Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κομμουνισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κομμουνισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 8 Μαΐου 2024

Τώρα είναι ήσυχα …- Κατερίνα Γώγου

 

 The Communist Manifesto Shows Why Capitalism Won't Last Forever

Τώρα είναι ήσυχα …

Η θάλασσα λείπει μακριά

και τα κοράκια δεν τρώνε

σάπια συκώτια απ’ το ουίσκι.

Μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι.

Το κόμμα διασπάστηκε στα χίλια

και ο Μπερλίνγκουερ

έπλεξε με το βελονάκι κουβέρτα

να κουκουλώσουμε τις ταξικές ανησυχίες μας.

Η τάξη που θα ‘φερνε την αλλαγή αποκοιμήθηκε.

Μπορούμε κι εμείς να παίξουμε την ηγεσία.

Κοιμήσου … τώρα είναι ήσυχα. Η εποχή μας.

Νάνι φαΐ και πήδημα.

Οι τραμπούκοι προσεύχονται στο μαξιλάρι μας

κι οι δολοφόνοι δουλεύουν για μας.

Κυριακή 27 Αυγούστου 2023

Η Ομιλία του Άρη Βελουχιώτη στη Λαμία

 

  Η ομιλία του Άρη στη Λαμία - Ιστορια | RED LINE

Στις 19 Οκτωβρίου απελευθερώνεται η Λαμία. Δυνάμεις του ΕΛΑΣ, αντιπροσωπεία της ΠΕΕΑ και του ΕΑΜ, καταφτάνουν στην πόλη. Στις 29 Οκτωβρίου και με αφορμή την επέτειο του ΟΧΙ, συγκαλείται στην πλατεία Ελευθερίας της πόλης, πανηγυρική συγκέντρωση του ΕΑΜ με παμφθιωτική λαϊκή παρουσία. Ο Άρης εκφωνεί από το περίφημο μπαλκόνι τον παρακάτω λόγο.

Γιατί αγωνίστηκα.

Αδέλφια, Έλληνες και Ελληνίδες της Λαμίας και της περιοχής της!

Από μέρους του Γενικού Στρατηγείου του Ε.Λ.Α.Σ, σας φέρω τους πιο θερμούς χαιρετισμούς.

Όπως βλέπετε, πρόκειται «να βγάλω λόγο». Μα ο λόγος μου αυτός δεν θα μοιάζει καθόλου με τους λόγους που γνωρίσατε μέχρι σήμερα. Δεν πρόκειται να σας υποσχεθώ ούτε πως θα σας φτιάξω γεφύρια ή ποτάμια, όπως σας υποσχόντουσαν πως θα σας φέρουν οι παλιοί κομματάρχες. Ούτε και θα σας τάξω λαγούς με πετραχήλια. Δεν επιδιώκω ν' αποσπάσω επαίνους για τη ρητορική μου δεινότητα. Επιδιώκω απλώς ν' ακούσετε αυτά που θα σας πω. Προσέξτε. Θ' αρχίσω σαν τα παραμύθια:

Η αθάνατη ελληνική φυλή.

Κάποτε η γωνιά αυτή της γης που πατάμε και λέγεται Ελλάδα ήτανε δοξασμένη κι ευτυχισμένη κι είχε ένα πολιτισμό, οπού επί 2 1/2 χιλιάδες χρόνια συνεχίζει να παραμένει και να θαυμάζεται απ' όλο τον κόσμο. Κανένας σοφός η άσοφος δεν μπορεί μέχρι σήμερα να γράψει ούτε μια λέξη, αν δεν αναφερθεί στα έργα που άφησαν οι δημιουργοί αυτού του πολιτισμού, που λέγεται αρχαίος ελληνικός πολιτισμός.

Κάποτε, λοιπόν, η χώρα μας ήτανε δοξασμένη, μα αργότερα την υποδούλωσαν κι έχασε την παλιά της αυτή δόξα. Μα ύστερα από κάμποσα χρόνια η χώρα μας σηκώθηκε στο πόδι κι ύστερα από σκληρούς αγώνες ενάντια στη σκλαβιά, πάλι λευτερώθηκε.

Στην εποχή της σκλαβιάς πέρασε σκληρά, μαύρα χρόνια και πολλοί «έξυπνοι», αναμεσα στους οποίους και κάποιος Φαλμεράγιερ, ισχυρίστηκαν πως η ελληνική φυλή έσβησε κι ότι αυτή διασταυρώθηκε μ' άλλες φυλές, που δεν έχουν τίποτα το κοινό με την αρχαία ελληνική φυλή.

Μα ότι κι αν πούνε, αυτό δεν έχει καμία αξία. Την ελληνικότητα μας την αποδείξαμε. Γεγονός είναι ότι η χώρα μας ξεσηκώθηκε και ξαναγένηκε πάλι λεύτερη.

Αυτό κάνεις δεν το ήθελε. Ούτε οι ξένοι βασιλιάδες, ούτε οι ντόπιοι κοτζαμπάσηδες. Οι ξένοι δεν το θέλανε, γιατί φοβισμένοι από τη γαλλική επανάσταση, χτυπούσαν όλες τις εξεγέρσεις και δημιούργησαν γι' αυτό μεταξύ τους την Ιερή Συμμαχία. Οι ντόπιοι κοτζαμπάσηδες γιατί τα είχανε καλά με τους Τούρκους και ξεζουμίζανε το λαό.

Η αντίδραση ουρλιάζει.

Μα ο ελληνικός λαός δεν θάτανε αυτός ο λαός, ο λαός δηλαδή της χώρας της λευτεριάς και του πολιτισμού, αλλά λαός ζούγκλας, αν δεν έβγαζε μέσα από τα σπλάχνα του τους αρχηγούς εκείνους, που θα οδηγούσανε στη λευτεριά του. Όπως βλέπετε, λοιπόν, όλοι - ξένοι και ντόπιοι - πάλεψαν για να μην ξεσηκωθεί ο λαός κι αποχτήσει τη λευτεριά του.

Μέσα στα χρόνια της σκλαβιάς δε σταμάτησαν οι αγώνες. Μικροί ή μεγάλοι. Ένοπλοι ή όχι. Κι ύστερα μέσα απ' αυτό το λαό ξεπήδησε ο μεγάλος βάρδος της επανάστασης, πού ύμνησε με τα τραγούδια του την ιδέα της εξέγερσης του έθνους, ο πρόδρομος της Φιλικής Εταιρίας: ο Ρήγας. Η αντίδραση τον σκότωσε, πριν προλάβει να φέρει σε πέρας τις αρχές του. Μα ο σπόρος που έσπειρε βλάστησε σύντομα.

Σε λίγο, η Φιλική Εταιρία έγινε κι αγκάλιασε χιλιάδες Έλληνες.

Ας ούρλιαζε η αντίδραση. Ας υπόγραφε άτιμα χαρτιά, σαν αυτό πού υπογράφηκε στη διάσκεψη της Βιέννης στα 1815, κάτω από το όποιο έβαλε την υπογραφή του κι ο πολύς Γιάννης Καποδίστριας και που διαλάμβανε, ότι όχι μόνο δε θα ευνοηθεί και επιτραπεί ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στην Ελλάδα, μα και θα πνιγεί στο αίμα αν ξεσπάσει.

Ο Γιάννης Καποδίστριας, που μας τον παρουσιάζουν στα σχολειά σαν μεγάλο και τρανό, με προτομές και πορτραίτα, είναι ο πρώτος καταστροφέας της Ελλάδας. Μα ότι έκανε, δεν το έκανε σαν Καποδίστριας, μα σαν εκπρόσωπος όλης της ελληνικής αντίδρασης. Ας ούρλιαζε λοιπόν, μαζί με τη διεθνή και η ντόπια αντίδραση. Κι ας υπογράφανε άτιμα χαρτιά.

Ο λαός προχωρεί.

Τίποτα δεν ήτανε ικανό να συγκρατήσει τη φλόγα για τη λευτεριά, που έκαιγε μέσα στις καρδιές του λαού μας. Έτσι, στα 1821, ύστερα από κόπους και θυσίες και χάρη στον ενθουσιασμό και τη φλόγα του Παπαφλέσσα, που χρησιμοποίησε όλα τα μέσα, ακόμα και την ψευτιά, κηρύσσοντας την εξέγερση, ξεσηκώθηκε πρώτος ο Μοριάς. Από δω, από το Μοριά, άρχισε η επανάσταση του 1821.

Στο άκουσμα της εξέγερσης όλοι οι ισχυροί της γης, ξένοι και ντόπιοι, τρόμαξαν. Οι κοτζαμπάσηδες, όμως, βλέποντας ότι δεν τους ήτανε δυνατό να συγκρατήσουν το λαό και φοβούμενοι την οργή του, αναγκάστηκαν να κόψουν τη συνεργασία τους με τους καταχτητές και για να ευνουχίσουν το λαϊκό απελευθερωτικό κίνημα, πήρανε όλοι μέρος στην επανάσταση κι έτσι αυτή πήρε χαραχτήρα πανεθνικό.

Οι τρανοί της γης τρόμαξαν και, χρησιμοποιώντας όλα τα τερτίπια, προσπάθησαν να πνίξουν την επανάσταση. Μα γελάστηκαν. Επί 7 ολόκληρα χρόνια πάλεψαν οι προπάτορες μας, παρά το γεγονός ότι η ελληνική αντίδραση, δυο φορές, το 1823 και 1825, οργάνωσε τον εμφύλιο πόλεμο για να σπάσει ακριβώς τους αγώνες αυτούς. Έτσι οι πρόγονοι μας ανάγκασαν όλους τους εχθρούς μας να γλύψουν εκεί που έφτυσαν και ν' αναγνωρίσουν τους αγώνες μας και την ανεξαρτησία μας.

Κανείς δεν πίστευε προηγούμενα σ' αυτό το θαύμα, που συντελέστηκε από τις ίδιες τις δυνάμεις και τα μέσα του λαού. Άλλοι περίμεναν να τους έλθει η λευτεριά από τη Ρωσία κι άλλοι από τη μεγαλοψυχία των βασιλιάδων της Ευρώπης. Μα η επανάσταση απόδειξε, ότι αυτή μόνη της χάρισε τη λευτεριά της πατρίδας μας. Τα παραμύθια του φιλελληνισμού, χάρη στον οποίο αποκτήσαμε δήθεν τη λευτεριά μας, εφευρέθηκαν μόνο και μόνο για να γίνει πιστευτό, ότι η πατρίδα μας λευτερώθηκε, όχι από τις ίδιες της τις δυνάμεις, μα από τους ξένους. Υπήρξαν βέβαια φιλέλληνες, που αγωνίστηκαν, πολέμησαν κι έχυσαν το αίμα τους για τη λευτεριά της πατρίδας μας. Τιμή και δόξα σ' αυτούς κι αιώνια ας είναι η ευγνωμοσύνη του έθνους. Μα αυτοί υπήρξαν μεμονωμένα άτομα μονάχα. Η θεωρία του οργανωμένου φιλελληνισμού είναι καθαρό παραμύθι.

Με την επικράτηση της επανάστασης αμέσως οι δικοί μας κοτζαμπάσηδες επιβλήθηκαν πάνω στη χώρα μας. Η αντίδραση, ντόπια και ξένη, για να ευνουχίσει το λαϊκό χαραχτήρα του κινήματος και να επιβάλει νέα σκλαβιά, χρησιμοποίησε όλα τα μέσα. Και στο τέλος το πέτυχε. Η αρχή έγινε κολλώντας στο σβέρκο της πατρίδας μας αυτόν που σας είπα πρωτύτερα:

Τον Καποδίστρια. Ο Γιάννης Καποδίστριας από την ανασύσταση του ελληνικού κράτους άρχισε την καταστροφή της χώρας μας, κι ένας άλλος Γιάννης, ο Μεταξάς, έβαλε σ' αυτήν το καπάκι.

Πώς μας επιβλήθηκαν οι βασιλιάδες.

Ο λαός νόμιζε, ότι μια που πέτυχε πια η επανάσταση, θα επακολουθούσαν τα χρόνια της ευτυχίας του, ότι όλη η ανθρωπότητα θάτανε στο πλευρό της χώρας μας και πως η χώρα μας, για μια ακόμα φορά, θα βρισκότανε σε θέση να ξαναπάρει, όπως και παλιότερα, ολόκληρη την ανθρωπότητα από το χέρι και να της δείξει καινούργιους δρόμους πολιτισμού και προόδου. Μα στη θέση αυτών η ντόπια και ξένη αντίδραση επιβλήθηκαν και φέρανε τον Καποδίστρια, τη Βαυαρική δυναστεία με τον Όθωνα.

