Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα Γιάννης Βαρβέρης

Ἑσπερινός της ἀγάπης- Γιάννης Βαρβέρης

    Ἑ σπερινός της ἀ γάπης- Γιάννης Βαρβέρης Ἡ πόλη μὲ ὀβελίες ἀλλοῦ γιορτάζει.  Σταθμὸς Πελοποννήσου κι ἀπομεσήμερο τοῦ Πάσχα σὲ παγκάκι  μόνον ἐσὺ κι ἐγὼ καθόμαστε, μητέρα.  Εἴμαστε γέροι πιὰ κι οἱ δυὸ κι ἐγὼ ποὺ γράφω ποιήματα πιὸ γέρος. Ἀλλὰ ποῦ πήγανε τόσοι δικοί μας; Μέσα σὲ μιὰ ἑβδομάδα δὲν ἀπόμεινε κανείς. Ἦταν Μεγάλη βέβαια  γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις θέλουν πολὺ γιὰ νὰ ὑποκύψουν  οἱ κοινοὶ θνητοί;  Ἔτσι ἀκριβῶς, ἀπὸ τὰ Βάγια μέχρι σήμερα  θὰ ’πρεπε κάπως νὰ ’χαμε κι ἐμεῖς χωρέσει.  Ὅμως τὸ Πάσχα τέλειωσε, μητέρα  Κι ἐμεῖς τί θ’ ἀπογίνουμε σ’ ἕνα παγκάκι/ ἀθάνατοι καθὼς νυχτώνει; («Ὁ ἄνθρωπος μόνος», ἔκδ. Κέδρος, 2009)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ Με το ταξί καλπάζοντας

  Ρομαντικό ταξί μέσα στη νύχτα σαν άμαξα δαιμονισμένη. Μαστίγωσε τους μαύρους σου αμαξά ρίξε στην Πανεπιστημίου τ’ άλογα σου με μια ελαφρά μου κλίση χαιρετώντας τις φευγαλέες δενδροστοιχίες των περιπτέρων καθώς μεθάω μέσα στη νύχτα τόσων φώτων που με καλούν από τον πύργο των πιδάκων. Βίτσισε λέω και στρίψε την Ομόνοια ο Κόμης μες στα τόσα μύχια δώματα εδώ τα εξαίσια σώματά του βασανίζει μια βουή που κάθεται στα κόκαλά μου ομίχλη  . χύσου λοιπόν στην ασφαλή μας άσφαλτο κει που κοπάζουν τα ουρλιαχτά, στην κατηφόρα. Μάρνη κι εγώ βουλιάζω πιο βαθιά στο κάθισμά μου με τον καπνό μου σαν Ζορό να με τυλίγει να με προδίνει μόλις φτάνει μπρος στο τζάμι κι ο αγέρας τον αρπάζει από την μπέρτα. Θα μείνεις τέλος μόνο εσύ κι’ εγώ αμαξά εγώ που έχω από πριν σοφά μετρήσει τις πιθανές γωνίες των καθρεπτών σου για να μη δεις ποτέ το πρόσωπό μου και μες στην άπνοια της πλατείας που χλιμιντρίζει να μη με δεις τώρα σαν κατεβαίνω που θα φυσήξω λίγο την κορφάδα των μαλλιών σου για να μου πουν χωρίς ...