Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εμφύλιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εμφύλιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

Νίκου Καζαντζάκη, Οι αδερφοφάδες (απόσπασμα)

 

 Γράμμος – “ΠΥΡΣΟΣ Γ” 1949: Το τέλος ενός αχρείαστου πολέμου… |  Defence-point.gr

Νίκου Καζαντζάκη, Οι αδερφοφάδες (απόσπασμα)

Μα ξαφνικά, γιατί; ποιος έφταιξε; Καμιά μεγάλη αμαρτία δεν πλάκωσε το χωριό· όπως πάντα οι χωριανοί νήστευαν τις σαρακοστές, Τετάρτη και Παρασκευή δεν έτρωγαν κρέας και ψάρι, δεν έπιναν κρασί, πήγαιναν κάθε Κυριακή στη λειτουργία, έφερναν πρόσφορα, έκαναν κόλλυβα, ξομολογιούνταν και μεταλάβαιναν, γυναίκα δε σήκωνε τα μάτια της να κοιτάξει ξένον άντρα, άντρας δε σήκωνε τα μάτια να κοιτάξει ξένη γυναίκα, όλοι ακλουθούσαν τη στράτα τού θεού...Όλα πήγαιναν καλά και ξαφνικά, εκεί πού ήταν ο θεός σπλαχνικά σκυμμένος κατά το ευτυχισμένο χωριό, απόστρεψε πέρα το πρόσωπό του. το χωpιό ευτύς σκοτείνιασε, κι ένα πρωί φωνή σπαραχτικιά ακούστηκε στην πλατεία του χωριού: «Ξεριζωθείτε, οι Δυνατοί της Γης προστάζουν, φύγετε! Όλοι οι Έλληνες στην Ελλάδα, όλοι οι Τούρκοι στην Τουρκιά! Πάρτε τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας, τα κονίσματα, ξεκουμπιστείτε! Δέκα μέρες διορία».

Θρήνος σηκώθηκε μέσα στο χωριό, σάστισαν γυναίκες κι άντρες, πήγαιναν κι έρχονταν κι αποχαιρετούσαν τους τοίχους, τους αργαλειούς, τη βρύση του χωριού, τα πηγάδια. Κατέβαιναν στην ακρογιαλιά, κυλίονταν στα χοχλάδια του γιαλού, αποχαιρετούσαν τη θάλασσα κι έσερναν μοιρολόι. Δύσκολα, δύσκολα πολύ, μαθές, ξεκολνάει η Ψυχή από τα γνώριμά της νερά κι από τα χώματα! Κι ένα πρωί ο γέρο παπα-Δαμιανός, μοναχός του, δεν αφήκε τον τελάλη, μήτε τον άλλο νιότερο παπά, τον παπα-Γιάνναρο, μοναχός του σηκώθηκε αξημέρωτα, πήρε σβάρνα το χωριό, γύριζε από πόρτα σε πόρτα, φώναζε: «Στ' όνομα του θεού, παιδιά, ήρθε η ώρα!»

Από τις βαθιές αυγές χτυπούσαν λυπητερά οι καμπάνες, οληνύχτα οι γυναίκες ζύμωναν, οι άντρες διαγούμιζαν βιαστικά από τα σπίτια τους ό,τι μπορούσαν να πάρουν μαζί τους, κάπου κάπου μια γριούλα έσερνε ακόμα το μοιρολόι, μα οι άντρες, με πρησμένα μάτια, γύριζαν και της φώναζαν να πάψει. Τί φελούν τα κλάματα; είπε ο Θεός θα γίνει, ας γίνει το λοιπόν να ξεμπερδεύουμε! Και γρήγορα γρήγορα, προτού να λυγίσει η Ψυχή μας και πριν καλά καλά να καταλάβουμε τη συφορά. Ελάτε, γρήγορα χέρια, βρε παιδιά! Ας φουρνίσουμε τα ψωμιά, ας σακιάσουμε όσο αλεύρι μπορούμε, μακρινή πολύ 'ναι η στράτα, ας πάρουμε μαζί μας ό,τι μας χρειάζεται για να ζήσουμε, τσουκάλια, σκάφες, στρώματα, άγια κονίσματα, μη φοβάστε, αδέρφια! Οι ρίζες μας δεν είναι μονάχα εδώ κάτω στη γης, πιάνουν και τον ουρανό και θρέφονται και γι’ αυτό η ράτσα μας είναι αθάνατη. Όρτσα το λοιπόν, παιδιά, Κουράγιο!

Φυσούσε αγέρας, χειμώνας καιρός, τα κύματα είχαν αγριέψει, ο ουρανός γεμάτος σύννεφα. Κανένα αστέρι. Οι δυο παπάδες του χωριού, ο γερο-Δαμιανός κι ο μαυρογένης παπα-Γιάνναρος, πηγαινόρχουνταν μέσα στην εκκλησιά, μάζευαν τα κονίσματα, το άγιο δισκοπότηρο, τ' ασημένιο Βαγγέλιο, τα χρυσοκέντητα άμφια, στέκουνταν κι αποχαιρετούσαν τον Παντοκράτορα, που ενέδρευε ζωγραφισμένος στον τρούλο, ο γερο-Δαμιανός γούρλωνε τα μάτια και τον κοίταζε. πρώτη φορά είχε δει πόσο ήταν άγριος, πως έσφιγγε τα χείλια του με θυμό και καταφρόνεση και κρατούσε το Βαγγέλιο σαν κοτρόνα κι ετοιμάζουνταν να το σφεντονίσει κατακέφαλα στους ανθρώπους.

Κούνησε ο γερο-Δαμιανός το κεφάλι ήταν χλωμός, αδύναμος. Ρουφηγμένα τα μαγουλά του, δεν τού 'μεναν στο πρόσωπο παρά δυο μάτια μεγάλα. Τού 'χαν φάει το κορμί η νήστια, η προσευκή κι η αγάπη για τους ανθρώπους. Κοίταζε με τρόμο τον Παντοκράτορα, τόσα χρόνια και πώς να μην τον δει! Στράφηκε στον παπα-Γιάνναρο : «Έτσι άγριος ήταν πάντα;» έκαμε να τον ρωτήσει, μα ντράπηκε.

— Παπα-Γιάνναρε, είπε, κουράστηκα. Μάζεψε εσύ τα κονίσματα που θα πάρουμε μαζί μας και τ' άλλα να τα κάψουμε, παιδί μου, κι ο θεός θα μας συχωρέσει, να τα κάψουμε να μην τα μαγαρίσουν οι Αγαρηνοί. Και μάζεψε τη στάχτη, μοίρασέ τη στους χωριανούς, να την κρατούν φυλαχτό. Κι εγώ θα σηκωθώ να κουρταλώ τις πόρτες και να φωνάζω: Ήρθε η ώρα!

Πήρε να ξημερώσει — μέσα από μαύρα σύννεφα πρόβαλε ο ήλιος, φαλακρός, άρρωστος. Ένα φως θλιμμένο άγλειψε το χωριό, ξεχάσκισαν οι πόρτες, κατάμαυρες. Λάλησαν λιγοστά κοκόρια, για στερνή φορά, απάνω στις κοπριές της αυλής. Άνοιγαν οι στάβλοι, πρόβαιναν τα βόδια, τα μουλάρια, τα γαϊδουράκια και πίσω τους τα σκυλιά κι οι άνθρωποι. Μύριζε το χωριό ψωμί ξεφουρνισμένο.

— Νά 'χετε την ευκή του θεού, παιδιά μου, παρακαλούσε ο γερο-Δαμιανός και πήγαινε από το ένα σπίτι στο άλλο, μην κλαίτε, μη βλαστημάτε. Θεού 'ναι θέλημα, μπορεί και για καλό μας. Σίγουρα για καλό μας! Πατέρας μαθές είναι ο θεός. Γίνεται ένας πατέρας να θέλει το κακό των παιδιών του; δε γίνεται! Θα δείτε το λοιπόν, παιδιά μου, πως ο θεός μας έχει ετοιμάσει εκεί πέρα πιο καρπερά χωράφια να ριζώσουμε. Σαν τους Όβραίους ξεσηκωνόμαστε κι εμείς από τη γη των άπιστων και πάμε στη Γη της Επαγγελίας! Εκεί τρέχει το μέλι και το γάλα και τα σταφύλια γίνονται ένα μπόι ανθρώπου.

Την παραμονή του μισεμού κίνησαν όλοι μαζί, λιτανεία, άντρες και γυναικόπαιδα, για το μικρό χαριτωμένο νεκροταφείο απόξω από το χωριό, ν' αποχαιρετήσουν τους προγόνους. Ανακλαημένος ήταν ο καιρός, τη νύχτα είχε βρέξει και κρέμουνταν ακόμα στα φύλλα της ελιάς σταλαγματιές βροχή. Και κάτω το χώμα ήταν μαλακό και μύριζε. Ο παπα-Δαμιανός πήγαινε μπροστά, ντυμένος τα καλά του άμφια, με το χρυσοκεντημένο πετραχήλι του και με το ασημένιο Βαγγέλιο στην αγκαλιά του, πίσω του ακολουθούσε ο λαός, και στερνός, ουραγός, ο παπα-Γιάνναρος, με το ασημένιο σικλί γεμάτο αγιασμό και με την αγιαστούρα του από φουντωμένο δεντρολίβανο. Δεν έψελναν, δεν έκλαιγαν, δε μιλούσαν, πήγαιναν βουβοί, σκυφτοί και μονάχα κάπου κάπου μια γυναίκα στέναζε, ένα βαθύ Κύριε, ελέησαν! ακούγονταν από κανένα γέρικο στόμα κι οι νέες μανάδες είχαν ανοίξει τον κόρφο τους και βύζαιναν τα μωρά τους. Έφτασαν στα κυπαρίσσια, έδωκε μια ο παπάς, άνοιξε την πορτούλα, μπήκε, και πίσω του ο λαός. Οι μαύροι ξύλινοι σταυροί ήταν μουσκεμένοι, μερικά φαναράκια έκαιγαν στους τάφους, μισοσβημένες φωτογραφίες πίσω από το γυαλί μαρτυρούσαν πως ήταν οι κοπέλες, πως ήταν οι λεβέντες με τα στριφτά μουστάκια, όταν εζούσαν. Κατασκορπίστηκε ο λαός, βρήκε καθένας τον αγαπημένο του τάφο, έπεσαν κάτω οι γυναίκες και προσκύνησαν το χώμα, οι άντρες, όρθιοι, έκαναν το σταυρό τους και σφούγγιζαν με την άκρα του μανικιού τους τα μάτια. Ο παπα-Δαμιανός στάθηκε στη μέση του κοιμητήριου, σήκωσε τα χέρια: — Πατέρες, φώναξε, Παππούδες, έχετε γεια! Έχετε γεια, φεύγουμε! Δε μας αφήνουν πια οι Δυνατοί της Γης να ζούμε πλάι σας, να πεθάνουμε και να ξαπλώσουμε πλάι σας, να ξαναγίνουμε κι εμείς χώμα μαζί σας. Μας ξεριζώνουν!

Ανάθεμα στους αίτιους! Ανάθεμα στους αίτιους! Ανάθεμα στους αίτιους!

Σήκωσε ο λαός τα χέρια στον oυρανό, σήκωσε βουή μεγάλη: Ανάθεμα στους αίτιους!

Κυλίστηκαν όλοι χάμω, φιλούσαν το μαλακωμένο από τη βροχή χώμα, το 'τριβαν στην κορφή τού κεφαλιού τους, στα μάγoυλα, στο λαιμό, έσκυβαν, το ξαναφιλούσαν. Φιλούσαν τους πατέρες και τους παππούδες, φώναζαν: «Έχετε γεια!».

Προχώρησε με την αγιαστούρα του ο παπα-Γιάνναρος και πήρε αράδα να ραντίζει τα μνήματα.

— Έχετε γεια! Έχετε γεια! φώναζαν ακολουθώντας οι συγγενείς των πεθαμένων, έχετε γεια, αδέρφια, ξαδέρφια, παππούδες! Σχωρέστε μας που σας αφήνουμε στα χέρια των Αγαρηνών, δε φταίμε εμείς, ανάθεμα στον αίτιο!

[πηγή: Νίκος Καζαντζάκης, Οι αδερφοφάδες. Μυθιστόρημα, έκδ. Ελένης Καζαντζάκη, Αθήνα 1973 (7η έκδ.), σ. 14-18]

εικόνα

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2023

1955: τα γεγονότα της Τασκένδης Κωστόπουλος Τάκης

 Συντροφικές διώξεις στα στρατόπεδα της Τασκένδης - ΤΑ ΝΕΑ

Τα γεγονότα της Τασκένδης συνδέονται άρρηκτα με την ήττα μας το 1949 και την αποχώρηση των τμημάτων του ΔΣΕ στην Αλβανία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία. Η ηγεσία του ΚΚΕ με αρχηγό τον Νίκο Ζαχαριάδη διάλεξε τον εύκολο δρόμο για την αιτιολόγηση της ήττας αποδίδοντάς τη βασικά στο πισώπλατο χτύπημα, στην προδοσία του Τίτο. Ο Στάλιν δεν αντέδρασε γιατί τον βόλεψε η ερμηνεία αυτή στην αντιπαράθεσή του με τον Τίτο. Τα γεγονότα όμως είναι πεισματάρικα και έδειξαν πόσο αβάσιμες ήταν οι κατηγορίες.
     Έχω προσωπική γνώμη στο θέμα αυτό. Στο αποκορύφωμα των επιχειρήσεων του Γράμμου, το 1948 τον Ιούλιο, μας ανακοινώθηκε η απόφαση του Γραφείου Πληροφοριών (δεν υπήρχε πλέον Διεθνής, είχε αυτοδιαλυθεί από το 1943) με την οποία καταγγελλόταν ο Τίτο ως όργανο των ιμπεριαλιστών, προδότης, αποστάτης κ.λπ. Επειδή ο Εμφύλιος βρισκόταν σε εξέλιξη, η ηγεσία του ΚΚΕ ζήτησε από το Γραφείο Πληροφοριών να μη δημοσιευτεί η απόφαση για την καταδίκη του Τίτο γιατί είχαμε ανάγκη. Ο Τίτο όμως ήξερε καλύτερα κι απ’ τον Ζαχαριάδη ποια ήταν η απόφαση. Γι’ αυτό έλεγε το ίδιο διάστημα σ’ έναν από το ΠΓ (νομίζω στον ίδιο τον Ζαχαριάδη) με δάκρυα στα μάτια «καλά, ο Στάλιν λέει αυτά, εσείς, όμως, που ξέρετε καλύτερα, γιατί;». Ο Ζαχαριάδης όμως που δεν είχε ούτε τη θέληση ούτε το κουράγιο να αντιταχθεί σ’ αυτή την απόφαση επέμενε στην εφαρμογή της. Επομένως, του ταίριαζε να αποδώσει την ήττα στο κλείσιμο των συνόρων.
     Η προσωπική μου εμπειρία πάντως από τη στάση του Τίτο ήταν η εξής: στις 28-12-1948 με το πέρασμα των τμημάτων μας από το Βίτσι στο Καϊμακτσαλάν χτυπήσαμε την Έδεσσα με τα γνωστά αποτελέσματα και σε λίγες μέρες χτυπήσαμε την Αριδαία. Εγώ με το λόχο μου χτύπησα το χωριό Πιπεργιά όπου ήταν οχυρωμένη στο σχολείο μια διμοιρία στρατού και ΜΑΫδες. Στη μάχη αυτή τραυματίστηκα στις αρχές του Γενάρη του 1949 και μαζί με άλλους τραυματίες του ΔΣΕ περάσαμε τα γιουγκοσλαβικά σύνορα. Οι Γιουγκοσλάβοι μας δέχτηκαν, είναι αλήθεια, με κάποια ψυχρότητα, δικαιολογημένα άλλωστε, μας έδωσαν όμως τις πρώτες βοήθειες, κράτησαν μερικούς για περίθαλψη και τους υπόλοιπους με τρένα μας οδήγησαν στη Σόφια. Εγώ ήμουν τραυματισμένος στο χέρι, όχι πολύ σοβαρά, γι’ αυτό και βρισκόμουν σε κίνηση. Οι Βούλγαροι κράτησαν ορισμένους και τους υπόλοιπους μας έστειλαν με νοσοκομειακά βαγόνια στα σύνορα της Ρουμανίας. Οι Ρουμάνοι μας παρέλαβαν και μας μετέφεραν με πολυτελή βαγόνια στα Καρπάθια σε μια γραφική πόλη Σινάια. Τα βασιλικά παλάτια και το καζίνο αυτής της πόλης το οποίο είχαν μετατρέψει σε νοσοκομείο ήταν το μέρος όπου μείναμε μέχρι να αναρρώσουμε.
     Τον Απρίλιο, όσοι γίναμε καλά ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο από το Βουκουρέστι, τη Σόφια, τα Σκόπια, φτάσαμε στο Μοναστήρι (Μπίτολα). Από κει τη νύχτα με φορτηγά αυτοκίνητα του «προδότη» Τίτο μας ξεφόρτωσαν στο χωριό Λαιμός των Πρεσπών. Είμαστε γύρω στους 700. Προσκολλήθηκαν κι άλλοι από τις εφεδρείες και συγκροτήσαμε την 105η ταξιαρχία. Ποιος νοήμων άνθρωπος μπορεί να ισχυρίζεται ακόμη ότι μας έκλεισαν τα σύνορα, μας χτύπησαν πισώπλατα, μας πρόδωσαν...
     Αρχές 1955, μετά το θάνατο του Στάλιν και τις αποκαλύψεις Χρουσιώφ γι’ αυτόν, στην εφημερίδα «Προς τη Νίκη» ή «Νέος Δρόμος», δημοσιεύτηκε ένα άρθρο του Πάνου Δημητρίου, Β´ Γραμματέα της ΚΕΤ. Με το άρθρο αυτό θα έλεγε κανείς ότι έθετε κάπως δειλά στους συντρόφους τον προβληματισμό: αρκετά ρίχνουμε τις ευθύνες για την ήττα στον Τίτο, πρέπει να δούμε και τα δικά μας λάθη. Το άρθρο αυτό άγγιξε τις καρδιές όλων. Εξαγρίωσε όμως τον Ζαχαριάδη ο οποίος έφτασε εσπευσμένως στην Τασκένδη. Το διάστημα αυτό έλειπα στη Σαμαρκάνδη όπου συγκέντρωνα υλικό για τη διπλωματική μου εργασία. Ο Ζαχαριάδης επωφελούμενος από τη διαμάχη που είχε ξεσπάσει στην ηγεσία του ΚΚΣΕ ανάμεσα στο Χρουσιώφ από τη μια και το Μολότωφ, Σεπίλωβ, Καγκάνοβιτς από την άλλη –ανάλογοι σχηματισμοί ήταν και στο ΚΚΣΕ του Ουζμπεκιστάν– άρχισε να καλεί έναν έναν τους συντρόφους και αξιοποιώντας το κύρος του κατάφερε να μεταπείσει και να πάρει με το μέρος του την πλειοψηφία των κομμουνιστών.
     Έτσι η πλάστιγγα έγειρε επικίνδυνα εις βάρος αυτών που ήθελαν αλλαγή της κομματικής γραμμής τουλάχιστον στο πλαίσιο των αλλαγών που συντελούνταν στο ΚΚΣΕ. Ύστερα από λίγες μέρες ο Ζαχαριάδης συγκάλεσε σύσκεψη των στελεχών στη 13η πολιτεία. Ο ίδιος όμως το πρωί πήρε το αεροπλάνο κι έφυγε στη Μόσχα. Ανυποψίαστοι οι σύντροφοι ξεκίνησαν για τη σύσκεψη κι αντί για αυτήν τους περίμεναν τα παλικάρια του Ζαχαριάδη με ρόπαλα και παλούκια και τους τσάκισαν στο ξύλο. Έριξαν το προβοκατόρικο σύνθημα ότι δήθεν οι αντίπαλοι σκότωσαν το γιο του Ζαχαριάδη στην 7η πολιτεία που ήταν και η έδρα της ΚΕΤ του ΚΚΕ. Έξαλλοι για εκδίκηση οι κομμουνιστές έφτασαν στην 7η πολιτεία, έσυραν από τα γραφεία την ΚΕ και άρχισαν άγριο ξυλοδαρμό. Ο Πάνος Δημητρίου θύμα τους που του έκοψαν με τα δόντια το αφτί. Τα επεισόδια πήραν έκταση τόση που γέμισαν το νοσοκομείο από τραυματίες που, κατά σύμπτωση, ήταν όλοι αντίπαλοι του Ζαχαριάδη. Τότε μόνον επενέβη η αστυνομία, τους διέλυσε κι έκανε αρκετές συλλήψεις οπαδών του Ζαχαριάδη κυρίως, οι οποίοι πέρασαν από δίκες, καταδικάστηκαν πολλοί και στάλθηκαν εξορία προς Καζακστάν και Σιβηρία.
     Έτσι οι πολιτικοί πρόσφυγες χωρίστηκαν σε δυο παρατάξεις, τους «Ζαχαριαδικούς» που ήταν και η πλειοψηφία και τους «Αντιζαχαριαδικούς» ή τους «Αριανούς» –από το ψευδώνυμο του γραμματέα της οργάνωσης Χοτούρα Αριστοτέλη, Αριανού. Το μίσος ανάμεσα στις δυο παρατάξεις ήταν μεγάλο, ανδρόγυνα χώρισαν στα δυο. Μεγάλη ευθύνη φέρουν και οι Σοβιετικοί γιατί μετέφεραν τις δικές τους εσωκομματικές διαφορές και στο ΚΚΕ και όχι μόνο δεν απέτρεψαν τα θλιβερά γεγονότα αλλά τα υποδαύλισαν με τον τρόπο τους. Ενώ από τη μία μεριά καταδίκαζαν τους οπαδούς του Ζαχαριάδη για τα επεισόδια από την άλλη μας έλεγαν ότι ο Ζαχαριάδης είναι γραμματέας του ΚΚΕ και οφείλουμε υπακοή. Τα γεγονότα είναι γνωστά και τα έχουν διηγηθεί και πιο υπεύθυνα άτομα που πήραν μέρος σ’ αυτά, ενώ εγώ τότε απουσίαζα. Έγραψα στη γυναίκα μου, που με ενημέρωνε για το τι συνέβαινε, να μείνει στο πλευρό των αντιζαχαριαδικών κι ότι ο αλήτης αυτός που ακούει στο όνομα Ζαχαριάδης θα καθίσει μια μέρα στο σκαμνί. Το γράμμα αυτό δεν έφτασε ποτέ στα χέρια της. Το κατάσχεσαν οι οπαδοί του Ζαχαριάδη και το παρέδωσαν στον Κώστα Ζηγούρα ή Παλαιολόγο και τον Παντελή Βαϊνά, χωριανό της γυναίκας μου.
     Όταν ησύχασαν τα πράγματα και τελείωσε η πρακτική μου άσκηση επέστρεψα στην Τασκένδη. Ήταν έτοιμοι και τότε να με ξυλοκοπήσουν αν δεν επενέβαινε ο Κεντρικός διερμηνέας Αλ. Παρασκευόπουλος με τον οποίο μέναμε στην ίδια πολυκατοικία.
     Ο Ζαχαριάδης και οι οπαδοί του συνέχιζαν τη δράση τους. Ετοιμάζονταν να νομιμοποιηθούν στη συνδιάσκεψη της ΚΕ. Και θα το πραγματοποιούσαν αν δεν τους ακύρωνε τα σχέδια τους ο Ν. Χρουσιώφ με την προτροπή του η συνδιάσκεψη να γίνει μετά το 20ό συνέδριο που προετοίμαζε το ΚΚΣΕ για τις αρχές του 1956. Έτσι κι έγινε. Ο Ζαχαριάδης παραβρέθηκε στο συνέδριο αλλά με κομμένα τα φτερά. Κατά τη διάρκειά του ο Χρουσιώφ προετοίμαζε τη δημιουργία μιας επιτροπής από αδελφά κόμματα για να εξετάσουν την κατάσταση που προκλήθηκε στο αδελφό ΚΚΕ. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για επεμβάσεις σε όποιο κόμμα επιθυμούσε το ΚΚΣΕ. Η Επιτροπή αποτελούνταν από το ΚΚΣΕ με επικεφαλής το μέλος του ΠΓ Κουουσίνεν (από όπου και η επιτροπή Κουουσίνεν), το γραμματέα του ΚΚ Ρουμανίας Γέργκυ Γεωργκίου Ντιέζ, το ΚΚ Βουλγαρίας, Τσεχοσλοβακίας, Πολωνίας. Το Μάρτη του 1956 συγκάλεσε την 6η ολομέλεια η οποία και καθαίρεσε από γραμματέα τον Ν. Ζαχαριάδη.
     Σ’ αυτό το σημείο κάνουμε μια ακόμη παρένθεση για την επίσκεψη του Μίκη Θεοδωράκη στην Τασκένδη, το Σεπτέμβρη του 1966. Ο Μίκης με το συγκρότημά του και βασικούς τραγουδιστές τη Μαρία Φαραντούρη και τον Αντώνη Καλογιάννη έδωσαν στην πόλη πάνω από δέκα συναυλίες. Τον υποδεχτήκαμε εγώ και άλλα 15 στελέχη με πρόσκληση του τότε γραμματέα Κώστα Τσολάκη (Γιάννο) αργότερα μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ.
     Μας εντυπωσίασε το παράστημά του, η ευφράδειά του αλλά πιο πολύ η ανοιχτή σκέψη του και η παρρησία με την οποία εξέφρασε τα παράπονά του για τη στάση της ΣΕ απέναντι στο κίνημα που εκπροσωπούνταν από την ΕΔΑ στην Ελλάδα. Δεν έκανε όμως την ίδια εντύπωση και στην καθοδήγηση και ιδιαίτερα στο γραμματέα ο οποίος ταράχτηκε ακούγοντας τις επικρίσεις. Τι κακό είπε όμως ο Μίκης; Πρώτα εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τον τρόπο που τον υποδέχτηκαν –έναν μουσικό συνθέτη τέτοιου κύρους– για τα μικρόφωνα που του παρέσχον και ήταν άθλια, για τον Τύπο που παρέλειψε να τον προβάλει.
     Πιο πολύ όμως στάθηκε στο πολιτικό θέμα, τη στάση της ΕΣΣΔ απέναντι στο κίνημα και στην ΕΔΑ. Η βοήθεια που προσέφεραν, είπε, ήταν μικρή έως ανύπαρκτη στον διπλωματικό τομέα, πράγμα που φάνηκε αργότερα με τη στάση τους στη Χούντα. Εξέφρασε την πικρία του με την ελπίδα ότι θα φτάσουν στα αυτιά των Σοβιετικών. Στην Ελλάδα, είπε, υπολογίζουν στη ΣΕ, αλλά αυτή βρίσκεται σε απραξία. Ανέφερε ένα παράδειγμα: Όταν έγινε το συνέδριο της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη της ΕΔΑ κλήθηκε να συμμετάσχει και η ΚΟΜΣΟΜΟΛ. Κι όταν η ελληνική κυβέρνηση δεν επέτρεψε τη συμμετοχή της, η «Αρκούδα» τι έκανε; Δεν κούνησε το δαχτυλάκι της, ούτε μια τυπική διαμαρτυρία δεν εξέφρασε. Πώς θα έπειθε η ΕΔΑ τους δημοκρατικούς Έλληνες να την ακολουθήσουν αφού δεν μπορούσε να υποσχεθεί τη βοήθεια και τη συμπαράσταση της ΣΕ; Είπε και άλλα πολλά. Αποτέλεσμα; Ο Γραμματέας θορυβήθηκε τόσο που μας κάλεσε το βράδυ στο ξενοδοχείο για να του πούμε με τρόπο να μην εκφράζεται έτσι ανοιχτά ενάντια στη ΣΕ. Εγώ δεν πήγα, και δεν ξέρω τι έκαναν οι άλλοι. Ξέρω όμως καλά ότι την άλλη μέρα φρόντισα να συναντήσω το διερμηνέα της ΚΕ Παρασκευόπουλο, καθηγητή από το Σουχούμι, και να του μεταφέρω όλη τη συζήτηση γνωρίζοντας ότι σίγουρα θα φτάσουν στα αφτιά των Σοβιετικών. Με άκουγε έκπληκτος και δεν πίστευε όσα του έλεγα.
     Ο χρόνος περνούσε και η ηγεσία με τον Κ. Κολιγιάννη ετοίμαζε το ξεκαθάρισμα του κόμματος από τα ενοχλητικά στοιχεία. Ήθελε να απαλλαγεί από Παρτσαλίδη, Δημητρίου και άλλους στο τέλος του 1966. Συγκάλεσε στο Βουκουρέστι τη 10η ολομέλεια. Έφυγαν από την Τασκένδη όλα τα μέλη της ΚΕ, ταχτικά και αναπληρωματικά, απ’ ό,τι θυμάμαι, Τσολάκης, Παπακώστας Μήτσος, πρόεδρος του συλλόγου πολιτικών προσφύγων, ο Ψήλος, Γάτσος κ.ά. Κλήθηκαν και αντιπρόσωποι από την Ελλάδα οι οποίοι παρακολουθούσαν τις εργασίες από το διπλανό δωμάτιο, χωρίς δυνατότητα παρουσίας για λόγους ασφάλειας. Απ’ ό,τι πληροφορηθήκαμε είχαν πάει ο Χαρ. Δρακόπουλος, ο Μ. Γλέζος, ο Νικ. Καράς κ.ά.
     Η ολομέλεια κράτησε σχεδόν δυο μήνες χωρίς αποτέλεσμα για τον Κολιγιάννη. Αντιστάθηκαν οι εκπρόσωποι της Ελλάδας και πολλοί του εξωτερικού. Εμείς με ανησυχία ρωτούσαμε τι γίνεται. Στο διάστημα αυτό με πλησίασε ένας φίλος, ο μακαρίτης Γιάννης Βόγιας, μηχανικός, κολλητός του Τσολάκη, που δούλευε στο μηχανισμό της ΚΕ για να μου πει ότι η αιτία του κακού βρίσκεται στον «ραδιούργο» Παρτσαλίδη και μερικούς άλλους που πρέπει να διωχθούν. Καθαρή φραξιονιστική υπονομευτική δουλειά. Αρνήθηκα κατηγορηματικά να συνεχίσω τη συζήτηση. Τότε με παρακάλεσε, η συζήτηση να μείνει μεταξύ μας. Πέθανε και δεν θέλησα να χρησιμοποιήσω ώς τώρα το περιεχόμενο της συζήτησής μας.
     Όταν επέστρεψαν στην Τασκένδη όλοι μας θέλαμε να μάθουμε τι έγινε. Μας είπαν ότι συζητούσαν για τα προβλήματα των πολιτικών προσφύγων. Φυσικά δεν έπεισαν ούτε τον εαυτό τους: «Γιατί», τους είπαμε τότε, «δε μας καλέσατε όλους τους πρόσφυγες να σας πούμε τα προβλήματά μας; Δεν ήταν κομματικά μυστικά». Αντί για απάντηση, απορία ψάλτου βηξ.



(από το βιβλίο: Τάκης Κωστόπουλος, Με τους αντάρτες στη Δυτική Μακεδονία: Αναμνήσεις από Κατοχή, Εμφύλιο, Τασκένδη, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VII, Βιβλιόραμα-Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2006)

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023

«Πού 'ναι η μάνα σου, μωρή;» Η Δήμητρα Πέτρουλα θυμάται...

 

Δήμητρα Πέτρουλα. Έζησε τη σφαγή της οικογένειάς της από συνεργάτες των  Γερμανών όταν ήταν τριών ετών. 69 χρόνια μετά ψάχνει μια φωτογραφία του  πατέρα της, καπετάνιου του ΕΛΑΣ, που δεν γνώρισε -

Δήμητρα Πέτρουλα. Έζησε τη σφαγή της οικογένειάς της από συνεργάτες των Γερμανών όταν ήταν τριών ετών. 69 χρόνια μετά ψάχνει μια φωτογραφία του πατέρα της, καπετάνιου του ΕΛΑΣ, που δεν γνώρισε ...

Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/dimitra-petroula-ezise-ti-sfagi-tis-ikogenias-tis-apo-sinergates-ton-germanon-otan-itan-trion-eton-69-chronia-meta-psachni-mia-fotografia-tou-patera-tis-kapetaniou-tou-elas-pou-den-gnorise/
Δήμητρα Πέτρουλα. Έζησε τη σφαγή της οικογένειάς της από συνεργάτες των Γερμανών όταν ήταν τριών ετών. 69 χρόνια μετά ψάχνει μια φωτογραφία του πατέρα της, καπετάνιου του ΕΛΑΣ, που δεν γνώρισε ...

Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/dimitra-petroula-ezise-ti-sfagi-tis-ikogenias-tis-apo-sinergates-ton-germanon-otan-itan-trion-eton-69-chronia-meta-psachni-mia-fotografia-tou-patera-tis-kapetaniou-tou-elas-pou-den-gnorise/
Το χωριό μας το λένε Μοναστήρι ή Πετρουλιάνικα. Όλο ανήκε στην οικογένεια Πέτρουλα. 

20 του Γενάρη για μένα ήτανε η πιο μαύρη, η μαύρη, δεν υπάρχει άλλη, ημερομηνία της ζωής μου. Ήταν ημέρα Κυριακή, το 1946, όταν οι Χίτες ήρθανε στο χωριό μας. Τότε ήμουνα τριάμισι χρονών περίπου. Mε ρώτησαν, επειδή καθόμουνα στην αυλή του σπιτιού: «Πού ‘ναι η μάνα σου μωρή;»

Εγώ κατάλαβα ότι ήταν οι Χίτες και μπαίνω μέσα και λέω της μάνας μου: «Μαμά, μάνα, ήρθαν, ήρθαν οι Χίτες!» Aυτή με παίρνει αγκαλιά και προσπαθεί να κλείσει την πόρτα. Αλλά αυτοί δυστυχώς τη σπάζουν, μπαίνουν μέσα, βγάζουν τη μάνα μου έξω.

Μετά από λίγο, είδα όλους τους συγγενείς, θείους, θειάδες, ξαδέρφες, σε μια σειρά. Κι απέναντι απ’ τη σειρά, καμιά δεκαριά άντρες, Χίτες, με όπλα. Κι ένας μάλιστα είχε κι ένα αυτόματο, ένα με ποδαράκια σιδερένια, τότε μου ‘κανε εντύπωση γιατί όλα τ’ άλλα ήτανε χωρίς ποδαράκια.

Η μάνα μου εμένα με κρατούσε στην αγκαλιά και μ’ άφησε κάτω, γιατί τότε ήμουνα τριάμισι χρονών κι εγώ πιασμένη από τη φουστάνα της, όπου πήγαινε πήγαινα. Το χεράκι μου κράταγε σφιχτά τη φουστάνα της μάνας μου, μια καφέ φουστάνα μακριά.

Άρχισαν να σκοτώνουν, όλους.

Η μάνα μου, θέλησε ίσως να με σώσει, μου πέταξε, μου έβγαλε το χέρι από τη φουστάνα και πήγε μπροστά σε όλη τη σειρά κι εκείνοι την πολυβολούσαν μ’ αυτό το όπλο που είχε ποδαράκια. Την είχανε κάνει κόσκινο.

Πέσαν όλοι χάμω. Εγώ είχα μείνει όρθια. Κι είχα μείνει όρθια και μου είχε μπλέξει ένας βάτος στα μαλλιά και δεν μπορούσα να κουνηθώ καθόλου. Ήρθε λοιπόν ένας εκεί μ’ ένα πιστόλι και μου το ‘χε βάλει στο μέτωπο. Όχι στο πλάι, μπροστά.

Του λέγανε οι άλλοι: «Σκότωσέ την!» Λέγανε οι άλλοι: «Όχι μωρέ το κακόμοιρο, άσ’ το…» Εγώ λύσσαξα. «Κακόμοιρο», την κόρη του Πέτρουλα, «κακόμοιρο»; Ο άλλος έλεγε: «Κι αυτή σπέρμα του Σωτήρη είναι!» Κι εγώ χαρά, που ‘μουν κόρη του Σωτήρη... 
Αυτός κατέβασε το πιστόλι και λέει: «Μωρέ δεν μπορώ, την Παναγία του!» Και μ’ άφησε.

Κι έμεινα δύο μερόνυχτα μες στους σκοτωμένους.

Κάποια στιγμή, είχε έρθει ο πατέρας μου με τον αδερφό μου τον Βάσο. Αλλά ο πατέρας μου κι ο αδερφός μου δε με είδανε, μάλλον μου ‘χε κοπεί η μιλιά. Εγώ τους είδα, αλλά δεν μπορούσα να τους μιλήσω.

Η μία μου αδερφή όμως δεν είχε πεθάνει, ήτανε τραυματισμένη. Όταν είχανε βάλει την αδερφή μου την πληγωμένη πάνω σε μία σκάλα κι ήτανε μία γκρι κουβέρτα από κάτω και την πηγαίνανε, τώρα ο πατέρας μου πίσω, μου φαινότανε γέρος. Γιατί να μου φαίνεται γέρος; Γιατί είχε άσπρα μαλλιά. Άσπρισε απ’ τη μία στιγμή στην άλλη όταν είδε τη μάνα μου σκοτωμένη, τον αδερφό του, τις κόρες του, άσπρισε. Τα μαλλιά του.

Προσπαθήσανε να φωνάξουν τον γιατρό να της βγάλει τις σφαίρες, γιατί δεν ήτανε θανάσιμα πληγωμένη. Τέσσερις σφαίρες είχε. Αλλά τον γιατρό, του είπανε οι Χίτες: «Μην τυχόν και πας, γιατί θα σκοτώσουμε κι εσένα, θα πάμε πάνω και θα σκοτώσουμε τους υπόλοιπους!» Κι έτσι δεν πήγε ο γιατρός. Τελικά πέθανε από γάγγραινα η αδερφή μου η Καλλιόπη, δώδεκα χρόνων.

Τελικά, θυμάμαι που ήρθανε και τους θάψανε κι ήθελα να μπω μέσα στον τάφο να πάω μαζί με τη μάνα μου. Όλα αυτά όμως μου φαινόντουσαν σαν κάποιο παιχνίδι, δεν είχα καταλάβει, δεν είχα ενώσει τις εικόνες που έβλεπα, με τις έννοιες. Τι ήταν αυτό που έβλεπα.

Θυμάμαι σ’ ένα δωμάτιο καθότανε ο πατέρας μου, είχε μόνο ένα λυχνάρι, δεν είχαμε φως τότε, μου έδινε ψωμί με λάδι κι εγώ τον κοίταγα κι αυτός δεν ήθελε ούτε καν να με κοιτάξει. Και μου ‘λεγε μόνο: «Φάε, φάε το ψωμί σου». Και θυμάμαι, στο πρόσωπο του πατέρα μου ένα δάκρυ.

Μετά με πήρε μια θεία μου. Ήτανε η γυναίκα ενός αδερφού του πατέρα μου. Δεν πέρασα καλά μαζί της, η γυναίκα ήταν πάμφτωχη κι όλο πείναγα. Κι ενώ μ’ είχανε μάθει όλοι να μ’ αγαπάνε, να με στολίζουνε, να με ποτίζουνε, να με ταΐζουνε, με σκότωνε στο ξύλο ο γιος της, γιατί κατουριόμουνα. Με τη λουρίδα. Εγώ σάμπως το ‘ξερα που κατουριόμουνα;

Οι Χίτες ήρθανε και τη σκότωσαν κι αυτήνε, τον Ιούνιο του ’48 παρακαλώ, ’47. Ήμουνα ήδη πέντε χρονών; Σκότωσαν αυτήν, την αδερφή της, τον γιο της και την κόρη της.

Η κόρη ήτανε περίπου δεκαπέντε χρονών, η μεγάλη, τη λέγανε Ποτούλα. Όταν μπήκαν οι Χίτες κατακομμάτιασαν, καταξέσκισαν την Ποτούλα. Όταν την είδα τρελάθηκα. Της είχανε κόψει τα χείλια, της είχανε... δεν μπορώ να περιγράψω πώς ήτανε.

Σκότωσαν τον Πέτρο, ο γιος της που μ’ έδερνε με τη λουρίδα, περίπου δεκατεσσάρων χρονών, ο Πέτρος. Μπορεί να τον φοβόμουνα αλλά όταν τον είδα σκοτωμένο, τον παρακάλαγα να σηκωθεί και του ‘λεγα: «Κοίταξε, κατουρήθηκα, κατουρήθηκα! Σήκω να με δείρεις! Σήκω! Κατουρήθηκα…»

Ο πατέρας μου λοιπόν, μετά απ’ αυτό, πήγε και παρουσιάστηκε. Γιατί είχανε πει ότι όσοι έχουν δώσει τα όπλα, έχουν παραδώσει τα όπλα, θα πάρουνε... δε θα τους δικάσουνε. 
Μόλις πήγε και παρουσιάστηκε ο πατέρας μου στις φυλακές της Σπάρτης, κι ο αδερφός μου ο Αντώνης, ο μεγάλος αδερφός, ήτανε κι αυτός στις φυλακές της Σπάρτης. Και μόλις βλέπει τον πατέρα μου, λέει: «Καλέ αυτός ο γέρος με τα γένια και τ’ άσπρα μαλλιά που ‘ναι σχεδόν τυφλός, μοιάζει πολύ με τον πατέρα μου». Και τελικά ήταν ο πατέρας του, ο οποίος δεν είχε ξυριστεί, όπως το συνηθίζουν οι Μανιάτες, απ’ τον καιρό που σκοτώθηκαν ο αδερφός του κι η γυναίκα του και τα παιδιά του, μέχρι που μπήκε στις φυλακές της Σπάρτης.

13 Μάρτη ένα τζιπ με Χίτες πάτησε μια χειροβομβίδα και νόμιζαν ότι το ‘χαν βάλει οι αντάρτες, γιατί ακόμα υπήρχε ο Εμφύλιος. Και πάνε στις φυλακές της Σπάρτης και θέλανε μέσα, να μπούνε μέσα να σκοτώσουν τους κρατούμενους. Ο διευθυντής των φυλακών πήγε να τους εμποδίσει, τον σκοτώσαν αυτόνε, μπήκανε στις φυλακές της Σπάρτης, σκότωσαν τους περισσότερους και φωνάζανε: «Τον γενάτο! Τον γενάτο!», τον πατέρα μου δηλαδή. Και τον σκότωσαν σ’ έναν φοίνικα κοντά.

Τον πατέρα μου δεν τον θυμάμαι καθόλου, το πρόσωπό του. Θυμάμαι σκηνές. Που ερχότανε απ’ έξω, κι όπως άνοιξε η πόρτα κι είχε ήλιο απ’ έξω, στο σπίτι ήτανε σκοτεινά, είχε στο χέρι του ένα πορτοκάλι για μένα. Κι απ’ ό,τι λένε, ότι το μόνο παιδί που είχε πάρει αγκαλιά κι είχε νανουρίσει, ήμουνα εγώ.

Μ’ έφερε ο μεσαίος μου αδερφός, ο Βάσος, στον Πειραιά σε μια κυρία, που μου έλεγε «η καλή θειούλα» και θα μείνω μαζί της μέχρι να φτιάξουν τα πράγματα. Εγώ παιδάκι τότε, νόμιζα ότι τα «πράγματα» ήτανε σακιά, σακιά, σακιά, σακιά, που θα ‘πρεπε να τα βάλουνε στη σειρά. Κι εγώ έλεγα: «Μα μπορώ να κοιμάμαι πάνω στα πράγματα και να ‘μαι μαζί σας, γιατί να πάω στην καλή τη θειούλα;»

Ο μεσαίος μου αδερφός, ο Βάσος, πληγώθηκε στη μάχη των Καλαβρύτων με τον Δημοκρατικό Στρατό και τον αφήσανε στον Χελμό, πιστεύοντας ότι θα γυρίσουν να τον πάρουν. Αλλά δεν μπόρεσαν να γυρίσουν, τον βρήκανε πληγωμένο ο στρατός ο της κυβέρνησης και τον αποτελειώσανε, γιατί θέλανε να μαρτυρήσει πόσοι είναι οι αντάρτες, πόσοι είναι, πόσοι είναι, τέλος πάντων, στον Δημοκρατικό Στρατό.

Πέρασαν τα χρόνια, η καλή κυρία ήθελε να, δεν ξέρω με ποιον τρόπο, ήθελε να πιστέψω ότι αυτή ήτανε η μαμά μου η πραγματική. Τώρα δεν είναι δυνατόν σ’ ένα παιδί πέντε χρόνων ήδη να του πεις ότι δεν είναι η μαμά σου μαμά σου, είμαι εγώ. Εγώ έκανα πως το πίστευα, γιατί διαισθανόμουνα ότι αυτή η κυρία ήθελε να πιστέψει εκείνη ότι εγώ ‘μουνα παιδί της. Είχα ένα σκυλάκι το οποίο τον σκότωσαν οι Χίτες όταν μπήκαν στο χωριό, τον λέγανε Λεούτση. Το βράδυ που πήγαινα στο κρεβάτι μου, αυτό το σκυλί εγώ, κάθε βράδυ νοητά το ‘παιρνα στο, αντί για μαξιλάρι τάχα μου ήταν ο Λεούτσης και του ‘λεγα: «Εγώ είμαι η Δήμητρα η Πετρούλα, η κόρη του Σωτήρη και της Μαριγούλας, δεν είμαι η κόρη της Αρτεμισίας!», Αρτεμισία λέγαν την καλή κυρία. Για να μην το ξεχάσω.

Κάποια φορά, ήρθε η αδερφή της κυρίας κι είχε γίνει μία παρεξήγηση, τώρα δε χρειάζεται να πω τι. Και μου ‘βρισε και τον πατέρα μου και τη μάνα μου. Μου είπε: «Η πουτάνα η μάνα σου κι ο εγκληματίας ο πατέρας σου!» Εγώ εκείνη την ώρα, της λέω: «Μη μιλάς για τη μάνα μου και για τον πατέρα μου, πλένε το στόμα σου με ροδόσταμο! Έχετε υπόψη σας, εγώ θα φύγω».

Όταν λοιπόν τον Σεπτέμβρη του ‘58, πηγαίναμε στην Κέρκυρα, να κάνουμε επισκεπτήριο στον αδερφό μου, είχα γνωρίσει έναν Λίβυο, μιλάγαμε όλη τη νύχτα, μιλάγαμε, μιλάγαμε αγγλικά τέλος πάντων και καμιά φορά και ιταλικά κι είχαμε αλληλογραφία. Και μου είχε κάνει πρόταση γάμου.

Όταν μου τα ‘πε αυτά η αδερφή της Αρτεμισίας, ότι η μάνα σου η τάδε κι ο πατέρας σου ξέρω ‘γω, του γράφω: «Ισχύει η πρόταση γάμου;». Μου απάντησε: «Ναι». Τώρα δεκαέξι χρονών άντε να ξέρεις τι θα πει έρωτας. Το θεώρησα πρώτα-πρώτα μια ευκαιρία να φύγω.

Και στις 22 Δεκέμβρη παντρευτήκαμε στον Άγιο Κωνσταντίνο, με ελληνικό γάμο. Δεν ήθελα να φύγω απ’ την Ελλάδα και να πουν ότι η κόρη του Πέτρουλα έφυγε αστεφάνωτη, ξέρω γω, πώς τα λένε στα χωριά. Κι αρχές Γενάρη, αντί να πάω σχολείο, πήγα στο αεροδρόμιο και φύγαμε για Λιβύη.

Δεν ήταν ο άντρας μου κακός, ας πούμε, στο να χαρτοπαίζει ή να πίνει ή να... Ο άντρας μου όμως με τα δεδομένα, και τα ήθη και τα έθιμα των μουσουλμάνων, τη γυναίκα την έχουν μόνο για να σκουπίζουν τα πόδια τους, δεν είναι τίποτα. Η γυναίκα είναι, σας λέω, να σκουπίζει τα πόδια του. Ε, δεν πέρασα καλά. Δεν ήτανε καλός σύζυγος. Χειροδικούσε. Κι εγώ επειδή όλοι με δέρνανε, μα όλοι! Όλοι με δέρνανε, οπότε μόλις με έδειρε κι ο άντρας μου, έλεγα αφού με δέρναν όλοι, γιατί να μην με δείρει κι ο άντρας μου; Είχα και πολύ ξύλο απ’ αυτόν, πολλή ζήλεια, πάρα πολύ. Αυτά. Ας μην συνεχίσω.

Tα παιδιά που δολοφόνησαν τη μάνα μου που ήταν μαζί με τους Χίτες, δεκαεφτά και δεκαοχτώ χρονών, είναι το ίδιο θύματα με τους γονείς, με τη μάνα μου και τις αδερφές μου και τους υπόλοιπους. Γιατί; Γιατί πριν γίνουνε άνθρωποι, τους πήραν αυτοί οι Χίτες και τους κάνανε κτήνη. Γιατί τι μπορεί να είχε ένας δεκαεφτάχρονος με την αδερφή μου που ούτε καν τη γνώριζε, έντεκα χρόνων-δώδεκα χρονών; Και την άλλη, δεκατεσσάρων; Τι μπορεί να είχε με τη μάνα μου; Με τη θειά μου; Με την ξαδέρφη μου, που ήταν δεκαεπτά χρονών, επτά μηνών έγκυος κι είδα το μωρό της μέσα στ’ άντερα κι είδα τα μυαλά του θείου μου να τα τρώνε οι κότες; Tι; Τι; Τι; Δε μας γνωρίζανε.

Ο Εμφύλιος, δυστυχώς, έτσι είναι. Δεν υπάρχει χειρότερος πόλεμος. Κατάλαβες; Έτσι έγινε η ιστορία όλη.

Ονομάζομαι Δήμητρα Πέτρουλα, του Σωτήρη και της Μαριγούλας. Τώρα κοντεύω ογδόντα. Αυτά τα δικά μου.

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2022

Νίκος Ζαχαριάδης -επειδή το όπλο είναι παρά πόδα - επειδή ο Εμφύλιος συνεχίζεται

 


το τελευταίο γραφτό του Νίκου Ζαχαριάδη

Γράφω για τελευταία φορά. Έχω απόλυτα ήσυχη συνείδηση ότι σ’ όλη μου τη ζωή δεν έκανα τίποτε ενάντια στο λαό μου και το κόμμα μου. . . όσο κι αν προσπάθησαν δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια τα όργανα της ασφάλειας της Σοβ. Ένωσης και οι διορισμένοι στο ΚΚΕ δεν απόδειξαν απόλυτα τίποτα και αναγκάστηκαν να γλείψουν αφτού όπου φτύναν. . . Σήμερα, ύστερα απ’ όλα αυτά, δηλώνω ότι αν δεν αρθούν ΟΛΑ τα μέτρα περιορισμού, εξορίας, στέρησης ελευθερίας μετακίνησης και αναχώρησης απ’ τη Σοβ. Ένωση κτλ. κτλ. που εφαρμόζονται ενάντιά μου, τότε την 1η Αυγούστου 1973, σαν έκφραση έσχατης ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ, θ’ αυτοκτονήσω. . . Το κουφάρι μου το κληροδοτώ στους Μπρέζνιεφ, Κολιγιάννη, Φλωράκη και Σία. Χαλάλι τους. . . Ζητώ συγνώμη και κατανόηση από τους κουκουέδες, την Όλγα και τον Σηφάκο, άλλη διέξοδο δε μου άφησαν. . 

Ηλίας Βενέζης- Αιολική γη

    Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.  Κοιμη...

ευανάγνωστα