Χρόνια και χρόνια απάτης και ρεμούλας μας κράτησαν μακριά από την ευτυχία και τον πολιτισμό και μας ρίξανε μέσα στην εξαθλίωση, την πείνα, την κακομοιριά και τη δυστυχία. Έτσι η Ελλάδα που υπήρξε κάποτε η πηγή των φώτων και του πολιτισμού, κατάντησε να βρίσκεται στο πιο χαμηλό επίπεδο οικονομικής, κοινωνικής και εκπολιτιστικής ανάπτυξης, όχι μόνο έναντι των λαών της Ευρώπης, αλλά και των Βαλκανίων.

Η προδοσία του αλβανικού έπους.

Η ουσία αυτού βρίσκεται στο γεγονός, ότι αντίδραση σκεφτόταν μόνο πώς να εκμεταλλευτεί, να βασανίσει, και να ξεζουμίσει το λαό, οργανώνοντας κινήματα κάθε τόσο και καλλιεργώντας τις φαγωμάρες, προπαγανδίζοντας και πείθοντας το λαό ότι είναι απαραίτητο να ζει φτωχός και κακομοιριασμένος.

Χαρακτηριστικό είναι ότι πιάνοντας μια λέξη του Κολοκοτρώνη, που ονόμασε κάποτε τη χώρα μας Ψωροκώσταινα, κατάφερε να πείσει το λαό ότι το ελληνικό κράτος δε μπορεί να ορθοποδήσει μόνο του κι ότι θα έπρεπε να μας κυβερνήσουν οι ξένοι, ονομάζοντας γι αυτό και τα πολιτικά κόμματα ρωσικά, αγγλικά και γαλλικά. Σ' αυτό το σημείο μας φέρανε οι κορυφές που διοικούσαν τον τόπο μας. Κάποτε φτάσαμε και στη δημοκρατία. Μα αυτό έμοιαζε με την παροιμία που έλεγε ο λαός: Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς.

Μυρίστηκαν οι έξυπνοι ψητό από τη μοναρχία και βρίσκοντας ότι «έφταιγε» η δημοκρατία για τη δυστυχία του λαού, ξαναφέρανε το βασιλιά. Και τότε άρχισαν πιο ξετσίπωτα ακόμα να ξεζουμίζουν και να καταπιέζουν το λαό. Και για να μπορούν να πνίγουν τις κραυγές του, βάλανε στο κεφάλι μας το Μεταξά, που ήτανε πάντα πράχτορας του ΙΙ γραφείου του γερμανικού επιτελείου, από τον καιρό που σπούδαζε στη στρατιωτική σχολή της Γερμανίας.

Έτσι, ύστερα από 120 χρόνια, ξαναπέσαμε πάλι στη σκλαβιά, γιατί έτσι κακά μας κυβερνήσανε στο διάστημα αυτό.

Σ' αυτή την κατάσταση βρεθήκαμε, όταν ξέσπασε η πολεμική λαίλαπα και η σύγκρουση μεταξύ των κολοσσών. Μα κανένας απ' αυτούς δε σκέφτηκε ελληνικά και να δει πώς θα ξέφευγε η χώρα μας τη λαίλαπα αυτή. Με την επίγνωση ότι η χώρα μας θα τραβούσε στην καταστροφή μπήκανε στον πόλεμο.

Έχουμε ντοκουμέντα στα χέρια μας, πού μας αποδείχνουν, ότι οι άνθρωποι αυτοί είχανε σκοπό να ρίξουνε μόνο τρεις τουφεκιές στο Αλβανικό μέτωπο κι ύστερα να μας παραδώσουν στους φασίστες. Υπάρχουν ντοκουμέντα που μας πείθουν ότι το Νοέμβρη προς το Δεκέμβρη του 1940 μπορούσαμε να πετάξουμε τους Ιταλούς στη θάλασσα. Μα αυτοί συγκρατούσαν το στρατό μέχρι που να λύσει το στρατιωτικό της πρόβλημα, η Γερμανία στην Ευρώπη κι ύστερα να δικαιολογηθούν ότι δε μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με δυο κολοσσούς. Δεν πίστευαν στις δόξες του στρατού μας, στο θάρρος, στην τόλμη, στην αυταπάρνηση και τον ηρωισμό του, που πολεμούσε με φλόγα ενάντια στο φασισμό, νηστικός και ξυπόλυτος πάνω στα βουνό της Αλβανίας με τη βοήθεια όλου του ελληνικού λάου. Αυτοί δεν πίστευαν σ' αυτά και περιμένανε πως θα καμφθεί. Γι' αυτό το έπος της Αλβανίας είναι ολοκληρωτικά έργο του λαού. Είναι έργο του λαού που το πραγματοποίησε με το μένος που είχε ενάντια στο φασισμό και το ζυγό του Μεταξά, με θυσίες και ηρωισμούς.

Έτσι, μας ξαναδέσανε στη σκλαβιά.

Μα ο λαός μας δεν ήτανε σε θέση να συνεχίσει το έργο του αυτό. Όσο φλογερά κι αν ήτανε τα στήθη του, η φλόγα αυτή δεν θα άντεχε στα σιδερόφρακτα μεγαθήρια των φασιστών, μια που είχε μέσα του και την προδοσία των ηγετών του. Έτσι αναγκάστηκε να υποκύψει, μα όχι σαν ηττημένος. Γιατί αυτή η συνθηκολόγηση που έκαναν, υπογράφηκε πριν ακόμα πολεμήσει ο στρατός μας. Αυτή δεν ήτανε ήττα του λαού μας, μα ήττα και χρεοκοπία των καθεστώτων που μεσολάβησαν από το 1821-1941. Γι αυτό κι ο λαός μας τιμωρεί σήμερα την ήττα αυτή και θα την τιμωρήσει αργότερα πιο σκληρά ακόμα.

Έτσι ήλθαν οι Γερμανοί στον τόπο μας και μας σκλαβώσανε. Μα για μας, για το λαό μας, καμιά κηλίδα δε θα μπορούσε να προσαφθεί, ότι εγκαταλείψαμε τα εδάφη μας. Αυτή θα κολλούσε, όταν δεν ξεσηκωνόμαστε.

Τι μπορούσαμε να περιμένουμε απ' αυτούς που φορούσαν τα κλακ και τα μπακαλιαράκια; Τι μπορούσαν να μας πούνε αυτοί; Το μόνο που βρίσκανε να μας λένε ήτανε:

Ησυχία, παιδιά, και τάξη. Κάναμε κυβέρνηση, ησυχάστε. Αυτό όμως θέλανε κι οι Γερμανοί. Μα τα λόγια αυτά τα εκστομίζανε οι άνθρωποι εκείνοι που δεν έχουν το δικαίωμα να ονομάζονται Έλληνες.

Κι όμως, δε θα συμβιβάζονταν με τη λογική και τη ράτσα μας, αν δε βγαίναν πάλι τα στοιχεία αυτά που θα κρατούσανε ψηλά την τιμή του έθνους μας, μέσα από το λαό μας.

Στο δρόμο του αντάρτικου.

Μια μαυρίλα πλάκωνε τον ελληνικό ορίζοντα. Κανείς δεν ήξερε τι θα έφερνε η αύριο και πώς θα ξεφεύγαμε από τη σιδερένια τανάλια που μας έσφιγγε. Κείνοι που ένιωθαν βρίσκονταν στις φυλακές και τα ξερονήσια. Κι εδώ πρέπει να στιγματιστεί μια άλλη ατιμία των ανθρώπων της 4ης Αυγούστου, που φεύγοντας, τους παράδωσε στα χέρια των καταχτητών.

Μια άλλη μερίδα πού ένιωθε, ασχολούνταν με τις μαύρες και άσπρες αγορές. Έτσι, όλο το βάρος έπεσε πάνω σε μια χούφτα ανθρώπων, απ' αυτούς που τρώγανε καρπαζιές μέσα στα αστυνομικά μπουντρούμια και τις ασφάλειες, μα που φλέγονταν από ηρωισμό και ανδρεία και μέσα τους υπήρχε μια ζεστή ελληνική καρδιά κι έτρεχε στις φλέβες τους πραγματικό ελληνικό αίμα. Αυτοί άναψαν το δαυλό κι έδωσαν το σύνθημα για τον ξεσηκωμό του Έθνους. Αυτοί που δώσανε το κουράγιο στους Έλληνες. Αυτοί που δημιούργησαν τη νέα Φιλική Εταιρία: το ΕAM.

Βέβαια, ποιος θάτανε κείνος που μπορούσε να πιστέψει τότε. Ότι αυτή η φούχτα των ανθρώπων θα έφερνε στη χώρα μας τη μεγαλόπρεπη αυτή νίκη. Μα η υφή, η ψυχοσύνθεση, το σκαρί των ανθρώπων αυτών ήτανε τέτοιο. Παρά τις φυλακές, τους κατατρεγμούς, τις δολοφονίες, τα βασανιστήρια, τις ομαδικές εκτελέσεις και την τρομοκρατία, οι άνθρωποι αυτοί οδηγούσαν ηρωικά και θαρραλέα τις μάζες στον δρόμο της λευτεριάς.

Ξέρετε όλοι πως άρχισε το κίνημα αυτό και δε σταματώ στις λεπτομέρειες του. Όταν έχουμε τη μέρα της εθνικής ανεξαρτησίας μας, πού γιορτάζουμε στις 25 Μάρτη, χαιρόμαστε, τραγουδάμε και κλαίμε από τη συγκίνηση. Μα από δω και πέρα θα έχουμε δυο εθνικές γιορτές: την 25η Μάρτη και την 27η Σεπτέμβρη επέτειο της δημιουργίας του ΕΑΜ, που αποτέλεσε τη βάση της σημερινής μας απελευθέρωσης.

Αυτό πρέπει να το νιώσουμε.

Στα προηγούμενα χρόνια πολλοί περνούσανε από την πλατεία του Διάκου, μα κανείς δεν ένιωθε τον παλμό που περιείχε το τραγούδι, που μας δίδασκε στο σχολείο ο παλιός καθηγητής μας Λάσκαρης: Σας ευλογεί του Διάκου μας το τιμημένο χέρι;

Κανείς δεν ένιωθε, ότι έπρεπε να φύγει μακριά από τα μικροσυμφέροντα του και να παλέψει για τη λευτεριά. Μα η χούφτα αυτή των ανθρώπων, που σας μίλησα πιο πάνω, ρίχτηκε ολόψυχα στον αγώνα.

Η αντίδραση στο άκουσμα της χρησιμοποίησε όλα τα μέσα κι έθεσε σε ενέργεια όλες τις ατιμίες για να τη σαμποτάρει. Μα όλα αυτά στάθηκαν ανίκανα να σπάσουν τον αγώνα της. Αντίθετα, αυτή ρίζωνε κάθε μέρα και πιο πολύ κι ανέπτυσσε τη δράση της. Κι επειδή δεν είχε σκοπό να καταπιαστεί με χαρτοπόλεμο έβγαλε στο βουνό το αντάρτικο.

Θυμάμαι όταν το χειμώνα του 1941 ήλθα εδώ σαν «μαυραγορίτης» για να βάλω μπροστά τη δουλειά. Σας γνώριζα όλους, μα κανείς από σας δεν ήξερε τι επεδίωκα εγώ. Τότε μαζί με το Γ. Φράγκο και Γ. Γιαταγάνα βγάλαμε το πρώτο διάγγελμα του ΕΑΜ. Πολλοί νομίζανε τότες, ότι αυτό ήτανε μόνο ντόρος και τίποτα άλλο.

Όταν λέγαμε ότι σε λίγο θα σφυρίζει το μάλιγχερ και θα κροταλίζει ξερά το πολυβόλο στις βουνοκορφές και τα φαράγγια μας κι οι Γερμανοί και Ιταλοί θα φεύγουν ντροπιασμένοι, ίσως πολλοί να λέγανε πως αυτά δεν ήτανε παρά ηχηρές φράσεις.

Μα ύστερα από 2 1/2 μήνες άρχισε πραγματικά να λαλεί το ντουφέκι. Και τι δεν είπανε τότε! Όπως και στα 1821 όλη η αντίδραση συνωμότησε εναντίον μας και στην αρχή δεν έλεγε τίποτα για το αντάρτικο, κάνοντας το ίδιο πού κάνει και η στρουθοκάμηλος, όταν κρύβει το κεφάλι της, ενώ όλο της το σώμα φαίνεται. Έτσι κι αυτοί, νομίζανε, ότι αν δε λέγανε τίποτα για το αντάρτικο και το αγνοούσαν, δε θα ξαναβροντούσε το καριοφίλι. Μα μπορούσε να σταματήσει αυτό; Κάθε μέρα κοκκίνιζαν τα βουνά και τα φαράγγια από το αίμα.

Κι όταν είδαν ότι το αντάρτικο μεγάλωνε, παρά τη σιωπή τους, τότε κι αυτοί άλλαξαν τρόπο για να μας πολεμήσουν. Μας ονόμασαν πλιατσικολόγους, κατσικοκλέφτες, ληστοσυμμορίτες κλπ. Ακόμα βρέθηκαν άνθρωποι να μας αποκηρύξουν με την υπογραφή τους γιατί σκοτώσαμε τον προδότη και εκβιαστή Μαραθέα. Αυτοί οι κύριοι ήτανε κυριολεκτικά ηλίθιοι.

Δεν ξέρανε ούτε το ατομικό τους συμφέρον. Νόμισαν, πως αν μας αποκήρυσσαν θα σταματούσε κι ο αγώνας μας κι ότι δεν θα είμαστε κάποτε ικανοί να τους σφίξουμε το λαιμό και να τους πνίξουμε.

Ας είναι. Τέτοιοι ηλίθιοι ήτανε και τέτοιες ηλιθιότητες λέγανε. Ας κάνουν τώρα τα ψηλά τους καπέλα κλωσοφωλιές.

Η ύπαιθρος αναπνέει.

Μα ήτανε δυνατό να πιάσει αυτό; Οι χωριάτες είχανε δει για πρώτη φορά το θαύμα ν' αφήνουν τα πράματα τους έξω χωρίς να τους τα πειράζει κανείς.

Η ζωοκλοπή είχε καταργηθεί στην ύπαιθρο και η ασφάλεια της ζωής και της περιουσίας ποτέ δεν ήτανε σ' αυτό το σημείο. Ήτανε θαύμα αυτό; Όχι. Αλλά για πρώτη φορά το χωριό γνώρισε την εξουσία, η οποία βγήκε για να χτυπήσει την εσχάτη προδοσία, το έγκλημα, τη ζωοκλοπή κλπ. και να εμπεδώσει την ασφάλεια.

Κι όταν χτυπήσαμε τα εγκλήματα αυτά και πατάξαμε την προδοσία, αυτοί σαν δεσποινίδες της αριστοκρατίας, που δε βλέπουν γύρω τους τη δυστυχία και την κακομοιριά πού βασιλεύει, αλλά συγκινούνται από ένα άρρωστο γατάκι, έμπηξαν τις φωνές και μας κατηγόρησαν ότι σκοτώνουμε. Επί Μεταξά βιάστηκαν γυναίκες, υπέστησαν μαρτύρια χιλιάδες άνθρωποι, σκοτώθηκαν και γκρεμίστηκαν από τα μπαλκόνια της Ασφάλειας γέροι, έγιναν τόσα εγκλήματα, μα κανείς απ' αυτούς δεν είπε τίποτα. Μα τώρα φωνάζουνε ότι ο Άρης σφάζει.

Ναι, σφάξαμε κι είμαστε έτοιμοι να ξανασφάξουμε, αν χρειαστεί. Ποιους όμως σφάξαμε; Εμείς είμαστε πιο πονόψυχοι απ' αυτούς. Απόδειξη είναι ότι εμείς είμαστε κείνοι που τρώγαμε χρόνια τώρα τις καρπαζιές και καταδιωκόμασταν. Σφάξαμε κείνους που πρόδιδαν στους καταχτητές τους Έλληνες, κείνους που κλέβανε το λαό και διαπράττανε εγκλήματα.

Κι είναι κυριολεκτικά ηλίθιοι κείνοι πού τους πήρε ο πόνος γι' αυτούς, που τόσο δικαιολογημένα χτυπήσαμε, για να παίρνουν το μέρος τους ή είναι ολοκληρωτικά συνένοχοι τους. Μα ούτε και το κόλπο αυτό έπιασε.

Το αντάρτικο σώζει το λαό.

Τότε όμως αυτοί, σαν καλοί ζαχαροπλάστες που ήτανε, κατασκευάσανε ένα νέο χρυσό χάπι:

-Ναι, φωνάζανε. δεν υπάρχει αντίρρηση, ότι οι αντάρτες διεξάγουν εθνικό αγώνα. Μα το ζήτημα αυτό θα λυθεί από τους ισχυρούς. Τι μας χρειάζονται, λοιπόν, οι αγώνες κι οι σκοτωμοί, αφού τα ζητήματα μας θα τα λύσουνε άλλοι;

Λυτό το σύνθημα έπιανε. Είχανε όμως δίκιο; Ασφαλώς όχι!

Γιατί δεν είχανε δίκιο;

Στα 1941-42 το ΕΑΜ δεν ήτανε ακόμα ισχυρό. Γι' αυτό δεν είχε αρχίσει ο αγώνας να παίρνει μαζικό χαραχτήρα. Ούτε κι αντάρτικη δράση υπήρχε. Κι όμως. Στα 1941-42 πέθαναν από την πείνα και τις αρρώστιες, που επακολούθησαν απ' αυτήν, 300.000 άνθρωποι μόνο στην Αθήνα, τον Πειραιά και τα περίχωρα τους. Και θα πέθαιναν αργότερα ακόμα περισσότεροι, αν το ΕΑΜ δεν κινητοποιούσε με συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, συλλαλητήρια και απεργίες το λαό και δεν τον εμψύχωνε: 1. Να επιβληθεί το σταμάτημα της αρπαγής της παραγωγής μας από μέρους των κατακτητών. 2. Να επιβληθεί σ' αυτούς ν' αφήσουν το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό να αναλάβει την τροφοδοσία του λαού μας. 3. Να προσέξουν την κατάσταση της Ελλάδας στο εξωτερικό.

Αν το αντάρτικο δε σταματούσε τις φάλαγγες των Γερμανών που κλέβανε την παραγωγή της χώρας μας και δεν καταργούσε τη συγκέντρωση της παραγωγής που τη βάζανε στο χέρι οι καταχτητές, αν δε γίνονταν όλα αυτά, τότε τα θύματα από την πείνα και τις αρρώστιες θα ήταν πολύ περισσότερα. Όλες οι χιλιάδες των θυμάτων, που πέσανε για τη ζωή και τη λευτεριά του λαού μας, ποτέ δε φθάνουν τα θύματα της πείνας και των ασθενειών.

Πότε ακούστηκε στην ιστορία της ανθρωπότητας να πραγματοποιείται η απελευθέρωση μέσω της μπαγαποντιάς; Ποτέ. Η λευτεριά δεν κερδίζεται με ξόρκια, αλλά με αγώνες και θύματα!

Μα κι αν το θέλαμε, δεν είχαμε αυτό το δικαίωμα. Το δικαίωμα δηλαδή να κηλιδώσουμε την ιστορία της πατρίδας μας. Αυτό θα ήτανε ασέβεια στη μνήμη των ηρωικών μας προγόνων.

Μα ούτε είχαμε το δικαίωμα να κολλήσουμε μια ατιμωτική σφραγίδα, μια σφραγίδα αίσχους, στο κούτελο των επερχομένων γενεών, των παιδιών μας και των εγγονιών μας, ότι κατάγονται από γενιά ευνούχων, που δέχονται να πεθαίνουν στα πεζοδρόμια από τον ατιμωτικότερο των θανάτων, από την πείνα, παρά να πεθαίνουν με το όπλο στο χέρι, παλεύοντας για τη λευτεριά.

Τι θα έπρεπε να προτιμούσαμε; Το πρώτο ή το δεύτερο; Όχι! Χίλιες φορές όχι!

Καλύτερα να γινότανε το παν ένα μπουρλότο, παρά να υποταχθούμε στους καταχτητές.

Αυτό ο λαός μας το κατάλαβε, τους μούντζωσε κι έδωσε αυτά τα γενναία παλικάρια, πούναι τώρα στεφανωμένα με δόξες, με δάφνες και με νίκες.

Η αντίδραση συνωμοτεί.

Τότε κι αυτοί αναγκάστηκαν ν' αλλάξουν βιολί κι αποφάσισαν να βγάλουν στο βουνό δικές τους ανταρτοομάδες.

Μα γιατί αυτό; Το ΕAM είχε δηλώσει ότι δεν είχε μονοπώλιο τον αντάρτικο αγώνα. Γι' αυτό και τους κάλεσε να σχηματιστούν κοινές ανταρτοομάδες. Αν είχανε την πρόθεση να παλέψουν ενάντια στους καταχτητές, θα το κάνανε. Τότε όμως, ισχυρίζονται, ότι η χωρογραφία της Ελλάδας και η πυκνότητα της κατοχής δεν επέτρεπε την ύπαρξη ανταρτοομάδων.

Όταν όμως είδανε εμάς, όταν λευτερώσαμε την ύπαιθρο, τότε κι αυτοί αποφάσισαν να δημιουργήσουν αντάρτικο.

Τι θα περίμενε κανείς άπ' αυτούς αρχή αρχή; Ποια κραυγή, έστω και τυπικά, να βγει από το στόμα τους; Φυσικά, "Κάτω οι καταχτητές" !

Μα την θέση τους τη γνωστοποίησαν από την αρχή. Η πρώτη κραυγή τους ήτανε:

"Κάτω το ΕΑΜ!"

Μα εμείς και πάλι τους καλέσαμε για να ενωθούμε. Αυτοί όμως αρνήθηκαν, γιατί δεν θέλανε να υποβληθούν σε κόπους και μόχθους για να πολεμήσουν τον καταχτητή. Γιατί αυτοί δεν ήτανε εντολοδόχοι του ελληνικού λαού, μα της αντίδρασης από το φόβο της λαοκρατίας που ζητούσαν να πολεμήσουν.

Στο τέλος μας κήρυξαν κι ανοιχτά τον πόλεμο, ένοπλα, συνεργαζόμενοι με τους καταχτητές.

Θα είμαστε ασυνεπείς στον αγώνα μας και προδότες του λαού μας, αν σιχαινόμαστε τα αίματα. Γι' αυτό, σαν εντολοδόχοι του λαού, συντρίψαμε τους συνεργάτες αυτούς των καταχτητών, τους πολέμιους του εθνικού μας αγώνα.

Ο ΕΛΑΣ στο πλευρό των συμμάχων.

Ύστερα απ' αυτό χρησιμοποίησαν το κόλπο: Μας κατηγόρησαν, ότι δε βοηθάμε το συμμαχικό αγώνα, αλλά θα υπακούσουμε μόνο στους Ρώσους. Κι απειλούσαν ότι όταν θάρθουν οι σύμμαχοι εδώ, θα μας κανονίσουν. Αυτοί, που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς, απειλούσανε ότι θα μας χτυπήσουν οι σύμμαχοι!

Αυτοί που στα 1941 πρόδωσαν το συμμαχικό αγώνα. Αυτοί που μαγάρισαν τις Θερμοπύλες και τους Τριακόσιους μας κι άφησαν τους συμμάχους Άγγλους να μάχονται μόνοι τους εκεί, ενώ αυτοί είχαν παραδώσει την Ελλάδα με τη συνθηκολόγηση του Τσολάκογλου, μας κατηγορούσαν ότι δεν ενισχύουμε τον

συμμαχικό αγώνα κι έβαζαν στο μυαλό των συμμάχων την άτιμη σκέψη, ότι δήθεν θα μας χτυπούσαν ερχόμενοι εδώ.

Ο Γοργοπόταμος.

Μα σε λίγο τους ήλθε το πρώτο χαστούκι! Η πρώτη ομάδα των Άγγλων αλεξιπτωτιστών έπεφτε, όχι σ' αυτούς, μα στον Άρη, πάνω στη Γκιώνα. Και μαζί μ' αυτούς τραβήξαμε κι ανατινάξαμε το Γοργοπόταμο. Ο αρχηγός των συμμαχικών στρατευμάτων της Μ. Ανατολής, στρατηγός Ουίλσον, δήλωνε ανοιχτά, ότι οι επιτυχίες των συμμάχων στην Αφρική οφείλονται κατά 80% στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, γιατί αυτή εμπόδισε την αποστολή γερμανικών ενισχύσεων και εφοδιασμού. Μα να κι ένα τελευταίο: Στην Πελοπόννησο προτείναμε στους τσολιάδες να καταθέσουν τα όπλα κι εμείς θα τους αφήσουμε ελεύθερους. Μα οι Άγγλοι το απέρριψαν αυτό και συνέλαβαν όλους τους τσολιάδες, τους έκλεισαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και τους παραπέμπουν να δικαστούν από τα στρατοδικεία.

