Αγρύπνια Μπαίνεις μέσα στη σκέψη μου, σκέψη και προχωρείς μ’ ένα ρίγος που με διαπερνά μέχρι θανάτου. Δεν έχω δάκρυα. Έχω ένα τσακισμένο βήμα ένα νεκρό πουλί κάτω από τις ελπίδες μου. Απολιθώνεται η στιγμή, γίνεται μια ταφόπετρα ακινητεί και σε σκεπάζει. Άνεμος και βροχή την πλένουν. Μένω στο πλάι της. Ορφανός από τρυφερότητα κι’ ούτ’ ένα φύλακα άγγελο δεν βλέπω γύρω που θα ’ρθει με την παρουσία του να γράψει τέλος στη γεύση της φθοράς που με τυλίγει. Όμως απόψε, μέσα στην αγρύπνια μου, Μητέρα, κατορθώνω να πιάσω το Θεό με τα χέρια του πένθους.
κι αν δεν νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα