Το απόσπασμα που ακολουθεί μετεγγράφεται από αντίτυπο των εκδόσεων Γράμματα (Αθήνα, 1991) σε μετάφραση του Γιάννη Βαλούρδου. “ Κάποιος πρέπει να είχε διαβάλει τον Γιόζεφ Κ., γιατί ένα πρωινό, δίχως να κάνει τίποτα κακό, ήρθαν και τον συνέλαβαν. Το ρολόι έδειχνε περασμένες οχτώ και η μαγείρισσα της κυρίας Γκρούμπαχ, της σπιτονοικοκυράς του, δεν είχε φέρει ακόμη το πρόγευμα όπως έκανε κάθε μέρα. Πρώτη φορά συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ο Κ. περίμενε λίγο ακόμα στο μαξιλάρι, με το βλέμμα στραμμένο προς τη γριά κυρία του απέναντι διαμερίσματος, που σήμερα τον παρατηρούσε με μεγαλύτερη περιέργεια απ’ ό,τι συνήθως, έπειτα όμως, μ’ ένα συναίσθημα δυσφορίας κι ανυπομονησίας να βάλει κάτι στο άδειο στομάχι του, χτύπησε το κουδούνι. Αμέσως, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και μπήκε ένας άντρας, που ο Κ. δεν είχε ξαναδεί ποτέ στην πανσιόν της κυρίας Γκρούμπαχ. Ήταν λεπτός αλλά γεροδεμένος. Το εφαρμοστό μαύρο κοστούμι που φορούσε θύμιζε πλήρη ταξιδιωτική εξάρτυση· εφοδιασμένο με διάφορες πιέ...
κι αν δεν νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα