Ψήσαμε ένα πρόβατο, στη Γραμμένη Οξιά, αλλά ήταν άνοστο και σχεδόν άψητο.
     Στην Γκιώνα μας είχαν δώσει οι τσοπαναρέοι κάτι πρόβατα. Δώσαμε και δύο στους Εγγλέζους, αλλά δεν είχαμε καθόλου ψωμί. Φάγαμε κρέας σκέτο. Την άλλη μέρα μας φέρανε λίγο ψωμί. Στη σπηλιά αυτή μείναμε αρκετές μέρες. Φυλάγαμε σκοπιά και 8 αντάρτες, μαζί με τον Λάμπρο, πήγαιναν κάθε μέρα στους Εγγλέζους και τους εκπαιδεύανε πώς θα τοποθετήσουν τους δυναμίτες στη γέφυρα.
     Αναρωτιόμασταν τι θα κάνουμε εδώ. Ο Πελοπίδας μας είπε ότι περιμένουμε να έλθει και ο Άρης, να κάνουμε κάποιο σαμποτάζ στη σιδηροδρομική γραμμή.


(από το βιβλίο: Κώστας Γκέκας, Ένας ανταρτάκος από το Παλιόκαστρο, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VI, Βιβλιόραμα, 2006)


Τετάρτη 14 Ιουνίου 2023

ΠΑΤΡΙΔΑ -ΟΥΑΡΣΑΝ ΣΑΙΡ

 

 

ΟΥΑΡΣΑΝ ΣΑΙΡ

ΠΑΤΡΙΔΑ

Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του,
εκτός αν πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν βλέπεις
ολόκληρη την πόλη να τρέχει κι εκείνη
οι γείτονές σου τρέχουν πιο γρήγορα από σένα
με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό τους
το αγόρι που ήταν συμμαθητής σου
που σε φιλούσε μεθυστικά πίσω από το παλιό εργοστάσιο τσίγκου
κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του
αφήνεις την πατρίδα
μόνο όταν η πατρίδα δε σε αφήνει να μείνεις.
κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγά
φωτιά κάτω απ΄ τα πόδια σου
ζεστό αίμα στην κοιλιά σου
δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες
μέχρι που η λεπίδα χαράζει απειλές στο λαιμό σου
και ακόμα και τότε ψέλνεις τον εθνικό ύμνο
ανάμεσα στα δόντια σου
και σκίζεις το διαβατήριό σου σε τουαλέτες αεροδρομίων
κλαίγοντας καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού
δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να γυρίσεις.
πρέπει να καταλάβεις
ότι κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα
εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά
κανένας δεν καίει τις παλάμες του
κάτω από τρένα, ανάμεσα από βαγόνια
κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες στο στομάχι ενός φορτηγού
τρώγοντας εφημερίδες
εκτός αν τα χιλιόμετρα που ταξιδεύει
σημαίνουν κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι.
κανένας δε σέρνεται
κάτω από φράχτες
κανένας δε θέλει να τον δέρνουν
να τον λυπούνται
κανένας δε διαλέγει τα στρατόπεδα προσφύγων
ή τον πλήρη σωματικό έλεγχο σε σημεία
όπου το σώμα σου πονούσε
ή τη φυλακή,
επειδή η φυλακή είναι ασφαλέστερη
από μια πόλη που φλέγεται
και ένας δεσμοφύλακας το βράδι
είναι προτιμότερα από ένα φορτηγό
γεμάτο άντρες που μοιάζουν με τον πατέρα σου
κανένας δε θα το μπορούσε
κανένας δε θα το άντεχε
κανένα δέρμα δε θα ήταν αρκετά σκληρό
για να ακούσει τα:
γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι
πρόσφυγες
βρομομετανάστες
ζητιάνοι ασύλου
που ρουφάτε τη χώρα μας
αράπηδες με τα χέρια απλωμένα
μυρίζετε περίεργα
απολίτιστοι
κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε
να κάνετε και τη δική μας
πώς δε δίνουμε σημασία
στα λόγια
στα άγρια βλέμματα
ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά
από το ξερίζωμα ενός χεριού ή ποδιού
ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά
από δεκατέσσερις άντρες
ανάμεσα στα πόδια σου
ή οι προσβολές είναι πιο εύκολο
να καταπιείς
από τα χαλίκια
από τα κόκαλα
από το κομματιασμένο κορμάκι του παιδιού σου.
θέλω να γυρίσω στην πατρίδα,
αλλά η πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
πατρίδα είναι η κάνη ενός όπλου
και κανένας δε θα άφηνε την πατρίδα
εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγούσε μέχρι τις ακτές
εκτός αν η πατρίδα σού έλεγε να τρέξεις πιο γρήγορα
να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου
να συρθείς στην έρημο
να κολυμπήσεις ωκεανούς
να πνιγείς
να σωθείς
να πεινάσεις
να εκλιπαρήσεις
να ξεχάσεις την υπερηφάνεια
η επιβίωσή σου είναι πιο σημαντική.
κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα είναι
μια ιδρωμένη φωνή στο αυτή σου
που λέει
φύγε,
τρέξε μακριά μου τώρα
δεν ξέρω τι έχω γίνει
αλλά ξέρω ότι οπουδήποτε αλλού
θα είσαι πιο ασφαλής απ΄ ό,τι εδώ»

Τρίτη 13 Ιουνίου 2023

Νέοι της Σιδώνος -Αναγνωστάκης Μανόλης

 Νίκος Εγγονόπουλος: Ο κορυφαίος εκφραστής του ελληνικού Σουρεαλισμού μέσα  από 10 έργα του - Monopoli.gr

 

 Kανονικά δεν πρέπει νάχουμε παράπονο
Kαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Kορίτσια δροσερά- αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Kαλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Tόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Mαύρους, Πράσινους, Kιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Aνθρώπου.
Iδιαιτέρως σάς τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό- κατόπιν τούτου
Nομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Kαι να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.

(Mας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;)

Teλευταία ημέρα με τον Διαμαντή- Αποστολόπουλος Βασίλης

 Diamntis1

Teλευταία ημέρα με τον Διαμαντή
Αποστολόπουλος Βασίλης

6 Ιουνίου 1949. Η πανστρατιά του «Πυραύλου», που διοικεί ο στρατηγός του κυβερνητικού στρατού, Τσακαλώτος, έχει σαρώσει τη Ρούμελη. Τρεις μεραρχίες, άφθονο πυροβολικό, ανεξάρτητες ταξιαρχίες, δύο μοίρες ΛΟΚ, σαράντα τάγματα εθνοφυλακής, μερικά τάγματα χωροφυλακής και σχηματισμοί Μάυδων.1 Ένα σώμα στρατού, δύο συντάγματα, σύνολο 70.000 άντρες. Κι ακόμα: 140 πυροβόλα, 60 αεροπλάνα, θωρακισμένα αυτοκίνητα και άρματα μάχης είναι το προικιό της Ρούμελης.
     Η νύχτα έπαψε να καλύπτει τον Δημοκρατικό Στρατό της Ρούμελης. Η χαραυγή παρουσιάστηκε στον ορίζοντα ντυμένη με χίλια χρώματα. Το τμήμα πορεύεται αμίλητο και σκεφτικό. Η μεγάλη κόπωση και πείνα, η απουσία κάποιας προοπτικής, η άγνοια για τον τελικό προορισμό, όλα μαζί αποτελούνε ένα σύμπλεγμα μιας παράξενης ψυχολογικής αρχιτεκτονικής.
     Περνούμε τον ξηροπόταμο Ρουστιανίτη κι αρχίζουμε την ανάβαση προς το χωριό Πίτσι Φθιώτιδας. Συμπορεύομαι με τον μακαρίτη Παύλο Μπέικο, επίτροπο ταξιαρχίας. Κι άλλοι βαδίζουν δίπλα μας, ακουμπώντας στα γόνατά τους ή μισοϋπνωμένοι. Μια μεγάλη κερασιά με άφθονα κατακόκκινα κεράσια μας σταμάτησε. Ήταν φορτωμένη και για μας αποτελούσε πρόκληση και κάλεσμα ελκυστικό. Ξαπλώσαμε για λίγο στον ίσκιο της, να ξανασάνουμε. Τα μάτια μου έκλειναν από τη νύστα κι ένιωθα τα πόδια μου τσακισμένα. Αντίθετα, ο Παύλος Μπέικος, άντρας ψηλός και γεροδεμένος, σκαρφάλωσε σαν αίλουρος στην κερασιά κι άρχισε να μου ρίχνει μικρά κλωνάρια –βάντες– με ωραία, μεγάλα, κατακόκκινα κεράσια.
     Όμως, κάναμε κατάχρηση χρόνου. Όχι μόνο εμείς. Το ίδιο έκαναν κι άλλοι αντάρτες, και με το δίκιο τους.
     Πήραμε τον ανήφορο με ενοχή και στενοχώρια. Και το αίσθημα αυτό δεν ήταν κάτι πρόσκαιρο. Όχι! Τρία χρόνια τώρα, απωθούμε στην ψυχή το χαμένο όνειρο μιας δημοκρατικής πατρίδας. Κι ένα τείχος, συνεχώς, μας εμποδίζει να βγάλουμε τον ανήφορο των ωραίων μας ονείρων. Ένα τείχος πέζεψε στο στήθος μας κι αποζητά να πνίξει και την ανάσα μας.
     Πλησιάζουμε στα πρώτα χαμόσπιτα του ξεσπιτωμένου χωριού. Με την προσπάθεια να μετρήσω τον ανήφορο, και βλέπω τον Διαμαντή.2 Μου φάνηκε σαν άνθρωπος που τον έχει αγγίξει το όραμα του χαμού. Ήταν ανήσυχος. Το πρόσωπό του σαν παλιό αντίγραφο καπνισμένης εικόνας αγίου από αρχαίο εξωκλήσι. Πάνω του όμως περπατούσε ακόμα η ψυχραιμία και η αποφασιστικότητα. Με ηρεμία μας είπε ότι αργούμε, ενώ ο εχθρός μάς παρακολουθεί. Πρέπει να πιάσουμε γρήγορα τον Άι-Λια, πριν προλάβει ο εχθρός, που σίγουρα κίνησε να τον καταλάβει.
     Η δραματική παρατήρηση του Διαμαντή έδωσε και το μέτρο της τραγικής μας κατάστασης.
     Αμίλητοι, βάλαμε τα δυνατά μας να φτάσουμε στο ύψωμα του Άι-Λια. Για μια στιγμή η μνήμη έτρεξε σε τόσους περήφανους Άι-Λιάδες στην Ήπειρο και στη Ρούμελη. Κι όταν είδαμε το ύψωμα, δεν διακρίναμε παρά ένα ασήμαντο ισιαδάκι, που σαν σκούφια, με τα λίγα του χαμόκλαρα, σκέπαζε το χωριό. Κι όμως. Αν αυτός ο ασήμαντος χωματόλοφος έπεφτε στα χέρια του εχθρού, αμέσως η θέση μας γίνονταν δραματική.
     Πρέπει να ήταν η ώρα δέκα το πρωί. Έκανε μια ενοχλητική ζέστη. Εμείς, καθώς είμαστε άυπνοι κι εξαντλημένοι, ξαπλώσαμε για λίγη ξεκούραση. Όμως δεν πέρασαν πέντε λεπτά της ώρας κι ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός από την κατεύθυνση Χοντρογιάννη Πριόνια. Αν υπήρχε εχθρική δύναμη, ήταν αρκετά κοντά μας. Έτσι, πριν προλάβουμε ν’ ανασάνουμε, πεταγόμαστε όρθιοι με το όπλο στα χέρια, και βαδίζουμε προς το Πουγκακιώτικο δάσος να καλυφθούμε. Άλλος πυροβολισμός δεν ακούστηκε. Έμοιαζε με φιλική ειδοποίηση, για να λάβουμε τα μέτρα μας. Μα ήταν δυνατό να υπήρχε κάποιος φίλος του Δημοκρατικού Στρατού, που σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα να ειδοποιεί για την εχθρική παρουσία;
     Και όμως έγινε κι αυτό. Μετά από χρόνια, πολίτης πια εγώ, χωρίς εντάλματα βάσει του ν. 509 κι άλλες φοβερές κατηγορίες, συνάντησα τον κ. Γιώργο Κούκιο, έφεδρο αξιωματικό, που υπηρετούσε στο στρατό τα χρόνια εκείνα. Πιάνοντας συζήτηση για την περίπτωση αυτή, μου αποκάλυψε τα παρακάτω: Αυτός ήταν λοχαγός και διοικούσε τμήμα στρατού με έδρα τον Άι-Γιώργη Τυμφρηστού. Το τμήμα του κινήθηκε από το χωριό Άι-Γιώργης προς θέση Χοντρογιάννη, γιατί ήταν γνωστή η κίνησή μας. Όμως δεν εκτέλεσε τη διαταγή που είχε, να επιτεθεί. Ίσως και η παρουσία του Διαμαντή στέρησε το φίλο αξιωματικό από μια επιτυχία σημαντική.
     Εμείς εκτιμούμε την κρισιμότητα της κατάστασης και, βαδίζοντας γρήγορα, συναντούμε ένα βαθύ χαντάκι γεμάτο υπόλοιπα υλοτομίας και αναρριχόμαστε στους αναβαθμούς του. Από τη δεξιά μεριά της ανόδου, ένας ψηλός όχθος μάς καπελώνει κυριολεκτικά. Πάρθηκαν κάποια μέτρα παρατήρησης προς Χοντρογιάννη, μα η κατάσταση δεν παύει να είναι κρίσιμη, αφού κάπου εδώ υπάρχει στρατιωτική δύναμη. Αν υπήρχε εχθρός και κινούνταν επιθετικά παίρνοντας τον ντορό μας,3 θα μας παγίδευε σ’ αυτόν τον τάφο και θα μας έπιανε στη φάκα. Ανεβαίνουμε αγκομαχώντας, καβάλα σε κορμούς κομμένων ελάτων, με τεντωμένα αυτιά για να συλλάβουμε και τον πιο ασήμαντο θόρυβο. Πορευόμαστε στο στόμα του λύκου. Η εχθρική διάταξη είναι γνωστή. Σοβαρές δυνάμεις κρατούν από θέση Κοκκάλια ως τις Ράχες Βελουχιού, που διαβαίνει η δημοσιά Λαμίας-Καρπενησίου.
     Η απόφασή μας είναι απλή. Θα κάνουμε λούφα4 πλησίον του εχθρού. Κι είχαμε τύχη, γιατί βρήκαμε τόπο ανάμεσα από μια πυκνή συστάδα νεόφυτων έλατων, που κελάρυζε κατακάθαρο νεράκι, για να γίνει ο Σ.Δ.5 της επίλεκτης ΙΙ Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Παρακάτω από μας σταμάτησε ο αδύνατος λόχος του σ. Κούμαρου (Βλαχογιώργος). Ήταν τόσο όμορφο το σκηνικό της λούφας! Σύντομα φκιάσαμε λίγο ατομικό χυλό να ψυχοπιάσουμε, να ξανασάνουμε λίγο και ν’ ακροαστούμε την απόφαση της Διοίκησης.
     Στη μικρή σύναξη στελεχών που ακολούθησε, ο Διαμαντής εξήγησε το σχέδιο της Μεραρχίας, μ’ ένα πικρό μειδίαμα στα χείλη: «Η κατάσταση είναι δύσκολη. Θα προσπαθήσουμε να βγούμε από τον κλοιό, βαδίζοντας πίσω από την εχθρική διάταξη, προς Κρίκελο-Δομνίστα. Θα ελιχτούμε προς το χώρο της Ναυπακτίας, που ίσως δεν χτενίζεται από πυκνές εχθρικές δυνάμεις. Σε λίγο αναγνωρίσεις μας θα ερευνήσουν το χώρο μεταξύ Κοκκάλια και Ράχες Βελουχιού για κάποιο πέρασμα, από θέση Νεράκια. Εμείς θα κοιμηθούμε λίγο, ας προσέξουμε. Βρισκόμαστε πολύ κοντά στον εχθρό».
     Ο Διαμαντής καπνίζει συνέχεια. Και φαντάζει το μελαχρινό κι αδύνατο πρόσωπό του σαν βυζαντινή αγιογραφία, καπνισμένη χρόνια από τα κεριά και τα θυμιάματα. Έτσι περίπου τελείωσε τις οδηγίες του ο στρατηγός του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Για μένα στάθηκαν τα τελευταία λόγια. Αυτός ο ακατάβλητος αγωνιστής, ο ταπεινός και σεμνός, ο τρόμος των εχθρικών επιτελείων, λες και από μυστική δύναμη, εμποδίζονταν να πάρει σκληρές αποφάσεις. Ενώ βρισκόμασταν στις προσβάσεις των Αγράφων και του Βελουχιού, που οι ανοιχτές τους πόρτες θα μας οδηγούσαν προς το βοριά, αυτόν τον καλούσε κοντά της η πλανεύτρα Ρούμελη. Και θυσιάστηκε στις 21 Ιούνη 1949 στα Μάρμαρα Φθιώτιδας.

