Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα Νίκος Εγγονόπουλος

Μπολιβάρ- Νίκος Εγγονόπουλος

  Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα ένα λουλούδι μεσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής. Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μεσ’ στην καρδιά σου, μεσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου. Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου, και σκορπούσε το καλό και το κακό. Ροβόλαγες τα βουνά κι’ ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες, όλα τα διακριτικά του βαθμού σου, Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου, Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι, Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων, Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζης σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής, Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων, ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική. Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι, και τώρα, δεν είσαι όνειρο. Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς, και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα, Πάν’ απ’ τις...

Η σατραπεία- Κωνσταντίνος Καβάφης

  Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος  για τα ωραία και μεγάλα έργα  η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα  ενθάρρυνσι κι επιτυχία να σε αρνείται·  να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,  και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.  Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις  (η μέρα που αφέθηκες κι ενδίδεις),  και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,  και πιαίνεις* στον μονάρχην Αρταξέρξη  που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,  και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.  Και συ τα δέχεσαι με απελπισία  αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.  Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει·  τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών*,  τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε·  την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.  Αυτά πού θα σ’ τα δώσει ο Αρταξέρξης,  αυτά πού θα τα βρεις στη σατραπεία·  και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.

Τα γκωλ-ποστ Νίκος Εγγονόπουλος

Τα γκωλ-ποστ Νίκος Εγγονόπουλος Άκουγε τις καμπάνες που βαρούν και τ' ορειχάλκου τις δονήσεις όπου τρυπάν τον καθαρό –του κυριακάτικου πρωινού– αγέρα άραγες οι καμπάνες τι να μηνούν; θα τις ακολουθήσουν μήπως ύμνοι τραγούδια χαρές ή πολυβόλα θ' αντηχήσουνε απαίσια να σπείρουνε τον όλεθρο ολούθε; ένα σας λέω: όλοι να τρέξουμε αμέσως στα γκωλ-ποστ παιδιά! στα γκωλ-ποστ! άγρυπνοι –ακοίμητοι φρουροί– πανέτοιμοι το μάτι εδώ εκεί να γρηγορούμε μην αρχινίσουνε να πέφτουνε τα τέρματα βροχή και ηττηθούμε. («Στην κοιλάδα με τους ροδώνες», εκδόσεις Ικαρος, 1978)