Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Ηλίας Βενέζης- Αιολική γη

 

 Μύθοι και αλήθειες για τους πρόσφυγες του 1922 | LiFO



Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.  Κοιμηθείτε, όνειρά μας. Στην ξένη χώρα που πάμε πρόσφυγες τι άραγες να μας περιμένει, τι μέρες να είναι ν’ ανατείλουν;
ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ στο Αιγαίο τα όνειρά μας.
Η γιαγιά μας κουράστηκε. Θέλει να γείρει το κεφάλι της στα στήθια του πάππου, που έχει καρφωμένα πίσω τα μάτια του μπας και ξεχωρίσει τίποτα απ’ τη στεριά, τίποτα απ’ τα Κιμιντένια. Μα πια δε φαίνεται τίποτα. Η νύχτα ρούφηξε μέσα της τα σχήματα και τους όγκους.
Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε όλες τις μέρες της ζωής της. Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία: Σαν ένας βόλος να είναι κάτω απ’  το πουκάμισο του γέροντα.
-Τι είναι αυτό εδώ; ρωτά σχεδόν αδιάφορα.
Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χώνει κάτω απ’ το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.
-Τι είναι;
-Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί πού έφταιξε. Δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.
-Χώμα!
Ναι, λίγο χώμα απ’ τη γη τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει, στον ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.
Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντίλι όπου είναι φυλαγμένο το χώμα. Ψάχνουν κει μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς, σα να το χαϊδεύουν. Τα μάτια τους, δακρυσμένα, στέκουν εκεί.
-Δεν είναι τίποτα, λέω. Λίγο χώμα.
Γη, Αιολική Γη, Γη του τόπου μου.

Ηλίας Βενέζης,

Παρασκευή 10 Μαΐου 2024

Καλημέρα, γιατρέ μου - Κατερίνα Γώγου

 Things Your Online Psychiatrist Can Do For You - Luminous Vitality  Behavioral Health

 

Καλημέρα, γιατρέ μου.

Μη.

Μη σηκώνεστε. Άλλωστε δεν έχω τίποτα σοβαρό.

Τα γνωστά.

Γράψτε βάλιουμ μαντράξ στεντόν τριπτιζόλ -ξέρετε τώρα εσείς-

Κάντε με κοινωνικό πρόσωπο

βολέψτε με τέλος πάντων με τους ομοίους σας

περάστε με στους χαφιέδες σας

πηδήξτε με αν θέτε

ωραίες οι γκραβούρες στους τοίχους σας.

Τσάκω τώρα στα σβέλτα το χιλιάρικο

και φέρ’ τη συνταγή

γιατί τέρμα η υπομονή μου, παλιόπουστε

κι όπου να ‘ναι θα εκραγεί.

Μη. Μη σηκώνεστε, γιατρέ μου. Δεν είναι σοβαρό.

Ευχαριστώ.

Καλημέρα σας.


Τετάρτη 8 Μαΐου 2024

Τώρα είναι ήσυχα …- Κατερίνα Γώγου

 

 The Communist Manifesto Shows Why Capitalism Won't Last Forever

Τώρα είναι ήσυχα …

Η θάλασσα λείπει μακριά

και τα κοράκια δεν τρώνε

σάπια συκώτια απ’ το ουίσκι.

Μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι.

Το κόμμα διασπάστηκε στα χίλια

και ο Μπερλίνγκουερ

έπλεξε με το βελονάκι κουβέρτα

να κουκουλώσουμε τις ταξικές ανησυχίες μας.

Η τάξη που θα ‘φερνε την αλλαγή αποκοιμήθηκε.

Μπορούμε κι εμείς να παίξουμε την ηγεσία.

Κοιμήσου … τώρα είναι ήσυχα. Η εποχή μας.

Νάνι φαΐ και πήδημα.

Οι τραμπούκοι προσεύχονται στο μαξιλάρι μας

κι οι δολοφόνοι δουλεύουν για μας.

Τρίτη 7 Μαΐου 2024

Πρώτη Αγάπη- Αργύρης Εφταλιώτης

 

 The Village School by George Harvey

Πρώτη Ἀγάπη

Διήγημα ἀπὸ τὴ συλλογὴ ῾Νησιώτικες Ἰστορίες᾿

Πρέπει νὰ ἤμουν ὡς δώδεκα χρονῶν καὶ πρέπει νὰ ἦταν ἐκείνη ὡς ἕντεκα. Δὲ τὴν ἔβλεπα μήτε στὴν ἐκκλησιά, μήτε στὸν κλήδωνα, μήτε στὴ βρύση, μήτε στὸ παράθυρι. Ἡ μάνα της κι ἡ μάνα μου δὲν εἴχανε πολλὲς φιλίες.

Ἐκεῖ ποὺ τὴν ἔβλεπα δὲν εἴμαστε οἱ δυὸ μοναχοί. Εἴμαστε ὀχτὼ-δέκα ἀγόρια τῆς προκοπῆς, ἀποφασισμένα νὰ μάθουμε τί θὰ πεῖ παρέμφατο καὶ νὰ φέρουμε τὸν πολιτισμὸ στὸ χωριό. Καὶ πέντ-ἕξι κορίτσια, ποὺ ἐρχόντανε δυὸ ὧρες τὴ μέρα καὶ κάθιζαν ἀπὸ τὸ ἄλλο πλάγι τοῦ γέρου δάσκαλου καὶ τεχνολογούσανε μὲ μία χάρη, ποὺ σ᾿ ἔκαναν, ἤθελες δὲν ἤθελες, νὰ τὴν ἀγαπᾷς τὴ γραμματική.

Τὴ χάρη φυσικὰ τὴν εἴχανε, γιατὶ ἦταν ὅλες μικροῦλες, ὄχι πὼς ἤτανε κι ὄμορφες ὅλες. Γιὰ τὸ δικό μου τὸ γοῦστο, ὄμορφη ἤτανε μία μοναχὴ κι αὐτὴ ἦταν ἡ ...ἀγαπητικιά μου!

Τί λόγο ξεστόμισα! Ἀπὸ ποῦ κι ὡς ποῦ ἀγαπητικιά! Μήτε λέξη δὲν τῆς εἶπα ποτές. Μήτε μὲ τὸ δαχτυλάκι μου δὲν τ᾿ ἄγγιξα τ᾿ ἀφράτο τὸ χέρι της. Μήτ᾿ ἡ ἀναπνοή μου δὲν μποροῦσε νὰ πάει κοντά της καὶ νὰ τὴ χαϊδέψει. Τὸ μόνο ποὺ πηδοῦσε κάποτες ἀπὸ τὰ χείλη μου στὰ χειλάκια της ἤτανε τὸ ρῆμα ῾λείπω᾿, σὰν τὸ κλίναμε ὁ καθένας ἀπ᾿ ἕνα χρόνο μὲ τὴ σειρὰ καὶ ταίριαζε νὰ εἶμαι ἐγὼ στερνὸς στὴ δική μας τὴ σειρὰ κι ἐκείνη πρώτη στῶν κοριτσιῶν. ῾Ἐλελείμεθα, ἐλέλειφθε᾿ πήγαινε νὰ πεῖ καὶ σκόνταβε καὶ χαμογελοῦσε καὶ τότες πιὰ ἐγώ, ποὺ περίμενα μέρες καὶ μέρες ἀφορμὴ νὰ τῆς δώσω ἕνα, ἂς εἶναι καὶ συμμαζεμένο, χαμόγελο, ἔλαμπα ὁλοπρόσωπος καθὼς τὴν κοίταζα, χωρὶς φόβο νὰ μὴ τὸ νιώσει ὁ δάσκαλος τὸ τρομερὸ μυστικό μας. Ἔπεφταν τότες τὰ μάτια της στὸ βιβλίο ἀπάνω, κοκκινίζανε τὰ δυὸ μάγουλά της κι ἄρχιζε τὸ πλαγινὸ κορίτσι τὸν ἄλλο χρόνο.

Μάτια καὶ πάλι μάτια! Δίχως ἐσᾶς, μήτε πρώτη, μήτε στερνὴ ἀγάπη δὲ θὰ εἴχαμε! Οἱ ματιές μου σὰν ἔμπαινε στὴν παράδοση, οἱ ματιές της σὰν ἔβγαινε νὰ πάει σπίτι, αὐτὲς ἦταν οἱ ὅρκοι μας, τὰ τραγούδια μας, τὰ φιλιά μας, αὐτὲς ἤτανε καὶ τὰ ραβασάκια μας. Μὲ τὸ καιρὸ καὶ χωρὶς ν᾿ ἀλλάξουμε ἀναμεταξύ μας μιὰ λέξη, τὴν κάμαμ᾿ ἐπιστήμη τὴ τέχνη αὐτὴ τῶν ματιῶν. Ἤτανε λογῆς-λογῆς οἱ ματιές της. Ἡ ματιὰ τῆς ἀδιαφορίας, ποὺ μοῦ τὴν ἔσκιζε τὴ καρδιά, τοῦ θυμοῦ, ποὺ μ᾿ ἔκαιγε σὰν τ᾿ ἀστροπελέκι. Ἡ ἄπιστη ἡ ματιὰ σὲ κανέναν ἄλλο, ποὺ μ᾿ ἕλιωνε σὰν τὸ κερὶ καὶ μ᾿ ἀφάνιζε. Ὕστερα πάλι ἡ ἥρεμη καὶ γλυκιὰ ματιὰ τῆς ἀγάπης, ποὺ ξανάβαζε τὴ ψυχή μου στὸ τόπο της καὶ σύχαζα. Οἱ δικιές μου οἱ ματιές, ὅσο πολυσήμαντες κι ἂν ἤτανε κι αὐτές, δὲν εἶχαν ὅμως τέτοιες τρομερὲς ἀλλαγές. Ἡ ἴδια ἡ ἀφοσίωση, ὁ ἴδιος ὁ καημός, τὸ ἴδιο βάσανο, πάντα.

Τρεῖς μῆνες πρέπει νὰ πέρασαν ἔτσι. Ξυπνοῦσ᾿ ἀπὸ τὸ πρῶτο τὸ λάλημα καὶ τὴν ὥρα δὲν ἔβλεπα νὰ πάω σκολειό. Ἡ μάνα μου μὲ καμάρωνε καὶ μ᾿ ἔβλεπε ἀπὸ τώρα Δεσπότη.

Ἤμουνε πρῶτος-πρῶτος στὸ σκολειὸ πάντα κι ὡστόσο δὲ τὸ κατάφερα νὰ τὴ βρῶ μοναχὴ μία φορά, μήτε πηγαινάμενη, μήτε φτασμένη. Αὐτὸ ἦταν ἡ λαχτάρα μου τώρα, αὐτὸ ἤτανε τ᾿ ὄνειρό μου. Νὰ τὴ δῶ μοναχή, ἂς εἶναι καὶ μία στιγμή. Νὰ τῆς πῶ μιὰ καὶ καλὴ πὼς πεθαίνω, πὼς ἔσβησα, ἄλλη σωτεριὰ δὲν ἔχ᾿ ἡ ζωή μου παρὰ τὴ παντοτινή της ἀγάπη. Τά ῾λεγα ὅλ᾿ αὐτὰ μὲ τὶς φλογερὲς τὶς ματιές μου, μὰ ἡ ἀχόρταγη ἡ καρδιὰ γύρευε λόγια. Αὐτὴ δὲν ἤξερε τί θὰ πεῖ μέτρο καὶ γνώση, αὐτὴ ὅλο μοῦ φώναζε: «Μπρός! Ἔχει κι ἄλλες ἀπόλαψες ἡ ἀγάπη!»