 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. Μάυδες: άντρες των Μονάδων Ασφαλείας Υπαίθρου (Μ.Α.Υ.), ένοπλες μονάδες που δημιουργήθηκαν με σκοπό τη φύλαξη της υπαίθρου και την καταδίωξη των ανταρτών, διαβόητες για τις αυθαιρεσίες και την αγριότητά τους.
 
2. Ψευδώνυμο του Γιάννη Αλεξάνδρου (1914-1949). Υποστράτηγος του Δημοκρατικού Στρατού, διοικητής της II Μεραρχίας, σκοτώθηκε στις 21 Ιουνίου 1949.
 
3. ντορός: τα ίχνη που αφήνει το θήραμα στο χώμα ή στο χιόνι –κατ’ επέκτασιν και τα ίχνη πέλματος ανθρώπου.
 
4. λούφα: η προσπάθεια να μείνει κανείς απαρατήρητος, να μη γίνει αντιληπτός, η κρυψώνα.
 
5. Σ.Δ.: Σταθμός Διοίκησης.


(από το βιβλίο: Βασίλης Αποστολόπουλος, Επί ξυρού ακμής: Ένας «κομμένος» αντάρτης του ΔΣΕ στα βουνά της Ρούμελης, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες – περίοδος Β/, 1, Βιβλιόραμα, 2009)

Δευτέρα 12 Ιουνίου 2023

Προσπαθώ να θυμηθώ τη μέρα που πρωτοάκουσα τη λέξη: «παλιοκομουνιστές»] Αθανασίου Κυριάκος

 

 Είμαστε όλοι πυροσβέστες (να βρουν και κάτι να μας πάρουν οι κομμουνιστές)!  :: left.gr

Προσπαθώ να θυμηθώ τη μέρα που πρωτοάκουσα τη λέξη: «παλιοκομουνιστές». Συνόδευε τις λέξεις «κακούργο», «μπαστάρντο» και κάτι άλλες βρισιές, στα αρβανίτικα, που δεν τις θυμάμαι. Κι ακόμα να σου πω την αλήθεια δεν έχω καταλάβει καλά καλά γιατί με πείραξε τόσο. Πώς είναι δυνατό να μη με πειράζει το «μπαστάρδε», να μη με πειράζει το «κακούργο», κι αυτή η λέξη να σφυρίζει στ’ αυτιά μου ακόμη, μέχρι σήμερα. Κάτι σαν σφύριγμα φιδιού, κάτι... Τα άλλα δεν με πείραζαν τόσο. Ούτε οι πέτρες που περνούσαν σύρριζα δίπλα στο κεφάλι μου. Απ’ όλες τις βρισιές της γριάς της Μούργαινας, αυτή μου φαινόταν η πιο βαριά. Ίσως γιατί καταλάβαινα πως κρύβει αλήθεια. Την ένιωθα σαν μια βαριά κληρονομική κατάρα. Κάτι που το παίρνεις με τα γονίδια.
     Τι κάθομαι και τσαμπουνάω τώρα. Ακούς εκεί «γονίδια». Λες και στα έξι σου χρόνια είχες ξανακούσει τη λέξη. Εδώ δεν την ήξερε τότε καλά καλά ο ίδιος ο Ουάτσον. Ίσως εκείνες τις μέρες να την ξεφούρνιζε για πρώτη φορά. Κάπου εκεί στο Καίμπριτζ της Αγγλίας. Εκεί που η Ευρώπη, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, έμπαινε στη νέα εποχή, που η ανθρωπότητα έμπαινε στην νέα εποχή της. Το Μαυρομμάτι όμως καλά κρατούσε. Η Ελλάδα καλά κρατούσε.
     Λες γι’ αυτό να τα ονόμασαν «πέτρινα» χρόνια; Φαίνεται πως το πετροβολητό θα ήταν του συρμού και αλλού τότε.
     Πάντως στο Μαυρομμάτι, και σ’ όλα τα αρβανιτοχώρια της Βοιωτίας, ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Έτσι κι αλλιώς οι πέτρες ήταν μπόλικες. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι πέτρες, οι φράκτες που χώριζαν τις αυλές ήταν χτισμένοι με πέτρες.
     Η τελευταία άσφαλτος βρισκόταν 6-7 χιλιόμετρα μακριά, εκεί, κάτω στον κάμπο της Θήβας. Μπορούσες να την δεις από ψηλά, λίγο να έκανες προς τα εκεί, στη βορινή άκρη του χωριού. Αντίκριζες προς τα ανατολικά τον κάμπο της Θήβας και λίγο αριστερότερα τον κάμπο της Κωπαΐδας. Παρ’ όλο που είχε πρόσφατα αποξηρανθεί, ψηλά από το χωριό φάνταζε ακόμη σαν λίμνη. Μια λίμνη που η μια της άκρη χανόταν στο βάθος του ορίζοντα και η άλλη ακουμπούσε στα πόδια ενός γυμνού βουνού, της Σφίγγας. Αργότερα έμαθα πως ήταν το βουνό του Οιδίποδα. Εκεί που ο μυθικός ήρωας σκότωσε το ανθρωπόμορφο τέρας, που ρωτούσε τους περαστικούς τι είν’ αυτό που περπατά πρώτα στα τέσσερα, μετά στα δύο και μετά στα τρία.
     Ένας τόπος γεμάτος με ιστορία. Γεμάτος με μύθους που χάνονται πίσω στο βάθος της ανθρώπινης ιστορίας. Προς τα νοτιοδυτικά το χωριό ακουμπάει στους πρόποδες του Ελικώνα, του βουνού που ζούσαν οι Νύμφες. Και πιο πέρα φαίνεται ο χωματόδρομος που συνδέει το χωριό προς τα νότια με το Ρημόκαστρο, τις αρχαίες Θεσπιές. Και καθώς συνεχίζει συναντάει τον Καραντά, τη Δομβραίνα, τα Χόστια. Χωριά που λίγα χρόνια πριν είδαν μάχες ανάμεσα στους αντάρτες του ΕΛΑΣ και τους Γερμανούς, τους αντάρτες και τους Χίτες. Το χώμα των νεκροταφείων τους ήταν φρεσκοσκαμμένο μετά τον εμφύλιο σπαραγμό. Τα σπίτια μετράνε λιγοστούς άντρες. Άλλοι νεκροί, άλλοι στην εσωτερική εξορία και άλλοι στην άλλη την εξορία... Σαν τον Κολιγιάννη. Και σαν το θείο τον Θοδωρή, τον αδερφό του μακαρίτη του πατέρα. Όλοι στο χωριό ψιθυρίζουν πως είναι κι αυτός εκεί με τους «άλλους», στο «παραπέτασμα».
     Αυτός ο «κιαρατάς» ο αδερφός μου τα έφταιγε όλα. Γιατί μοιάζει τόσο του πατέρα. Έτσι δεν έλεγαν όλοι;
     – Φτυστός, Μαρία μου, ο συχωρεμένος ο Βασίλης!
     Γι’ αυτό μας γνώρισε η Μούργαινα. Όπως μας γνώριζαν και όλοι οι άλλοι.
     – Τα παιδιά του Βασίλη του Χαϊδίτσα.
     Επίθετα είχαμε μόνο όταν πηγαίναμε στο σχολείο. Τον άλλο καιρό γνωριζόμασταν με τα «χαϊδευτικά» μας. Του Τούμση, του Βαρελά, του Πλατσοβίτση, του Γανωτή, του Ρουμπίτση....
     – «Η Μαρίκα του Ρουμπίτση
     πού της τάνοιξαν το πίτσι».
     Κάτι είχε ακουσθεί για τους Γερμανούς. Με τη θέλησή της... τη βίασαν. Δεν ξέρω ακριβώς. Το δίστιχο όμως έμεινε. Μισά ελληνικά, μισά αρβανίτικα. Όπως όλα τότε στο χωριό. Μισά και μισά. Εκτός από το σχολείο. Εκεί τα ξεχνούσαμε τα αρβανίτικα ως διά μαγείας. Αλίμονο σ’ εκείνον που θα του ξέφευγε κάτι στ’ αρβανίτικα. Ο δάσκαλος, ο Κιώρης, δε χάριζε κάστανα άμα άκουγε αρβανίτικη λέξη. Η βίτσα του, από κλαρί ελιάς, σου άφηνε σημάδια. Τι Κιώρης δηλαδή, που έβλεπε σαν το διάολο. Ήταν όμως ο μοναδικός στο χωριό που φορούσε γυαλιά. Γι’ αυτό και στα μάτια των χωριανών φάνταζε αόμματος, Κιώρης. Τα τούρκικα που μιλούσαμε στο σπίτι με βοηθούσαν να καταλάβω πως κιώρ είναι ο τυφλός. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία.
     Τα αρβανίτικα ήταν η μητρική γλώσσα όλων των συγχωριανών. Υπήρχαν τρεις κατηγορίες ανθρώπων: οι γεροντότεροι μιλούσαν μόνο αρβανίτικα, αλλά καταλάβαιναν και λίγα ελληνικά. Οι μεσαίες ηλικίες μιλούσαν και τις δύο γλώσσες ενώ εμείς τα παιδιά μιλούσαμε ελληνικά, αλλά στο σπίτι ή μεταξύ μας, όταν θέλαμε να δείξουμε τη μαγκιά μας, μιλούσαμε αρβανίτικα.
     Για πολλά χρόνια είχα την απορία τι στο καλό σήμαινε αυτό. Το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσα να δεχθώ και για τον εαυτό μου και για τους άλλους ήταν πως δεν είμαστε Έλληνες. Ήμασταν όλοι φανατικά πατριώτες. Ήξερα ότι και ο πατέρας και ο θείος ο Θοδωρής πολέμησαν από τους πρώτους στην Αλβανία μαζί με πολλούς άλλους συγχωριανούς και συντοπίτες. Αγαπούσαμε όλοι την πατρίδα και μαθαίναμε με περηφάνια τα ποιήματα στο σχολείο:
     «Της πατρίδας μου η σημαία έχει χρώμα γαλανό,
     και στη μέση χαραγμένο έναν κάτασπρο σταυρό».
     Αργότερα διάβασα ότι και ο Καραϊσκάκης, ο Μπότσαρης, η Μπουμπουλίνα και ο Μακρυγιάννης ήταν όλοι Αρβανίτες. Ενώ σε πολλά μέρη της Ελλάδας, το διάγγελμα της Επανάστασης του ’21 διαβάστηκε στα αρβανίτικα, γιατί αυτά καταλάβαιναν πολλοί από τους κατοίκους της παλιάς Ελλάδας. Και βέβαια δεν είχαν μάθει αρβανίτικα με μέθοδο άνευ διδασκάλου, επειδή δεν είχαν τίποτε καλύτερο να κάνουν. Απλούστατα, στα χρόνια που ακολούθησαν τη φράγκικη κατοχή, μεγάλα κομμάτια της χώρας είχαν ερημώσει από τους πολέμους και τις αρρώστιες. Έτσι, χριστιανικά αλβανικά φύλα μετακινήθηκαν σιγά σιγά προς τα κάτω, εγκαταστάθηκαν σε διάφορα σημεία και αναμείχθηκαν με τους ντόπιους, δημιουργώντας έτσι μια νέα φυλή Νεοελλήνων με ελληνική εθνική συνείδηση, η οποία πήρε πιο συγκεκριμένη μορφή στους αγώνες ενάντια στους Τούρκους.
     Το αξιοσημείωτο, πάντως είναι ότι η αρβανίτικη γλώσσα κρατήθηκε ζωντανή στο χωριό, όπως και αλλού, για πάνω από πέντε αιώνες και εξαφανίσθηκε σχεδόν τελείως στις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια.