Στο κάτω-κάτω, να τώρα οι Άγγλοι μπροστά σας. Διαβαίνουν τους δρόμους της Λαμίας και πάνε να χτυπήσουν τους Γερμανούς μαζί με μας. Μαζί τους θα πολεμήσουμε εμείς κι όχι αυτοί, μέχρι την ολοκληρωτική συντριβή του φασισμού.

Μα τα κατακάθια αυτά βρήκανε νέο τροπάρι: Μας κατηγορούν ότι είμαστε όλοι κομμουνιστές και ισχυρίζονται, ότι το ΕΑΜ. και ο ΕΛΑΣ είναι σκεπασμένες κομμουνιστικές οργανώσεις. Μα αυτή η κατηγορία μπορεί ν' αποτελέσει ντροπή ή έπαινο;

Αγωνιζόμαστε για την Δημοκρατία.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα δε βαδίζει τώρα για τον κομμουνισμό. Το ΚΚΕ έχει βέβαια στο πρόγραμμα του σαν τελική του επιδίωξη τον κομμουνισμό. Μα όχι για τώρα. Τον κομμουνισμό θα τον επιβάλλετε σεις, ο λαός κι όχι το ΚΚΕ. Κι είμαι βέβαιος ότι πολλοί από τους μορφωμένους μας, που δεν τον θέλουν σήμερα, θα ψηφίσουν τότε για να επικρατήσει ο κομμουνισμός.

Σήμερα, όμως, το ΚΚΕ. δεν επιδιώκει παρά μόνο μια δημοκρατική λύση του ελληνικού προβλήματος.

Μα ας πούμε, ότι το ΚΚΕ. θα εφαρμόσει τον κομμουνισμό. Λένε ότι ο κομμουνισμός χαλνά τις εκκλησιές και γδέρνει τους παπάδες. Τόσο χαζοί είναι λοιπόν οι κομμουνιστές να χαλάσουν τις εκκλησιές, που δεν τους εμποδίζουν σε τίποτα;

Οι εκκλησιές μας φταίνε ή τα καράβια του Εμπειρίκου; Γιατί λοιπόν να κάψουμε τις εκκλησιές;

Ποιος χτυπά τη θρησκεία;

Θα γδάρουμε τους παπάδες; Μα γιατί; Εμείς βλέπουμε, ότι χιλιάδες παπάδες βρίσκονται τώρα στην πρωτοπορία του κινήματος μας και η συμβολή του κλήρου, που στάθηκε στο πλευρό μας, υπήρξε ανεκτίμητη.

Μήπως συμβαίνει το αντίθετο; Γιατί αυτοί που εμφανίζονται σαν προστάτες της εκκλησίας, γκρεμίσανε μαζί με τους Γερμανούς και γδέρνουνε παπάδες.

Ο κομμουνισμός, λένε, θα καταργήσει την θρησκεία. Μα η θρησκεία είναι ζήτημα συνείδησης. Πώς θα καταργηθεί λοιπόν; Η κατάργηση της θρησκευτικής συνείδησης είναι πράμα αδύνατο, έστω κι αν ακόμα οι κομμουνιστές θέλανε να την καταργήσουν. Η θρησκευτική συνείδηση δεν καταργείται με απλές διαταγές. Αν συνέβαινε ένα τέτοιο πράμα, αυτό θα έμοιαζε με την διαταγή πού έβγαλε κάποτε ένας αστυνόμος στην Ανάφη, με την οποία απαγόρευε την πάλη των τάξεων!

Το τι θα γίνει στο πολύ μακρινό μέλλον, το πώς θα σκέπτονται οι άνθρωποι τότε, είναι άλλο πρόβλημα. Και κανένας πολιτικός δε μπορεί να βγάλει νόμο για το τι θα πρέπει να γίνει ύστερα από 200 η 500 χρόνια. Ούτε λοιπόν κι εμείς θα βγάλουμε τέτοιο νόμο. Μας ενδιαφέρει το πώς θα προκόψει ο λαός μας σήμερα κι όχι το τι φιλοσοφικές πεποιθήσεις θα έχει ύστερα από 500 χρόνια.

Συνεπώς καταλαβαίνετε τώρα, ότι αυτοί που διαδίδουν αυτές τις συκοφαντίες επιδιώκουν άλλους σκοπούς, προσπαθώντας με το μέσο αυτό της συκοφαντίας να εξαπατήσουν το λαό και να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους πάνω του. Αν μάλιστα εξετάσουμε βαθύτερα το πράμα αυτό, θα δούμε ότι αυτοί είναι άθρησκοι, γιατί σε αυτούς δεν υπάρχει ούτε ίχνος θρησκευτικής συνείδησης κι ο μόνος που λατρεύουν είναι ο Θεός Μαμμωνάς, ο Θεός του χρήματος…

Θα συσπειρώσουμε την οικογένεια.

Κατηγορούν τους κομμουνιστές, ότι αυτοί θα διαλύσουν επίσης την οικογένεια. Λες κι εμείς κατεβήκαμε από τον ουρανό και δε γεννηθήκαμε από σπίτια ή φυτρώσαμε μόνοι μας σαν τα μανιτάρια. Η οικογένεια δημιουργήθηκε από ορισμένες οικονομικές συνθήκες. Σε μια ορισμένη ανάπτυξη της κοινωνίας δημιουργήθηκε η ανάγκη της οικογένειας, γιατί έτσι θα αντιμετωπίζονταν καλύτερα οι ανάγκες της ζωής.

Χρειάζονταν να δουλεύουν όλοι: ο πατέρας και τα παιδιά στα χτήματα, οι γυναίκες στον αργαλειό και το σπίτι, γιατί μόνο με τον τρόπο αυτό θ' αντιμετωπίζονταν οι βιοτικές ανάγκες τους.

Αυτού του είδους οι οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε, πλησίαζαν όπως βλέπετε, πιο στενά τα μέλη της οικογένειας μεταξύ τους. Σήμερα όμως τι γίνεται; Οι σημερινές οικονομικές συνθήκες αναγκάζουν όχι πια το στενό πλησίασμα της οικογένειας, αλλά αντίθετα την απομάκρυνση της.

Να ένα παράδειγμα: Ένας άντρας παντρεύεται, μα την επομένη του γάμου του φεύγει στην Αμερική για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της ζωής του και της γυναίκας του. Ποιος διαλύει στην περίπτωση αυτήν την οικογένεια; Οι κομμουνιστές ή οι οικονομικές συνθήκες πού δημιούργησε η κεφαλαιοκρατία;

Κι εδώ, λοιπόν, βλέπουμε φανερά, ότι αυτοί που μας κατηγορούν πως θέλουμε να διαλύσουμε την οικογένεια, δεν είναι άλλοι, παρά αυτοί οι ίδιοι πού τη διαλύουν στην πραγματικότητα, ενώ εμείς επιδιώκουμε το στερέωμα της. Θα δώσουμε στο λαό τα οικονομικά μέσα για να μπορεί να μη σκορπάει την οικογένεια του στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.

Μας κατηγορούν ότι θέμε να καταργήσουμε τα σύνορα και να διαλύσουμε το κράτος. Μα το κράτος εμείς το φτιάχνουμε σήμερα, γιατί δεν υπήρξε, μια που αυτοί οι ίδιοι το είχανε διαλύσει. Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς; Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη σ' όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Γι' αυτό δε νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους.

Ενώ εμείς, το μόνο πού διαθέτουμε, είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας. Αυτά αντίθετα από το κεφάλαιο που τρέχει, οπού βρει κέρδη, δε μπορούν να κινηθούν και παραμένουν μέσα στη χώρα που κατοικούμε.

Ποιος, λοιπόν, μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουν τα κεφάλαια τους από τη χώρα μας ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ;

Όταν έξαφνα στα 1929-31 το κράτος ζήτησε, λόγω της οικονομικής κρίσης πού μάστιζε τότε τη χώρα μας να κατεβάσουν οι ξένοι ομολογιούχοι το ποσοστό που πληρώναμε σε τοκοχρεολύσια, οι Άγγλοι δέχτηκαν να το μειώσουν σε 35%, αλλά οι Έλληνες ομολογιούχοι αρνήθηκαν. Να λοιπόν, ποιος είναι ο πατριωτισμός τους! Αυτός φτάνει μέχρι το σημείο που δεν θίγονται τα οικονομικά τους συμφέροντα. Αυτοί λοιπόν οι ίδιοι που μας κατηγορούν ότι επιδιώκουμε την κατάργηση των συνόρων και την διάλυση του κράτους, αυτοί τα ξεπουλάνε αυτά στην πρώτη ευκαιρία.

Όταν οι άτιμοι μιλάνε για τιμή.

Μας κατηγορούν επίσης, ότι εμείς επιβουλευόμαστε την τιμή. Βλέπετε, όλοι αυτοί οι «ηθικοί», που όταν περπατάνε μπερδεύουνται τα κεφάλια τους στα σύρματα, μιλάνε για τιμή!

Αυτοί που πούλησαν τις γυναίκες και τις αδελφές στον κατακτητή, για να κάνουν τα νταραβέρια μαζί του και μας σκλάβωσαν διπλά, αυτοί πάνε τώρα να μας πείσουν ότι είναι οι κέρβεροι της τιμής και της ηθικής. Με αυτά τα μέσα προσπαθούν να εξαπατήσουν το λαό για να συνεχίσουν το ξεζούμισμα και την εκμετάλλευση του. Και πολλές φορές το καταφέρνουν αυτό και μας πείθουν μάλιστα ότι έτσι είναι όπως τα λένε.

Πάρτε ένα παράδειγμα, απ' αυτό που γίνεται στα χωριά: Ο χωριάτης καπνίζει τον καπνό που παράγει ο ίδιος. Μα τον πείσανε ότι αυτός είναι λαθραίος. Κι ο ίδιος ο χωρικός σου λέει ότι καπνίζει λαθραίο καπνό. Λες και δεν τον έσπειρε αυτός στον τόπο μας, αλλά τον έφερε από την Αμερική. Όπως βλέπετε λοιπόν κι ο ίδιος ο χωριάτης το πίστεψε, πως ο καπνός του είναι «λαθραίος».

Η αντίδραση δεν σταματά σε τίποτα μπροστά προκειμένου να εξαπατήσει το λαό, χρησιμοποιώντας γι αυτό όλα τα μέσα, όλη τη συκοφαντία και το ψέμα. Μα αυτές οι συκοφαντίες στην ύπαιθρο, όπου μας είδανε και μας νιώσανε, έγιναν συντρίμμια. Στις πόλεις θα γίνει κι αυτού το ίδιο.

Σε λίγες μέρες θα δείτε κι εσείς μόνοι σας την πραγματικότητα. Γιατί ο δικός μας σκοπός είναι ένας: Πώς θα ζήσει καλύτερα ο λαός μας!

Όταν είταν εδώ ο κατακτητής, αυτοί θέλανε τότε την τάξη. Εμείς θέλαμε την αταξία για να κάνουμε ανυπόφορη τη ζωή του κατακτητή. Τώρα αυτοί θέλουνε την αταξία. Μα εμείς θέλουμε την τάξη. Αυτοί είναι οι οργανωτές του εμφυλίου πολέμου για να εκμεταλλεύονται το λαό μας. Αυτοί είναι οι λύκοι, που προσπαθούν να κατασπαράξουν το κοπάδι, εμάς, εσάς, όλους μας, το λαό δηλαδή.

Τηρήσαμε τις υποσχέσεις μας.

Ο ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ υποσχέθηκαν στο λαό την πάλη ενάντια στον κατακτητή και την απελευθέρωση της χώρας μας. Αυτές τις υποσχέσεις τις τηρήσαμε. Εμείς δεν δημιουργήσαμε κυβερνητικό τύπο. Αυτός δημιουργήθηκε μόνος του από το λαό. Από τον Οκτώβρη του 1942 μόνος του ο λαός τράβηξε στις εκλογές της αυτοδιοίκησης του.

Ο θεσμός αυτός της αυτοδιοίκησης, που για πρώτη φορά εμφανίστηκε στην Ευρυτανία, αποτέλεσε την απαρχή της δημιουργίας του από το χωριό μέχρι την Π.Ε.Ε.Α. αργότερα.

Εμείς είμαστε υπέρ της ενότητας και χάρη στις προσπάθειες τις δικές μας οφείλεται κατά 9 5% η δημιουργία της εθνικής κυβερνήσεως, κάτω από την οποία αγωνιζόμαστε σήμερα. Μέχρι τη Λάρισα η πατρίδα μας είναι τώρα ελεύθερη. Και γρήγορα θ' απελευθερώσουμε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα.

Έτσι και η δεύτερη μας υπόσχεση τείνει να πραγματοποιηθεί ολοκληρωτικά.

Η πάλη μας για τη λαοκρατία.

Μα εμείς υποσχεθήκαμε στο λαό και κάτι άλλο: Ότι δεν θ' αφήσουμε το όπλο από το χέρι μας αν δεν πετύχουμε και τη διπλή λευτεριά: τη λαοκρατία. Για αυτό θα παλέψουμε για να εκτελέσουμε κι αυτή την υπόσχεση μας, αφιερώνοντας και θυσιάζοντας την ζωή μας ακόμα για τη λαοκρατική λύση του ελληνικού προβλήματος.

Ο ΕΛΑΣ στα χέρια πρώτα της Κ.Ε. του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ αργότερα αποτέλεσε το δυνατό όπλο της διατήρησης του λαού μας στη ζωή. Τον μοχλό της γρηγορότερης απελευθέρωσης μας. Τώρα, στα χέρια της εθνικής μας κυβέρνησης, που αποτελείται απ' όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις και που υπόσχεται στο πρόγραμμα της λαοκρατικές λύσεις, θ' αποτελέσει την εγγύηση, ότι θα συνεχίσουμε τον πόλεμο μέχρι την ολοκληρωτική συντριβή του φασισμού κι ότι θα εξασφαλισθούν οι ως τώρα κατακτήσεις του λαού μας και θα κερδηθούν και νέες.

Φωνάζατε πολύ για την θανατική καταδίκη των προδοτών, των συνεργατών του καταχτητή και των εκμεταλλευτών της δυστυχίας τού λαού στα χρόνια της κατοχής. Όταν εμείς δεν είχαμε τη δυνατότητα να τους δικάσουμε, τους εκτελούσαμε. Αργότερα τους δικάζαμε σε στρατοδικεία. Τώρα, όσους έχουμε συλλάβει θα τους παραδώσουμε στην δικαιοσύνη. Υπάρχει η νόμιμη πια κυβέρνηση και αυτή θα αποφασίζει για όλα. Μη φωνάζετε λοιπόν. Αυτοί θα δικασθούν και θα καταδικασθούν. Μα δεν θάχει και μεγάλη σημασία.

Τεράστια σημασία θάχει αν καταδικάσετε και θανατώσετε εσείς, ο κυρίαρχος λαός, το καθεστώς που γεννάει τέτοια καθάρματα.

Μεθαύριο θα τραβήξουμε στις εκλογές. Το πρώτο ράπισμα πρέπει να δοθεί στο δημοψήφισμα, με την οριστική καταδίκη του φιλοβασιλισμού και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας.

Αλλά γιατί στρεφόμαστε με τόση μανία ενάντια στο βασιλιά;

1.Γιατί αυτός πρώτα-πρώτα δεν είναι ούτε Έλληνας. 2.Γιατί μας τον φέρανε με το ψεύτικο δημοψήφισμα του 1935. 3.Γιατί είναι επίορκος. Καταπάτησε το Σύνταγμα του 1911 κι έβαλε δικτάτορα τον πεμπτοφαλαγγίτη Γιάννη Μεταξά. 4. Γιατί άφησε όλους τους ανίκανους και πεμπτοφαλαγγίτες στρατηγούς και υπουργούς να προδώσουν τον πόλεμο της Αλβανίας και να υποδουλώσουν την πατρίδα μας. 5. Τέλος, γιατί στην εθνική μας συμφορά του 1941, αντί να καθίσει εδώ και να θυσιαστεί σαν άλλος Κόδρος των Αθηνών, μας εγκατέλειψε.

Αν ήτανε καλός έπρεπε να καθίσει εδώ κι αντί να βγει στο κλαρί ο Άρης και δεν ξέρω ποιος άλλος, να βγει αυτός να οργανώσει τον αγώνα και να είναι τώρα δικαιωματικά βασιλιάς μας και αρχηγός μας. Με τη στάση του ο ίδιος παραιτήθηκε ουσιαστικά και τυπικά του δικαιώματος επί του θρόνου της Ελλάδος.

Αυτά βέβαια γι' αυτόν προσωπικά κι ανεξάρτητα από την πεποίθηση μας πώς δεν χρειάζεται κανένας θρόνος, μα δημοκρατία για να προκόψει η Ελλάδα μας.

Σεβόμαστε τη λαϊκή θέληση.

Το δεύτερο ράπισμα πρέπει να δοθεί στις εκλογές, που θα καθορίσουν το πολίτευμα της χώρας μας. Εμάς, η μόνη μας φιλοδοξία είναι να είμαστε υπηρέτες του λαού. Γι' αυτό θα σεβαστούμε την ετυμηγορία σας, όποια κι αν είναι αυτή.

Μα έχουμε αυτές τις απαιτήσεις: Να ψηφίσει ο λαός ανεπηρέαστα και να σεβασθούν το λαό.

Αν αυτά δεν εκτελεστούν, τότε σας υποσχόμαστε ότι πάλι θα ξαναβγούμε στο βουνό. Μα είμαι βέβαιος ότι αυτά δεν θα συμβούν. Γιατί ο λαός μας χειραφετήθηκε πια. Δοκιμάσθηκε και ξύπνησε. Θ' ακολουθήσει τους δρόμους που του δείχνουμε και που μοναδικά τον συμφέρουν.

Με την πεποίθηση αυτή, τελειώνοντας, σας καλώ να φωνάξουμε:

Ζήτω ο κυρίαρχος λαός μας!

Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2022

Γ. Ρίτσος: Γράμμα στον Ζολιό-Κιουρί

 


Αη-Στράτης, Νοέμβρης 1950
Γραφει ο Γ. Ρίτσος απο το νησι του

" Διχασμου" (κατά Κούλη)

Ἀγαπημένε μου Ζολιό,
σοῦ γράφω ἀπό τόν Ἁη-Στράτη.
Βρισκόμαστε δῶ πέρα, κάπου τρεῖς χιλιάδες
ἄνθρωποι ἁπλοί, δουλευτάδες, γραμματιζούμενοι
μέ μιά τρύπια κουβέρτα στόν ὦμο μας
μ' ἕνα κρεμμύδι, πέντε ἐλιές κι ἕνα ξεροκόμματο φῶς στό ταγάρι μας
ἄνθρωποι ἁπλοί σάν τά δέντρα μπροστά στόν ἥλιο
ἄνθρωποι πού δέν ἔχουμε ἄλλο κρίμα στό λαιμό μας
ἐξόν μονάχα πού ἀγαπάμε ὅπως καί σύ
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ἀδελφέ μου Ζολιό,
κάμποσα χρόνια τώρα τριγυρνᾶμε
ἀπό ξερονήσι σέ ξερονήσι
κουβαλώντας στή ράχη μας τίς σκηνές μας
μήν προφταίνοντας νά στήσουμε τίς σκηνές μας
μήν προφταίνοντας νά στήσουμε δυό λιθάρια νά βάλουμε πάνου τό τσουκάλι μας
μήν προφταίνοντας νά ξυριστοῦμε καί νά καπνίσουμε μισό τσιγάρο στά γόνατα τῆς αὐγῆς.
Ἀπό προσκλητήριο σέ προσκλητήριο
ἀπό ἀγγαρεία σέ ἀγγαρεία
κουβαλώντας στίς τσέπες μας κάτι παλιές φωτογραφίες τῆς ἄνοιξης
- ὅσο πάει ξεθωριάζουν - δε γνωρίζονται -
θἆταν αὐτός ὁ κῆπος μας - πῶς ἦταν;
- πῶς εἶναι ἕνα στόμα πού λέει "σ' ἀγαπῶ" ;
πῶς εἶναι δυό χέρια πού ἀνεβάζουν στόν ὦμο τήν κουβέρτα σου
ὅταν ἐσύ κοιμᾶσαι μόνο μέ τό φρεσκοπλυμένο πουκάμισο τοῦ χαμόγελου; - δε θυμόμαστε.
Θυμόμαστε μονάχα
μιά φεγγερή φωνή μέσα στή νύχτα
μιά σιγανή φωνή νά λέει: λευτεριά καί εἰρήνη.
Ἔτσι ἀπό ξερονήσι σέ ξερονήσι
κουβαλώντας ἀπό λύπη σέ λύπη τό μπόγο μας
κουβαλώντας τήν καρδιά μας μέσα στό μπόγο μας
κουβαλώντας τήν πίστη μας μέσα στήν καρδιά μας
πολλές φορές δίχως ψωμί
πολλές φορές δίχως νερό
μ' ἁλυσσίδες στά χέρια
μήν προφταίνοντας νά πιάσουμε φιλία μ' ἕνα δέντρο ἤ μ' ἕνα παράθυρο
πάντα μ' ἁλυσσίδες στά χέρια
γιατί ἤμαστε κάτι ἄνθρωποι ἔτσι ἁπλοί
κάτι κεφάλια ἀγύριστα
πού ποτέ δέν ξεμάθαμε ν' ἀγαπᾶμε
ὅπως καί σύ, τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Περάσαμε πολύν καιρό στό Μακρονήσι
κοιμηθήκαμε μάγουλο μέ μάγουλο μέ τό θάνατο,
πολλοί ἀφήσανε κεῖ πέρα τά κόκκαλά τους
πολλοί ἀφήσανε τά πόδια τους καί τά χέρια τους
πολλοί τώρα περπατᾶνε μέ δεκανίκια
πολλοί δέν περπατᾶνε καθόλου
πολλοί φωνάζουν τίς νύχτες στόν ὕπνο τους
πολλοί δέν ἔχουν καθόλου μιλιά
πολλοί δέν μποροῦνε πιά νά δοῦν
πῶς σεργιανάει ἕνα σύγνεφο τήν τριανταφυλλιά θλίψη του στήν εὐγένεια τῶν βραδινῶν νερῶν
πολλοί δέν μποροῦνε πιά νά καταλάβουν τή φωνή τῆς μάνας -τους κι ὅλο τό φταίξιμό μας ἦταν πού ἀγαπᾶμε
ὅπως καί σύ, τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ἐκεί, Ζολιό, ἦταν πέτρες, πολλές πέτρες
μονάχα πέτρες μέ σφιγμένα δόντια
μονάχα φωνές πιό σκληρές ἀπ' τίς πέτρες
καί πληγές σιωπηλές σάν τίς πέτρες
καί μπότες πού χτυποῦσαν τίς πέτρες.
Τοῦτες τίς πέτρες κουβαλούσαμε στή ράχη μας,
τοῦτες τίς πέτρες σκάβαμε μέ τά νύχια μας.
Δέν ξέρω ἄν ἦταν οὐρανός - δέν ἦταν.
Μονάχα πέτρες, πολλές πέτρες,
κι ὅμως, Ζολιό, πάνου σ' αὐτές τίς πέτρες
ἀκούγαμε κρυφά τά βράδια,
μέ τ' ἀφτί κολλημένο στήν πληγή μας,
ἀκούγαμε νά σεργιανάει ἡ λευτεριά κ' ἡ εἰρήνη.
Βέβαια, Ζολιό, κάπου θά ὑπῆρχε ὁ ἀποσπερίτης
ξεφυλλίζοντας τή μαργαρίτα τοῦ πόνου ἀπ' τή λύπη τοῦ κόσμου,
καί βέβαια θά ὑπῆρχε - δέ βλέπαμε.
Ἀπ' ὅλες τίς μεριές ἤμασταν κλειδωμένοι
ἀπό παντοῦ μᾶς κοίταζαν μέ τά τυφλά τους μάτια τά ντουφέκια
ἀπό παντοῦ τά κλεφτοφάναρα ἄνοιγαν τρύπες στό σκοτάδι
παντοῦ μέσα σ' αὐτές τίς τρύπες καθόταν σταυροπόδι ὁ θάνατος - μᾶς κοίταζε -
ἀπάνου σ' ὅλες τίς σκοπιές οἱ φρουροί φώναζαν:
Ἄλτ, τίς εἶ; Ἄλτ, τίς εἶ; Ἄλτ, τίς εἶ;
Δέν ἦταν τίποτα
μονάχα ὁ φόβος τους -
δέν βλέπαν τίποτα
μονάχα τόν ἴσκιο τους -
ὅμως ἐμεῖς τό ξέραμε, Ζολιό,
κάτου ἀπ' τίς μαῦρες καμάρες πού ἄνοιγαν οἱ φωνές τους
ἐρχόνταν νά μᾶς ἀνταμώσουν συνωμοτικά
ἡ λευτεριά κι ἡ εἰρήνη.
Ζολιό,
ἦταν πικρό τό ψωμί πού γευτήκαμε
ἦταν πικρό νά ξημερώνει καί νά μή νοιάζεσαι νά πληθεῖς καί νά κοιτάξεις τόν ἥλιο
ἦταν πικρό νά βραδιάζει καί νά μή σέ γνωρίζει ἕνα ἀστέρι
ἦταν πικρό νά νυχτώνει δίχως νἄχεις ἕνα στίχο νά σταυρώσεις τό προσκέφαλό σου
ἦταν πικρό νά θέλουν νά πεθάνεις πρίν προφτάσεις νά πεῖς τό τραγούδι σου
ἦταν πικρό νἆναι τόσο ὄμορφη ἡ ζωή καί σύ νά πρέπει νά πεθάνεις
γιατί ἀγαπᾶς τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Οἱ νύχτες μας στάθηκαν πολύ βαριές
σάν ὅταν δέ σ' ἀφήνουνε νά πεῖς τήν ἀλήθεια
καί τό φεγγάρι κρεμόταν στόν οὐρανό
ὅπως κρέμεται ἡ τραγιάσκα τοῦ σκοτωμένου στό καρφί τῆς πόρτας
κι ὅταν βγάζαμε τά παπούτσια μας
καί μέσα στίς τσέπες μας καθόταν ὁ φόβος
καί μέσα στά νύχια μας καθόταν ὁ φόβος -
δέ λέω, Ζολιό, πολύ φοβόμαστε γιά μᾶς
μά πιότερο φοβόμαστε, Ζολιό,
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Πολλά τραβήξαμε, Ζολιό, πολλά,
πολλά τραβᾶμε,
νά κοιμόμαστε μέ τίς ἀρβύλες μας
νά μήν ἔχουμε νερό στήν κάψα τοῦ μεσημεριοῦ
νά μήν ἔχουμε γράμματα στήν παγωνιά τῆς νύχτας
νά μήν μποροῦμε ν' ἀκούσουμε τή σιωπή
ἀνάμεσα σέ δυό λόγια
ἀνάμεσα σέ δυό χέρια πού σφίγγονται
τή σιωπή λίγο πρίν ἀπ' τόν ὕπνο
τή σιωπή λίγο πιό ὕστερα ἀπ' τόν ἔρωτα
τή σιωπή ὅταν κλείνει ἕνα παντζούρι στή βροχή
τή σιωπή ὅταν ἀνοίγει ἕνα λουλούδι
ὅταν ἀνάβουμε τή λάμπα καί δέ λείπει κανένας
ὅταν σβήνουμε τή λάμπα καί λέμε "καληνύχτα"
τή σιωπή ὕστερ' ἀπ' τά χειροκροτήματα
ἐκείνη τή βαθιά, στοχαστική σιωπή
πού σχεδιάζει μέ τό δάχτυλο στό χῶμα τήν εὐτυχία τοῦ κόσμου
ὕστερ' ἀπ' τήν παρέλαση τῆς λευτεριᾶς καί τῆς εἰρήνης.
Ζολιό, μᾶς κυνηγᾶνε στήν πατρίδα μας
γιατί ἀγαπᾶμε πολύ τήν πατρίδα μας
γιατί ἀγαπᾶμε τοῦτες τίς γριοῦλες μας ἐλιές
μέ τά σταχτιά τσεμπέρια τους καί τό ρυτιδωμένο τους χαμόγελο
γιατί ἀγαπᾶμε τά βασανισμένα ἀμπέλια μας μέ τό θυμό τους καί τή λύπη τους
ἐτοῦτα τά σπασμένα μάρμαρα πού φέγγουνε τό βράδι τά φτωχά κατώφλια μας καί τά νυχτέρια μας
ἐτοῦτες τίς πορτοκαλιές πού ἀνάβουνε τά κίτρινα φανάρια τους πάνου ἀπό τά σκυμμένα μέτωπα
ἐτοῦτα τά πλατάνια πού κρατᾶν στούς ὤμους τους τόν ἥλιο καί τά χρόνια καί τά καριοφίλια
ἐτοῦτα δῶ τά χωματένια χέρια πού κρατᾶνε τήν τιμή τοῦ κόσμου.
Μᾶς κυνηγᾶνε, Ζολιό, γιατί δέ θέλουμε
νά βλαστημᾶν τό χῶμα μας οἱ ξένες μπότες
γιατί δέ θέλουμε, Ζολιό, νἆναι ἡ πατρίδα μας
ἔξω ἀπ' τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Τώρα ὅσο πάει λιγοστεύουν οἱ καρέκλες γύρω στό τραπέζι τοῦ σπιτιοῦ μας
κι εἶναι λυπημένες οἱ καρέκλες πάνου ἀπ' τόν ἴσκιο τους,
ὅταν βραδιάζει εἶναι μονάχες οἱ καρέκλες
κι ἡ φοινικιά εἶναι μονάχη στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ μας
βρέχει τή μοναξιά της πάνου στό χῶμα
κι ἡ μάνα μας εἶναι πιό μονάχη
ὅταν πλέκει τά τσουράπια κείνου πού λείπει
καί δέν ξέρει πώς κείνος πού λείπει εἶναι σκοτωμένος
καί καμιά γειτόνισσα δέν ἔρχεται νά νυχτερέψει μαζί της
γιατί φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι τίς μανάδες τῶν ἡρώων
(εἶδες, Ζολιό, πῶς καταντῆσαν τούς ἀνθρώπους;)
μονάχα ἀπ' τό περβάζι τοῦ παράθυρου
σκύβουν νά τήν καλησπερίσουν
οἱ δυό κουμπάρες της: ἡ λευτεριά κι ἡ εἰρήνη.
Ζολιό, ἐδῶ πέρα κάνουν τή ζωή πολύ δύσκολη
καί τό θάνατο πολύ εὔκολο.
Κι ὅμως ποτέ δέν πεθαίνει εὔκολα κανένας.
Ξέρεις ἐσύ πόσο στοιχίζει στόν κόσμο ἀκόμα ἕνα ἄδειο κρεββάτι
δυό ἄδεια σκονισμένα παπούτσια κάτου ἀπ' τό κρεββάτι
ὁ ἥλιος πού μπαίνει τ' ἀπόγευμα στό σπίτι ἀπό τό δυτικό παράθυρο
φωτίζοντας τό σακκάκι τοῦ νεκροῦ ποῦ κρέμεται ἀκόμα στόν τοῖχο,
ἐσύ ξέρεις πόσο στοιχίζει στόν κόσμο νά σκοτώνονται
κεῖνοι πού ἀγάπησαν τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Εἶναι σκληρή ἐδῶ ἡ ζωή -
πάντα ἔτσι γίνεται ὅπου οἱ νεκροί πληθαίνουν.
Ἀνάμεσα ἀπ' τή σκαλωσιά μιᾶς κρεμάλας
κοιτᾶμε τόν οὐρανό.
Αὐτά εἶναι τά παράθυρά μας.
Κι ὡστόσο εἶναι νά κλαῖς ἀπό χαρά , Ζολιό -
γιά δές πῶς φέγγει ὁ ἥλιος -
ἀνάμεσα ἀπό τοῦτα τά παράθυρα μιά λυγαριά περνάει τό χέρι της - μᾶς χαιρετάει,
μᾶς χαιρετάει ὅλη ἡ ζωή - κι εἶναι νά κλαῖς ἀπό χαρά χαϊδεύοντας
ἐτοῦτο τό ἀργασμένο, τό ἱδρωμένο χέρι πού σοῦ ἁπλώνει ὁ κόσμος.
Ζολιό, πῶς φέγγει ὁ ἥλιος!
Θαρρῶ πῶς τοῦτο γίνεται
