Σάββατο 29 Ιουλίου 2023

Πριν χαθούν τα πουλιά (απόσπασμα) – Charlotte McConaghy

 

Πριν χαθούν τα πουλιά (απόσπασμα) – Charlotte McConaghy

Μια ωδή στους άγριους τόπους και τα πλάσματα που τώρα απειλούνται, και μια επική ιστορία για τη δυνατότητα της ελπίδας πέρα από κάθε πρόβλεψη. Ένα άγριο, καθηλωτικό και βαθιά συγκινητικό μυθιστόρημα.

“Υπήρξαν εδώ για διακόσια εκατομμύρια χρόνια” λέει “και μέχρι πρόσφατα ήταν δέκα χιλιάδες είδη. Εξελίχτηκαν έτσι ώστε να αναζητούν την τροφή τους, ταξιδεύοντας μακρύτερα απ’ οποιοδήποτε άλλο ζώο για να επιβιώσουν, και με τον τρόπο αυτό αποίκησαν όλη τη γη. Από τον στεατόρνι, που ζούσε στις κατασκότεινες σπηλιές, ως την ινδική χήνα που γεννούσε μονάχα στο άγονο υψίπεδο του Θιβέτ. Από το κόκκινο κολιμπρί, που επιβίωνε στο παγωμένο υψόμετρο των δεκατεσσάρων χιλιάδων ποδιών ως τον αφρικανόγυπα που μπορούσε να πετάξει τόσο ψηλά όσο ένα αεροπλάνο. Αυτά τα εκπληκτικά πλάσματα ήταν αναμφίβολά τα πιο επιτυχημένα πάνω στη γη, γιατί έμαθαν θαρραλέα να υπάρχουν οπουδήποτε.

Κλείστε για ένα λεπτό τα μάτια σας και φανταστείτε τη γη χωρίς άγρια ζωή, έναν ουρανό χωρίς πουλιά, θα το αντέχατε; Με αυτό το ζοφερό μέλλον πραγματεύεται το βιβλίο της Charlotte McConaghy “Πριν χαθούν τα πουλιά”, το οποίο κυκλοφορεί στην χώρα μας από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Το βιβλίο “Πριν χαθούν τα πουλιά” είναι ένα βιβλίο για την φύση, για την ελπίδα και για την αγάπη. Ένα καθηλωτικό βιβλίο που σε συνεπαίρνει σε κάθε του σελίδα.

Το βιβλίο “Πριν χαθούν τα πουλιά” μας δείχνει το αύριο. Ένα αύριο που είναι ακριβώς έξω από την πόρτα μας μας και περιμένει να μας την χτυπήσει. Ένας ωκεανός χωρίς ψάρια, ένας ουρανός χωρίς πουλιά και μια γη διαλυμένη γεμάτη μόνο με ανθρώπους.

Κεντρική ηρωίδα του βιβλίου και η αφηγήτρια του βιβλίου είναι η Φράνι Στόουν. Η Φράνι είναι μια γυναίκα δυνατή αλλά με διαλυμένη ψυχή, που κουβαλά το δικό της βαρύ φορτίο. Το βιβλίο μας διηγείται την ιστορία της, και το παρελθόν της, μαζί όσα μυστικά αυτό κρύβει.

Η Φράνι, όπως βλέπουμε στο βιβλίο, μελετά τα αρκτικά γλαρόνια, ίσως το τελευταίο κοπάδι στη γη. Είναι αποφασισμένη να ταξιδέψει μαζί τους, στην τελευταία τους αποδημία, από την Γροιλανδία ως την Ανταρκτική. Έτσι θα αναγκαστεί να γίνει πλήρωμα σε ένα αλιευτικό, το Σάγκανι μαζί με τον απρόσιτο καπετάνιο Ένις και το υπόλοιπο πλήρωμα. Μαζί τους θα περάσει μια μικρή οδύσσεια. Η συγγραφέας καταφέρνει με έναν υπέροχο τρόπο να δέσει και εμάς τους αναγνώστες μαζί με αυτή την μικρή αλλά τόσο ιδιαίτερη συντροφιά. Ταξιδεύουμε μαζί τους στους πάγους της Ανταρκτικής, περνάμε μαζί τους όλους τις φουρτούνες που αντιμετωπίζουν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους , βλέπουμε την προσπάθεια που κάνει το υπόλοιπο πλήρωμα ώστε να καταλάβει την ψυχοσύνθεση της Φράνι και κυρίως νιώθουμε την αγωνία που έχουν όλοι τους για τα γλαρόνια ως το συγκινητικό τέλος του ταξιδιού τους.

Από την αρχή του βιβλίου η Charlotte McConaghy με πολύ επιδέξιο τρόπο δημιουργεί ένα μυστήριο, ένα αίνιγμα γύρω από την πρωταγωνίστρια της. Όσο προχωράμε στο βιβλίο, βλέπουμε τον λόγο που αυτή η γυναίκα παρότι είναι δυναμική είναι συνάμα και τόσο εύθραυστη. Ο αφηγηματικός λόγος, οι λέξεις, που χρησιμοποιεί η συγγραφέας για να μας περιγράψει χαρακτήρες, τοπία ακόμα και τις στιγμές των πρωταγωνιστών είναι εκπληκτικές. Δεν ξέρω αν οφείλονται εξ ολοκλήρου στην McConaghy ή στην μεταφράστρια του βιβλίου κα Κλαίρη Παπαμιχαήλ, αλλά όλη η ατμόσφαιρα και το σκηνικό που στήνεται είναι καθηλωτικά. Υπήρχαν στιγμές που ένιωθα να παγώνω μαζί με το πλήρωμα του πλοίου και να σφίγγω τα δόντια μου από την αγωνία μου για την καταστροφή του πλανήτη και που όλοι κάνουμε ότι δεν υπάρχει. Αξίζουν πολλά συγχαρητήρια για αυτή την υπέροχη μετάφραση.

Το “Πριν χαθούν τα πουλιά” είναι ένα βιβλίο που θα σας συγκινήσει βαθιά και κυρίως θα σας προβληματίσει, όχι για το μέλλον αλλά για το παρόν. Είναι ένα δυστοπικό βιβλίο αλλά δεν είναι επιστημονικής φαντασίας. Το “Πριν χαθούν τα πουλιά” μας αφορά όλους.

Charlotte McConaghy

Η Charlotte McConaghy (Σάρλοτ ΜακΚόναχι) είναι συγγραφέας βιβλίων επιστημονικής φαντασίας και fantasy. Έχει σπουδάσει σεναριογραφία στην Αυστραλία, και έχει βραβευτεί από την Εταιρεία Αυστραλών Συγγραφέων (Australian Writer’s Guild) για το σενάριό της με τίτλο Fury. Ζει στο Σίδνεϊ, όπου ασχολείται και με διάφορα τηλεοπτικά και κινηματογραφικά πρότζεκτ. Το Πριν χαθούν τα πουλιά είναι το πρώτο της βιβλίο ενηλίκων το οποίο προέκυψε από την αγάπη της συγγραφέα για την άγρια φύση και την ανησυχία της για την εξελισσόμενη εξαφάνιση των ειδών.


Παρασκευή 28 Ιουλίου 2023

Ο Χριστόφορος Μαρίνος συνομιλεί με τον Κώστα Σαμαρά ( από το βιβλίο του Κ.Σ. "Καταζητείται")

 

 «- Αυτός ο διαχωρισμός, Χριστόφορε, σε ποινικούς-πολιτικούς, αλλά και οποιεσδήποτε ακόμα τέτοιου είδους ετικέτες γίνονται σκόπιμα από τους εγκληματολόγους και κάθε λογής θεωρητικούς του συστήματος για να δημιουργούν εντυπώσεις, να υποβαθμίζουν καταστάσεις και να σπέρνουν την αμφιβολία και τον απομονωτισμό με την ψεύτικη διαφορετικότητα ανάμεσα στους κάθε λογής εξεγερμένους. Με απώτερο στόχο βέβαια τη μόνιμη διάσπαση των δυνάμεών τους.

- Διαίρει και βασίλευε, συμφώνησε ο Μαρίνος, είναι η κλασική τακτική των διαχειριστών κάθε εξουσίας. Αλλά ήθελα να σε ρωτήσω, ρε Κώστα, εσύ δεν ανακατεύτηκες με πολιτικές ομάδες δράσης ποτέ;

- Μετά από μερικές καταστάσεις που είχα δει παλιά, όταν τελείωνα το Λύκειο και λίγο αργότερα, όταν πρωτοπήγα στα ΤΕΙ, έγινα πολύ φιλύποπτος σχετικά με τις βαθύτερες προθέσεις και επιδιώξεις αυτών των ομάδων. (…) Έπειτα ενέργειες όπως πορείες, διαδηλώσεις, καταλήψεις, τσακωμοί με μπάτσους, βόμβες μολότοφ και τα σχετικά, δε με πολυεντυπωσιάζουν σαν κινήσεις. Άμα τα κοιτάς από μακριά, δείχνουν σαν ακίνδυνα καπρίτσια κάποιων δυσαρεστημένων παιδιών που φαίνονται σαν να θέλουν περισσότερο να παραπονεθούν, να εκτονωθούν ή να δηλώσουν την παρουσία τους με ηχοκροτίδες και ακίνδυνες κραυγές».

 

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2023

Κάιρο -Μπουρλάς Μωυσής Μιχαήλ

 ☆ Το αποτύπωμα των Ελλήνων στο Κάιρο και το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας •  Fractal

 Κάιρο -Μπουρλάς Μωυσής Μιχαήλ

 

Γεννήθηκα στο Κάιρο της Αιγύπτου από πατέρα Βολιώτη και μάνα Χιώτισσα, στις 9 του Μάη του 1918. Η αλήθεια είναι πως δεν θυμάμαι πολλά πράματα, παρά μόνο αμυδρά τους περιπάτους μας με τις μεγαλύτερες αδελφές μου και τη μητέρα μου στα πάρκα της πόλης, ή όταν πηγαίναμε και χαζεύαμε ώρες ολόκληρες στη γέφυρα του Νείλου που άνοιγε για να περάσουν τα καράβια και ξανάκλεινε για να περάσουν αυτοκίνητα και κάρα.
     Για το πώς βρεθήκαμε εκεί και πώς ήταν η ζωή μας, μάθαμε κυρίως από αφηγήσεις της μητέρας μας. Μας διηγόταν πως ο πατέρας μου την είχε κλέψει από το πατρικό της στη Χίο, και επειδή και οι δυο οικογένειες, και του πατέρα αλλά και της μητέρας, δεν ενέκριναν αυτόν τον δεσμό, αναγκάστηκαν να μεταναστέψουν στην Αίγυπτο που ζούσε η μεγαλύτερη αδερφή της μητέρας μας με την οικογένειά της. Τότε πολλοί Έλληνες ζούσαν στην Αίγυπτο και πολλοί Εβραίοι.
     Βοήθησαν τον πατέρα μου για δουλειά και πιάστηκε πολύ γρήγορα, και με τη βοήθεια της εκεί εβραϊκής κοινότητας άνοιξε μια μικρή βιοτεχνία για πλεκτά και τρικό. Οι δουλειές πήγαιναν καλά και σιγά σιγά μεγάλωνε η επιχείρηση και εργάζονταν σ’ αυτήν πενήντα εργάτριες. Το προϊόν γινόταν ανάρπαστο στην αγορά. Η ζωή μας ήταν ευχάριστη και ήμασταν, όπως έλεγε η μαμά, ευτυχισμένοι. Αλλά ο πατέρας μου ―σχεδόν αγράμματος, είχε βγάλει με το ζόρι τη δευτέρα δημοτικού, όπως έλεγε― έμπλεξε με μια παρέα πλουσίων Εβραίων και Αράβων και έπαιζαν χαρτιά. Η μητέρα μου και οι δικοί της τον συμβούλευαν να αφήσει τα χαρτιά και να αφοσιωθεί περισσότερο στην οικογένεια, στα παιδιά και στη δουλειά του.
     Ήμασταν τότε τέσσερα παιδιά με διαφορά ηλικίας λιγότερο του ενάμιση χρόνου, τρία κορίτσια κι εγώ ο τέταρτος, ο κανακάρης, που με τις εντολές του πατέρα έπρεπε να μου κάνουν όλα τα χατίρια. Η μητέρα εργαζόταν σκληρά με τα τέσσερα παιδιά και το νοικοκυριό, ενώ ο πατέρας μόνον χρήματα της έδινε, κι αυτά μετρημένα, για να ξοδεύει για τις ανάγκες του σπιτιού, ενώ του ίδιου καρφί δεν του καίγονταν πώς τα φέρνει βόλτα μόνη της η καημένη. Ήταν πολύ στοργική και καλή και ό,τι δεν γνώριζε από τις δουλειές του νοικοκυριού τής το μάθαινε η αδελφή της. Ευτυχώς που ο πατέρας δεν ήταν ιδιότροπος στο φαΐ και έτρωγε ό,τι του προσφερόταν ή έτρωγε έξω και έλεγε ότι δεν πεινάει.
     Πολλές φορές έφερνε και την παρέα του στο σπίτι για να παίξουν χαρτιά και η μητέρα κόβονταν να τους περιποιηθεί και έλεγε, ασφαλώς έτσι και καλύτερα θα περιποιούνταν τον πατέρα μας στα σπίτια τους, όταν πηγαίνουν εκεί για παιχνίδι. Τα υπόμενε όλα αυτά η μητέρα, μα και πάλι τον συμβούλευε, αλλά αυτός αλλού βρέχει, ήλπιζε να πιάσει την καλή, όπως έλεγε, δηλαδή να κερδίσει, αλλά το κακό δεν άργησε να έλθει. Τα έχασε όλα, και εργοστάσιο και σπίτι και όλες τις οικονομίες που είχε. Από τη ντροπή του δεν ήξερε τι να κάνει και υποχρεώθηκε, με τη βοήθεια της εβραϊκής Κοινότητας πάλι και της ελληνικής παροικίας, να βγάλουμε τα εισιτήρια για να επιστρέψουμε στην Ελλάδα όπου ζούσαν άλλα τέσσερα αδέλφια του πατέρα μου και ο παππούς, και ήλπιζε πως θα τον στήριζαν. Η οικογένεια της μητέρας μου στην Αίγυπτο τον είχε αποκληρώσει για τις πράξεις του και όχι μόνο δεν μας βοήθησαν, αλλά ούτε και ήρθαν στο λιμάνι να μας αποχαιρετήσουν. Και να ’μαστε, αντίο Αίγυπτος, και ταξιδεύουμε με το καράβι για τη μητέρα Ελλάδα.


(από το βιβλίο: Μωυσής Μιχαήλ Μπουρλάς, Έλληνας, Εβραίος και αριστερός, Νησίδες, 2000)

Άντον Τσέχωφ, Ένας αριθμός

 Renoir In The 20th Century': A Master's Last Works : NPR

 Άντον Τσέχωφ, Ένας αριθμός

 

Τις προάλλες φώναξα στο γραφείο μου τη δεσποινίδα Ιουλία, τη δασκάλα των παιδιών. Έπρεπε να της δώσω το μισθό της.

- Κάθισε να κάνουμε το λογαριασμό, της είπα. Θα 'χεις ανάγκη από χρήματα και συ ντρέπεσαι να ανοίξεις το στόμα σου... Λοιπόν... Συμφωνήσαμε για τριάντα ρούβλια το μήνα...

- Για σαράντα.

- Όχι, για τριάντα, το έχω σημειώσει. Εγώ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στις δασκάλες... Λοιπόν, έχεις δύο μήνες εδώ...

- Δύο μήνες και πέντε μέρες...

- Δύο μήνες ακριβώς... Το 'χω σημειώσει... Λοιπόν, έχουμε εξήντα ρούβλια. Πρέπει να βγάλουμε εννιά Κυριακές... Δε δουλεύετε τις Κυριακές. Πηγαίνετε περίπατο με τα παιδιά. Έπειτα έχουμε τρεις γιορτές...

Η Ιουλία έγινε κατακόκκινη και άρχισε να τσαλακώνει νευρικά την άκρη του φουστανιού της, μα δεν είπε λέξη.

- Τρεις γιορτές... μας κάνουν δώδεκα ρούβλια το μήνα... Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσσερις μέρες και δεν του έκανες μάθημα... Μονάχα με τη Βαρβάρα ασχολήθηκες... Τρεις μέρες είχες πονόδοντο και η γυναίκα μου σου είπε να αναπαυτείς μετά το φαγητό... Δώδεκα και εφτά δεκαεννιά. Αφαιρούμε, μας μένουν... Χμ! σαράντα ένα ρούβλια... Σωστά;

Το αριστερό μάτι της Ιουλίας έγινε κατακκόκινο και νότισε. Άρχισε να τρέμει το σαγόνι της. Την έπιασε ένας νευρικός βήχας, έβαλε το μαντίλι στη μύτη της, μα δεν έβγαλε άχνα.

- Την παραμονή της πρωτοχρονιάς έσπασες ένα φλιτζάνι του τσαγιού με το πιατάκι του... Βγάζουμε δύο ρούβλια... Το φλιτζάνι κάνει ακριβότερα γιατί είναι οικογενειακό κειμήλιο, μα δεν πειράζει... Τόσο το χειρότερο! Προχωρούμε! Μια μέρα δεν πρόσεξες τον Κόλια, ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο και έσκισε το σακάκι του... Βγάζουμε άλλα δέκα ρούβλια... Άλλη μια μέρα που δεν πρόσεχες, έκλεψε μια καμαριέρα τα μποτάκια της Βαρβάρας. Πρέπει να 'χεις τα μάτια σου τέσσερα, γι' αυτό σε πληρώνουμε... Λοιπόν, βγάζουμε άλλα πέντε ρούβλια. Στις δέκα του Γενάρη σε δάνεισα δέκα ρούβλια...

- Όχι, δεν έγινε τέτοιο πράμα. μουρμούρισε η Ιουλία.

- Το 'χω σημειώσει!

- Καλά...

- Βγάζουμε είκοσι επτά ρούβλια, μας μένουν δεκατέσσερα…

Τα μάτια της Ιουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν πάνω στη μύτη της. Κακόμοιρο κορίτσι!

- Μα εγώ μια φορά μονάχα δανείστηκα χρήματα. Μονάχα τρία ρούβλια, από την κυρία, μουρμούρισε η Ιουλία και η φωνή της έτρεμε.......Αυτά είναι όλα όλα που δανείστηκα.

- Μπα; Και γω δεν τα είχα σημειώσει αυτά. Λοιπόν, δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα χρήματά σου, αγαπητή μου! Τρία... τρία, τρία.... ένα και ένα... Πάρ' τα...

Και της έδωσα έντεκα ρούβλια. Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα και τα έβαλε στην τσέπη της.   

- Ευχαριστώ, ψιθύρισε.

Πετάχτηκα ορθός και άρχισα να βηματίζω πέρα δώθε στο γραφείο. Με έπιασαν τα δαιμόνια μου.

- Και γιατί με ευχαριστείς;

- Για τα χρήματα.

- Μα, διάολε, εγώ σε έκλεψα, σε λήστεψα! Και μου λες κι ευχαριστώ;

- Οι άλλοι δε μου 'διναν τίποτα!...

- Δε σου 'διναν τίποτα. Φυσικά!... Σου έκανα μια φάρσα για να σου γίνει σκληρό μάθημα.

Πάρε τα ογδόντα σου ρούβλια! Τα είχα έτοιμα στο φάκελο! Μα γιατί δε φωνάζεις για το δίκιο σου; Γιατί στέκεσαι έτσι σαν χαζή; Μπορείς να ζήσεις σ' αυτό τον κόσμο αν δεν πατήσεις λίγο πόδι, αν δε δείξεις τα δόντια σου;    Γιατί είσαι άβουλη;

Μουρμούρισε μερικά ευχαριστώ και βγήκε.

 

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023

Ο Βασίλης Παλαιοκώστας για την Αριστερά (απόσπασμα από το βιβλίο του)

 Μια Φυσιολογική Ζωή, Δράσεις και αποδράσεις ενός επικηρυγμένου

 

...Εκείνο που με θλίβει είναι η στάση της κοινοβουλευτικής αριστεράς, η οποία γνωρίζει (έτσι λέει) από πρώτο χέρι τι σημαίνει φασισμός. Καθόλη τη διάρκεια του εγκλεισμού μου στις ελληνικές φυλακές, μια αντιπροσωπεία αριστερών κομμάτων να επισκέπτεται χώρους κράτησης για να διαπιστώσει τα πραγματικά προβλήματα των κρατουμένων και πώς αυτοί βιώνουν τον εγκλεισμό δεν είδα. Τα στελέχη της πρώην επαναστατημένης και νυν επαναπαυμένης στις δάφνες και τις περγαμηνές του παρελθόντος αριστεράς δεν ενδιαφέρονται για τις σημερινές φυλακές. Συνοδευόμενα από τηλεοπτικά συνεργεία και πολλή υποκρισία, επισκέπτονταν συχνά-πυκνά τόπους εξορίας όπου φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν αγωνιστές (αν ζούσαν θα τους έφτυναν κατάμουτρα), να αναπολήσουν τα περασμένα μεγαλεία…

“Εμείς αγωνιστήκαμε και συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε για ιερό, ανώτερο σκοπό”, κραυγάζουν…. Σώωωπα!

Αν η πολιτική αυτή προσέγγιση δεν είναι έμμεση συγκατάθεση στο βασανισμό όσων δεν αγωνίζονται για “ιερούς σκοπούς”, τότε τι είναι; Αφού ο κρατούμενος δεν ασπάζεται τις αριστερές αντιλήψεις, καλά του κάνουν, του αξίζει ένα μπερντάχι ξύλο…

Ξέρω, ξέρω… Δεν μπορούν να συγκριθούν οι εποχές και τα διακυβεύματά τους! Φυσικά και δεν μπλορούν να συγκριθούν, αφού σήμερα δεν είναι εκείνοι οι καταδιωκόμενοι και οι φυλακισμένοι αλλά κάποιοι άλλοι… Άλλωστε ποτέ δεν άκουσα αριστερό να μιλά για κατάργηση των φυλακών. Οι φυλακές δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον, αν οι φυλακισμένοι δεν είναι αριστεροί και κομμουνιστές! Δεν ξέρω αν καταλάβατε, κύριοι της αριστεράς, που “βουλευτήκατε” με τα κοπαδάκια σας… Αποτελούσατε κι αποτελείτε τμήμα του κοινοβουλίου, είχατε και έχετε ευθύνη. Ακόμα περισσότερη γιατί είστε αριστεροί. Πολλοί από σας τώρα τελευταία κυβερνάτε κιόλας… Ποιος θα το έλεγε! Φροντίστε μην η ιστορία σας καταγράψει σαν τις αριστερές καθαρίστριες που ανέλαβαν με προθυμία να καθαρίσουν τα βουνά σκουπιδιών μισού αιώνα ξέφρενου πανηγυριού, εξαιτίας του οποίου εξαθλιώθηκε ο έλληνας πολίτης και παραδώσετε τα κλειδιά στους γνωστούς γλεντζέδες της φυλής μας! Τους έξω καρδιά! Για να ξαναζωντανέψει το χουντογλέντι τους στο κέντρο διασκέδασης “βουλή των Ελλήνων”, όπου τα νταούλια και βιολιά του ελληνικού συντάγματος θα παίζουν μερακλίδικους δημοκρατικούς σκοπούς. Α, ρε Έλληνα… Όσο ξεφτέρι στα επουσιώδη άλλο τόσο μπούφος στα ουσιώδη…

Το τελευταίο γράμμα του Τσε Γκεβάρα στον Φιντέλ Κάστρο

 

 Che and Fidel: Revolutionaries to the end – Socialist Voice

Το τελευταίο γράμμα του Τσε Γκεβάρα στον Φιντέλ Κάστρο 

 «Φιδέλ,

Θυμάμαι τούτη τη στιγμή πολλά πράγματα, τότε που σε γνώρισα στο σπίτι της Μαρίας Αντονία, τότε που μου πρότεινες να έρθω μαζί σας, όλη την ένταση των προετοιμασιών.

Κάποια μέρα ήρθαν και ρώτησαν ποιος θα έπρεπε να ειδοποιηθεί σε περίπτωση θανάτου μας, και η υπαρκτή πιθανότητα να γίνει κάτι τέτοιο μας συγκλόνισε όλους. Αργότερα μάθαμε πως ήταν αλήθεια, πως σε μία επανάσταση ή νικάς ή πεθαίνεις (αν είναι αληθινή). Πολλοί σύντροφοι έπεσαν στο δρόμο προς τη νίκη.

Σήμερα όλα έχουν ένα τόνο λιγότερο δραματικό, γιατί είμαστε πιο ώριμοι. Τα γεγονότα όμως επαναλαμβάνονται. Νιώθω πως έχω πια εκπληρώσει το μέρος εκείνο του χρέους μου, που με έδενε με την κουβανική επανάσταση στο έδαφος της, και σας αποχαιρετώ, εσένα, τους συντρόφους, τον λαό σου που είναι και πια δικός μου.

 

Παραιτούμαι επίσημα από τα καθήκοντα μου στην ηγεσία του Κόμματος, από τη θέση του υπουργού, από το βαθμό του κομαντάντε, από την κουβανική υπηκοότητα. Καμιά νομική σχέση δεν με συνδέει με την Κούβα, μόνο δεσμοί άλλου είδους, που δεν μπορούν να σπάσουν, όπως οι διορισμοί σε κάποιες θέσεις.

Κοιτάζοντας τη ζωή μου μέχρι τώρα, πιστεύω πως έχω δουλέψει με αρκετή τιμιότητα και αφοσίωση για την εδραίωση της επαναστατικής νίκης. Το μοναδικό μου κάπως σοβαρό σφάλμα είναι που δεν είχα περισσότερη εμπιστοσύνη σ’ εσένα και τις πρώτες στιγμές στη Σιέρα Μαέστρα και που δεν είχα καταλάβει αρκετά γρήγορα τις δυνατότητες σου σαν καθοδηγητή και επαναστάτη. Έζησα θαυμάσιες ημέρες και ένιωσα πλάι σου την περηφάνια να ανήκω στο λαό μας τις λαμπερές μέρες μα και τις θλιβερές μέρες  της κρίσης στην Καραϊβική.

Σπάνια έλαμψε τόσο ένας πολιτικός όσο εκείνες τις ημέρες, και νιώθω περήφανος που σε ακολούθησα δίχως δισταγμούς, που ταυτίστηκα με τον τρόπο που σκέφτεσαι, βλέπεις και εκτιμάς τους κινδύνους και τις αρχές.

Άλλες χώρες του κόσμου ζητάνε τη συμβολή των σεμνών μου προσπαθειών. Εγώ μπορώ να κάνω αυτό που εσένα δεν σου επιτρέπεται, λόγω των ευθυνών σου απέναντι στη Κούβα, και έφτασε η ώρα να αποχωριστούμε.

Ας γίνει γνωστό λοιπόν πως το κάνω με ένα μίγμα χαράς και πόνου. Αφήνω εδώ ό,τι πιο αγνό ανάμεσα στις ελπίδες σαν δημιουργού και ό,τι πιο αγαπητό ανάμεσα στις αγαπημένες μου υπάρξεις. Και αφήνω έναν λαό που με αγάπησε σαν παιδί του. Αυτό αποδυναμώνει ένα μέρος από το πνεύμα μου. Στα νέα πεδία μαχών θα μεταφέρω την πίστη που εσύ μου έχεις εμπνεύσει, το επαναστατικό πνεύμα του λαού μου, την αίσθηση ότι εκπληρώνω το πιο ιερό χρέος μου: να αγωνίζομαι ενάντια στον ιμπεριαλισμό όπου και αν αυτός βρίσκεται. Αυτό ανακουφίζει και θεραπεύει οποιαδήποτε βαθιά πληγή.

 

Λέω για ακόμη μία φορά πως απαλλάσσω την Κούβα από οποιαδήποτε ευθύνη, εκτός από αυτή που πηγάζει από το παράδειγμα της. Και αν οι τελευταίες μου ώρες με βρουν κάτω από άλλους ουρανούς, η τελευταία μου σκέψη θα είναι γι’ αυτόν τον λαό και ειδικά για σένα.

Σε ευχαριστώ για όσα με έμαθες και για το παράδειγμα σου, στο οποίο θα προσπαθήσω να είμαι πιστός μέχρι και τις τελευταίες συνέπειες των πράξεων μου. Ταυτίστηκα πάντα με την εξωτερική πολιτική της επανάστασης μας και εξακολουθώ να νιώθω αυτή την ταύτιση. Οπουδήποτε και να σταθώ θα νιώθω την ευθύνη του να είμαι κουβανός επαναστάτης και σαν τέτοιος θα δρω. Δεν αφήνω στην γυναίκα και στα παιδιά μου τίποτα υλικό και δεν λυπάμαι: χαίρομαι που είναι έτσι τα πράγματα. Δεν ζητώ τίποτα γι’  αυτούς, γιατί το κράτος θα τους δώσει τα απαραίτητα για να ζήσουν και να μορφωθούν.

Πολλά θα ήταν τα πράγματα που θα είχα να πω σε εσένα και στον λαό μας, μα νιώθω πως είναι περιττά. Οι λέξεις δεν μπορούν να εκφράσουν όσα θα ήθελα και δεν αξίζει τον κόπο να μουτζουρώνω τα χαρτιά.

Πάντοτε ως τη νίκη!

Πατρίδα ή θάνατος!

Σε αγκαλιάζω με όλη μου την επαναστατική ζέση».

 

Τρίτη 25 Ιουλίου 2023

Άκου, Ανθρωπάκο -Βίλχελμ Ράιχ

 ArtStation - "Their Obedience" - Kenshi Model Remake


Άκου, Ανθρωπάκο -Βίλχελμ Ράιχ 


(απόσπασμα)

Σε φωνάζουν Ανθρωπάκο, Κοινό Άνθρωπο. Λένε πως χάραξε η εποχή σου, Η «Εποχή του Κοινού Ανθρώπου».

Μα δεν είσαι συ που το λες, ανθρωπάκο. Το λένε εκείνοι, οι αντιπρόεδροι των μεγάλων εθνών, οι εργατοπατέρες, οι μετανιωμένοι γιοι των αστών, οι πολιτικοί και οι φιλόσοφοι. Σου προσφέρουν το μέλλον, μα δε ρωτούν για το παρελθόν σου.

Κι όμως, είσαι κληρονόμος ενός τρομερού παρελθόντος. Τούτη η κληρονομιά καίει στη χούφτα σου σα διαμάντι φλεγόμενο. Εγώ αυτό έχω να σου πω.

Ο γιατρός, ο τσαγκάρης, ο μηχανικός ή ο εκπαιδευτικός, για να προκόψουν στη δουλειά τους και να κερδίσουν το ψωμί τους, πρέπει να γνωρίζουν τις ελλείψεις τους. Εδώ και κάμποσες δεκαετίες παίρνεις παγκοσμίως τα ηνία στα χέρια σου. Το μέλλον της ανθρωπότητας θα εξαρτηθεί από τις σκέψεις και τις πράξεις σου. Όμως, οι δάσκαλοι και οι αφέντες σου δε σου μιλάνε για τον τρόπο που σκέφτεσαι πραγματικά. Δε σου λένε ποιος είσαι στα αλήθεια. Κανένας δεν τολμά να σε φέρει αντιμέτωπο με τη μοναδική πραγματικότητα που έχει τη δύναμη να σε καταστήσει κύριο του πεπρωμένου σου. Είσαι «ελεύθερος» από μια άποψη μονάχα: ελεύθερος από την αυτοκριτική, που μπορεί να σε βοηθήσει να κουμαντάρεις τη ζωή σου.

Δε σ' άκουσα να παραπονιέσαι ποτέ: «Με εκθειάζετε σαν το μελλοντικό αφέντη του εαυτού μου και του κόσμου μου. Αλλά δε μου λέτε πώς γίνεται κανείς αφέντης του εαυτού του. Δε μου λέτε ποια είναι τα λάθη και τα ελαττώματα μου, πού σφάλλω στον τρόπο που σκέφτομαι και πράττω».

Επιτρέπεις στους ισχυρούς να απαιτούν τη δύναμη εν ονόματι «του ανθρωπάκου». Όμως, εσύ ο ίδιος παραμένεις βουβός. Ενισχύεις τους ισχυρούς με περισσότερη δύναμη. Επιλέγεις για εκπροσώπους ανθρώπους αδύναμους και κακοήθεις. Τελικά διαπιστώνεις πάντα, πολύ αργά, πως σ' έπιασαν κορόιδο.

Σε καταλαβαίνω! Κι ετούτο επειδή αντίκρισα αμέτρητες φορές το γυμνό κορμί και την ψυχή σου. Σε είδα δίχως τη μάσκα σου, την κομματική σου ταυτότητα ή την εθνική σου υπερηφάνεια. Γυμνό σα νεογέννητο, γυμνό σα στρατάρχη ξεβράκωτο. Σ' άκουσα να κλαις και να οδύρεσαι. Μου μίλησες για τα προβλήματά σου, τις αγάπες και τους πόθους σου. Σε ξέρω και σε καταλαβαίνω. Και θα σου πω τι είσαι, ανθρωπάκο, επειδή πιστεύω πραγματικά στο τρανό σου μέλλον. Μα επειδή το μέλλον σου ανήκει, αναμφίβολα σου ανήκει, ρίξε μια ματιά στον εαυτό σου. Κοίτα τον όπως είναι πραγματικά. Άκου αυτό που κανένας από τους ηγέτες και τους αντιπροσώπους σου δεν τολμά να σου πει:

Είσαι «άνθρωπος μικρός, κοινός». Συλλογίσου τη διπλή έννοια που έχουν τούτες οι λέξεις, «μικρός» και «κοινός»...

Μην το βάζεις στα πόδια! Βρες το κουράγιο να αντικρίσεις τον εαυτό σου!

«Με ποιο δικαίωμα μου κάνεις κήρυγμα; Βλέπω την ερώτηση στο τρομαγμένο βλέμμα σου. Σ' ακούω να την ξεστομίζεις όλο αυθάδεια. Φοβάσαι να αντικρίσεις τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Φοβάσαι την κριτική, όσο και τη δύναμη που σου υποσχέθηκαν. Αλήθεια, πώς σκέφτεσαι να χρησιμοποιήσεις τη δύναμή σου; Δεν ξέρεις. Φοβάσαι και να σκεφτείς ακόμη πως μπορεί κάποια μέρα να 'σαι διαφορετικός: ελεύθερος αντί φοβισμένος, ειλικρινής αντί ραδιούργος, να χαίρεσαι τον έρωτα, όχι σαν τον κλέφτη μες στη νύκτα, αλλά ανοικτά, στο φως του ήλιου. Απεχθάνεσαι τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Αναρωτιέσαι, «Ποιος είμαι εγώ που θα 'χω άποψη, θα κουμαντάρω τη ζωή μου και θα αποκαλώ ολάκερη την οικουμένη δική μου;» Δίκιο έχεις. Ποιος είσαι εσύ που θα διεκδικήσεις τη ζωή σου; Ε, λοιπόν, θα σου πω ποιος είσαι.

Διαφέρεις από τον ισχυρό σε τούτο μόνο, ο ισχυρός υπήρξε κάποτε ένας πολύ μικρός ανθρωπάκος, αλλά ανέπτυξε μια σημαντική ικανότητα. Αναγνώρισε την ποταπότητα και την ανεπάρκεια των σκέψεων και των πράξεών του. Κάτω από την πίεση κάποιου έργου που θεώρησε σημαντικό, έμαθε να διακρίνει ότι η μικρότητα κι η ευτέλειά του απειλούσαν την ευτυχία του. Με άλλα λόγια ο ισχυρός γνωρίζει πότε και σε τι είναι ανθρωπάκος. Ο ανθρωπάκος, όμως, δε γνωρίζει ότι είναι ποταπός και φοβάται να το μάθει. Κρύβει την ποταπότητα και την ανεπάρκειά του πίσω από αυταπάτες δύναμης και μεγαλείου, τη δύναμη και του μεγαλείου κάποιου άλλου. Είναι περήφανος για τους μεγάλους στρατηγούς του, αλλά όχι για τον εαυτό του. Θαυμάζει την ιδέα που δεν είχε κι όχι εκείνη που είχε. Όσο λιγότερο καταλαβαίνει κάτι, τόσο περισσότερο πιστεύει σ' αυτό. Κι όσο καλύτερα αντιλαμβάνεται μια ιδέα, τόσο η πίστη του σ' αυτήν κλονίζεται.

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2023

Μάριου Χάκκα, «Ο μπιντές» (διήγημα)

 

 Humorous Birthday With Cartoon Bidet I Meant Happy B Day (1681190)

Μάριου Χάκκα, «Ο μπιντές» (διήγημα)

Είχαμε φαγωθεί μέσα μας χωρίς να το πάρουμε είδηση. Εκείνη η λουξ τουαλέτα με τον ιππόκαμπο στα πλακάκια οικόσημο, μια πάπια και γύρω παπάκια, κύκνους και παραδείσια ψάρια, νιπτήρα, λεκάνη, μπανιέρα, μπιντές, παραμπιντές, όλα απαστράπτοντα, είχανε παίξει το ρόλο τους ύπουλα, σκάψανε μέσα βαθιά μας τερμίτες, όπως το σαράκι το ξύλο, και τώρα νιώθαμε κούφιοι.

Θυμάμαι όταν ήρθα από την επαρχία για πρώτη φορά στην Αθήνα και νοίκιασα ένα δωμάτιο χωρίς καμπινέ. Υπήρχε βέβαια ένας πρόχειρος καμπινές στην αυλή, αλλά έπρεπε να κατέβεις μια κατασκότεινη ξύλινη σκάλα που έτριζε και σήκωνε τον κόσμο στο πόδι. Ένα βράδυ που έβρεχε και μ' έπιασε κόψιμο, τα 'κανα σε μια εφημερίδα, κι αφού τα πακετάρισα ωραία, ώς και κορδελάκι με φιόγκο τους έβαλα, πηγαίνοντας πρωί πρωί στη δουλειά, τ' άφησα στη μέση του δρόμου. Θα θυμόσαστε βέβαια πόσα τέτοια πακέτα συναντούσατε τότε στους δρόμους. Μερικοί τα κλοτσούσαν για να μαντέψουν το περιεχόμενο. Λέγεται πως κάποιος το πήγε στην αστυνομία χωρίς να τ' ανοίξει και ζήταγε εύρετρα. Ε, ένα τέτοιο πακέτο έφτιαξα κάποτε κι εγώ, κι ακόμη τώρα που το θυμάμαι μετά τόσα χρόνια μου έρχονται γέλια.

Εκείνο τον καιρό ήμουν ένας κεφάτος άνθρωπος με λίγες ανάγκες. Ξυριζόμουν μόνο δυο φορές τη βδομάδα, όποτε είχα ραντεβού στο βουναλάκι με μια κοπέλα, που όλο βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι. Όλο σκαστή ήταν κι είχε αυστηρό αδερφό, νοοτροπία σισιλιάνου. Την παντρεύτηκα κι εγώ. Τί να έκανα; Παρά να τρώει μπερντάχι κάθε φορά που αργούσε. Άλλωστε, αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου, έτσι τουλάχιστον λέγεται. Πάντως, μ' αυτά και μ' αυτά, βρέθηκα μ' όλα τα κουμπιά μου γερά, είναι κι αυτό ένα όφελος, είναι κι αυτό μια ασφάλεια. Τί σιδερωμένα πουκάμισα τον πρώτο καιρό, τί καθαρές αλλαξές, γυαλισμένα παπούτσια, στο καντίνι που λένε.

Είχε και δικό της σπιτάκι, ένα μόνο δωμάτιο, αλλά μεγάλη αυλή, και σιγά σιγά με τις οικονομίες μας, χτίσαμε κουζίνα κι άλλα δωμάτια. Γενικά προοδέψαμε. Πήραμε ψυγείο, πλυντήριο κι η ζωή γινόταν όλο και πιο άνετη.

Μόνο στον καμπινέ καθυστερήσαμε. Στο βάθος της αυλής μέσα σε μια παραγκούλα ήταν μια τούρκικη λεκάνη που με ανάγκαζε κάθε πρωί να κάθομαι στο κότσι, αν κι αυτό ήταν μια καλή άσκηση όπως δε συνήθιζα να κάνω γυμναστική. Στην παραγκούλα υπήρχε κι ένα τενεκεδένιο βρυσάκι που το γέμιζα κάθε πρωί και πλενόμουν. Μπάνιο στη σκάφη. Το Σαββατόβραδο άρχιζε η περιπέτεια. Μ' έχωνε η γυναίκα στη σκάφη κι έτριβε μέχρι γδάρσιμο. Ας είναι.

Συνέχιζα να προοδεύω. Βοηθός λογιστού ακόμα ξεχρέωνα την κρεβατοκάμαρα, βαρύ έπιπλο με κομοδινάκια κι απάνω αμπαζούρ, σιέλ στο δικό μου, ροζ στης κυράς. Έπειτα έγινα κανονικός λογιστής, τότε που πήραμε κι εκείνο το οικοπεδάκι με δόσεις. Φυτέψαμε μάλιστα και δυο τρία δέντρα που πήγαινα στις αρχές, μετά από επιμονή της γυναίκας μου, κάθε Κυριακή και τα πότιζα. Κατόπιν ξεράθηκαν κι αυτά, πολλές οι δουλειές, αρχιλογιστής πια, γερός ο μιστός και σε λίγα χρόνια ήταν το σπίτι κομπλέ, πλην τουαλέτας. Έμενε σαν επιστέγασμα μιας προσπάθειας είκοσι χρόνων.

«Κάποτε θα 'ρθει και της τουαλέτας η ώρα», έλεγα στη γυναίκα μου που με γκρίνιαζε πάντα, παραπονιόταν πως έρχεται κανένας επισκέπτης, θέλει να πάει προς νερού του και πέφτουν τα μούτρα της. Κι άλλωστε, τί ήταν πια ο καμπινές εδώ που φτάσαμε; Η ουρά του γαϊδάρου. Κι όπως όλα τα πράγματα που σιάχνονται μια φορά στη ζωή μας βάζομε τα δυνατά μας να γίνουν όσο πιο πολύ μερακλίδικα, έτσι και στην τουαλέτα πήρα όλα τα μέτρα μου για να σιάξω κάτι το ωραίον: Έβαλα πλακάκια πανάκριβα που σχημάτιζαν ένα παράξενο σύνολο με παραστάσεις διάφορες έτσι που να νιώθω ευχάριστα σε τούτο το χώρο, όλα τ' απαραίτητα είδη υγιεινής, φυσικά και μπιντέ.

Τ' άλλα είδη δε με πειράξανε. Κομμάτια να γίνει. Έχουν μια χρησιμότητα κι ύστερα στην ηλικία που βρισκόμαστε τώρα ας απολαύσουμε και μεις κάτι. Μόνο ο μπιντές μού την έδωσε και πήρε μπάλα και τ' άλλα. Ο μπιντές. Γιατί, όπως είμαι δυσκοίλιος και τον είχα μπροστά μου για ώρα, μου φάνηκε να με κοροϊδεύει με κείνο το μακρουλό πρόσωπό του, το 'να μάτι μπλε τ' άλλο κόκκινο, τριγωνικά πάνω στο μέτωπο και πεταμένα ίδια βατράχου, το στόμα του καταβόθρα που ρουφούσε τα πάντα με κείνο τον ξαφνικό ρόγχο τελειώνοντας το νερό, σα να μουρμούριζε: Είδες πώς σε κατάντησα; Θυμάσαι όταν πρωτόρθες από το χωριό τί λεβέντης που ήσουνα; Πώς έμπλεξες, κακομοίρη μου, έτσι, μια ζωή — ένα σπίτι; Εγώ είμαι το βραβείο μετά από είκοσι χρόνια δουλειά. Για να πλένεσαι από κάτω. Είδες που σε έφερα;

Με είχανε βάλει στο ζυγό είκοσι ολόκληρα χρόνια με τη θέλησή μου (αυτό είναι το χειρότερο), για να καταλήξω εδώ μπροστά σε μια σειρά άχρηστα πράγματα, κατά τη γνώμη μου, ή που κι αν είναι χρήσιμα, π' ανάθεμά τα, δεν αξίζουν όσο αυτή η υπόθεση που λέγεται ζωή και νιάτα. Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μερμήγκι κουβαλώντας και σιάχνοντας αυτό το κολόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτόν τον μπιντέ, είκοσι χρόνια μου κατάπιε η καταβόθρα του, κι εγώ τώρα έχω μείνει στιμμένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, για ένα μπιντέ.

Με τέτοιες σκέψεις τράβηξα το καζανάκι και μετά πήγα στο παράθυρο ν' αναπνεύσω λιγάκι, ν' ακούσω τον ήχο της πόλης. Από παντού ερχόταν ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ο γνωστός θόρυβος απ' τ' αυτοκίνητα. Άλλου είδους αυτός: Ένα επίμονο πλατς-πλατς σκέπαζε κάθε άλλη βοή. Έστησα το αυτί και κατάλαβα. Όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε μεταβληθεί σ' ένα απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδό μας.

[πηγή: Μάριος Χάκκας, Άπαντα, Κέδρος, Αθήνα 1978, σ. 259-263]

Γιάροσλαβ Χάσεκ, Μια τίμια γυναίκα

 Crime Puzzle (2021) Review — wine and a kdrama

Γιάροσλαβ Χάσεκ, Μια τίμια γυναίκα

 

Χαρακτηριστικό γνώρισμα των ανθρώπων, είναι να μην επιστρέφουν τα πράγματα που βρίσκουν. Οι άνθρωποι γενικά έχουν πολύ ελαστική συνείδηση, όταν βρίσκουν ξένα πράγματα. Δεν κάνουν καμιά προσπάθεια να τα επιστρέψουν. Τους τραβούν σαν μαγνήτες τα ξένα αυτά πράγματα. Τα νιώθουν δικά τους και πολύ δύσκολα μπορούν να τ' αποχωριστούν. Εξάλλου, το να χάνει κανείς κάτι έγινε καθημερινό φαινόμενο πια. Διαφορετικά η πρώτη φράση θα έχανε την αξία της.

Όταν ακόμα δεν υπήρχαν εφημερίδες κι η ανθρωπότητα βρισκόταν ακόμα σε πρωτόγονη κατάσταση, οι άνθρωποι έχαναν και τότε τα πράγματά τους όπως και σήμερα. Π.χ. ο κυνηγός των παλιών χρόνων έχανε το πέτρινο τσεκούρι του και άλλα αντικείμενα, που ξαναβρίσκονταν μετά από μερικές χιλιετηρίδες. Απ' αυτά τα ευρήματα γέμισαν τα Μουσεία και οι ιδιωτικές συλλογές.

Με την εξέλιξη του πολιτισμού κρίθηκε απαραίτητο να ρυθμιστεί και νομικώς η σχέση του πολίτη που χάνει κάτι μ' εκείνον που το βρίσκει. Έτσι λοιπόν έγινε ένας ειδικός νόμος, που τον ονόμασαν «απόκρυψη ευρέσεως χαμένων αντικειμένων». Για να απαλύνουν κάπως τις αυστηρές του διατάξεις, πρόσθεσαν και μια παράγραφο για αμοιβή του τίμιου ευρετού. Έκτοτε η τιμιότητα αμείβεται με το δέκα τοις εκατό της αξίας του χαμένου αντικειμένου, που βρέθηκε και παραδόθηκε στον κάτοχό του. Πριν από τον πόλεμο μου έτυχε κι εμένα μια τέτοια περίπτωση. Μόνο που οι αρχές -ίσως από άγνοια- δεν πρόσεξαν την παράγραφο, που προβλέπει την αμοιβή για τον τίμιο ευρετή. Το πράγμα έχει ως εξής:

Κάποτε σουλατσάροντας νύχτα στην Πράγα βρήκα ένα κέρμα των δέκα χέλερ. Αμέσως έτρεξα στο αστυνομικό τμήμα όπου και παρέδωσα ολόκληρο το ποσό στον αστυνομικό υπηρεσίας. Έπειτα εξέφρασα την επιθυμία να δημοσιευθεί τ' όνομά μου στις εφημερίδες και να πάρω την αμοιβή μου, δηλαδή ένα χέλερ. Κάλεσαν τότε, τον αστυνομικό επιθεωρητή. Μόλις με είδε φώναξε ότι με γνωρίζει καλά τι είμαι, και γι' αυτό θα με κρατούσε τη νύχτα εκεί. Το πρωί με παρουσίασαν σ' έναν κύριο στον πρώτο όροφο, που μου πήρε μια κατάθεση. Σύμφωνα με το «Νόμο», καταδικάστηκα σε πέντε κορόνες πρόστιμο, επειδή... κορόιδεψα τις αρχές. Σε περίπτωση, που δεν θα είχα χρήματα η ποινή θα μεταβαλλόταν σε σαρανταοκτώ ώρες κράτηση. Προτίμησα το δεύτερο. Ορκίστηκα τότε, ότι σε περίπτωση που θα 'βρισκα κάτι, δεν θα το παρέδιδα πια. Δυστυχώς δεν βρήκα από τότε τίποτε άλλο, εκτός από ένα μωρό αφημένο σ' ένα διάδρομο, όπου βρέθηκα για να σφίξω τη ζώνη μου. Το μωρό το άφησα εκεί που βρισκόταν.

Η Άννα Μπούκλοβα, παραδουλεύτρα από το Σεστρόβιτσε, πήγαινε κατά τις πέντε το πρωί προς την τοποθεσία «Αμπέλια», όπου θα έπλενε τα ρούχα μιας οικογενείας. Περνώντας όμως από τις γραμμές κοντά στο μοναστήρι, σκόνταψε πάνω σε κάτι. Ασυναίσθητα κοίταξε προς τα κάτω. Με την έμφυτη εξυπνάδα της διαπίστωσε αμέσως ότι ήταν ένα δερμάτινο πορτοφόλι. Το άνοιξε. Μέσα υπήρχαν λογής λογής χαρτιά, που δεν καταλάβαινε το περιεχόμενό τους. Επειδή όμως από τη φύση της ήταν μια καλόκαρδη και τίμια γυναίκα, έτρεξε γρήγορα στην αστυνομία και παρέδωσε το πορτοφόλι στον αστυνομικό υπηρεσίας. Αυτός εξέτασε το περιεχόμενό του και κιτρίνισε. Έπειτα σηκώθηκε και με φωνή που έτρεμε της είπε:

- Συγχαρητήρια! Βρήκατε εφτά εκατομμύρια οκτακόσιες ενενήντα έξι χιλιάδες κορόνες, σε τσεκ. Μπορούν να εξαργυρωθούν στην προεξοφλητική τράπεζα της Βοημίας.

Η Άννα Μπούκλοβα κοίταξε τον αστυνομικό με γουρλωμένα μάτια και επανέλαβε:

- Εφτά εκατομμύρια οκτακόσιες ενενήντα έξι χιλιάδες!

- Ναι, είπε πάλι ο αστυνομικός σοβαρά. Εφτά εκατομμύρια οκτακόσιες ενενήντα έξι χιλιάδες κορόνες! Καθίστε, θα πάρω την κατάθεσή σας.

- Αξιότιμε κύριε, για όνομα του Θεού, αφήστε με να πάω στη δουλειά μου, τον παρακαλούσε η Άννα Μπούκλοβα και άρχισε να κλαίει. Δεν φταίω για το πορτοφόλι. Πρέπει να πάω στην περιοχή των αμπελιών για να πλύνω κάτι ρούχα. Σκόνταψα από απροσεξία.

- Αγαπητή μου κυρία, μόνο για το τυπικό. Μια τέτοια περίπτωση πρέπει να την εξετάσει η υπηρεσία. Τ' όνομά σας θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες. Πώς λέγεστε;

-Χριστέ και Παναγία! Και η Άννα Μπούκλοβα ξέσπασε σε κλάματα. Τέτοια ντροπή! Ξυπνάω το πρωί τίμια γυναίκα και το βράδυ να φιγουράρω στις εφημερίδες. Παναγία μου, δεν θα τ' αντέξω. Σ' όλη μου τη ζωή τυραννιέμαι σαν το σκυλί. Από το Στρεζορίτσε πάω στ' Αμπέλια, από τ' Αμπέλια στο Λίμπεν. Παντού πλένω ρούχα. Από το Λίμπεν πάω στο Χλουμπότσεπι για να συγυρίσω τα σπίτια. Ο άντρας μου πίνει, τα παιδιά μου τριγυρίζουν με σχισμένα ρούχα κι εγώ φοράω το τελευταίο μου φόρεμα.

Η φωνή της πνίγηκε.

- Μα, κυρία μου, την καθησύχασε ο αστυνομικός˙ είναι καθήκον μου να σας πάρω κατάθεση και να την περάσω στο πρωτόκολλο. Μην κλαίτε, το βλέπετε ότι πρόκειται για εκατομμύρια.

- Θεέ μου, συνέχισε η Άννα Μπούκλοβα και το κλάμα της συνεχιζόταν πιο γοερό. Πρόκειται για εκατομμύρια! Εγώ όμως δεν έκανα τίποτε. Να μου τύχει τέτοιο κακό τώρα στα γεράματα! Μου φτάνει να κερδίζω με τον ιδρώτα μου λίγα χρήματα, τόσα όσα φτάνουν για ν' αγοράζω στα παιδιά μου λίγο ψωμί. Όλα ακρίβηναν κι αν ζητήσω μια κορόνα παραπάνω για σαπούνι θα με πετάξουν στο δρόμο. Τότε πρέπει να ψάχνω να βρω άλλη δουλειά. Δεν χάρηκα ποτέ στη ζωή μου, αλλά και δεν έκλεψα ποτέ. Έχω πλύνει τόσα πολλά ξένα ρούχα, που μου είναι αδύνατο να τα μετρήσω.

- Κυρία μου, ησυχάστε! Πρόκειται για το δέκα τοις εκατό.

- Δεν θέλω να έχω καμιά σχέση με ποσοστά, κύριε. Αφήστε με να πάω στο σπίτι! Δεν αντέχω πια. Στις εφτά πρέπει να βρίσκομαι στ' Αμπέλια, διαφορετικά τα ρούχα θα παραβράσουν.

Ο αστυνομικός την κοίταζε οργισμένος, χτύπησε το πορτοφόλι στο τραπέζι και φώναξε:

-Αρκετά ως εδώ. Πώς ονομάζεστε;

- Αννα Μπούκλοβα, απάντησε η τίμια γυναίκα ανάμεσα στ' αναφιλητά.

- Πού μένετε;

.- Στο Στρεζοβίτσε.

-Οδός;

- Κεντρική οδός.

-Αριθμός;

- Εξήντα εφτά.

- Γεννηθήκατε;

- Μάλιστα, κύριε, η συγχωρεμένη η μάνα μου...

- Σας ρωτώ, πότε γεννηθήκατε.

- Στα 1872.

-Πού;

- Στο σπίτι.

- Ναι, αλλά πού, στην Πράγα; Στην επαρχία;

- Στην επαρχία.

- Θεέ και κύριε, πού ακριβώς;

- Στο Ζράσλαβ, κοντά στην Πράγα.

- Περιφέρεια... Νομός... Μα τι έγινε; λιποθυμήσατε;

Μόλις συνήλθε η γυναικούλα, η ανάκριση συνεχίστηκε και τέλειωσε ως εξής:

- Έχετε αξιώσεις για το δέκα τοις εκατό; Να είστε σαφής.

- Θεός φυλάξει, κύριε. Αφήστε με να φύγω. Η μακαρίτισσα η μάνα μου έλεγε: Οι τίμιοι αμύνονται ως το τέλος.

-Αφού είναι έτσι, υπογράψτε τότε το πρωτόκολλο.

- Στ' όνομα του Πατρός και του Υιού, αναστέναξε η Άννα Μπούκλοβα και υπόγραψε με μια μονοκοντυλιά.

Τέσσερις ώρες αργότερα εμφανίστηκε στη διεύθυνση της αστυνομίας ένας νεαρός, που έδειχνε για Αμερικάνος.

- Έχω χάσει, είπε με σπασμένα γερμανικά, πορτοφόλι μου. Αυτό πρέπει να είναι από τσέπη μου πέσει τελευταία νύχτα. Ανάφερε το ποσόν και τον αριθμό των τσεκ.

Έπειτα συνέχισε, πως δεν ενδιαφέρεται και τόσο για τα λεφτά, όσο για τις σπουδαίες επαγγελματικές σημειώσεις, που περιέχει μέσα, για τη φτηνή αγορά εντοσθίων από χήνες. Του πήραν μια κατάθεση. Όταν του είπαν έπειτα ότι αυτή που βρήκε τα χρήματα παραιτήθηκε από την αμοιβή του δέκα τοις εκατό, ο βασιλιάς των εντοσθίων από χήνες είπε:

-Καλά, καλά.

Έπειτα έφυγε, αφού αρνήθηκε να σημειώσει τη διεύθυνση της Άννας Μπούκλοβα.

Οι βραδινές εφημερίδες αφιέρωσαν ολόκληρες στήλες για την τίμια γυναίκα, που δεν δέχθηκε ένα τόσο μεγάλο ποσό.

Η Άννα Μπούκλοβα, όμως, μεταφέρθηκε το βράδυ στο νοσοκομείο. Ο άντρας της την έκανε μαύρη στο ξύλο, όταν διάβασε στις βραδινές εφημερίδες το περιστατικό.

μτφρ. Λ Ολύμπιος

 

 

Τρίτη 18 Ιουλίου 2023

Πράξεις των Αποστόλων- Ιωάννης Πανουτσόπουλος

 Famous Abstract Art Paintings List | Popular Paintings in the Abstract Art  Genre

 Από την ποιητική συλλογή του Ιωάννη Πανουτσόπουλου «Πράξεις των Αποστόλων» (εκδ. Τόπος).

 Σ’ αυτόν τον κόσμο είναι όλα τακτοποιημένα
Τόσο εξασφαλισμένο ότι ο σπινθήρας δεν θα βάλει φωτιά
Η επανάσταση έχει τόσο πολύ αντιγράψει τη συντήρηση
Τα πνευματικά δικαιώματα του επιτηρούμενου καταλήγουν
Απρόσκοπτα στην τσέπη του επιτηρητή
Και μόνον η ανταρσία του φυσικού κόσμου υπενθυμίζει
Τον τρόπο που έχουν δεθεί τα γήινα με τα επουράνια
Όταν ακόμα και στην πιο ανέφελη μέρα
Νιώθουμε την ανάγκη να δεηθούμε σ’ ένα σύννεφο
Ένα σύννεφο με παντελόνι
Ασορτί με το καλό μας κασκέτο.

(«Δεόμενοι στην επανάσταση», αποσπ.)

Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

Δήλωση - Γιώργος Σεφέρης

 Γιώργος Σεφέρης: 5 εξαιρετικά ποιήματα του Νομπελίστα λογοτέχνη -  Thessaloniki Arts and Culture

 Δήλωση - Γιώργος Σεφέρης

 

Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.
     Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ώς τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίεψα ώς τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
     Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, νά τι θα έλεγα:
     Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
     Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.
     Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
     Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο
και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή.
     Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.
 
