Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αριστερά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αριστερά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

Μονάκριβή μου- Ναζίμ Χικμέτ -μετ. Γιάννης Ρίτσος

 

 Sent her sentimental letters from prison despite being accused of raping  her - TVMnews.mt

Μ Ο Ν Α Κ Ρ Ι Β Η  Μ Ο Υ

 του Ναζίμ Χικμέτ

Μονάκριβή μου εσύ στον κόσμο
μου λες στο τελευταίο σου γράμμα:
«πάει να σπάσει το κεφάλι μου, σβήνει η καρδιά μου,
Αν σε κρεμάσουν, αν σε χάσω θα πεθάνω».

Θα ζήσεις, καλή μου, θα ζήσεις,
Η ανάμνησή μου σαν μαύρος καπνός
θα διαλυθεί στον άνεμο.
Θα ζήσεις, αδελφή με τα κόκκινα μαλλιά της καρδιάς μου
Οι πεθαμένοι δεν απασχολούν πιότερο από ῾να χρόνο
τους ανθρώπους του εικοστού αιώνα.

Ο θάνατος
Ένας νεκρός που τραμπαλίζεται στην άκρη του σκοινιού
σε τούτον ῾δω το θάνατο δεν αντέχει η καρδιά μου.
Μα νά ῾σαι σίγουρη, πολυαγαπημένη μου,
αν το μαύρο και μαλλιαρό χέρι ενός φουκαρά ατσίγγανου
περάσει στο λαιμό μου τη θηλειά
άδικα θα κοιτάνε μες στα γαλάζια μάτια του Ναζίμ να δουν το φόβο.
Στο σούρπωμα του στερνού μου πρωινού
θα δω τους φίλους μου και σένα.
Και δε θα πάρω μαζί μου κάτου από το χώμα
παρά μόνο την πίκρα ενός ατέλειωτου τραγουδιού.

Γυναίκα μου
Μέλισσά μου με τη χρυσή καρδιά
Μέλισσά μου με τα μάτια πιο γλυκά απ᾿ το μέλι
Τι κάθισα και σου 'γραψα πως ζήτησαν το θάνατό μου.

Η δίκη μόλις άρχισε
Δεν κόβουν δα και στα καλά καθούμενα έτσι το κεφάλι
όπως ένα γογγύλι.
Έλα, έλα, μη μου σκας
Αυτά είναι μακρινά ενδεχόμενα.
Αν έχεις τίποτα λεφτά
Αγόρασέ μου ένα μάλλινο σώβρακο
Μου μένει ακόμα κείνη η ισχιαλγία στο πόδι

Και μην ξεχνάς πως η γυναίκα ενός φυλακισμένου
Δεν πρέπει να ῾χει μαύρες έγνοιες.


απόδοση: Γιάννης Ρίτσος

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2023

Η Πόλις - Καβάφης

 Κ. Καβάφης, ο μέγας ποιητής: "Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως  την θέλεις, μην την εξευτελίζεις μες στη πολλή συνάφεια του κόσμου..." |  eirinika.gr

Η ΠΟΛΙΣ

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θά βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες. 

Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2023

Ο Μοναχικός – Φρίντριχ Νίτσε

 The Solitude of Soul: Loneliness. Everyone deals with some degree of… | by  Soy Prado | Medium

Ο Μοναχικός Φρίντριχ Νίτσε

 “Σιχαίνομαι ν’ ακολουθώ, σιχαίνομαι και να καθοδηγώ.

Να υπακούω; Όχι! Και να κυβερνώ; Ούτε και τούτο!

Όποιος δεν φοβάται τον εαυτό του, φόβο δεν προκαλεί.

Και μόνον όποιος φόβο προκαλεί, μπορεί να οδηγήσει άλλους.

Σιχαίνομαι ακόμα και να καθοδηγώ τον εαυτό μου!

Μ’ αρέσει, όπως στα ζώα του δάσους και της θάλασσας,

να χάνομαι για λίγο.

Nα κάθομαι ανακούρκουδα σε μια ερημιά

 και να στοχάζομαι,

να ξαναφέρνω πάλι πίσω τον εαυτό μου από μακριά,

πλανεύοντάς τον για να γυρίσει ξανά σ’ εμένα.”

Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2023

Fair Play -Μανόλης Ἀναγνωστάκης

 COLLWEB ART - Disappointed Hopes

Fair Play

Μανόλης Ἀναγνωστάκης

(ὁ ποιητὴς ὑπογράφει ὡς: Μανοῦσος Φάσσης)

Τῷ φίλω Μ.Ἄν.

Πόσες χιλιάδες ὧρες πέρασαν μὲ συνεδρίαση,
σ᾿ αχτίδες, κόβες καὶ κομματικοὺς πυρῆνες,
στὸ τέλος πάθαμε χρονία νικοτινίαση
κι ὁ πονοκέφαλος οὔτε περνοῦσε μ᾿ ασπιρίνες.

Μάθαμε ἀπ᾿ ὄξω -βασικὰ- ὅλα τὰ προβλήματα
καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς πάλης
καὶ γίναμε τὰ δακτυλοδειχτούμενα τὰ βλήματα
κρατώντας τὸν Μὰρξ – Ἔγκελς ὑπὸ μάλης.

Μέρα τὴ μέρα θά ῾ρχονταν ἡ Ἐπανάσταση
καὶ περιμένοντας πέρασαν τὰ χρόνια
κι ὅμως σ᾿ τὸ λέγαν οἱ γονεῖς σου «ἄσ᾿ τα σὺ
πάντα θὰ βρίσκονται στὸν κόσμο ἄλλα κωθώνια».

Πάντοτε ὁ καπιταλισμὸς βρίσκει περάσματα
καὶ ξεπερνᾶ τὶς δύσκολες τὶς κρίσεις.
Κι ἕνα πρωί: «Ἀπαγορεύονται τὰ ἄσματα
καὶ κοπιάστε στὸ τμῆμα γιὰ ἀνακρίσεις».

Τώρα νὰ σπάσεις δὲν μπορεῖς πιά, σὲ χρωμάτισαν
καὶ σ᾿ ἔχουν σὰν τὸν ποντικὸ μέσα στὴ φάκα
καὶ δὲν ξεφεύγεις ἀπὸ τοῦ χαφιὲ τὸ μάτι σὰν
συναναστρέφεσαι τὸν καθ᾿ ἕνα μαλάκα.

...........................................................................................

Δὲν ἄκουσες ποτὲ τὴ μάνα σου τὴν ἅγια
σ᾿ ἐνοχλοῦσε καὶ σένα τὸ κατεστημένο,
δὲν εἶδες γύρω σου χιλιάδες τὰ ναυάγια
δὲν τὸ χαμπάρισες πὼς τὸ παιχνίδι ἦταν στημένο.