Μὰ πῶς νὰ τῆς δώσω νὰ καταλάβει, πὼς θέλω νὰ τῆς μιλήσω! Ἐδῶ οἱ ματιὲς δὲ σῴνουν. Ἐδῶ χρειάζεται ραβασάκι. Χίλιες φορὲς τό ῾γραψα καὶ τὸ ξανάγραψα. Τό ῾παιρνα μαζί μου ἀποφασισμένος νὰ μὴ ντραπῶ, νὰ μὴ φοβηθῶ μήτε δάσκαλο, μήτε πρωτόσκολο, μόνο νὰ τῆς δώσω κρυφὰ τὸ χαρτάκι σ᾿ ἕνα βιβλίο, καλαμάρι, ὅ,τι τύχει. Ἤρχουνταν ἡ ὥρα καὶ κόβουνταν ἡ καρδιά μου! Δὲν ἀποκοτοῦσα! Κι ἔπαιρνα μαζί μου τὸ χαρτὶ βγαίνοντας καὶ τό ῾κανα κομμάτια καὶ καταριόμουνε τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκα τέτοιος ἀνωφέλητος φοβητσιάρης.

Ἦταν ὅτι ἄρχιζε καλοκαίρι σὰ σηκώθηκα ἕνα πρωῒ καὶ πῆγα μπροστὰ στὴ Παναγιὰ καὶ τό ῾καμα ὅρκο, πῶς θὰ τῆς δώσω ἐκείνη τὴ μέρα τὸ ραβασάκι κι ἂ δὲ τῆς τὸ δώσω, νὰ πέσει φωτιὰ νὰ μὲ κάψει.

Πῆγα σκολειὸ πρῶτος πάλι. Ἔρχουνται ὅλα τ᾿ ἀγόρια, ὅλα τὰ κορίτσια. Μαυρίζουνε τὰ μάτια μου νὰ κοιτάζω τὴ πόρτα, τοῦ κάκου! Ἡ μικρή μου δὲ φαίνεται! Διαβάζει ὁ δάσκαλος τὸν κατάλογο, ἔρχεται στὴν Ἀργυρώ... σιωπή.

- «Ποῦ εἶναι ἡ Ἀργυρώ;» ρωτᾷ ὁ δάσκαλος μία συντρόφισσά της.

Ἡ μάνα της ἀρρώστησε κι ἔμεινε σπίτι. Βαριὰ καρδιὰ ποὺ τὴν ἔπαιρνα μαζί μου γυρίζοντας σπίτι τὸ μεσημέρι ἐκεῖνο! Τί νὰ κάμω, ποῦ νὰ πάω, νὰ βραδιάσει γλήγορα καὶ νὰ ξημερώσει!

Ξημερώνει, ξαναπηγαίνω σκολειό... τὰ ἴδια! Περνᾷ μιὰ βδομάδα, δυὸ βδομάδες... ἕνας μήνας ἤτανε περασμένος σὰν εἶπε μία μέρα ἕνα κορίτσι τοῦ δασκάλου, πὼς πέθανε ἡ μάνα τῆς Ἀργυρῶς καὶ πὼς δὲ θὰ ξανάρθει πιὰ σκολειὸ ἡ μικρή.

Πρέπει νά ῾μουν ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶν τότε ποὺ πρωτογύρισα ἀπὸ τὴ ξενιτιὰ νὰ δῶ τοὺς δικούς μου. Ἦρθαν ὅλοι οἱ παλιοὶ οἱ φίλοι κι ὅλες οἱ παλιὲς οἱ φιλενάδες νὰ μὲ δοῦν. Ἦρθε ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ χωριοῦ κι ἡ Ἀργυρώ, παντρεμένη κοπέλα μὲ δυὸ παιδιά. Τῆς μίλησα καὶ μοῦ μίλησε πρώτη φορά. Τῆς εἶπα καὶ μοῦ ῾πε χίλια πράματα, γιὰ τὰ παιδιά της, τὴν ὀμορφιὰ καὶ ξυπνάδα τους, τὴ χαρά μου ποὺ βρίσκω τὴ γριά μου τόσο καλά. Γιὰ ὅλ᾿ αὐτὰ χύθηκ᾿ ἕνας ποταμὸς λόγια καὶ γιὰ τὴ πρώτη μας τὴν ἀγάπη, τὴν ἀξέχαστη ἐκείνη τὴν ἀγάπη, καθὼς τότες, ἔτσι καὶ τώρα, δὲν εἴπαμε μήτε λέξη!