     – Αυτός ο Πέτρος τα έφταιγε όλα. Εφόσον του είπα να μην περάσουμε από τους Μουργαίους. Αφού η γριά βλέπει και στο σκοτάδι... Και τώρα την έφαγε στο κεφάλι. Καλά να πάθει!
     Άντε τώρα να γλιτώσεις από τη μάνα και τη γριά. Η μία θα κρατάει και η άλλη θα δέρνει με τη σκούπα. Μας έχουν πει χίλιες φορές να γυρνάμε στο σπίτι μόλις πέσει ο ήλιος. Ευτυχώς, τις πολλές τις έφαγε αυτός. Πάντα αυτός την τραβάει την μπόρα!
     – Μαμά, τι σημαίνει κομουνιστής;
     – Πού την άκουσες αυτή τη λέξη;
     – Έτσι μας φώναζε η Μούργαινα.
     – Κοιμήσου τώρα, έχω δουλειά.
     Πάντα έχει δουλειά. Έχει αναμμένη τη λάμπα, κάθεται στο ντιβάνι σκεπασμένη και κεντάει. Με τις ώρες. Τη βλέπω από τα στρωσίδια για λίγο, μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Τα χέρια της πηγαίνουν μηχανή. Σεντόνια, πετσέτες, τραπεζομάντιλα. Η προίκα στους Αρβανίτες είναι ιερή. Κι αυτή η χήρα, η Αρμένισσα από την Κοκκινιά, είναι δώρο εξ ουρανού.
     Το κέντημα ήταν κάτι σχεδόν άγνωστο σ’ αυτά τα κακοτράχαλα μέρη, σε αντίθεση με τον αργαλειό και τα υφαντά που ήταν πάντα μέρος της καθημερινής ζωής και κουλτούρας σε ένα τυπικό αρβανίτικο σπίτι. Ο αργαλειός λειτουργούσε σαν παραγωγός τέχνης (μια και υφαίνονταν σ’ αυτόν σπουδαία κομμάτια για την καθημερινή ζωή, όπως βελέντζες και κουβέρτες), αλλά και σαν καταβόθρα για όλα τα άχρηστα πανιά και ρούχα: με τη βοήθειά του, ό,τι άχρηστο υπήρχε, κοβόταν σχολαστικά σε λουρίδες και μετατρεπόταν σε κουρελού.
     Οι χωριάτισσες ήταν επίσης πολύ ικανές στο πλέξιμο. Σχεδόν όλες οι γυναίκες που θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια κουβαλούσαν μαζί τους πάντα μια ρόκα με μαλλί ή τις βελόνες με το πλεκτό τους. Κυρίως οι γριές, οι πλιάκες. Όλες μαυροφορεμένες, όλες ρυτιδιασμένες και με μια ρόκα ή δυο βελόνες πλεξίματος στο χέρι.
     Το λεπτό κέντημα όμως πάνω στο λινό ήταν κάτι σπάνιο και γι’ αυτό πολύτιμο για τα μέρη αυτά. Η συσκευή που χρησιμοποιούσε η μάνα μου ήταν το άκρον άωτο της απλότητας: όλο κι όλο δύο στρόγγυλα στεφάνια από ξύλο, που εφάρμοζαν το ένα μέσα στο άλλο και ένα μικρό βελονάκι με γλωσσίδι στην άκρη. Από ’κεί και πέρα η τέχνη των χεριών και η ταχύτητα. Ατέλειωτες ώρες σκυμμένη εκεί πάνω και το χέρι να πηγαίνει μηχανή. Και το άγχος μη λερώσεις το άσπρο λινό γιατί το πλύσιμο ήταν δύσκολο· έφευγε η κόλλα. Και να μην παγώσουν τα χέρια μέσα στην κρύα κάμαρη. Το τζάκι δεν μπορούσε να καίει όλο το βράδυ. Πιο εύκολη ήταν η γκαζιέρα. Την άναβε, την είχε δίπλα και όταν κρύωναν τα χέρια τα ζέσταινε για λίγο. Και πάλι το βελόνι, και πάλι λίγο ζέσταμα... Η νύχτα προχωρούσε. Και όταν έφθανε το πρώτο φως της μέρας πρωτοαντίκριζε μικρά καλλιτεχνήματα σε άσπρο φόντο.
     Η μάνα μου δεν πληρωνόταν σχεδόν ποτέ σε χρήμα για τη δουλειά της. Αντί για λεφτά έπαιρνε πράγματα και τρόφιμα. Ένα σακί αλεύρι ή πέντε κότες ή ένα ντενεκέ λάδι. Ή δύο αυγά για κάθε πόντο. Ξέχασα να σας πω ότι μαντάριζε και κάλτσες νάιλον. Γιατί τότε οι νάιλον κάλτσες ήταν σπάνιο είδος και φυσικά αναντικατάστατο. Όταν έφευγε ένας πόντος έπρεπε να διορθωθεί. Πολλά χρόνια αργότερα ανακαλύφθηκαν τα ηλεκτρικά βελονάκια. Μα στο χωριό τότε ακόμα δεν υπήρχε ούτε καν ηλεκτρικό ρεύμα. Όλα έπρεπε να γίνουν στο χέρι. Έβαζε, λοιπόν, η μάνα μου ένα φλιτζάνι του καφέ μέσα στην κάλτσα και έφερνε τον πόντο στο χείλος του φλιτζανιού. Και μετά άρχιζε το μαντάρισμα. Όσο προχωρούσε το βελονάκι προχωρούσε και το φλιτζάνι μέσα στην κάλτσα. Ώρες ατέλειωτες, βασανιστικές...
     Αλλά εμάς δε μας έλειπε ποτέ το καλό φαγητό. Υπήρχαν πάντα στο σπίτι αυγά, μέλι, κοτόπουλο, λάδι, ελιές, τυρί... Και όταν το Σάββατο έσφαζαν οι χασάπηδες κανένα γουρούνι ή κανένα πρόβατο είχαμε και πατσά. Γιατί τους έλεγε η γιαγιά μου και της κρατούσαν τα ποδαράκια και δεν τα πέταγαν στα σκυλιά.
     Δεν μας έλειπε ούτε το καλό το ντύσιμο. Γιατί σχεδόν κάθε μήνα ερχόταν το δέμα από την Αμερική.
     Ωραία ιστορία κι αυτή...
     Όλα ξεκίνησαν από μια φωτογραφία. Βρήκε η μάνα σε κάτι χαρτιά του μακαρίτη του πατέρα μια φωτογραφία που είχε μια αφιέρωση από πίσω και μια διεύθυνση στα εγγλέζικα:
     «Στον αγαπημένο μου ανεψιό, ο θείος σου Νικ Άθανς»...
     Πήρε τη φωτογραφία και πήγε στη Θήβα. Εκεί κοντά στο ταχυδρομείο που είχαν το τραπεζάκι τους οι γραμματικοί. Τους υπαγόρευες ό,τι ήθελες κι αυτοί το έγραφαν. Και τους υπαγόρεψε:
     Αγαπητέ θείε:
     «Είμαι η χήρα του ανεψιού σου του Βασίλη». (Φυσικά του αποσιώπησε το γεγονός ότι ο αγαπημένος του ανεψιός πέθανε σαν κομουνιστής ή επειδή ήταν τέτοιος). «Δεν ξέρω αν έχεις μάθει πως ο άντρας μου πέθανε και με άφησε χήρα με δύο ορφανά και τα βγάζω πέρα δύσκολα. Είμαι μόνη και δεν έχω βοήθεια από πουθενά. Πήρα το θάρρος να σου γράψω γιατί και συ ξέρεις τι θα πει ανέχεια γιατί η ανέχεια σε έφερε στην ξενιτιά...»
     Η απάντηση έφτασε αρκετά σύντομα σε διεύθυνση ενός φιλικού σπιτιού στη Θήβα και συνοδευόταν από ένα δέμα.
     «Αγαπητή ανεψιά, συγκινήθηκα από το γράμμα σου... Από εδώ και πέρα θα σε βοηθήσω όσο μπορώ για να ανακουφίσω τον πόνο σου...»
     Και έτσι ο θείος από την Αμερική αποδείχθηκε σωτήριος. Κάθε τόσο ερχόταν ένα δέμα με ρούχα και σοκολάτες που για μας ήταν δώρο εξ ουρανού. Αυτό που, βέβαια, δεν διαλευκάνθηκε ποτέ στο μυαλό των χωριανών ήταν πού τα βρίσκει τόσο ωραία ρούχα η χήρα και ντύνει τα παιδιά της έτσι...
     Το μυστήριο κράτησε πολλά χρόνια. Η ουσία όμως είναι ότι εγώ στα πέντε μου χρόνια φορούσα τζιν όταν ακόμα και οι πλούσιοι εκείνη την εποχή δεν το είχαν φορέσει ποτέ στα παιδιά τους. Ακόμα και μπουφάν αλά Τζέημς Ντην. Σε μια εποχή που το ντύσιμο όπως και το φαγητό κόστιζαν. Κυρίως τα παπούτσια. Στα πιο πολλά ελληνικά χωριά οι άνθρωποι φορούσαν τσαρούχια από λάστιχα αυτοκινήτων. Κι αυτά σπάνιζαν, αφού και τα αυτοκίνητα ήταν σπάνια.
     Θυμάμαι το ντύσιμο των ανθρώπων στο χωριό να είναι σχεδόν ομοιόμορφο. Κυρίως, στις γυναίκες. Οι περισσότερες από τα τριάντα και πάνω ήταν μόνιμα μαυροφορεμένες. Και η αιτία ήταν πολύ απλή: αν πέθαινε συγγενής πρώτου βαθμού έπρεπε να τον πενθήσουν φορώντας μαύρα γύρω στα δύο με τρία χρόνια. Αν ήταν πιο μακρινός, γύρω στους έξι μήνες. Φυσικά, οι περισσότερες δεν προλάβαιναν να βγάλουν τα μαύρα, μια και προτού να τελειώσει το ένα πένθος, άρχιζε το άλλο.


από την εφημερίδα: Χανιώτικα Νέα/haniotika-nea.gr. 28 Οκτωβρίου (από το βιβλίο: Κυριάκος Αθανασίου, Υιός συμμορίτου, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙ, Βιβλιόραμα, 2003)

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2023

ΑΜΝΗΣΙΑ Μιχάλης Γκανάς

 Surrealism & Politics – ARTnews.com

 ΑΜΝΗΣΙΑ Μιχάλης Γκανάς

Η κάθε μέρα σαν τη γομολάστιχα
σβήνει την προηγούμενη και πάει.
Άλλοτε σβήνει την επόμενη,
καμιά φορά ολόκληρη βδομάδα.
 
Βροχές θυμάμαι και πουλιά
και ιστορίες που δεν έζησα ποτέ μου.
 
Τις νύχτες γράφεται το μέλλον μου,
τα φοβερά καθέκαστα της επομένης,
και πρέπει να ξυπνάω στις εφτά,
με την ψυχή στα δόντια να γυρίζω,
για να προλάβω τις παραγγελίες.
 
Χιόνια θυμάμαι και βουνά
και εξορίες που δεν έζησα ποτέ μου.
 
Λησμόνησα τους ίδιους τους γονείς μου,
πώς ήτανε και ποιοι και πόσοι.
Κοιτάζω γράμματα, φωτογραφίες,
δεν ξεχωρίζω ζωντανούς και πεθαμένους.
Γριές και γέροι και παιδιά,
μεσήλικες θλιμμένοι.
 
Μάτια θυμάμαι και φωνές,
πρόσωπα που δε γνώρισα ποτέ μου.

Τετάρτη 7 Ιουνίου 2023

Σώπα, μη μιλάς -Αζίζ Νεσίν

 

 Freedom from Oppression! Paintings by James Barnes - Artist.com

Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κόψ’ τη φωνή σου, σώπασε
κι επιτέλους
αν ο λόγος είναι άργυρος
η σιωπή είναι χρυσός.

Τα πρώτα λόγια, οι πρώτες λέξεις
που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα
μού ‘λεγαν: «σώπα».
Στο σχολείο μού ‘κρυψαν την αλήθεια τη μισή
και μού ‘λεγαν: «εσένα τι σε νοιάζει; σώπα!»
Με φιλούσε το πρώτο αγόρι
που ερωτεύτηκα και μού ‘λεγε:
«κοίτα, μην πεις τίποτα, και…σώπα!»
Κόψ’ τη φωνή σου, μη μιλάς, σώπαινε.
Κι αυτό βάστηξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου, η σιωπή του μικρού.

Έβλεπα αίματα στα πεζοδρόμια
«τι σε νοιάζει, μού ‘λεγαν,
θα βρεις το μπελά σου – τσιμουδιά, σώπα».
Αργότερα φώναζαν οι προϊστάμενοι:
«μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, και σώπα».

Παντρεύτηκα κι έκανα παιδιά και τα ‘μαθα να σωπαίνουν.
Ο άντρας μου ήταν τίμιος κι εργατικός
κι ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή που του έλεγε «σώπα».
Στα χρόνια τα δίσεχτα οι γείτονες με συμβούλευαν:
«μην ανακατεύεσαι, πες πως δεν είδες τίποτα και σώπα».
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμία ζηλευτή
μας ένωνε όμως το «σώπα».

Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος, σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι κι οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του «σώπα»,
και μαζευτήκαμε πολλοί,
μια πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη
αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά και φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα
κι όλα πολύ εύκολα, μόνο με το «σώπα».
Μεγάλη τέχνη αυτή, το «σώπα».
Μάθε το στα παιδιά σου, στη γυναίκα σου, στην πεθερά σου
κι αν νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις, ξερίζωσε τη γλώσσα σου
και κάν’ την να σωπάσει.
Κόψ’την σύρριζα.
Πέταχ ‘την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο απ’ τη στιγμή
που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα ‘χεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δεν θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου
και θα γλιτώσεις απ’ το βραχνά
να μιλάς χωρίς να μιλάς
να λες «έχετε δίκιο, είμαι με ‘σας».

Αχ, πόσο θα ‘θελα να μιλήσω ο κερατάς
και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.
Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ’ την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις
κόψε τη γλώσσα σου.

Για να ‘σαι τουλάχιστον σωστός
στα σχέδια και τα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και παροξυσμούς
κρατώ τη γλώσσα μου
γιατί νομίζω πως θα ‘ρθει η στιγμή
που δε θ’ αντέξω
και θα ξεσπάσω και δε θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω μ’ έναν φθόγγο
μ’ έναν ψίθυρο μ’ ένα τραύλισμα με μια κραυγή

που θα μου λέει: ΜΙΛΑ !

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2023

Το ψαράκι της γυάλας -Μάριος Χάκκας

 

 Όχι άλλο αυτομαστίγωμα που "οι Έλληνες δεν αντιστάθηκαν στη Χούντα"

Το ψαράκι της γυάλας -Μάριος Χάκκας

 

Ο άνθρωπος, με τη φραντζόλα υπομάλης, είναι ο ίδιος που πριν δυο χρόνια περίπου κρατούσε καρπούζι. Τότε ήταν Ιούλιος και φυσικά υπήρχαν καρπούζια, ενώ τώρα Απρίλης και πήρε φρατζόλα. Βέβαια και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο για μήνα Απρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε, όπως άλλωστε όλος ο κόσμος.

Μέσα στο γενικό πανικό, πέσαν όλοι στα τρόφιμα. Περίμενε κι αυτός κάπου μισή ώρα σειρά και στο τέλος βρέθηκε με μια ζεματιστή φρατζόλα στο χέρι. Άλλοι παίρνανε τρεις και τέσσερες, αυτός μόνο μία. Για τη δουλειά που την ήθελε και μία αρκούσε. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και πήρε τους δρόμους.

Το σωστό είναι όταν κάποιος κρατάει μία φρατζόλα, να πηγαίνει στο σπίτι του. Όμως ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει. Στη συνοικία που έμενε, από τα χαράματα είχαν αρχίσει συλλήψεις και μόλις πρόλαβε να ντυθεί βιαστικά, πετάχτηκε έξω και ξεμάκρυνε γρήγορα, αναζητώντας το πιο κατάλληλο αντικείμενο για καμουφλάζ στις κινήσεις του.

Σ' όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους πρωτόγονους, είναι γνωστή η αξία χρήσης των αντικειμένων. Στις προηγμένες εμπορευματικές κοινωνίες τα πράγματα φυσικά έχουν και μια άλλη αξία, την ανταλλακτική, όπως συνήθως τη λένε. Στην Ελλάδα εκτός απ' αυτές τις δύο γνωστές και πολυσυζητημένες αξίες έχει ανακαλυφθεί και μια τρίτη: Η παραλλακτική, που παίζει σημαντικό ρόλο στις έκτακτες περιστάσεις που ζει τόσο συχνά αυτός ο τόπος. Είναι δε η παραλλακτική αξία ενός πράγματος απευθείας ανάλογη της εφευρετικότητας του παραλλάκτη και της αντίληψης του αστυνομικού οργάνου που επιχειρεί να παραπλανήσει. Δηλαδή, όσο πιο ατσίδας είναι ο αστυνομικός, τόσο πιο πειστικό πρέπει να είναι το αντικείμενο που κρατάει ο παραλλάκτης στα χέρια του, για να λειτουργήσει ο νόμος της παραλλαγής.

Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπός μας στις συγκεντρώσεις είναι αλήθεια, πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Αξία παραλλαγής). Αν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: «Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου».

Πραγματικά, πήγαινε σπίτι, φορούσε πιζάμες, παντόφλες, κι εκεί στη βεράντα, έκοβε το καρπούζι και το 'τρωγε, (αξία χρήσης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλούδες του πάπυρο. Αυτό ήταν και το βραδινό του. Τα τελευταία χρόνια, σαβουρώνοντας ό,τι του λάχαινε, είχε παραβαρύνει από σάλτσες κι αποφάσισε να κάνει δίαιτα. Όμως η κοιλιά κρέμονταν πάντα εκεί μπροστά του μακρουλό καρπούζι, κι όσο κι αν έλεγε ν' αρχίσει την επομένη ασκήσεις, αυτές ποτέ δεν γινόντανε. Βαριόντανε. Βαριόντανε ν' ασχοληθεί ακόμα και με τα φερ-φορζέ, στολίδι της βεράντας του, γιατί το θέλανε πια ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά. Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρεπε ν' αλλάξει το νερό, μια ασχολία κι αυτή που του φαίνονταν βαρετή.

Τα τελευταία χρόνια είχε κι αυτός την Καπούη του: Ένα σπιτάκι με βεράντα που έβλεπε προς το βουνό. Αφού έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και σε τσαντήρια εξορίας, μετά από τόσες στερήσεις, όταν κάποτε βρέθηκε ελεύθερος, μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε ξαφνικά μερικά λεφτουδάκια κι αγόρασε αυτό το σπιτάκι όπου και ζούσε μονάχος.

Για παντρειά δεν αποφάσιζε. «Δεν ξέρεις τι γίνεται πάλι», έλεγε κάθε φορά που του φέρναν εκεί την κουβέντα. «Ο γάμος σε δένει με τούτον τον κόσμο, ευθύνες, παιδιά. Εγώ έχω ένα παρελθόν κι ένα αβέβαιο μέλλον».

Κι όμως, έστω χωρίς γάμο μα με μόνο το σπίτι, δημιουργούσε γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο κι αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν. Γιατί δεν ήταν μόνο οι τέσσερεις τοίχοι στολισμένοι με κάδρα, παράθυρα δίχως κάγκελα και μια πόρτα που την άνοιγε όποτε ήθελε, δεν ήτανε φυσικά αιτίες να ξεκόψει από την παλιά του ζωή μόνον αυτά. Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ' αναπαυτικό στρωματέξ. Σόμπα στα χειμωνιάτικα βράδια, ψυγείο για τα καυτά καλοκαίρια, παγάκια, και μια σειρά άλλα ψιλοπράγματα εκ πρώτης όψεως που δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του.

Είναι αλήθεια, καλά καλά δεν είχε ξεκόψει με το παρελθόν. Όσο μπορούσε συνέχιζε, πηγαίνοντας στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά, δίνοντας τακτικά τη συνδρομή του κι ακούγοντας στο πικάπ δίσκους που αποκλειστικά αναφέρονταν σε κείνα τα δύσκολα χρόνια.

Ήταν ωραία ν' ακούς στους δίσκους για καημούς και στερήσεις, για μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, άσχετα αν δεν κατάληξε κάπου, για μια στάση ηρωική που μετείχε κι ο ίδιος. Ήταν πολύ ωραία να κάθεσαι στη σαιζ λογκ και ν' αναπολείς ακόμη και τους περασμένους πόνους σου, απαλότεροι τώρα, τυλιγμένοι στο μύθο, σα να μη συνέβηκαν σε σένα τον ίδιο. «Ε, πάει περάσανε όλα. Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία». Ήταν καλά μέσα στο σπίτι του με τις αναμνήσεις και το πικάπ· ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσε, τι αρχίσανε πάλι να πάρει ο διάβολος, τι φταίει να παίρνει πάλι μπάλα τους δρόμους;

Ήταν μια χαρά βολεμένος και τώρα το κυνηγητό και πού να πάει; Ποια δύσπιστη πόρτα να χτυπήσει, που όλοι, συγγενείς, γνωστοί, φίλοι, θα είχανε την ίδια αιτία; Πολλοί απ' αυτούς τώρα θα 'ταν κιόλας πιασμένοι κι άλλοι ίσως τριγυρίζουν όπως κι ο ίδιος με μια φρατζόλα στο χέρι.

Έκανε ένα μεγάλο κύκλο μακριά απ' το κέντρο. Πέρασε Βύρωνα, Δάφνη κι έπεσε στην Καλλιθέα. Ήταν μια καλή άσκηση. Είχε καιρό να περπατήσει τόσο πολύ. Κι ήταν ένα φωτεινό πρωινό, λες επί τούτου φτιαγμένο για ένα μεγάλο περίπατο. Ασυναίσθητα άρχισε να τσιμπάει τη γωνιά της φρατζόλας, ενώ ταυτόχρονα του 'ρθανε αισιόδοξες, σκέψεις: «Μπα, δεν κρατάει για πολύ αυτή η κατάσταση. Όπου να 'ναι θα πέσουν».

Τώρα όποιος θα 'θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου. Βέβαια, η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέλει καρδιά και προσωπική προπαρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο.

«Πώς θα πέσουν;» άκουσε μια φωνή μέσα του, «όπως τα ώριμα φρούτα από μόνα τους ή τινάζοντας το δέντρο γερά;». «Θα τους ρίξει ο λαός», διόρθωσε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήτανε δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτόν του ένα μ' αυτό το λαό κι επομένως δεν έβγαζε την ουρά του απ' έξω. Ναι, αλλά τότε, έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν γεγονότα, να συμμετάσχει σ' αυτά ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε να φυλαχτεί;

«Δεν μπορώ» σκέφτηκε, «προς το κέντρο δεν πάνε τα πόδια μου. Όσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι».

Είχε φτάσει σε μια περιοχή που κατοικούσε μια μακρινή εξαδέλφη του.

Δίστασε να πάει προς το σπίτι της. Όμως το στόμα του ήταν πικρό απ' τα τσιγάρα και του χρειαζόντανε ένας καφές. Τελικά τ' αποφάσισε.

— Τι γίνεται; ρωτούσε της ξαδέρφης ο άντρας, γερό παλικάρι και γερό μεροκάματο.

— Τι γίνεται; ρώτησε κι ο ίδιος μην ξέροντας τι ν' απαντήσει.

— Θα 'χει την Κυριακή ποδόσφαιρο άραγε;

— Πού να ξέρω; είπε εκείνος που έρχονταν απ' έξω.

— Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελπισμένος ο άλλος κι έπιασε το μέτωπό του. Έχεις και το ραδιόφωνο, μόνο εμβατήρια παίζει. Για τα γήπεδα τίποτε.

Ο δικός μας ρούφηξε καυτό τον καφέ του, προσπαθώντας να γλιτώσει το γρηγορότερο από της εξαδέλφης τον άντρα κι από τα άσματα του ραδιοφώνου, και πετάχτηκε πάλι στο δρόμο, αυτή τη φορά μ' ένα νευρικό, σβέλτο βήμα. Πρώτη φορά περπατούσε μ' αυτό τον τρόπο κι απορούσε κι ο ίδιος όταν τσάκωσε τον εαυτό του να δουλεύει μέσα του το εμβατήριο, θα μπορούσε να πει πως το σιγομουρμούριζε κιόλας;

Το πυροβολικό, το πυροβολικό,
το πυροβολικό, πολύ το αγαπώ.

Παρατήρησε ότι κι ένας άλλος άνθρωπος που βάδιζε μπρος του πήγαινε με τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο βηματισμό, λες και μικροσκοπικά μεγάφωνα κολλημένα εκεί δίπλα στ' αυτιά του μετέδιδαν το γνωστό εμβατήριο. Ήταν φορτωμένος μια τσάντα φίσκα με τρόφιμα κι αυτό κάθε φορά τον έκανε να χάνει το βήμα του. Όμως αμέσως ένα πηδηματάκι κουτσό, και το έβρισκε. Τον πήρε από πίσω. Δύο τετράγωνα παραπέρα τον ρούφηξε μια πόρτα. Αυτόν θα τον περίμενε ίσως μια γυναίκα με τα νυχτικά, ο απέναντι γείτονας για κανένα ουζάκι, ο μπατζανάκης μ' έτοιμο στρωμένο το τάβλι. Τίποτε δεν άλλαξε γι' αυτόν. Μόνο ένα κουτσό βηματάκι κι αμέσως ήτανε με το ρυθμό της ημέρας κι αυτό του επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι του.

Γιατί λοιπόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προσαρμογή, πάντα θα περπατούσε παράταιρα; Ένα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου. Βέβαια μπορεί εκεί να μην τον περίμενε μια γυναίκα με το νυχτικό, ένας μπατζανάκης, οι γείτονες να κάνουν παρέα, όμως είχε εκείνο το ψαράκι στη γυάλα, και ποιος θα του αλλάζει το νερό; Είναι μια ζωούλα κι αυτό, έχει ευθύνη. Το φαντάζονταν να κόβει βόλτες στο στενό χώρο της γυάλας. Έκανε όλο χάρη κινήσεις, δείχνοντας τη χρυσή του κοιλιά, πότε τα πλαϊνά του πτερύγια. Το στόμα του ανοιγόκλεινε ρυθμικά. Και ξαφνικά η αναπνοή του γινόντανε γρήγορη, ασφυκτιούσε. Τώρα σπαρτάραγε, πνίγονταν, έπεφτε μολύβι το σώμα του στον πάτο της γυάλας.

Έβγαλε το μαντίλι απ' την κωλότσεπη και σφούγγισε το ιδρωμένο του μέτωπο. «Δε γίνεται» σκέφτηκε, «πρέπει να πάω». Έπρεπε να νοιαστεί το ψαράκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτή την κρίσιμη μέρα ήταν ν' αλλάξει στο ψάρι νερό. Για τ' άλλα τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη.

Επέστρεφε μέσα στο απριλιάτικο απόγευμα σπίτι του κι ήταν παρμένη η απόφαση. Εκεί θα κλειδώνονταν κι ας έρχονταν από εκεί να τον πάρουν. Σουρουπώνοντας έμπαινε στην Καισαριανή.

Κυριακή 4 Ιουνίου 2023

Μανόλης Αναγνωστάκης [Κι ήθελε ακόμη…]

 

 


[Κι ήθελε ακόμη…]

Μανόλης Αναγνωστάκης

Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ
Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία
Καρφώσατε σʼ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα
Η πρόγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.

Εκεί, προσεχτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω.

Όρθιος, και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.

Ηλίας Βενέζης- Αιολική γη

    Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.  Κοιμη...

ευανάγνωστα