γιατί ἀγαπᾶμε κάθε μέρα πιό πολύ
ὅπως καί σύ, τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ἐδῶ οἱ καρδιές εἶναι σάν τά καμένα σπίτια,
- οὔτε στέγη, οὔτε πόρτες, οὔτε παράθυρα,
παντοῦ καψαλιασμένες τρύπες
παντοῦ καπνισμένα δοκάρια,
ἀπό παντοῦ μπαίνει οὐρανός.
Κι εἶναι παράξενο, Ζολιό, - δέν εἶναι; -
νά βλέπεις ἀνάμεσα σ' αὐτές τίς τρύπες
νά περνᾶνε τά σύγνεφα καί τά χρόνια
νά περνᾶνε τά πουλιά καί τά δειλινά
ν' ἀνάβουν καί νά σβήνουν τ' ἀστέρια
ἀνάμεσα ἀπό τοῦτα τά μαῦρα δοκάρια.
Εἶναι παράξενο νά ὑπάρχουνε τόσα καμένα σπίτια
καί νά κοιτᾶς τόν οὐρανό μέσ' ἀπό τά καμένα σπίτια
καί πιό παράξενο νἆναι τόσο γαλάζιος ὁ οὐρανός
πάνου ἀπό τόσα καμένα σπίτια.
Κι ὅμως παράξενο καθόλου, μέσ' ἀπ' τά γυμνά πλευρά
νά φέγγει τήν καρδιά μας τόση λευτεριά καί εἰρήνη.
Κάθε μέρα πληθαίνουν οἱ τάφοι,
τάφοι, τάφοι, τάφοι,
γέμισε ἡ γῆ μας τάφους, ἀδελφέ μου,
δέν ἔμεινε μιά σπιθαμή στή γῆ μας
νά φυτέψουμε τριαντάφυλλα
νά παίξουν τόπι τά παιδιά
νά φιληθοῦν δυό ἀγαπημένοι.
Μά πάντα μένει πολύς τόπος
πάνου ἀπ' τούς τάφους μας, Ζολιό
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Πολύν καιρό δέν κουβεντιάσαμε παρά μόνο μέ τό θάνατο,
ψειρίσαμε στά γόνατά μας τό θάνατο
ὅπως ψειρίσαμε τή φανέλα μας
κι ἀκόμα μές στίς τσέπες μας μένουν τά ψίχουλα
ἀπ' τό ψωμί πού μοιραστήκαμε μέ τό θάνατο
γι' αὐτό καί τά λόγια μας εἶναι ἄβολα
γι' αὐτό κι εἶναι πικρό τό στόμα μας
πού δέν μπορέσαμε ἀκόμα νά φιλήσουμε στό κούτελο
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Λίγο-λίγο γδυθήκαμε ἀπ΄ ὅλα τά στολίδια
μείναμε μόνο μέ τή γύμνια μας
γυμνοί, θεόγυμνοι,
κουβαλώντας τίς πέτρες στόν ἀνήφορο
κάτου απ' τίς βρισιές καί τά μαστίγια
σκάβοντας μέ τά νύχια μας τή νύχτα
γιά ν' ἀνοίξουμε μιά τρύπα στό φῶς
μαῦροι ἀπ' τό κάρβουνο τῆς νύχτας
μαῦροι σάν τούς ἀδελφούς μας τούς Μαύρους
σάν τούς ἀδελφούς μας ἀνθρακωρύχους
μέ μιά λάμπα μονάχα κρεμασμένη στή ζώνη μας
μ' ἕνα κόκκινο ἀστέρι μονάχα στήν καρδιά μας
φωτίζοντας τό δρόμο μή σκοντάψει
ἡ λευτεριά κι ἡ εἰρήνη.
Ἀγαπημένε μου Ζολιό,
ἔχω καιρό ν' ἀκούσω ἕνα ἀστέρι
νά σκάβει μιά γούβα στήν καρδιά μου
γιά νά φυτέψει ἕνα λουλούδι.
Σκληρή ἡ ζωή μας στάθηκε, Ζολιό,
νἄμαστε ὁλημερίς μέσα στόν ἥλιο
καί νά μήν ἔχουμε μιά θύμηση ἀπό ἥλιο,
νἄμαστε πλάι στή θάλασσα
καί νά μήν ἔχουμε δυό πῆχες θάλασσα
γιά νά τυλίξουμε τήν καρδιά μας πού καίγεται,
νά κουβαλᾶμε ὁλοχρονίς τό μπόγο μας,
ἕνα βαμμένο ἀμπέχονο, μιά καραβάνα, ἕνα παγούρι,
τόν καημό μας, τόν καημό τῶν δικῶνε μας, τόν καημό τοῦ κόσμου
καί νά μή βρίσκουμε μιά θέση ν' ἀπαγγιάσουμε
νά ζυμώσουμε τό χῶμα μέ τό δάκρυ μας
νά φτιάξουμε σταμνιά γιά τά φτωχά παράθυρα
νά κρυώνουν τό νερό τῆς λευτεριᾶς καί τῆς εἰρήνης.
Πές μας, Ζολιό, πῶς κοιμᾶται τό μεσημέρι
ἀνάμεσα στά στάχια καί τίς παπαροῦνες,
πῶς κατεβαίνει ἡ γαλήνη τό βράδι ἀπ' τό βουνό
(λέω, θἆναι τά μαλλιά της νοτισμένα ἀπ' τ' ἀστέρια),
πῶς λυγίζει ἕνα κλωνάρι στή μέση τῆς αὐγῆς,
πῶς εἶναι τά χέρια τῆς μητέρας
ὅταν διπλώνει τίς πετσέτες ὕστερ' ἀπ' τό δεῖπνο,
πῶς εἶναι ὁ ἴσκιος τῆς ἀδελφῆς πάνου στόν τοῖχο
ὅταν σιμώνει στή λάμπα νά περάσει τήν κλωστή στή βελόνα
καί νά μπαλώσει αιωπηλά τή λύπη τοῦ σπιτιοῦ μας;
Πές μας, Ζολιό, πῶς εἶναι;
Ξεχάσαμε, Ζολιό, ὅλα τα ξεχάσαμε
κι ὅλα μαζί τά βρήκαμε μέσα σέ μιά βουή ἀπό φῶς
κοιτάζοντας μόνο μπροστά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ἀλήθεια, δέ θυμόμαστε
πῶς χαιρετάει ἕνα πράσινο φύλλο τή μέρα
πῶς χτίζουν τά μερμήγκια τό σπίτι τους
πῶς σεργιανάει ἡ λιακάδα στά περβόλια
τί χρῶμα παίρνει ἡ σκιά τοῦ δέντρου μέσα στό νερό
τί λέει ἕνα σύγνεφο σταυρώνοντας τά χέρια του στό λιόγερμα
τί σχῆμα παίρνει τό σῶμα τῆς γυναίκας κάτου ἀπ' τ' ἄσπρο σεντόνι - δε θυμόμαστε,
θυμόμαστε μονάχα κείνους πού πεθάνανε
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Εἶναι δύσκολο τώρα νά ξεχωρίσεις τή φωνή τοῦ δειλινοῦ
καί τό βῆμα τοῦ καλοκαιριοῦ στ' ἀκρογιάλι,
εἶναι δύσκολο ν' ἀκούσεις μιάν ἀχτίνα πού διπλώνει τό δάχτυλο
καί χτυπάει τό τζάμι μιᾶς παιδικῆς κάμαρας τό ἀπόγευμα,
δύσκολο - σάν ἔχεις ἀκούσει τίς φωνές τῶν πληγωμένων στίς χαράδρες
σάν ἔχεις δεῖ τ' ἀστέρια σά σκουριασμένα κουμπιά στά χιτώνια τῶν ἐκτελεσμένων
σάν ἔχεις δεῖ τά φορεῖα ν΄ ἀνηφορίζουν τή νύχτα
σάν ἔχεις δεῖ τή νύχτα νά μή λέει "αὔριο"
σάν ἔχεις δεῖ πόσο δύσκολα κερδίζουμε
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ξεμάθαμε πολλά, Ζολιό,
ξεμάθαμε πῶς γλιστράει τό ψάρι τῆς γαλήνης στά ρηχά τῆς σιγαλιᾶς
πῶς μπλέκονται οἱ γαλάζιες φλέβες στά χέρια τῆς ἄνοιξης - ξεμάθαμε
μάθαμε τώρα κάτι πράματα ἁπλά
πολύ ἁπλά
πολύ σίγουρα
πῶς ὁ οὐρανός ἀρχίζει ἀπ' τό ψωμί
πῶς δέν εἶναι δίκιο ἄλλοι νά βγάζουν τό ψωμί
κι ἄλλοι νά τρῶνε τό ψωμί
πῶς δέν εἶναι δίκιο νά φτιάχνουν κανόνια
καί νά λείπουν τ' ἀλέτρια, - ἁπλά πράματα,
μπορεῖ κι ἕνα παιδί νά τά πεῖ σέ μιά φυσαρμόνικα τῆς τσέπης
μπορεῖ κι ἕνας καλός φαντάρος πού ὀνειρεύτηκε τή μάνα του
νά τιναχτεῖ ἀπ' τόν ὕπνο του καί νά τά πεῖ σέ μιά σάλπιγγα
κι οἱ νεκροί μας τά ξέρουν πιό καλά - κάθε νύχτα ἡ σιωπή τους τα φωνάζει - ἁπλά πράματα
- δέν εἴμαστε σοφοί, Ζολιό,
ἁπλά πράματα λέμε
πολύ ἁπλά τά λέμε
πώς ἀξίζει κανένας νά ζεῖ καί νά πεθαίνει
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ζολιό, πολύν καιρό εἶχα μείνει
δίχως χαρτί, δίχως μολύβι, δίχως μουσική
μήν ξέροντας κάθε φορά ἀπό ποῦ βγαίνει ὁ ἥλιος
νιώθοντας ξένο τό χέρι τοῦ ἀγέρα πάνου στό χέρι μου
νιώθοντας ξένο τό στόμα τῆς στάμνας στό στόμα μου
δίχως νά κόβω τά γένια μου
δίχως νά γράφω στίχους -
ξέμαθα πιά, Ζολιό, νά γράφω στίχους
ἔμαθα μονάχα νά γράφω τοῦτες τίς δυό λέξεις
λευτεριά και εἰρήνη.
Ζολιό, τό ξέρω, τά τραγούδια μου
εἶναι χοντροκομμένα κι ἀπελέκητα,
φορᾶνε χοντροπάπουτσα οἱ στίχοι μου
μέ πολλές ἀράδες καρφιά γιά ν' ἀντέχουν στά κατσάβραχα
καθώς ἀνηφορᾶνε ὅλο τό θάνατο
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ναί, σά χωριάτης εἶναι τό τραγούδι μου
μέ μπαλωμένο βρακί
μέ σκισμένο πουκάμισο
μέ τό χῶμα σφηνωμένο στά νύχια του
μέ τό πρόσωπο σκαμένο ἀπ' τήν ἁλμύρα καί τόν ἥλιο
ἀπ' τόν καημό κι ἀπ' τήν ἐλπίδα κι ἀπ' τήν ἀγάπη
καί μ΄ ἕνα κόκκινο γαρύφαλλο στ' ἀφτί του
- κοίτα πῶς σφίγγει ὁ στίχος μου μέσα στά δάχτυλά του τήν καρδιά μου
ὅπως σφίγγει ὁ χωριάτης τό σκοῦφο του
μπαίνοντας κι αὐτός στό Συνέδριό σας
μπαίνοντας γιά νά πεῖ κι αὐτός δυό λόγια
γιά τή λευτεριά καί τήν ειρήνη.
Μα αὐτοῦ μέσα, Ζολιό, εἶναι τ' ἀδέρφια μας,
εἶναι τ΄ ἀδέρφια μας πού τ' ἀνταμώσαμε στήν ἴδια πίκρα
ὅταν μασοῦσαν μιά μπουκιά ψωμί μπροστά στό γκρεμισμένο σπίτι τους
ὅταν βάζαν στό γυλιό τους τό μωρό τους καί τίς σφαῖρες τους
και πολεμοῦσαν γιά τήν εἰρήνη
ὅταν ψάχναν στίς στάχτες τῆς πυρκαϊᾶς νά βροῦν τό πόμολο τῆς πόρτας τους καί τά χνάρια τῆς ζωῆς τους,
γι' αὐτό δέ ντρέπεται ὁ στίχος μου
νά περπατήσει ἀνάμεσά σας μέ τίς ἀρβύλες του
ν' ἀφήσει τήν καρδιά μου ἀδέξια πάνου στό τραπέζι σας
ὅπως ἀφήνει ὁ χωρικός ἕνα μικρό ἄσπρο πρόβατο
ἀπάνου στήν ποδιά τῆς λευτεριᾶς καί τῆς εἰρήνης.
Εἶναι πικρή ἡ ζωή, Ζολιό, καί δέν μπορῶ νά τραγουδήσω
ὅταν πίσω ἀπ' τό στενό παράθυρο τῆς φυλακῆς
πίσω ἀπ' τά σιδερένια τετράγωνα
εἶναι στριμωγμένα τά πρόσωπα τῶν ἀγωνιστῶν
κοιτάζοντας τό δρόμο μέ τίς λίγες σκονισμένες πιπεριές
ἀκούγοντας τή φωνή ἑνός παιδιοῦ ἔξω ἀπ' τό φοῦρνο
καί τή θλιμμένη φυσαρμόνικα τοῦ δειλινοῦ πίσω ἀπ' τούς λόφους.
Μακριά σφυράει τό τραῖνο τῆς Λαρίσης - μές στό σφύριγμά του
κουβαλάει τή μυρωδιά τῶν θερισμένων κάμπων τῆς Θεσσαλίας.
Ἄχ, ἔξω νά βραδιάζει ἀργά ἕνα βράδι ἑλληνικό ὅλο διαφάνεια,
φῶτα ν' ἀνάβουν στίς ὑπαίθριες μπυραρίες τῆς λεωφόρου Ἀλεξάνδρας - στον ἀγέρα
μιά μυρωδιά τηγανητῆς μαρίδας και ροδάκινου -
Κι ἀκόμη αὐτά τά πρόσωπα νά μένουν στριμωγμένα πίσω ἀπό τά κάγκελα
κόβοντας ἕνα κλωναράκι ἀστέρια νά μυρίζουν στόν ὕπνο τους,
ν' ἀκοῦν τή δύναμη τους ἄνεργη νά σκάβει τά πλευρά τους