Δευτέρα 6 Μαΐου 2024

Είσαι η Πρέβεζα και το Κιλκίς - Μάνος Ελευθερίου

 Modern Art in India: The Legacy of Progressive Arts' Group - Dhoomimal  Gallery3

 Είσαι η Πρέβεζα και το Κιλκίς

Αυτές οι ρεματιές κι αυτά τα βράχια
κι αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό
αυτές οι μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους
κι αυτά τα κύματα που φεύγουν και ξαναγυρνούν
αυτά τα πεύκα με τα χαραγμένα λόγια
κι ο Κωνσταντίνος, ο καημός που πέταξε σαν το πουλί
κι εκείνα που δεν πρόφτασαν οι κήρυκες,
παρά μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι,

Ω! πολιτεία με το βράδιασμα κοντά στους ταρσανάδες
στην αγορά,στον καφενέ και στο ποδόσφαιρο
είσαι η Πρέβεζα,τα Γιάννενα και το Κιλκίς,
το Μεσολόγγι,ο Πόντος κι η Ερμούπολις

Ω! πολιτεία του αμανέ στα τουρκοχώρια
μ’ αυτές τις ρεματιές κι αυτά τα βράχια
μ’ αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό
μ’ αυτές τις μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους
θα ‘ρθει ο καιρός που θα φανούν οι κήρυκες
κι όχι μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι.

 

 

Σάββατο 4 Μαΐου 2024

Ἑσπερινός της ἀγάπης- Γιάννης Βαρβέρης

 

 Πρόταση για συνδυασμό του σιδηροδρόμου Πελοποννήσου με την επέτειο των 200  χρόνων - ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΘΑΡΡΟΣ


σπερινός της γάπης- Γιάννης Βαρβέρης

Ἡ πόλη μὲ ὀβελίες ἀλλοῦ γιορτάζει.

 Σταθμὸς Πελοποννήσου

κι ἀπομεσήμερο τοῦ Πάσχα σὲ παγκάκι

 μόνον ἐσὺ κι ἐγὼ καθόμαστε, μητέρα.

 Εἴμαστε γέροι πιὰ κι οἱ δυὸ

κι ἐγὼ ποὺ γράφω ποιήματα πιὸ γέρος.

Ἀλλὰ ποῦ πήγανε τόσοι δικοί μας;

Μέσα σὲ μιὰ ἑβδομάδα δὲν ἀπόμεινε κανείς.

Ἦταν Μεγάλη βέβαια

 γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις

θέλουν πολὺ γιὰ νὰ ὑποκύψουν

 οἱ κοινοὶ θνητοί;

 Ἔτσι ἀκριβῶς, ἀπὸ τὰ Βάγια μέχρι σήμερα

 θὰ ’πρεπε κάπως νὰ ’χαμε κι ἐμεῖς χωρέσει.

 Ὅμως τὸ Πάσχα τέλειωσε, μητέρα

 Κι ἐμεῖς τί θ’ ἀπογίνουμε

σ’ ἕνα παγκάκι/ ἀθάνατοι

καθὼς νυχτώνει;

(«Ὁ ἄνθρωπος μόνος», ἔκδ. Κέδρος, 2009)

Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

Ο Ιησούς- Νίκου καρούζου

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ

μὲ τί βιασύνη προχωρεῖ ὁ Ἰησοῦς
.     ἐφέτος
πρὸς τὴν Ἀνάσταση…
Παραμερίζει πανέρια τεράστια
.    γιομάτα βιολέτες
σπρώχνει τοὺς ἀέναους
.    παπάδες
τινάζει νευρικὰ πρὸς τὰ πίσω
.    τὴ μαλλούρα του
τὸ γεγονὸς εἶν’ ὁλοφάνερο:
.     βαρέθηκε

The Whips of Jesus | Gospels101.com

Ηλίας Βενέζης- Αιολική γη

    Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.  Κοιμη...

ευανάγνωστα