28 Μαρτίου 1969


(από το βιβλίο: Νέα κείμενα 2, Κέδρος 1971)

Παρασκευή 14 Ιουλίου 2023

Ρίζες (Γιώργος Σεφέρης)

 

Ρίζες (Γιώργος Σεφέρης)

 

 

Ο Γιώργος Σεφέρης με την αδερφή του Ιωάννα και τον αδερφό του Άγγελο στη Σκάλα Βουρλών, το 1907

 

«Βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι· δεν ήμασταν ποτέ απομονωμένοι· μείναμε πάντα ανοιχτοί σε όλα τα ρεύματα -Ανατολή και ∆ύση· και τ’ αφομοιώναμε θαυμάσια τις ώρες που λειτουργούσαμε σαν εύρωστος οργανισμός … Συνταραζόμαστε κι εμείς, δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, από διαδοχικές κρίσεις, αποκαλυπτικές εφευρέσεις και φόβους, που δεν αφήνουν τον ανθρώπινο νου να ηρεμήσει -σαν την καλαμιά στον κάμπο. Μπροστά σ’ αυτά, τι μας μένει για να βαστάξουμε αν απαρνηθούμε τον εαυτό μας; ∆ε μένω τυφλός στα ψεγάδια μας, αλλά έχω την ιδιοτροπία να πιστεύω στον εαυτό μας.

Σας παρακαλώ να με συγχωρήσετε που μνημονεύω εδώ προσωπικές εμπειρίες· δεν έχω άλλο πειραματόζωο από εμένα. Και η προσωπική μου εμπειρία μου δείχνει πως το πράγμα που με βοήθησε, περισσότερο από κάθε άλλο, δεν ήταν οι αφηρημένοι στοχασμοί ενός διανοουμένου, αλλά η πίστη και η προσήλωσή μου σ’ έναν κόσμο ζωντανών και περασμένων ανθρώπων· στα έργα τους, στις φωνές τους, στο ρυθμό τους, στη δροσιά τους. Αυτός ο κόσμος, όλος μαζί, μου έδωσε το συναίσθημα πως δεν είμαι μια αδέσποτη μονάδα, ένα άχερο στ’ αλώνι. Μου έδωσε τη δύναμη να κρατηθώ ανάμεσα στους χαλασμούς που ήταν της μοίρας μου να ιδώ. Κι ακόμη, μ’ έκανε να νιώσω, όταν ξαναείδα το χώμα που με γέννησε, πως ο άνθρωπος έχει ρίζες, κι όταν τις κόψουν πονεί, βιολογικά, όπως όταν τον ακρωτηριάσουν.

Κι όλα τούτα θα μπορούσα να τα ονομάσω με τη λέξη παράδοση, που την ακούμε κάποτε ψυχρά και μας φαίνεται υπόδικη. Αλήθεια, υπάρχουν ροπές που νομίζουν πως η παράδοση μας στρέφει σε έργα παρωχημένα και ανθρώπους παρωχημένους· πως είναι πράγμα τελειωμένο και άχρηστο για τις σημερινές μας ανάγκες· πως δεν μπορεί να βοηθήσει σε τίποτε τον σημερινό τεχνοκρατικό άνθρωπο που γνώρισε φριχτούς πολέμους και φριχτότερα στρατόπεδα συγκεντρώσεως· αυτόν τον άνθρωπο που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην κατάσταση του θηρίου και την κατάσταση του ανδροειδούς. Η παράδοση είναι λοιπόν ένα περιττό βάρος που πρέπει να εξοβελιστεί. Μου φαίνεται πως αυτές οι ροπές εκπορεύουνται από τη σύγχρονη απελπισία για την αξία του ανθρώπου. Είναι τα συμπτώματα ενός πανικού, που εν ονόματι του ανθρώπου τείνουν να κατακερματίσουν την ψυχή του ανθρώπου. Όμως τι απομένει αν βγάλουμε από τη μέση τον άνθρωπο;».

* Απόσπασμα από ομιλία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 16 Απριλίου 1964, δημοσιευμένη σε: «∆οκιμές», τόμ. 2, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1974.

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2023

Χόρχε Μπουκάι: Γράμμα στην κόρη μου

 

Χόρχε Μπουκάι: Γράμμα στην κόρη μου

 

Πριν πεθάνω,κόρη μου, θα’ θελα να’ μαι σίγουρος ότι σου έμαθα:

 Να χαίρεσαι τον έρωτα~
Να έχεις εμπιστοσύνη στις δυνάμεις σου~
Να αντιμετωπίζεις τους φόβους σου~
Να ενθουσιάζεσαι με τη ζωή~
Να ζητάς βοήθεια όταν
τη χρειάζεσαι~
Να επιτρέπεις να σε παρηγορούν όταν πονάς~
Να παίρνεις τις δικές σου αποφάσεις~
Να υπερασπίζεσαι τις επιλογές σου~Να είσαι φίλη του εαυτού σου~
Να μη φοβάσαι μήπως γελοιοποιηθείς~
Να ξέρεις πως αξίζεις να σ’ αγαπάνε~
Να μιλάς στους άλλους τρυφερά~
Να αγαπάς και να φροντίζεις το παιδάκι που έχεις μέσα σου~
Να μην εξαρτάσαι από την επιδοκιμασία των άλλων~

 Να μην επωμίζεσαι τις ευθύνες όλων~
Να μην κυνηγάς το χειροκρότημα αλλά τη δική σου ικανοποίηση από το γεγονός
Να δίνεις γιατί θέλεις,ποτέ γιατί νομίζεις πως είναι υποχρέωσή σου~
Να δέχεσαι τους περιορισμούς και την αδυναμία σου χωρίς θυμό~
Να μην επιβάλλεις τα κριτήριά σου ούτε να επιτρέπεις να σου επιβάλλουν οι άλλοι τα δικά τους~
Να λες το ναι μονάχα όταν το θέλεις και να λες όχι χωρίς ενοχές~
Να ρισκάρεις περισσότερο~
Να δέχεσαι την αλλαγή και ν’ αναθεωρείς τις πεποιθήσεις σου~
Να προσπαθείς να γιατρέψεις τις παλιές και τις πρόσφατες πληγές σου~
Να φέρεσαι και να απαιτείς να σου φέρονται με σεβασμό~
Να σχεδιάζεις το μέλλον αλλά να ζεις το παρόν~
Να εμπιστεύεσαι τη διαίσθησή σου~
Να καλλιεργείς σχέσεις υγιείς όπου ο ένας στηρίζει τον άλλο~
Να κάνεις την κατανόηση και τη συγγνώμη προτεραιότητές σου~
Να δέχεσαι τον εαυτό σου όπως είναι~
Να μεγαλώνεις μαθαίνοντας από τις αποτυχίες σου~
Να επιτρέπεις στον εαυτό σου να λύνεται στα γέλια μες στο δρόμο χωρίς ιδιαίτερο λόγο.

Τρίτη 11 Ιουλίου 2023

Ο Ερευνητής (του Jorge Bucay)

 8,500+ Man In The Cemetery Stock Photos, Pictures & Royalty ...

Ο Ερευνητής (του Jorge Bucay) 

 

Αυτή είναι η ιστορία ενός ανθρώπου τον οποίο εγώ θα χαρακτήριζα ερευνητή.. 

Ερευνητής είναι κάποιος που ψάχνει, όχι απαραιτήτως κάποιος που βρίσκει. 

Ούτε είναι κάποιος που ξέρει στα σίγουρα τι είναι αυτό που ψάχνει. Είναι, απλώς, κάποιος για τον οποίο η ζωή αποτελεί μια αναζήτηση. 

Μια μέρα, ο ερευνητής διαισθάνθηκε ότι έπρεπε να πάει προς την πόλη του Καμίρ. Είχε μάθει να δίνει μεγάλη σημασία στα προαισθήματα του, που πήγαζαν από ένα μέρος δικό του μεν, άγνωστο δε. 

Μετά από δύο μέρες πορείας στους σκονισμένους δρόμους, διέκρινε από μακριά το Καμίρ. Λίγο πριν φτάσει στο χωριό, του τράβηξε την προσοχή ένας λόφος, δεξιά από το μονοπάτι. Ήταν σκεπασμένος από υπέροχη πρασινάδα και γεμάτος με δέντρα, πουλιά και μαγευτικά λουλούδια. Τον περιτριγύριζε κάτι σαν μικρός φράχτης φτιαγμένος από βαμμένο ξύλο. 

Μια μπρούντζινη πορτούλα τον προσκαλούσε να μπει. 

Ξαφνικά, αισθάνθηκε να ξεχνά το χωριό και υπέκυψε στην επιθυμία του να ξαποστάσει για λίγο σ' εκείνο το μέρος. 

Ο ερευνητής πέρασε την είσοδο κι άρχισε να βαδίζει αργά δίπλα στις λευκές πέτρες που ήταν τοποθετημένες ανάκατα ανάμεσα στα δέντρα. 

Άφησε το βλέμμα του να ξαποστάσει σαν την πεταλούδα, σε κάθε λεπτομέρεια του πολύχρωμου αυτού παραδείσου. 

Τα μάτια του, όμως, ήταν μάτια ερευνητή, κι ίσως γι' αυτό ανακάλυψε εκείνη την επιγραφή πάνω σε μια απ' τις πέτρες: Αμπντούλ Ταρέγκ: έζησε 8 χρόνια, 6 μήνες, δύο εβδομάδες και 3 μέρες. 

Τρόμαξε λίγο συνειδητοποιώντας ότι εκείνη η πέτρα δεν ήταν απλώς μια πέτρα: ήταν μια ταφόπλακα. 

Λυπήθηκε όταν σκέφτηκε ότι ένα παιδί τόσο μικρής ηλικίας ήταν θαμμένο σ' εκείνο το μέρος. 

Κοιτάζοντας γύρω του, ο άνθρωπος ότι και η διπλανή πέτρα είχε μια επιγραφή. Πλησίασε να τη διαβάσει. Έλεγε:Γιαμίρ Καλίμπ: έζησε 5 χρόνια, 8 μήνες και 3 εβδομάδες. 

Ο ερευνητής αισθάνθηκε φοβερή συγκίνηση. 

Αυτό το πανέμορφο μέρος ήταν νεκροταφείο, και κάθε πέτρα ήταν ένας τάφος. 

Μία μία, άρχισε να διαβάζει τις πλάκες. 

Όλες είχαν παρόμοιες επιγραφές: ένα όνομα και τον ακριβή χρόνο ζωής του νεκρού. 

Αλλά αυτό που τον τάραξε περισσότερο ήταν η διαπίστωση ότι ο άνθρωπος που είχε ζήσει τον πιο πολύ καιρό, μόλις που ξεπερνούσε τα έντεκα χρόνια ... 

Νικημένος από μια αβάσταχτη θλίψη, έκατσε κι άρχισε να κλαίει. 

Ο φύλακας του νεκροταφείου που περνούσε από εκεί τον πλησίασε. 

Τον κοίταξε να κλαίει για λίγο σιωπηλός, και μετά τον ρώτησε αν έκλαιγε για κάποιον συγγενή. 

«Όχι, για κανέναν συγγενή» είπε ο ερευνητής. «Τι συμβαίνει σ' αυτό το χωριό; Τι πράγμα φοβερό έχει αυτός ο τόπος; Γιατί έχει τόσα πολλά νεκρά παιδιά θαμμένα σ' αυτό το μέρος; Ποια είναι η τρομερή κατάρα που βαραίνει αυτούς τους ανθρώπου; και τους έχει υποχρεώσει να φτιάξουν ένα νεκροταφείο για παιδιά:» 

Ο ηλικιωμένος χαμογέλασε και είπε: 

«Μπορείτε να ηρεμήσετε. Δεν υπάρχει τέτοια κατάρα. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι εδώ έχουμε ένα παλιό έθιμο. Θα σας εξηγήσω ... 

»Οταν ένας νέος συμπληρώνει τα δεκαπέντε του χρόνια, οι γονείς του του χαρίζουν ένα τετράδιο όπως αυτό που έχω εδώ, για να το κρεμάει στο λαιμό. Είναι παράδοση στον τόπο μας. Από τη στιγμή εκείνη κι έπειτα, κάθε φορά που κάποιος απολαμβάνει έντονα κάτι, ανοίγει το τετράδιο και σημειώνει: 

Στα δεξιά, αυτό που απόλαυσε. 