ν' ἀκοῦν τό βῆμα τοῦ δεσμοφύλακα στό διάδρομο
ν' ἀκοῦν τό μεγάλο κλειδί νά στρίβει στήν πόρτα
κι ὅλο νά περιμένουνε τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Θά ξέρεις βέβαια, Ζολιό, γιά τό Μανώλη Γλέζο
- ἄ, πῶς νά σοῦ τό πεῖ τό στόμα μου, Ζολιό,
ὅταν περνοῦσε μέ τά δυό του χέρια στίς τσέπες τοῦ παντελονιοῦ τά σοκάκια τῆς Πλάκας,
ὡραῖο παιδί χαμογελώντας στ' ὄνειρο τοῦ κόσμου πάνου ἀπ' τίς ὀροσειρές τῆς δυστυχίας
ὅταν σκαρφάλωνε τά βράχια τῆς Ἀκρόπολης
σφίγγοντας μές στίς δυό νεαρές γροθιές του
τήν ὀργή ὅλων τῶν λαῶν καί τήν ἐλπίδα τους
ὅταν κάτου ἀπό τ' ἀνοιχτά ρουθούνια τῶν πεινασμένων πολυβόλων
ἔσπαγε μέ τίς δυό γροθιές του τόν κυρτό σταυρό
ἔσπαγε μέ τίς δυό γροθιές του ὅλα τά δόντια τοῦ θανάτου -
Καί, νά πού χρόνια τώρα
ὁ Μανώλης ὁ Γλέζος, Ζολιό,
κοιτάει τό φῶς πίσω ἀπ' τά σίδερα
κι ἀκόμη μέ τά δυό του χέρια, σημαδεμένα ἀπ' τίς χειροπέδες,
σκουπίζει τά κλαμένα μάτια τοῦ κόσμου
σκουπίζει τό ἱδρωμένο μέτωπο
τῆς λευτεριᾶς καί τῆς εἰρήνης.
Ἔμαθες τίποτα, Ζολιό, γιά τή γιαγιά-Βαγίτσα;
Τήν ὥρα πού τήν παίρναν γιά νάν τή σκοτώσουν
εἶχε πλυθεῖ κι εἶχε φορέσει τά καλά της
εἶχε βάψει μονάχη τά παπούτσια της
κι εἶχε ἕνα φαρδύ χαμόγελο πίσω ἀπ' τίς ρυτίδες της
ὅπως εἶναι τό λιόγερμα πίσω ἀπ' τά κυπαρίσσια τοῦ χωριοῦ της.
Ἔβγαλε ἀπό τόν κόρφο της τό μαῦρο της μαντήλι
καί χόρεψε στό προαύλιο τῆς φυλακῆς "Ἔχετε γειά βρυσοῦλες",
"Ἔχετε γειά", ἡ γιαγιά-Βαγίτσα χόρεψε
ἀνεμίζοντας τό μαῦρο μαντήλι της.
Ζολιό, τήν εἶδες τή γιαγιά-Βαγίτσα;
Δέν μπορεῖ, θά τήν εἶδες, Ζολιό,
τήν ὥρα πού χόρευε πιασμένη ἀπ' τό χέρι
τῆς λευτεριᾶς καί τῆς εἰρήνης.
Εἶναι ὄμορφος ὁ κόσμος, Ζολιό,
ἄ, ναί, εἶναι ὄμορφος ὁ κόσμος
ὅταν ἡ γιαγιά-Βαγίτσα ἀνεμίζει τό μαῦρο μαντήλι της
κάτου ἀπ' τή μύτη τοῦ Χάροντα -
τόσο ὄμορφος ὁ κόσμος πού μποροῦμε νά πεθάνουμε
κρατώντας τό μαντήλι της γιαγιά-Βαγίτσας καί χορεύοντας
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Κι ἡ Μαρία Λεοντίδου, ἀδελφέ μου,
ἡ παραδουλεύτρα,
πού συγύριζε ξένα σπίτια καί σπίτι δέν εἶχε
ποὔπλενε τά ξένα ροῦχα καί δέν εἶχε πουκάμισο
κι εἶχε δυό χοντρά χέρια
δυό χέρια ἀπό καημό καί σίδερο
δυό χέρια βασανισμένα ἀπ' τόν πικρό μόχτο
δυό χέρια σά δυό καμένα δέντρα στό λιοβασίλεμα
- τή σκότωσαν, Ζολιό, τή Μαρία
μά λέω πού μεθαύριο θά μπουμπουκιάσουν τά χέρια της
μέσα στή λευτεριά καί στήν εἰρήνη.
Ζολιό, ἡ Μαρία εἶχε μάθει
ὅπως καί μεῖς πώς ὁ οὐρανός ἀρχίζει ἀπ' τό ψωμί,
γι' αὐτό, λίγο προτοῦ πεθάνει,
ἔδεσε τά χοντρά της χέρια στήν καρδιά της
κοίταξε ἀπ' τή μεριά πού βγαίνει ὁ ἥλιος
κι εἶπε:
"ἄν εἶναι νά χορτάσει ὁ κόσμος τό ψωμάκι
ἔτσι πού δέν τό χόρτασα ποτές μου ἐγώ
ἄς πάω κι ἐγώ -
μονάχα νά χορτάσει ὁ κόσμος τό ψωμάκι".
Τί λές, Ζολιό, δέ θά ξαναβροῦμε τή Μαρία
νά κρατάει μές στά χοντρά της χέρια μιά μεγάλη σκούπα πρωινές ἀχτίνες
καί νά σκουπίζει τά πλατιά πεζοδρόμια τοῦ μέλλοντος
ἤ νά κρατάει μιά θεόρατη καισαριανιώτικη σημαία,
μεθαύριο, λέω, πού θά γιορτάζουμε
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη;
Πῆρε τ' ἀφτί σου τίποτα, Ζολιό,
καί γιά τήν ἄλλη μας γιαγιά τή Μαμαλίνα;
Ἡ γιαγιά Μαμαλίνα
εἶναι μιά γριούλα ἐνενήντα χρονῶ
ἔχει δυό δεντράκια ρυτίδες γύρω στά μάτια της
ἔχει μιά μαύρη φούστα γιομάτη θάνατο
καί μιάν αὐλακιά περηφάνεια ἀνάμεσα στά φρύδια
σάν ἕνα καμπαναριό ἀνάμεσα στά σύγνεφα.
Τὄνα της τό παιδί σκοτώθηκε στήν Ἀλβανία
τ' ἄλλο της τῆς τό σκότωσαν οἱ Γερμανοί
τ' ἄλλο της τὄστησαν στόν τοῖχο τίς προάλλες,
κι ἡ γιαγιά-Μαμαλίνα,
ἡ γιαγιά μας, Ζολιό,
δικάστηκε ἰσόβια
γιατί ἀγαποῦσε ἡ καψερή
ὅπως κι ἐγώ κι ὅπως κι ἐσύ
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Τώρα ἡ γιαγιά-Μαμαλίνα
μές στό κελί της μετράει τούς πεθαμένους
πλέκει τσουράπια γιά τούς πεθαμένους
πλέκει μιά μάλλινη χωριάτικη φανέλα γιά τόν κόσμο πού κρυώνει
πλέκει ἕνα κόκκινο σκουφάκι γιά τήν Ἄνοιξη.
Ἄ, δέν τό βάζει κάτου ἡ γιαγιά-Μαμαλίνα,
ἡ γιαγιά μας, Ζολιό,
ψήνει στό μπρίκι της τό καφεδάκι της -ἄν ἔχει-
κι ἀπ' τό ἴδιο πήλινο φλιτζάνι της κερνάει
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ζολιό, θἆχα χιλιάδες τέτοια νά σοῦ πῶ
μά δέ μέ παίρνει ἡ ὥρα.
Ζολιό, εἶναι τώρα κάπου δέκα χρόνια
πού οἱ νύχτες μας περνοῦν σκυφτές κάτου ἀπ' τ' ἀστέρια τους
ὅπως περνοῦν οἱ ἐργάτριες φορτωμένες τσουβάλια στάρι -
μές ἀπ' τίς τρύπες πέφτουνε στό δρόμο φοῦχτες τ' ἄστρα -
δέ μᾶς παίρνει ὁ καιρός νά μαζέψουμε τοῦτο τό στάρι
νά φτιάξουμε φαρδιά καρβέλια
νά τ' ἀραδιάσουμε στό μεσιανό δοκάρι τοῦ κόσμου,
- δέ μᾶς παίρνει ἡ ὥρα, Ζολιό, - μᾶς κυνηγᾶνε,
καί βιάζουμε νά σοῦ στείλω τό γράμμα μου
γιατί δέν ξέρεις αὔριο τί γίνεται
γιατί δέν ξέρεις τί γίνεται στή χώρα μας
γιά κεῖνον πού λέει τήν ἀλήθεια
γι' αὐτόν πού βιάζεται νά χαιρετήσει
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ζολιό,
θἄθελα ἀκόμα νά σοῦ ἐξομολογηθῶ
πώς τά βράδια ποά ἀρχίζει ὁ οὐρανός νά μᾶς γνωρίζει
κι ἡ Μεγάλη Ἄρκτος στέκεται ἔξω ἀπ' τήν αὐλόπορτα τῆς σιγαλιᾶς
μένουμε ὧρες μέ τό δάχτυλο ξεχασμένο στήν κουμπότρυπα τῆς λύπης
νά συλλογιόμαστε τόν κόσμο καί τά βάσανά του
ἕνα βιβλίο πού ἀπόμεινε μισοδιαβασμένο
ἕνα τραγούδι πού κόπηκε στή μέση
ένα τραγούδι που δε γράφτηκε ποτέ
μιά τσατσάρα πού ἀπόμεινε μονάχη σ' ἕνα κλεισμένο σπίτι
μιά ξυριστική μηχανή καί τό σαπούνι πάνου στό νιφτήρα
καί κεῖνον πού δέν ἔχει ἀνάγκη πιά νά ξυριστεῖ -
Ἄχ, έτσι τρυφερά νά συλλογιόμαστε τόν κόσμο
καί νά θυμώνουμε φορές - φορές, Ζολιό,
πού δέν μποροῦμε πιά νἄμαστε θυμωμένοι
πού δέν μποροῦμε νά μισοῦμε ὅσους μᾶς κάναν τό κακό
- βλέπεις ἡ ἀγάπη πάντοτε, Ζολιό, βαραίνει πιότερο ἀπ' τό μίσος -
καί πῶς πεινάει ἡ παλάμη μας νά σφίξει μιά παλάμη -
νά σφίξει καί τοῦ ἐχτροῦ μας τήν παλάμη
κι ὄχι πού κουραστήκαμε, Ζολιό,
κι ὄχι πού ξεροζιάσανε τά χέρια μας
μά εἶναι γιατί ἀγαπᾶμε, ὅπως καί σύ,
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ζολιό,
πολλοί θά βάζαν τήν ὑπογραφή τους κάτου ἀπ' τό γράμμα μου
ὅμως δέν ξέρουν γράμματα
θἄβαζαν μονάχα ἕνα σταυρό
σάν τούς χωρικούς τοῦ Μπονίκρο,
μά τοῦτοι πού δέν ξέρουνε νά βάζουν τήν ὑπογραφή τους
ξέρουν νά βάζουν ὅλη τήν καρδιά τους
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη
καί γῶ ὑπογράφω γιά ὅσους ξέρουν
νά βάζουν ὅλη τήν καρδιά τους
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ζολιό, πές καί στούς ἄλλους ἀδελφούς μας
στόν Ἔρενμπουργκ, στόν Ἀραγκόν καί στὀ Νερούντα,
στὀν Ἐλυάρ, στόν Πικασσό καί σ' ὅλα μας τ' ἀδέρφια
πώς εἴμαστε δῶ πέρα τρεῖς χιλιάδες ἐξόριστοι
ὄχι γιά τίποτ' ἄλλο, ἀδέρφια μου,
παρά μονάχα, νά, γιατί καί μεῖς ὅπως καί σεῖς
σηκώνουμε στή ράχη μας ἕνα ἀγκωνάρι ἀπ' τό καμένο σπίτι μας
νά χτίσουμε γιά κείνους πού θἀρθοῦν ἕνα καινούργιο σπίτι μέ πολλά παράθυρα
πολλά φαρδιά παράθυρα πρός τήν ἀνατολή
νά μή νυχτώνει ἀπό νωρίς ἡ καρδιά τῶν μανάδων
νά μήν κοιμοῦνται κάθε βράδι τά παιδιά δίπλα στό θάνατο.
Καί πού θά πάει, Ζολιό; - θά λυώσουμε μιά μέρα τίς ὀβίδες
νά φτιάξουμε σφυριά κι ἀλέτρια καί μπαλκόνια καί φτερά
κι ἕνα ἄγαλμα Ἄφτερης Χαρᾶς στή στάση, ἐκεῖ, τῶν λεωφορείων, στή φτωχογειτονιά μας
στή γειτονιά μας πού θά μερμηγκιάζει ἀπ' τά γιαπιά
κάτου ἀπ' τ' ἀσίγαστο χωνί τοῦ χειροδύναμου μεγάφωνου τῶν συνδικάτων
πού ὅλο θά λέει, θά λέει σταράτα καί μέ νούμερα
γιά τίς τεράστιες καταχτήσεις τῶν λαῶν στό πλάνο τῆς ἀνοικοδόμησης
καί θ' ἀπαγγέλλει ποιήματα τῶν νέων προλετάριων ποιητῶν
γιά τό χαρούμενο ἔρωτα
γιά τούς ὑδατοφράχτες
καί γιά τόν ἐξηλεκτρισμό τοῦ κόσμου.
Ἄχ, ἔτσι, ἀδέρφια μου, νά μήν ὑπάρχουν πιά καμένα σπίτια
μά νἆναι ὅλος ὁ κόσμος ἕνα σπίτι ἀσβεστωμένο μέ τή βούρτσα τοῦ ἥλιου
κι ἄχ, ἔτσι, ἀδέρφια μου, τοῦτο τό σπίτι νά τό συγυρνάει μονάχα
ἡ μάνα μας ἡ Λευτεριά κι ἡ πρωτοθυγατέρα της ἡ Εἰρήνη.

hers



Ηλίας Βενέζης- Αιολική γη

    Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.  Κοιμη...

ευανάγνωστα