Στ' αριστερά, πόσο χρόνο κράτησε η απόλαυση. 

»Εστω ότι γνώρισε μια κοπέλα και την ερωτεύτηκε. Πόσο κράτησε το μεγάλο αυτό πάθος και η χαρά της γνωριμίας τους; Μια εβδομάδα; Δύο; Τρεις και μισή:» 

»Και μετά, η συγκίνηση του πρώτου φιλιού, η θαυμάσια ευχαρίστηση του πρώτου φιλιού ... Πόσο κράτησε; Μόνο το ενάμισι λεπτό του φιλιού; Δύο μέρες; Μια εβδομάδα; 

»Και η εγκυμοσύνη, και η γέννηση του πρώτου παιδιού; 

»Και ο γάμος των φίλων; 

»Και το ταξίδι που πάντα ήθελε; 

»Και η συνάντηση με τον αδελφό που γυρίζει από μια μακρινή χώρα; 

»Πόσο κράτησε στ' αλήθεια η απόλαυση αυτών των αισθήσεων; 

»Ώρες; Μέρες; 

Έτσι , συνεχίζουμε να σημειώνουμε στο τετράδιο κάθε λεπτό που απολαμβάνουμε ... Κάθε λεπτό.

»Οταν κάποιος πεθαίνει, έχουμε τη συνήθεια να ανοίγουμε το τετράδιό του και να αθροίζουμε το χρόνο της απόλαυσης για να τον γράψουμε πάνω στον τάφο του. Γιατί αυτός είναι για εμάς ο μοναδικός και πραγματικός χρόνος ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΖΗΣΕΙ»

Γιώργος Ιωάννου, Στου Κεμάλ το σπίτι

 Valdemar Heinrich Nicolaus Irminger | An old woman outside her house (1923)  | MutualArt

Γιώργος Ιωάννου, Στου Κεμάλ το σπίτι
 

Δεν ξαναφάνηκε η μαυροφορεμένη εκείνη γυναίκα, που ερχόταν στο κατώφλι μας κάθε χρονιά, την εποχή που γίνονται τα μούρα, ζητώντας με ευγένεια να της δώσουμε λίγο νερό απ' το πηγάδι της αυλής. Έμοιαζε πολύ κουρασμένη, διατηρούσε όμως πάνω της ίχνη μιας μεγάλης αρχοντικής ομορφιάς. Και μόνο ο τρόπος που έπιανε το ποτήρι, έφτανε για να σχηματίσει κανείς την εντύπωση πως η γυναίκα αυτή στα σίγουρα ήταν μια αρχόντισσα. Δίνοντάς μας πίσω το ποτήρι, ποτέ δεν παρέλειπε να μας πει στα τούρκικα την καθιερωμένη ευχή, που μπορεί να μην καταλαβαίναμε ακριβώς τα λόγια της, πιάναμε όμως καλά το νόημά της: "Ο Θεός να σας ανταποδώσει το μεγάλο καλό". Ποιο μεγάλο καλό; Ιδέα δεν είχαμε.

Καθόταν ήσυχα για ώρα πολλή στο κατώφλι της αυλής, κι αντί να κοιτάζει κατά το δρόμο ή τουλάχιστο κατά το πλαϊνό σπίτι του Κεμάλ, αυτή στραμμένη έριχνε κλεφτές ματιές προς το δικό μας σπίτι, παραμιλώντας σιγανά. Πότε πότε έκλεινε τα μάτια και το πρόσωπό της γινόταν μακρινό, καθώς συλλάβιζε ονόματα παράξενα. Εμείς, πάντως, δεν παραλείπαμε να της δίνουμε μούρα απ' την ντουτιά, όπως άλλωστε δίναμε σ' όλη τη γειτονιά και σ' όποιον περαστικό μας ζητούσε. Η ξένη τα έτρωγε σιγανά, αλλά με ζωηρή ευχαρίστηση. Δε μας φαινόταν παράξενο που της άρεζαν τα μούρα μας τόσο πολύ. Το δέντρο μας δεν ήταν από τις συνηθισμένες μουριές, απ' αυτές που κάνουν εκείνα τα άνοστα νερουλιάρικα μούρα. Το δικό μας έκαμνε κάτι μεγάλα, ξινά σα βύσσινα, και πολύ κόκκινα στο χρώμα. Ήταν ένα δέντρο παλιά και τεράστιο, τα κλαδιά του ξεπερνούσαν το δίπατο σπίτι μας. Μοναχά ένα κακό είχε∙ τα φύλλα του ήταν σκληρά και οι μεταξοσκώληκές μου δεν μπορούσαν να τα φάνε. Ήταν, πάντως, δέντρο φημισμένο σ' όλο το Ισλαχανέ κι ακόμα πιο πέρα.

Την πρώτη φορά που είχε καθίσει η άγνωστη γυναίκα στο κατώφλι μας, δε σκεφτήκαμε να της προσφέρουμε μούρα, όμως σε λίγο μας ζήτησε η ίδια λέγοντας πως ήθελε να φυτέψει το σπόρο τους στον μπαχτσέ της. Έφαγε μερικά και τα υπόλοιπα τα έβαλε σ' ένα χαρτί και έφυγε χαρούμενη.

Τη δεύτερη φορά, θα ήταν κατά το τριάντα οχτώ, δυο χρόνια, πάντως, μετά την πρώτη, δεν έβαλε μούρα στο χαρτί. Κάθισε και τα έφαγε ένα ένα στο κατώφλι. Φαίνεται πως ο σπόρος απ' τα προηγούμενα είχε αποδώσει, αλλά για να δώσει και μούρα έπρεπε, βέβαια, να περάσουν χρόνια. Το δέντρο αυτό, όπως όλα τα δέντρα που μεγαλώνουν σιγά, ζει πολλά χρόνια και αργεί να καρπίσει.

Η γυναίκα ξαναφάνηκε και τον επόμενο χρόνο, λίγο πριν απ' τον πόλεμο. Όμως τη φορά αυτή της προσφέραμε νερό απ' τη βρύση. Αρνήθηκε να πιει το νερό. Μόλις το έφερε στο στόμα, μας κοίταξε στα μάτια και μας έδωσε πίσω το γεμάτο ποτήρι. Επειδή την είδαμε ταραγμένη, θελήσαμε να της εξηγήσουμε. Ο σιχαμένος σπιτονοικοκύρης μας είχε διοχετεύσει το βόθρο του σπιτιού στο βαθύ πηγάδι. "Τώρα που σας έφερα το νερό στις κουζίνες σας, δε σας χρειάζεται το πηγάδι", μας είχε πει. Η γυναίκα βούρκωσε, δε μας έδωσε όμως καμιά εξήγηση για την τόση λύπη της. Για να την παρηγορήσουμε της δώσαμε περισσότερα μούρα κι η γιαγιά μου της είπε κάτι που την έκανε να τιναχτεί: "Θα σου τα έβαζα σ' ένα κουτί, αλλά δε βαστάνε για μακριά". Και πράγματι είχαμε αρχίσει κάτι να υποπτευόμαστε. Την άλλη φορά είδαμε, πως μόλις έφυγε από μας, πήγε δίπλα στου Κεμάλ το σπίτι, όπου την περίμενε μια ομάδα από τούρκους προσκυνητές, που κοντοστέκονταν στο πεζοδρόμιο. Εμείς ως τότε θαρρούσαμε πως είναι καμιά τουρκομερίτισσα δικιά μας, απ' τις πάμπολλες εκείνες, που δεν ήξεραν λέξη ελληνικά, μια και η ανταλλαγή των πληθυσμών είχε γίνει με βάση τη θρησκεία και όχι τη γλώσσα. Η αποκάλυψη αυτή στη αρχή μάς τάραξε. Δε μας έφτανε που είχαμε δίπλα μας του Κεμάλ το σπίτι, σα μια διαρκή υπενθύμιση της καταστροφής, θα είχαμε τώρα και τους τούρκους να μπερδουκλώνονται πάλι στα πόδια μας; Και τι ακριβώς ήθελε από μας αυτή η γυναίκα; Πάνω σ' αυτό δεν απαντήσαμε, κοιταχτήκαμε όμως βαθιά υποψιασμένοι. Και τα επόμενα λόγια μας έδειχναν πως η καρδιά μας ζεστάθηκε κάπως από συμπάθεια κι ελπίδα. Είχαμε κι εμείς αφήσει σπίτια και αμπελοχώραφα εκεί κάτω.

Η τουρκάλα ξαναφάνηκε λίγο μετά τον πόλεμο. Εμείς καθόμασταν πια σε άλλο σπίτι, λίγο παραπάνω, όμως την είδαμε μια μέρα να κάθεται κατατσακισμένη στο κατώφλι του παλιού σπιτιού μας. Ο πρώτος που την είδε, ήρθε μέσα και φώναξε: "η τουρκάλα!" Βγήκαμε στα παράθυρα και την κοιτάζαμε με συγκίνηση. Παραλίγο να την καλέσουμε απάνω στο σπίτι - τόσο μας είχε μαλακώσει την καρδιά η επίμονη νοσταλγία της. Όμως αυτή κοίταζε ακίνητη την κατάγυμνη αυλή και το έρημο σπίτι. Μια ιταλιάνικη μπόμπα είχε σαρώσει τη ντουτιά κι είχε ρημάξει το καλοκαμωμένο ξυλόδετο σπίτι, χωρίς να καταφέρει να το γκρεμίσει.

Δεν την ξανάδαμε από τότε. Ήρθε - δεν ήρθε, άγνωστο. Άλλωστε και να 'ρχότανε δε θα 'βρισκε πια το κατώφλι με το αφράτο μάρμαρο για να ξαποστάσει. Το σπίτι είχε από καιρό παραδοθεί σε μια συμμορία εργολάβων και στη θέση του υψώθηκε μια πολυκατοικία απ' τις πιο φρικαλέες. Τώρα ετοιμάζονται να την γκρεμίσουν οι γελοίοι. Ποιος ξέρει τι μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι το πονηρό μυαλό τους.

Αν γίνει αυτό, θα παραφυλάγω νύχτα μέρα, ιδίως όταν το σκάψιμο θα έχει φτάσει στα θεμέλια, κι ίσως μπορέσω να εμποδίσω ή τουλάχιστο να καθυστερήσω το χτίσιμο του νέου εξαμβλώματος. Την προηγούμενη φορά είχε βρεθεί εκεί στα βάθη ένα θαυμάσιο ψηφιδωτό, που άρχιζε απ' το οικόπεδο του δικού μας σπιτιού και συνεχιζόταν προς το σπίτι του Κεμάλ. Το ψηφιδωτό αυτό οι δασκαλεμένοι εργάτες το σκεπάσανε γρήγορα γρήγορα για να μην τους σταματήσουν οι αρμόδιοι. Πάντως, τις ώρες που το έβλεπε το φως του ήλιου, γίνονταν διάφορα σχόλια απ' την έκθαμβη γειτονιά. Όλοι μιλούσανε για την ομορφιά και την παλιά δόξα, μα ανάμεσα στα δυνατά λόγια και τις φωνές, άκουσα μια γρια να σιγολέει: «Στο σπίτι αυτό καθόταν ένας μπέης, που είχε μια κόρη σαν τα κρύα τα νερά. Κυλιόταν κάτω, όταν φεύγανε, φιλούσε το κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δεν ματαείδα».


Από τη συλλογή διηγημάτων Η μόνη κληρονομιά (1974)

Σάββατο 8 Ιουλίου 2023

Θανάσης Βαλτινός, Ο Παναγιώτης

 7,700+ Old Beggar Stock Photos, Pictures & Royalty-Free Images - iStock |  Homeless, Old man

Θανάσης Βαλτινός, Ο Παναγιώτης

 

Όταν έσπασε το μέτωπο, το '22, πολλά χιλιόμετρα πια δώθε από τον Σαγγάριο, στο Αλή Βεράν, πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με το στρατηγό Τρικούπη και τα υπολείμματα του Γ' Σώματος.

Ήταν η τελευταία τους μάχη.

Από το στρατόπεδο του Ουσάκ επέζησε -ένας στους τρεις- και, κοπανώντας για δεκαοχτώ μήνες χαλίκι, έφτασε ως την Κιλικία.

Στην ανταλλαγή, το '24, εντελώς ανέλπιστα, με άλλους καμιά τριακοσαριά ακόμα, τον κατέβασαν στη Σμύρνη.

Μια επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού τούς περίμενε στο σταθμό Μπασμά Χανέ, τους παράλαβε χοντρικά, τους φόρτωσε στο ατμόπλοιο «Μαρίκα Τόγια» από τη Σιδερόσκαλα της Πούντας και, όσο το καράβι ανοιγόταν, ο Παναγιώτης όρθιος στο ψηλότερο κατάστρωμα κοίταζε πίσω του τη στεριά που μίκραινε.

Παρά τους εξευτελισμούς που είχε υποστεί και με όλα τα ράκη που τον σκέπαζαν, η μορφή του εξακολουθούσε να διατηρεί κάτι αρχαγγελικό.

Η αρρώστια τού παρουσιάστηκε πολύ αργότερα, τέλη του '27. Άρχισε να τρέμει το δεξί του χέρι, ένα είδος Πάρκινσον. Άρχισε επίσης και να τραυλίζει. Οι γιατροί που τον εξέτασαν αποφάνθηκαν ότι ήταν από τις κακουχίες της αιχμαλωσίας.

Ένας κομματάρχης, παλιός συμμαχητής του, τον έσπρωξε να γυρέψει σύνταξη. Τον βοήθησε έφτιαξαν τα χαρτιά του, τα έστειλε στο υπουργείο και περίμενε. Του απάντησαν σε εννέα μήνες αρνητικά.

Στο μεταξύ πέθανε η μάνα του και ένας μεγαλύτερος αδερφός του που συντηρούσε και τους δυο.

Κάμποσο καιρό, για να τα βγάλει πέρα, ο Παναγιώτης έκανε θελήματα. Μετά αναγκάστηκε να επαιτεί. Περίεργη επαιτεία: Μάζευε και εμπορευόταν διάφορα χορτάρια, ρίγανη, φασκόμηλο - μικροποσότητες, πρόσχημα για όση περηφάνια τού είχε απομείνει.

Μια γειτόνισσα μοδίστρα, παντρεμένη, παιδικός του έρωτας κάποτε, τον λυπήθηκε και του έραψε μερικά ομοιόμορφα σακούλια από κάμποτο, με σούρα στο απάνω μέρος. Αυτός τα γέμιζε με υπομονή, τα φορτωνόταν και έπαιρνε τους δρόμους. Η μισή Πελοπόννησος τον έμαθε έτσι: Ο Παναγιώτης.

Καμιά φορά στις δημοσιές, μέσα στην καλοκαιριάτικη ζέστη, οι ατσίδες οδηγοί των φορτηγών σταμάταγαν, τον ανέβαζαν δίπλα τους και για να σπάνε πλάκα στη διαδρομή, του άνοιγαν χοντρή κουβέντα.

Ακόμα και τα αλάνια στις μικροπολιτείες που διανυκτέρευε τον πείραζαν. Άλλοτε του κρέμαγαν ντενεκέδες, άλλοτε κουρελόχαρτα και του έβαζαν φωτιά. Δέχτηκε τα πάντα, όχι σα μοίρα - καλόκαρδα. Ίσως να το γλένταγε κι ο ίδιος από μέσα του.

Το '57, στρατιώτης, κατέβαινα με άδεια από τη Μακεδονία και τον τράκαρα στο Άργος, στις «γυναίκες». Τους πούλαγε σερνικοβότανο. Είχαμε κάποια μακρινή συγγένεια εξ αγχιστείας και όταν με είδες κοκκίνισε. Θα κόντευε τότε εξηντάρης. Το 1973 αποτραβήχτηκε οριστικά στο χωριό του. Είχε γεράσει πια, το φως του είχε αρχίσει να θαμπώνει, τα πόδια του δεν τον βάσταγαν να κάνει τη γύρα όπως άλλοτε. Τον περιμάζεψαν κάτι μικρανίψια του. Του έδιναν ένα πιάτο φαΐ και μια από τις νυφάδες τού ζεμάταγε κάθε δεκαπέντε τη μοναδική αλλαξιά τα εσώρουχα. Για ανταμοιβή τούς έβοσκε δυο τρεις γίδες που είχαν στο κατώι.

Πέθανε την ίδια χρονιά τον Αύγουστο μήνα. Είχε βγει έξω με τα ζωντανά, δίψασε, κάπου έσκυψε να πιει σ' ένα λάκκο, γλίστρησε -τέσσερα δάχτυλα νερό- και πνίγηκε.

Πέμπτη 6 Ιουλίου 2023

Αλέξης Ζορμπάς (απόσπασμα) - Νίκος Καζαντζάκης

 

 Άντονι Κουίν: Ο «Zorba the Greek» που λάτρεψε την Ελλάδα | in.gr

Αλέξης Ζορμπάς (απόσπασμα)

 

Στο παρακάτω απόσπασμα: Η μαντάμ Ορτάνς -που είναι ένα από τα κύρια πρόσωπα του μυθιστορήματος επειδή ήταν συνδεδεμένη με τον Ζορμπά- έχει πεθάνει και ο συγγραφέας με τον Ζορμπά επιστρέφουν από την κηδεία της.)

 

Προχωρούσαμε αμίλητοι μέσα από τα στενά δρομάκια του χωριού. Τα σπίτια μαυρολογούσαν ολοσκότεινα, κάπου ένα σκυλί γάβγιζε, κάποιο βόδι αναστέναζε. Κάποτε μας έρχουνταν στο φύσημα του αγέρα εύθυμα, αναβρυτά, σαν παιγνιδιάρικα νερά, τα κουδουνάκια της λύρας.

Βγήκαμε από το χωριό, πήραμε το δρόμο κατά το ακρογιάλι μας.

-Ζορμπά, είπα, για να κόψω τη βαριά σιωπή, τι αγέρας είναι ετούτος; Νοτιάς;

Μα ο Ζορμπάς πήγαινε μπροστά, κρατώντας σα φανάρι το κλουβί με το παπαγάλο* και δεν αποκρίθηκε.

Όταν φτάσαμε στο ακρογιάλι μας, ο Ζορμπάς στράφηκε:

-Πεινάς, αφεντικό; ρώτησε.

-Όχι, δεν πεινώ, Ζορμπά.

-Νυστάζεις;

-Όχι.

-Μήτε εγώ. Ας καθίσουμε στα χοχλάδια, έχω κάτι να σε ρωτήσω.

Ήμασταν και οι δυο κουρασμένοι, μα δε θέλαμε να κοιμηθούμε. Δε θέλαμε να χάσουμε το φαρμάκι της μέρας ετούτης, ο ύπνος μας φαίνουνταν σα μια φυγή σε ώρα κιντύνου και ντρεπόμασταν να κοιμηθούμε.

Καθίσαμε στην άκρα της θάλασσας∙ έβαλε ο Ζορμπάς το κλουβί ανάμεσα στα γόνατά του και κάμποση ώρα σώπαινε. Ένας φοβερός αστερισμός ανέβηκε από το βουνό, πολυόματο τέρας με στρουφιχτήν ουρά, κάπου κάπου ένα αστέρι ξεκολλούσε κι έπεφτε.

Ο Ζορμπάς κοίταξε τ' αστέρια, με το στόμα ανοιχτό, σα να τά 'βλεπε για πρώτη φορά.

-Τι γίνεται εκεί απάνω! μουρμούρισε.

 Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε.

-Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκινημένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τι πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα έκαμε; Γιατί τα έκαμε; Και πάνω απ' όλα, ετούτο (η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί να πεθαίνουμε;

-Δεν ξέρω, Ζορμπά! αποκρίθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το πιο απαραίτητο, και δεν μπορούσα να το εξηγήσω.

-Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν.

Όμοια γούρλωσαν και μιαν άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω χορό.

Σώπασε λίγο, άξαφνα ξέσπασε:

-Τότε τι ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; Άμα δεν λένε αυτό τι λένε;

-Λένε τη στενοχώρια του ανθρώπου που δεν μπορεί ν' απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα.

-Να τη βράσω τη στενοχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι του στις πέτρες.

Ο παπαγάλος στις ξαφνικές φωνές τινάχτηκε απάνω:

-Καναβάρο*! Καναβάρο! έσκουζε σα να ζητούσε βοήθεια.

-Σκασμός και συ! έκαμε ο Ζορμπάς κι έδωκε μια γροθιά στο κλουβί.

Στράφηκε πάλι σε μένα

-Εγώ θέλω να μου πεις από που ερχόμαστε και που πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές*∙ θα ‘χεις στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί∙ τι ζουμί έβγαλες;

Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε, αχ, να μπορούσα να του ‘δινα μια απόκριση!

Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη∙ μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι ‘ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.

-Δεν απαντάς; έκαμε ο Ζορμπάς με αγωνία.

Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος:

-Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ' ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας∙ τ' άλλα φύλλα είναι τ' αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα∙ τ' οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει∙ το γευόμαστε, τρώγεται∙ το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.

Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου∙ από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν’ ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει...

Σταμάτησα. Ήθελα να πω: «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η ποίηση», μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα.

-Τι αρχίζει; ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες;

-...Αρχίζει ο μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, είπα. Άλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρουν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: "Θεός"∙ άλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: «Μου αρέσει».

Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα∙ βασανίζουνταν να καταλάβει.

-Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο∙ τον κοιτάζω και δεν φοβούμαι. Όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. Όχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω!

Σώπασε, μα γρήγορα φώναξε πάλι:

-Όχι, δε θ' απλώσω εγώ στο Χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω: «σφάξε με, αγά μου, ν' αγιάσω!»

Δε μιλούσα∙ στράφηκε, με κοίταξε ο Ζορμπάς θυμωμένος.

-Δεν είμαι λεύτερος; ξαναφώναξε.

Δε μιλούσα. Να λες «Ναι!» στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευγο σε δικιά σου λεύτερη βούληση -αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης. Το 'ξερα, και γι αυτό δε μιλούσα.

Ο Ζορμπάς είδε πως δεν είχα πια τίποτα να πω, πήρε το κλουβί σιγά σιγά, να μην ξυπνήσει ο παπαγάλος, το τοποθέτησε δίπλα από το κεφάλι του και ξάπλωσε.

-Καληνύχτα, αφεντικό, είπε∙ φτάνει.

Ζεστός νοτιάς φυσούσε πέρα από το Μισίρι και μέστωνε τα τζερτζεβατικά και τα φρούτα και τα στήθια της Κρήτης. Τον δέχουμουν να περιχύνεται στο μέτωπο, στα χείλια μου και στο λαιμό, κι έτριζε και μεγάλωνε, σα να ‘ταν πωρικό, το μυαλό μου.

Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν ήθελα. Δε συλλογίζουμουν τίποτα∙ ένιωθα μονάχα, στη ζεστή ετούτη νυχτιά, κάτι μέσα μου, να μεστώνει. Έβλεπα, ζούσα καθαρά το καταπληχτικό ετούτο θέαμα: ν' αλλάζω. Ό,τι γίνεται πάντα στα πιο σκοτεινά υπόγεια του στήθους μας, γίνουνταν τώρα φανερά, ξέσκεπα, μπροστά μου. Κουκουβιστός στην άκρα της θάλασσας, παρακολουθούσα το θάμα.

Τ' αστέρια θάμπωσαν, ο ουρανός φωτίστηκε, κι απάνω στο φως χαράχτηκαν με ψιλό κοντύλι τα βουνά, τα δέντρα, οι γλάροι. Ξημέρωνε.

 

Ηλίας Βενέζης- Αιολική γη

    Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.  Κοιμη...

ευανάγνωστα