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023

Η σφαγή στο ΑΕΤΟ (Α΄ τάγμα σκαπανέων) της Μακρονήσου

 Η σφαγή στο ΑΕΤΟ (Α΄ τάγμα σκαπανέων) της Μακρονήσου, είχε 350 νεκρούς, σύμφωνα με την ομολογία του καπετάνιου της υδροφόρας Βρονταμίτη, ο οποίος μετέφερε τους σκοτωμένους στο ακατοίκητο νησί Άγιος Γεώργιος, όπου τους παρελάμβανε πολεμικό σκάφος και, αφού τους τοποθετούσαν σε συρμάτινους σάκους, τους βυθίζανε στα βαθια νερά του πελάγους.

 

  

  Γιώργος Φαρσακίδης "Στ' αρματαγωγό. Από το Μακρονήσι για τον Αϊ-Στράτη". Από σχέδιο του 1950.

Η μαρτυρία του Μίμη Βρονταμίτη

«…Έζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. Ο στρατός μας με είχε επιταγμένο με το καΐκι μου «Αγιος Νικόλαος», επί μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα. Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο.

Στο Γ’ Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου, τη λέξη «νεκρός». Ήτανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί. Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες Χούμης και Δήμητρας Λαγός. Σ’ ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους. Λέω στον Σκαλούμπακα: «Το καΐκι δε σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει το καΐκι». Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να ‘κανα; Το πιστόλι σε παγώνει…

Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου…»

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2023

«Όποιος δε γνώρισε τη βροχή του Αη Στράτη δεν ξέρει τι θα πει θάνατος». Κώστας Βάρναλης – Γιώργος Φαρσακίδης

 

ΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΚΑΙΝΕ

ΑΗ – ΣΤΡΑΤΗΣ

ΤΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ κ. Κ. ΒΑΡΝΑΛΗ

Θυμώσανε τα ποτάμια της Β. Ελλάδας. Κάμποι και πολιτείες γενήκανε θάλασσα. Φωνάζουν οι ναυαγοί:

― Βοήθεια!

Το κράτος ακούει, αλλά γυρίζει από τ’ άλλο πλευρό. Ασχολείται με τα υψηλά και μεγάλα. Έλληνες φωνάζουν. Δεν είναι ξένοι να διατάζουν!… Και τα νερά, τι να κάνουν; Αποσύρονται μοναχά τους!

Φωνάζουν, λοιπόν, οι Έλληνες. Αλλά φωνάζουν κ’ οι μη Έλληνες; Οι εξόριστοι τ’ Αη Στράτη; Ναυαγοί κι αυτοί! Με ποιο δικαίωμα!

― Βοήθεια! Πνιγήκαμε.

Αη Στράτης. Διάνοιξη της κοίτης των χειμάρρων μετά από πλημμύρα. Αρχείο Βασίλη και Βύρωνα Μανικάκη. Πηγή: Μουσείο Δημοκρατίας Άγιος Ευστράτιος

Και βέβαια πνιγήκανε. Υπάρχει ο κατακλυσμός του Νώε. Που βαστάει σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες. Τα χώματα γίνοντα πηλός, τα μαύρα καλντερίμια γλύστρες. Τα δέντρα σαπίζουνε. Τα σπίτια λιώνουνε! Και το ξεροπόταμο, που αρχίζει από το Μετόχι και κατηφοράει κατά τη θάλασσα, γίνεται Ρίο Γκράντε και παρασύρει και τα ριζιμιά λιθάρια. Που ν’ ανθέξουνε τα χάρτινα τσαντήρια, όπου τους στεγάζει ο «δυτικός» ανθρωπισμός του «πατρικού» μας κράτους!

Όποιος δε γνώρισε τη βροχή του Αη Στράτη δεν ξέρει τι θα πει θάνατος. Όλα κι όλοι μουσκεύουνε. Οι γεροί αρρωσταίνουν, οι άρρωστοι πεθαίνουν. Το πέλαγο λυσσομανά. Βαπόρι και πλεούμενο δε ζυγώνει. Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες. Μόνον η Κιβωτός του Νώε θα μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει αυτήν την οργή του Θεού! «Και εγένετο κατακλυσμός τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας επί της γης και επήρε την Κιβωτόν και υψώθη από της γης… Και απέθανε πάσα σαρξ κινούμενη… και πας άνθρωπος…»…

Πώς ν’ ανθέξουνε σ’ αυτόν τον κατακλυσμό τα χάρτινα τσαντήρια των εξορίστων;

 

Δεν είναι σήμερα. Δεν είναι χτες. Χρόνια πολλά, εικοσιπέντε χρόνια, χρησιμοποιείται το ξερόνησο για τόπος «περισυλλογής» των πολιτικών αντιπάλων του κράτους. Και κάθε χρόνο με την ίδια μαθηματικήν ακρίβεια, τέτιον καιρό, πνίγονται με τον ίδιο τρόπο οι ίδιοι ά ν θ ρ ω π ο ι ― παρντόν δια την φράσιν! Και το Κράτος ανακουφίζεται. Η Φύσις έρχεται προς βοήθειάν του!

Εκτελεί αυτή ό,τι επιθυμεί το Κράτος: αραιώνει το μπουλούκι των… αμαρτωλών!

Ο κατακλυσμός του Νώε έγινε το καλοκαίρι και μόνο μια φορά. Ο κατακλυσμός του Αη Στράτη γίνεται χειμώνα και κάθε χρόνο. Άρα τους ναυαγούς δεν τους πολεμάει μονάχα το νερό παρά κι ο χιονιάς. Κάθε χρόνο! Όλοι τους είναι άρρωστοι και τριάντα του θανατά. Και κάθε χρόνο ζητάνε «βοήθεια»! Να τους στείλει το Κράτος τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα και να τους επιτρέπει να καταφύγουνε σε σπίτια του χωριού. Και κάθε χρόνο το Κράτος «μελετά»!… Και ξέρετε τι ’ναι τα σπίτια; Κόσκινα. Η βροχή μπαίνει, αλλ’ επιτέλους δεν πνίγει. Ο χιονιάς μπαίνει, αλλ’ όχι ολάκερος…

Τέτια ζητήματα δεν «χρήζουν μελέτης». Ολίγη ανθρωπιά και ντροπή χρειάζεται.

 

Όταν δημοσιευόταν το χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη ο Γιώργος Φαρσακίδης βρισκόταν για δεύτερη φορά εξόριστος στον Αη Στράτη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μαζί με τους συνεξόριστους συντρόφους του ήρθαν αντιμέτωποι με τη μανία της φύσης, που λες και συμμαχούσε με το «Κράτος» στην επιχείρηση «συμμόρφωσης» και «σωφρονισμού» των «εχθρών» της πατρίδας.

Υπήρχαν και φορές, όμως, που οι εξόριστοι στέκονταν πιο «τυχεροί», όπως περιγράφει ο Γιώργος Φαρσακίδης.

«Πλυμμήρα». Ξυλογραφία σε όρθιο ξύλο και φυσικό μέγεθος. Στην κορφή δεξιά το φυλάκιο του Αη Μηνά κι ο σταυρός απ’ το μνημείο στους νεκρούς εξόριστους της Κατοχής. Μέσα στην κρύπτη του, τριάντα τρία κρανία με τ’ όνομα του καθενός.

Ο χειμώνας δε χωρατεύει στον Αη Στράτη

Ο χειμώνας δε χωρατεύει στον Αη Στράτη. Το νησί καταμεσίς του πελάγου δέρνεται απ’ όλους τους αέρηδες. Το μπουγάζι από τη Μαύρη Θάλασσα φέρνει το χιονιά, μουδιάζει τη ζωή στο νησί. Με τις μεγάλες κακοκαιρίες θεόρατα κύματα σπάνε μουγκρίζοντας, σκεπάζουν τ’ απότομα βράχια με άχνη υδάτινη κι ο αχός τους, μούγκρισμα θεριών, αντιλαλεί καμιά φορά για μερόνυχτα, ως πέρα στις ρεματιές του στρατοπέδου.

Όσα μέτρα κι αν πάρεις, το πανί, το περιτοίχισμα, το μαγκαλάκι, ελάχιστα προστατεύουν από το κρύο. Τις νύχτες με παγωνιά, στριφογυρίζεις μες στα στρωσίδια, να βολευτείς να μη σε βρίσκουν οι στάλες του χιονόνερου, οι παγωμένες ριπές του αέρα.

Κι αλίμονο τέτοια νύχτα αν δεν αντέξουνε, το σαπισμένο καραβόπανο, ο «ορθοστάτης» τ’ αντίσκηνου, αν έχουν μποσκάρει οι πάσσαλοι. Αλίμονο σ’ όποιους άγρια μεσάνυχτα βρεθούν με γκρεμισμένη σκηνή, κάτω απ’ το χειμωνιάτικο ουρανό.

Λίγο πριν τη δικτατορία της Χούντας, είχαμε στρώσει κουβέντα με φίλους για το «πώς νιώθεις την ευτυχία»!

Και θυμάμαι πως κάπως παράδοξα τους φάνηκαν τα λόγια μου. Χτες νύχτα, τους είχα πει, με μισοξύπνησε η βροχή κι είχα απλώσει το χέρι, να δω αν στάζει κι αν μούσκεψαν οι κουβέρτες. Μην το πάει για πλημμύρα, ήταν το πρώτο που πέρασε απ’ το νου μου. Να τρέξουμε να γλιτώσουμε ρούχα και σκηνικά, μην παρασύρει και πάλι ο χείμαρρος τ’ αντίσκηνα του Θεάτρου.

Αη Στράτης. Ο Γιώργος Φαρσακίδης προσπαθεί να περισώσει ένα κομμάτι από σκηνικό θεάτρου σε πλημμύρα του 1951. Αρχείο Γ. Φαρσακίδη.

Κι όταν κατάλαβα τελικά πως βρίσκομαι κάτω από στέγη, πως μπορούσα να ξανατυλιχτώ στη ζεστασιά της κουβέρτας ως το πρωί, σκέφτηκα τότε πως η ζωή είναι, μα παραείναι ωραία!

Γιώργος Φαρσακίδης

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023

Λουίς Σεπούλβεδα "Η Τρέλα του Πινοσέτ".

 

Απόσπασμα από το βι9βλίο του.Λουίς Σεπούλβεδα "Η Τρέλα του Πινοσέτ".

"Απ'όλους όσοι μας λείπουν, μένουν κάτι λίγες φωτογραφίες, φέτες ζωής που καταψύχονται τη στιγμή του «κλικ», ενώ η ζωή συνεχίζεται, η ίδια ζωή που μας μάζευε όλους στον κήπο του σπιτιού, δίπλα στην ψησταριά, με την αυλόπορτα ανοιγμένη διάπλατα· σ' ένα πάρκο με το παιδί καθισμένο στα πόδια μας, το ίδιο αυτό το παιδί που ψάχνει  σήμερα· σε μια συγκέντρωση αναγκαία όσο η χαρά, και μαζί με άλλους που επίσης μας λείπουν. Είναι επικίνδυνες αυτές οι φωτογραφίες, ανατρεπτικές όπως καθετί ανησυχητικό, διαπεραστικές όπως η δίψα για ζωή, βλάσφημες όπως κάθε πίστη σε οτιδήποτε· κυρίως, όμως, είναι φωτογραφίες ανδρών και γυναικών που κρατούν αποφασιστικά τη μοίρα τους στα χέρια τους, περήφανα ένοχοι για τα νιάτα τους και για τη λαχτάρα τους για δικαιοσύνη.

Αυτοί που μας λείπουν, συνήθιζαν να μαζεύονται για να παίξουν μία παρτίδα  τρούκο και γελούσαν τρανταχτά, χωρίς σεμνοτυφίες, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι προπαγάνδιζαν τα καλά της σιωπής. Καμιά φορά, σε κάποια αυλή, έτρεχαν πίσω από ένα τόπι, τάχα σπουδαίοι μπαλαδόροι, κι όταν έβαζαν γκολ το υπέγραφαν φωνάζοντας  τ' όνομά τους, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι είχαν αποφασίσει πως δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο απ' το να ζεις στην ανωνυμία. Αυτοί που μας λείπουν, μαγείρευαν τα σαββατοκύριακα, οδηγούσαν λεωφορείο, σπούδαζαν κοινωνιολογία, νομικά ή γεωπονία, έγραφαν μυθιστορήματα, ήταν ηθοποιοί, ποιητές, ή πυγμάχοι, ήταν γιατροί σε κάτι άθλιες κλινικές, μάθαιναν ένα ένα τα πάρκα της πόλης, μέσα στα οποία αντάλλασσαν  ρούχα,  δίσκους, βιβλία και εμπιστοσύνη. Τα δειλινά της Κυριακής αυτοί που μας λείπουν, έλεγαν: «Τι λέτε; Πίνουμε κάνα μάτε;», και τότε, με την οικογενειακή κούπα που μοσχοβολούσε το καλύτερο χόρτο («αυτό με τα κοτσανάκια» έλεγαν αυτοί που λείπουν), κοιτάζονταν στα μάτια με τρυφερή περηφάνια, με βίαιη στοργή, με πάθος οπλισμένο με μέλλον, γιατί αυτοί που μας λείπουν ήταν αγωνιστές.

Κι αν μας λείπουν, δεν είναι επειδή έτσι το θέλησε η τύχη ή τα καμώματα ενός θιγμένου θεού. Μας λείπουν γιατί τόλμησαν να προτείνουν μια ζωή καλύτερη απ' την αγελαία. Μας λείπουν γιατί είπαν πως ψωμί θα υπάρχει για όλους ή για κανέναν. Μας λείπουν γιατί άναψαν ένα φως μες στο σκοτάδι -έντονο ή χλωμό, δεν έχει σημασία γιατί η λάμψη του μας οδηγεί. Μας λείπουν γιατί στο μισοσκότεινο δωμάτιο ζύγωσαν το κρεβάτι του παιδιού, το χάιδεψαν, άφησαν στο μέτωπό του το αστεράκι του ήσυχου ύπνου, κι όταν βγήκαν από κει πέρασαν στη δράση, το έκαναν ξέροντας πόσο πολλά είχαν να χάσουν, και το έκαναν με την αποφασιστικότητα αυτού που ξέρει ότι έχει δίκιο.

Λουίς Σεπούλβεδα: 5 πράγματα που πρέπει να ξέρεις για τον συγγραφέα της ανυπακοής

Όταν τους έπιασαν, όταν άρχισαν να μας λείπουν,  οι μάρτυρες που δεν είχαν δει τίποτα, ψιθύρισαν: «Κάτι θα 'χουν κάνει για να τους πιάσουν έτσι», κι είχαν δίκιο, γιατί δεν έκαναν απλώς κάτι αλλά πολλά: ονειρεύτηκαν πως μπορεί να ζήσει κανείς ο όρθιος, ονειρεύτηκαν πως η μοίρα του ανθρώπου δεν μπορεί να είναι πάντα κάτεργο, ονειρεύτηκαν πως μπορεί να γίνουν ευτυχισμένοι όλοι οι άνθρωποι, ονειρεύτηκαν να θεσπίσουν έναν δίκαιο νόμο, μπροστά στον οποίο είμαστε όλοι ίσοι. Και τόλμησαν να θελήσουν να πραγματώσουν τα όνειρά  τους, γιατί αυτοί που μας λείπουν, χωρίς  τυμπανοκρουσίες ή ματαιοδοξίες, άγγιξαν την υπέρτατη διάσταση στην οποία μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος, και γι'αυτό ακριβώς μας λείπουν: γιατί ήταν επαναστάτες.

Ανδρώθηκαν  τη χειρότερη εποχή κι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την κάνουν να είναι η καλύτερη. Ανακάλυψαν ότι η Ιστορία ήταν μία απάτη, κι έγιναν σοφοί για να την ξαναγράψουν με την καλλιγραφία της αξιοπρέπειας. Ηταν προορισμένοι να θριαμβεύσουν, και προτίμησαν να είναι μοναχικοί. Πέταξαν από πάνω τους το πετσί της πατρίδας κι έγιναν μέλη της μεγάλης ανθρώπινης οικογένειας.

Αυτοί που μας λείπουν, δεν έχουν αγάλματα στα πάρκα, αλλά ζουν ακέραιοι στη μνήμη μας. Είχαν μακριά μαλλιά, φορούσαν παντελόνια «καμπάνα», γερά παπούτσια για μεγάλες πορείες και μάλλινα πουλόβερ για τις νύχτες δράσης και προπαγάνδας, κάπνιζαν βαριά τσιγάρα, έπιναν κόκκινο κρασί, τραγουδούσαν τραγούδια του Λέο Δαν και των Ιρακούντος, οι άνδρες αγαπούσαν -δίκην κοινού μυστικού- την Τζάνις Τζόπλιν και οι γυναίκες ανακήρυσσαν τον Σάντρο ως το πιο αρσενικό των αρσενικών. Κάπου κάπου κάπνιζαν κανένα πουράκι, κάπου κάπου τους καιγόταν το ψητό. Μιλούσαν για τα πάντα για να ανακαλύψουν ξανά την αξία των λέξεων, κι όταν άρχισαν να μας λείπουν, η σιωπή τους μπροστά στους δήμιους ήταν τα λόγια τους που μας κληροδότησαν. 

Από αυτούς τους ανθρώπους μας έχουν μείνει κάποιες φωτογραφίες που δεν θέλουν να είναι αντικείμενα μας θρηνωδίας.  Αυτό που θέλουν, είναι να τις πάει κανείς στην αυλή του σπιτιού, κι εκεί, τη στιγμή που κάποιος ή κάποια πει: «Τι λέτε; Πίνουμε κάνα μάτε;» και τα βλέμματα αρχίσουν να ψάχνονται μέσα στη γλυκιά και σιωπηρή συνεννόηση των δικαίων, εκείνες κι εκείνοι, αυτοί που τόσο μας λείπουν, θα βγουν  απ'την εικόνα τους και θα υψωθούν στην υπέρτερη των συνωμοσιών, στη θεμελιώδη συνομωσία κατά του ψεύδους που επιχειρεί να διαγράψει το παρελθόν με χρηματισμούς.

Ας μάθουμε να ζούμε μ' αυτούς που μας λείπουν, επειδή αποτελούν κομμάτι μας, επειδή ξέρουμε γιατί μας λείπουν , κι επειδή την απουσία τους την αναπληρώνουμε με καμάρι".

Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2023

Χρόνης Μίσσιος: “Παρέες, ρε, μπορείς να κάνεις παρέες; Φιλία. Έρωτα! Κάντε έρωτα, αγαπηθείτε κάντε τις παρέες σας, σκεφτείτε, αναπτύξτε την κριτική σας σκέψη.”

Πέθανε ο Χρόνης Μίσσιος | Athens Voice

Χρόνης Μίσσιος: “Παρέες, ρε, μπορείς να κάνεις παρέες; Φιλία. Έρωτα! Κάντε έρωτα, αγαπηθείτε κάντε τις παρέες σας, σκεφτείτε, αναπτύξτε την κριτική σας σκέψη.”

Πιστεύω πως το πρόβλημα της ελευθερίας του ανθρώπου ξεκινάει από το σώμα του. Άμα δεν έχεις το δικαίωμα να χρησιμοποιήσεις το σώμα σου όπως σου γουστάρει, τότε μπορεί να αρνείσαι ένα ανελεύθερο σύστημα, αλλά ταυτόχρονα να αναπαραγάγεις ένα νέο σύστημα καταπίεσης.

Και η ευτυχία του ανθρώπου δε μπορεί να νοηθεί διαφορετικά, παρά μονάχα μες από την ελευθερία του σώματός του, μες από την ελευθερία της συμπεριφοράς του.

Νομίζω πως το πιο κρίσιμο πρόβλημα, για την εποχή μας τουλάχιστον, σχετικά με την ευτυχία του ανθρώπου είναι το πρόβλημα της ελευθερίας του, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, χωρίς εξαρτήσεις, όρους ή περιορισμούς. Η απελευθέρωσή του από κάθε μορφή εξουσίας, ιεραρχίας και αυθεντίας.

Οι άνθρωποι δε θα δουλεύουν από ανάγκη για να ζήσουν, αλλά από την ανάγκη της χαράς, της δημιουργίας. Ο καθένας στο παιχνίδι του, στο άθλημά του.

Το νόημα του συστήματος

Είναι πάρα πολύ εύκολο να φτιάξεις μια ιδεολογία ή μια θεωρία για την κοινωνία και να καλέσεις τους ανθρώπους να την εφαρμόσουν. Είναι όμως τρομερά δύσκολο, ως ανυπέρβλητο, να ξεπεράσεις το εμπόδιο του εαυτού σου και της κουλτούρας που σου πότισαν από τα γεννοφάσκια σου και τα δεσμά που έχει δέσει γύρω σου το σύστημα.

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2023

Κάιρο -Μπουρλάς Μωυσής Μιχαήλ

 ☆ Το αποτύπωμα των Ελλήνων στο Κάιρο και το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας •  Fractal

 Κάιρο -Μπουρλάς Μωυσής Μιχαήλ

 

Γεννήθηκα στο Κάιρο της Αιγύπτου από πατέρα Βολιώτη και μάνα Χιώτισσα, στις 9 του Μάη του 1918. Η αλήθεια είναι πως δεν θυμάμαι πολλά πράματα, παρά μόνο αμυδρά τους περιπάτους μας με τις μεγαλύτερες αδελφές μου και τη μητέρα μου στα πάρκα της πόλης, ή όταν πηγαίναμε και χαζεύαμε ώρες ολόκληρες στη γέφυρα του Νείλου που άνοιγε για να περάσουν τα καράβια και ξανάκλεινε για να περάσουν αυτοκίνητα και κάρα.
     Για το πώς βρεθήκαμε εκεί και πώς ήταν η ζωή μας, μάθαμε κυρίως από αφηγήσεις της μητέρας μας. Μας διηγόταν πως ο πατέρας μου την είχε κλέψει από το πατρικό της στη Χίο, και επειδή και οι δυο οικογένειες, και του πατέρα αλλά και της μητέρας, δεν ενέκριναν αυτόν τον δεσμό, αναγκάστηκαν να μεταναστέψουν στην Αίγυπτο που ζούσε η μεγαλύτερη αδερφή της μητέρας μας με την οικογένειά της. Τότε πολλοί Έλληνες ζούσαν στην Αίγυπτο και πολλοί Εβραίοι.
     Βοήθησαν τον πατέρα μου για δουλειά και πιάστηκε πολύ γρήγορα, και με τη βοήθεια της εκεί εβραϊκής κοινότητας άνοιξε μια μικρή βιοτεχνία για πλεκτά και τρικό. Οι δουλειές πήγαιναν καλά και σιγά σιγά μεγάλωνε η επιχείρηση και εργάζονταν σ’ αυτήν πενήντα εργάτριες. Το προϊόν γινόταν ανάρπαστο στην αγορά. Η ζωή μας ήταν ευχάριστη και ήμασταν, όπως έλεγε η μαμά, ευτυχισμένοι. Αλλά ο πατέρας μου ―σχεδόν αγράμματος, είχε βγάλει με το ζόρι τη δευτέρα δημοτικού, όπως έλεγε― έμπλεξε με μια παρέα πλουσίων Εβραίων και Αράβων και έπαιζαν χαρτιά. Η μητέρα μου και οι δικοί της τον συμβούλευαν να αφήσει τα χαρτιά και να αφοσιωθεί περισσότερο στην οικογένεια, στα παιδιά και στη δουλειά του.
     Ήμασταν τότε τέσσερα παιδιά με διαφορά ηλικίας λιγότερο του ενάμιση χρόνου, τρία κορίτσια κι εγώ ο τέταρτος, ο κανακάρης, που με τις εντολές του πατέρα έπρεπε να μου κάνουν όλα τα χατίρια. Η μητέρα εργαζόταν σκληρά με τα τέσσερα παιδιά και το νοικοκυριό, ενώ ο πατέρας μόνον χρήματα της έδινε, κι αυτά μετρημένα, για να ξοδεύει για τις ανάγκες του σπιτιού, ενώ του ίδιου καρφί δεν του καίγονταν πώς τα φέρνει βόλτα μόνη της η καημένη. Ήταν πολύ στοργική και καλή και ό,τι δεν γνώριζε από τις δουλειές του νοικοκυριού τής το μάθαινε η αδελφή της. Ευτυχώς που ο πατέρας δεν ήταν ιδιότροπος στο φαΐ και έτρωγε ό,τι του προσφερόταν ή έτρωγε έξω και έλεγε ότι δεν πεινάει.
     Πολλές φορές έφερνε και την παρέα του στο σπίτι για να παίξουν χαρτιά και η μητέρα κόβονταν να τους περιποιηθεί και έλεγε, ασφαλώς έτσι και καλύτερα θα περιποιούνταν τον πατέρα μας στα σπίτια τους, όταν πηγαίνουν εκεί για παιχνίδι. Τα υπόμενε όλα αυτά η μητέρα, μα και πάλι τον συμβούλευε, αλλά αυτός αλλού βρέχει, ήλπιζε να πιάσει την καλή, όπως έλεγε, δηλαδή να κερδίσει, αλλά το κακό δεν άργησε να έλθει. Τα έχασε όλα, και εργοστάσιο και σπίτι και όλες τις οικονομίες που είχε. Από τη ντροπή του δεν ήξερε τι να κάνει και υποχρεώθηκε, με τη βοήθεια της εβραϊκής Κοινότητας πάλι και της ελληνικής παροικίας, να βγάλουμε τα εισιτήρια για να επιστρέψουμε στην Ελλάδα όπου ζούσαν άλλα τέσσερα αδέλφια του πατέρα μου και ο παππούς, και ήλπιζε πως θα τον στήριζαν. Η οικογένεια της μητέρας μου στην Αίγυπτο τον είχε αποκληρώσει για τις πράξεις του και όχι μόνο δεν μας βοήθησαν, αλλά ούτε και ήρθαν στο λιμάνι να μας αποχαιρετήσουν. Και να ’μαστε, αντίο Αίγυπτος, και ταξιδεύουμε με το καράβι για τη μητέρα Ελλάδα.


(από το βιβλίο: Μωυσής Μιχαήλ Μπουρλάς, Έλληνας, Εβραίος και αριστερός, Νησίδες, 2000)

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023

Ο Βασίλης Παλαιοκώστας για την Αριστερά (απόσπασμα από το βιβλίο του)

 Μια Φυσιολογική Ζωή, Δράσεις και αποδράσεις ενός επικηρυγμένου

 

...Εκείνο που με θλίβει είναι η στάση της κοινοβουλευτικής αριστεράς, η οποία γνωρίζει (έτσι λέει) από πρώτο χέρι τι σημαίνει φασισμός. Καθόλη τη διάρκεια του εγκλεισμού μου στις ελληνικές φυλακές, μια αντιπροσωπεία αριστερών κομμάτων να επισκέπτεται χώρους κράτησης για να διαπιστώσει τα πραγματικά προβλήματα των κρατουμένων και πώς αυτοί βιώνουν τον εγκλεισμό δεν είδα. Τα στελέχη της πρώην επαναστατημένης και νυν επαναπαυμένης στις δάφνες και τις περγαμηνές του παρελθόντος αριστεράς δεν ενδιαφέρονται για τις σημερινές φυλακές. Συνοδευόμενα από τηλεοπτικά συνεργεία και πολλή υποκρισία, επισκέπτονταν συχνά-πυκνά τόπους εξορίας όπου φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν αγωνιστές (αν ζούσαν θα τους έφτυναν κατάμουτρα), να αναπολήσουν τα περασμένα μεγαλεία…

“Εμείς αγωνιστήκαμε και συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε για ιερό, ανώτερο σκοπό”, κραυγάζουν…. Σώωωπα!

Αν η πολιτική αυτή προσέγγιση δεν είναι έμμεση συγκατάθεση στο βασανισμό όσων δεν αγωνίζονται για “ιερούς σκοπούς”, τότε τι είναι; Αφού ο κρατούμενος δεν ασπάζεται τις αριστερές αντιλήψεις, καλά του κάνουν, του αξίζει ένα μπερντάχι ξύλο…

Ξέρω, ξέρω… Δεν μπορούν να συγκριθούν οι εποχές και τα διακυβεύματά τους! Φυσικά και δεν μπλορούν να συγκριθούν, αφού σήμερα δεν είναι εκείνοι οι καταδιωκόμενοι και οι φυλακισμένοι αλλά κάποιοι άλλοι… Άλλωστε ποτέ δεν άκουσα αριστερό να μιλά για κατάργηση των φυλακών. Οι φυλακές δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον, αν οι φυλακισμένοι δεν είναι αριστεροί και κομμουνιστές! Δεν ξέρω αν καταλάβατε, κύριοι της αριστεράς, που “βουλευτήκατε” με τα κοπαδάκια σας… Αποτελούσατε κι αποτελείτε τμήμα του κοινοβουλίου, είχατε και έχετε ευθύνη. Ακόμα περισσότερη γιατί είστε αριστεροί. Πολλοί από σας τώρα τελευταία κυβερνάτε κιόλας… Ποιος θα το έλεγε! Φροντίστε μην η ιστορία σας καταγράψει σαν τις αριστερές καθαρίστριες που ανέλαβαν με προθυμία να καθαρίσουν τα βουνά σκουπιδιών μισού αιώνα ξέφρενου πανηγυριού, εξαιτίας του οποίου εξαθλιώθηκε ο έλληνας πολίτης και παραδώσετε τα κλειδιά στους γνωστούς γλεντζέδες της φυλής μας! Τους έξω καρδιά! Για να ξαναζωντανέψει το χουντογλέντι τους στο κέντρο διασκέδασης “βουλή των Ελλήνων”, όπου τα νταούλια και βιολιά του ελληνικού συντάγματος θα παίζουν μερακλίδικους δημοκρατικούς σκοπούς. Α, ρε Έλληνα… Όσο ξεφτέρι στα επουσιώδη άλλο τόσο μπούφος στα ουσιώδη…

Σάββατο 1 Ιουλίου 2023

Χρόνης Μίσσιος, …καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς (απόσπασμα)

Fugitive by LinkAws on DeviantArt

 

Χρόνης Μίσσιος, …καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς (απόσπασμα)

[…] Έμενα κάποια φορά σ’ ενός γιατρού. Δεξιός ο άνθρωπος, αλλά δε γούσταρε και τους εθνοσωτήρες. Ήξερε ότι ήμουνα κομμουνιστής, και κάθε βράδυ που έβγαινα για δουλειά, γέμιζε από αισιοδοξία. Ε, κάποτε κανονίστηκε μια γιάφκα, και το βράδυ που θα ’φευγα από το σπίτι του, σαν αποχαιρετιστήριο, κατεβάσαμε κάνα δυο ουίσκι. Δυνατό πράμα, σε φτιάχνει στα σβέλτα. Ήμουνα, που λες, φτιαγμένος και ακοντρολάριστος, που λένε. Την ώρα που έφευγα και με χαιρέταγε, τα μάτια του στάζανε λύπη. Μου λέει, πού θα πας τώρα, ρε Φάνη — εγώ μια ζωή το ίδιο ψευδώνυμο στις παρανομίες. Όπως στεκόμασταν όρθιοι, του λέω, σοβαρά μιλάς, γιατρέ, εμένα λυπάσαι; Ξαφνιάστηκε, μα, μου λέει, φεύγεις έτσι μέσα στη νύχτα, σε κυνηγάνε θεοί και δαίμονες, σκοτώνουν, βασανίζουν, δεν έχεις σπίτι, οικογένεια, δεν έχεις όνομα... Τον κοίταξα. Έπρεπε να τον πληγώσω, δεν είχα άλλο δρόμο. Ήμουνα στριμωγμένος, αν αφηνόμουνα στην παραδοχή της λύπης, ήμουνα χαμένος, γιατί τα αντικειμενικά στοιχεία, όπως τα περιέγραψε ο γιατρός, ήτανε σωστά. Όμως είχα ανάγκη να υπερασπιστώ τη ζωή μου, την ουσία της, απέναντι και στον ίδιο τον εαυτό μου. Σοβαρά, του λέω, γιατρέ, εμένα λυπάσαι; Τα έχασε ελαφρώς. Ήταν πολύ καλός και γλυκός άνθρωπος, αλλά και παλικάρι, για να δεχτεί να κρύψει έναν παράνομο σε μια στιγμή που ούτε η μάνα σου, που λέει ο λόγος, δε σ’ έβαζε μέσα. Όπου το ραδιόφωνο ούρλιαζε ημερήσιες διαταγές, «Πας όστις φιλοξενεί άτομον μη δηλωμένον εις τας Αστυνομικάς Αρχάς, θα παραπέμπεται εις το έκτακτον στροτοδικείον...» Κοίτα να δεις, του λέω, εγώ κρατάω τη ζωή μου και τη μοίρα μου στα χέρια μου, οι επιλογές είναι δικές μου, όποτε θέλω, περνάω στη δική σου θέση. Αν τώρα κάνω ένα τηλεφώνημα στην ασφάλεια και τους πω ότι παύω να ασχολούμαι με την πολιτική, χωρίς να αποκηρύξω τίποτα και κανέναν, αύριο θα περπατάω και γώ «ελεύθερα» και «ακίνδυνα» όπως εσύ... Εσύ μπορείς να περάσεις στη δική μου θέση; Να τα παρατήσεις όλα, λεφτά, καριέρα, οικογένεια, σπίτια, να δεθείς μ’ ένα όνειρο και να το κυνηγήσεις, ν’ αγαπήσεις με πάθος τους ανθρώπους και την ελευθερία τους, να μπεις στην καρδιά της εποχής σου, και από απλός θεατής να γίνεις δημιουργός της ιστορίας; Και, να σου πω και κάτι ακόμα: είμαστε συνομήλικοι. Αν δεχτούμε ότι αυτό που λέμε ζωή δεν είναι να υπάρχεις σαν το δέντρο, δηλαδή να υπάρχεις μονάχα βιολογικά —δεν ξέρω αν χρησιμοποιώ και σωστά τους όρους, αλλά καταλαβαίνεις τί θέλω να πω— δηλαδή αν τη ζωή μπορούμε να τη μετράμε απλώς με την παραγωγή κάποιων αγαθών και κάποιων υπηρεσιών και με το να καταναλώνουμε κάποια αγαθά και κάποιες υπηρεσίες, τότε πιστεύω πως η ζωή δε θα ’ταν τίποτα άλλο, παρά μια απέραντη πλήξη. Νομίζω πως αυτό που ονομάζουμε ζωή μετριέται μονάχα με τα συναισθήματα που νιώθουμε σαν άνθρωποι, τις συγκινήσεις, τις πίκρες, τις χαρές, τις μικρές ευτυχίες, τις μικρές δυστυχίες, την επιβεβαίωση, τελικά, της ανθρώπινης ουσίας μας. Πόσες φορές στη ζωή σου ένιωσες έντονα συναισθήματα και συγκινήσεις, γιατρέ; Όταν πήρες το πτυχίο σου, όταν ερωτεύτηκες τη γυναίκα σου, όταν έκανες καριέρα, όταν γεννήθηκε η κορούλα σου... Γύρω απ’ αυτά κλείνει ο κύκλος. Εγώ, τα ίδια χρόνια, έζησα τόσο συμπυκνωμένα συναισθήματα, τόσο έντονα, που εσύ ούτε σε εκατό χρόνια της δικής σου ζωής δεν μπορείς να τα ζήσεις. Πόσες φορές έπαιξα με το θάνατο, όχι για το παιχνίδι, γιατί τότε θα μπορούσα απλώς να κάνω ένα επικίνδυνο νούμερο στο τσίρκο, αλλά συνεπαρμένος από τους μύθους μου, από τα οράματά μου, από την αγάπη μου για τη ζωή, για τον άνθρωπο και τη λευτεριά του. Πόσες φορές τόλμησα, μετρήθηκα με φοβερούς μηχανισμούς, άλλοτε νικώντας, άλλοτε χάνοντας, αλλά πάντα νιώθοντας άνθρωπος και ποτέ αντικείμενο κάποιας μοίρας. Ακόμα, γιατρέ μου, σε σχέση με σένα είμαι πολύ νέος, και να σου πω γιατί; Πράγματα που για σένα θεωρούνται δεδομένα και τα περνάς αδιάφορα, για μένα είναι μικρές και μεγάλες ευτυχίες. Τα θαύματα του κόσμου, που λένε, η όρασή μου με εφήβεια έκπληξη τα ζει και με γεμίζει συναισθήματα. Είμαι βέβαιος πως ένας περίπατος τη νύχτα στους έρημους δρόμους της πόλης, είναι για σένα κάτι πολύ συνηθισμένο, αν όχι βαρετό. Ένας περίπατος στο δάσος, ο θόρυβος της θάλασσας, ένα όμορφο δέντρο, ένα λουλούδι, το κρασί, ο έρωτας... Η επαφή σου με τα πράγματα είναι τυπική, δεν τα πλουτίζεις, δε σε πλουτίζουν, τα ξεπερνάς, δεν τα ζεις. Για μένα, κάθε πρωινό είναι μια έκπληξη, κάθε δειλινό μια νοσταλγία, κάθε νύχτα ένα μεγάλο μυστήριο, ένα ποτήρι κρασί, ένα φιλί. Αλήθεια, ποιες είναι οι επιθυμίες σου, γιατρέ; Είσαι «πετυχημένος», ό,τι επιθυμείς το έχεις, είσαι κορεσμένος, άρα γέρος, γιατί ταυτόχρονα δεν μπορείς να τα ξεφορτωθείς όλ’ αυτά. Είσαι ταξινομημένος, δεν μπορείς να πετάξεις, να μπεις στον δρόμο των συναισθημάτων, της φαντασίας, του ονείρου, της επιθυμίας, μιας νέας επαφής σου με τα πράγματα και τους ανθρώπους. Κοίτα, ψάξε λίγο, ο δρόμος σου είναι ο δρόμος που μετατρέπει τον άνθρωπο σε αντικείμενο με βιολογικές ανάγκες... Μη με λυπάσαι, σε παρακαλώ, εγώ θα είμαι πάντα με τις μειοψηφίες, έκθετος πάντα, ποτέ ένθετος. Δε θύμωσε, δεν μου είπε ότι λέω μαλακίες. Μ’ αγκάλιασε, μου είπε πως είμαστε περίεργοι άνθρωποι αλλά ωραίοι. Με φίλησε, μου έβαλε και δέκα χιλιάρικα στην τσέπη —μεγάλο ποσό για εκείνη την εποχή— και έφυγα. Το ξέρω πως είπα μεγάλα λόγια γιατί, παρ’ όλα αυτά, είμαι ένθετος, τοποθετημένος και ταξινομημένος σε άλλους μηχανισμούς, σε μιαν άλλη λογική, σε μιαν άλλη τάξη πραγμάτων. […]

[πηγή: Χρόνης Μίσσιος, …καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, Γράμματα, Αθήνα 1985, σ. 153-155]


Τρίτη 27 Ιουνίου 2023

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης για το Κέντρο και το Φασισμό

 


.. Αντίθετα με τη Δεξιά και την Αριστερά, η κοινωνική βάση του Κέντρου ουδεμία σχέση έχει με ιδέες. Έχει όμως σχέση με μια πολύ έντονη δυσαρέσκεια υπαγορευόμενη από την καθήλωση των κεντρώων στη μικρομεσότητα εν γένει. Οι περίφημοι μικρομεσαίοι κατά το πορτοφόλι, κατά το ήθος και κατά το μυαλό είναι πάντα επικίνδυνοι, γιατί εύκολα μπορούν να στραφούν οπουδήποτε, ακόμα και προς το φασισμό, ο οποίος πρωτοεμφανίστηκε σαν πολιτικό κίνημα κατ' αρχήν στην Ιταλία το 1922, με μια έξοχη εκμετάλλευση της λαϊκής δυσαρέσκειας των μικρομεσαίων.

Προσοχή, δε λέμε πως το Κέντρο είναι φασιστικό κατ' ανάγκην, λέμε πως ο φασισμός μόνο στα πλαίσιά του θα μπορούσε να εμφανιστεί σαν κόμμα με λαϊκή βάση είτε δηλώνει είτε όχι το όνομά του.Δεν είναι ανάγκη να λέγεται φασιστικό ένα κόμμα για να 'ναι τέτοιο.Ούτε ο φασισμός παίρνει πάντα ακραίες δικτατορικές μορφές. Φασισμός λέγεται το κοινωνικοπολιτικό καθεστώς των μικρομεσαίων, λέει ο Ντανιέλ Γκερέν, ο εγκυρότερος μελετητής του φασιστικού φαινομένου, κι αυτό είναι όλο από κοινωνικής απόψεως. Συνεπώς είναι ανάγκη να ελέγχεται το Κέντρο, γιατί εκτός απ' την κίνησή του προς τους δυο πόλους, τον δεξιό και τον αριστερό,μπορεί να εμφανιστεί ως καθαρός, απροκάλυπτος φασισμός...

Σάββατο 24 Ιουνίου 2023

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΝΕΟΛΑΙΑ ΛΑΜΠΡΑΚΗ Jean Meynaud

 

  Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΝΕΟΛΑΙΑ ΛΑΜΠΡΑΚΗ

Τα τέλη του Μαΐου 1963, λίγες ημέρες μετά το έγκλημα της Θεσσαλονίκης και ενώ χαροπαλεύει ακόμη ο Γρηγόρης Λαμπράκης, μια επιτροπή αποτελούμενη κυρίως από καλλιτέχνες και διανοούμενους, με πρόεδρο το συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, ιδρύει τη «Δημοκρατική Κίνηση Νέων Γρηγόρης Λαμπράκης» με σκοπό την προάσπιση των ιδανικών για τα οποία θυσίασε τη ζωή του ο συνεργαζόμενος με την ΕΔΑ βουλευτής.

Χωρίς να ανήκει οργανικά στην ΕΔΑ ή να αποκλείει την προσχώρηση μελών που προέρχονται από τις νεολαίες άλλων δημοκρατικών κομμάτων, η ΔΚΝΓΛ εντάσσεται ιδεολογικά στο χώρο της Αριστεράς, από την οποία προέρχονται τα κυριότερα στελέχη της.

Η επιτυχία που σημείωσε αμέσως η κίνηση και οι ευρύτατες διαστάσεις που παίρνει θέτουν πολύ σύντομα στους ηγέτες της ένα πρόβλημα οργάνωσης και ένα πρόβλημα στελεχών. Το πρόβλημα αυτό αποφασίζεται να λυθεί με τη συγχώνευση της κίνησης με τις πολιτικές νεολαίες των δημοκρατικών εκείνων κομμάτων που συμμερίζονται την ιδεολογική γραμμή της στο πλαίσιο μιας νέας ανεξάρτητης και μαζικής πολιτικής οργάνωσης νεολαίας.

Η έκκληση αυτή γίνεται δεκτή μόνο από την οργάνωση νεολαίας του κόμματος της ΕΔΑ (ΝΕΔΑ) και η συγχώνευση πραγματοποιείται στις 16 Σεπτεμβρίου 1964.

Η νέα πολιτική οργάνωση νεολαίας παίρνει την επωνυμία «Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη» και διοικείται -μέχρι την εκλογή από το 1ο της Συνέδριο του νέου της Κεντρικού Συμβουλίου, στις 2 Απριλίου 1965- από ένα ενιαίο όργανο στο οποίο μετέχουν όλα τα μέλη του Κεντρικού Συμβουλίου της ΝΕΔΑ και της ιδρυτικής επιτροπής της ΔΚΝΓΛ.

Η ΔΝΛ δεν αποτελεί επομένως τμήμα της ΕΔΑ, καίτοι οι σκοποί που της έταξαν οι ιδρυτές της και το πρώτο της συνέδριο: ειρήνη, εθνική ανεξαρτησία, σοσιαλισμός και πάλη κατά του ιμπεριαλισμού, συμπίπτουν με τους σκοπούς της Αριστεράς και την εντάσσουν στο ιδεολογικό της στρατόπεδο. Η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη είναι εξάλλου τακτικό μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Δημοκρατικών Νεολαιών (ΠΟΔΝ) στο πλαίσιο της οποίας διατηρεί φιλικές σχέσεις με την κυπριακή οργάνωση νεολαίας ΕΔΟΝ και τις νεολαίες του κομμουνιστικού και των σοσιαλιστικών κομμάτων της Ιταλίας.

Η ΔΝΛ δεν αρνείται τη συγγένεια της με το κόμμα της Αριστεράς, υπογραμμίζει ωστόσο την αυτοτέλεια της.

Ανώτατο όργανο της οργάνωσης είναι το Πανελλήνιο Συνέδριο της που συνέρχεται κάθε τρία χρόνια. Το Συνέδριο με μυστική ψυφοφορία εκλέγει το Κεντρικό Συμβούλιο της οργάνωσης καθώς και μια Εξελεγκτική Επιτροπή για τον έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης του Κεντρικού Συμβουλίου. Η οργάνωση διαθέτει επίσης ένα Εθνικό Συμβούλιο προσωπικοτήτων, που με το κύρος τους ενισχύουν τις δραστηριότητες της.

Το Κεντρικό Συμβούλιο συνέρχεται τακτικά τρεις φορές το χρόνο και έκτακτα με απόφαση του Προεδρείου του ή αν το ζητήσει το ένα τρίτο των μελών του. Την τρέχουσα διοίκηση μέσα στο πλαίσιο των αποφάσεων του και των αποφάσεων του Συνεδρίου ασκεί το Προεδρείο του Συμβουλίου.

Η οργάνωση στηρίζεται σε πρωτοβάθμιες, δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες οργανώσεις. Στην πρώτη βαθμίδα της δομής της υπάρχει η ομάδα Λαμπράκη που σχηματίζεται στους τόπους κατοικίας, εργασίας, σπουδών ή ψυχαγωγίας μελών της οργάνωσης. Οι ομάδες εκλέγουν την επιτροπή τους και εκπροσωπούνται στις συνελεύσεις των τμημάτων που αποτελούν τις δευτεροβάθμιες οργανώσεις της καταστατικής δομής.

Το Συμβούλιο επικοινωνεί με τα τμήματα με τη μεσολάβηση των νομαρχιακών οργανώσεων ή των οργανώσεων πόλεως προκειμένου για την Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη.

Από την ίδρυση της η οργάνωση Λαμπράκη έχει αναπτύξει αξιόλογη δράση. Εκτός από τις ποικίλες εκδηλώσεις της πάνω σε γενικότερα πολιτικά θέματα όπως το Κυπριακό, η διενέργεια εκλογών μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Παπανδρέου, η ειρήνη στο Βιεντάμ κτλ., τα μέλη της με κέντρα τις Λέσχες Λαμπράκη αναπτύσσουν και πρωτοβουλίες πολιτιστικού περιεχομένου, αναλαμβάνοντας την οργάνωση ή συμμετέχοντας σε αθλητικές, καλλιτεχνικές ή πνευματικές εκδηλώσεις.

Η δραστηριότητα αυτή και η γρήγορη εξάπλωση της οργάνωσης ανησύχησαν ασφαλώς την καθεστηκυία τάξη που ζητά τη διάλυση της και παρεμβάλλει εμπόδια στη δραστηριότητα της. Αναφέρουμε την εγκύκλιο 1010/1964 της κυβέρνησης Παπανδρέου, δυνάμει της οποίας πραγματοποιήθηκαν πολλές αποβολές Λαμπράκηδων από τα σχολεία του κράτους. Αναφέρουμε επίσης ότι η αστυνομία απαγορεύει το σκάκι στις λέσχες της οργάνωσης, επικαλούμενη μια αστυνομική διάταξη που απαγορεύει τα τυχερά παιχνίδια και τη χαρτοπαιξία. Όμως, κατά την ίδια ακριβώς περίοδο, σοβαρή αρθρογράφος της Δεξιάς ζητούσε χαριτολογώντας να επιτραπεί και πάλι η λειτουργία των «σφαιριστηρίων», ώστε να μην παρασύρεται η νεολαία από τους Λαμπράκηδες. Δεν έλειψαν βέβαια και οι προκλήσεις, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, όπως στο Μυλοχώρι του Κιλκίς, όπου «άγνωστοι» ανατίναξαν με δυναμίτιδα τη λέσχη που έχτισαν με προσωπική τους εργασία τα μέλη της οργάνωσης.

Για να κλείσουμε την παράγραφο, θα υπενθυμίσουμε ότι από τα πρακτικά του Συμβουλίου του Στέμματος διαφαίνεται ότι ακόμη και ο βασιλιάς είχε ασκήσει πίεση στον πρωθυπουργό Παπανδρέου για τη διάλυση της οργάνωσης και ότι η διάλυση της αποτέλεσε για τον αρχηγό της EPE Π. Κανελλόπουλο το πρόσχημα της υπαναχώρησης του από την αρχική του συμφωνία με τον ηγέτη της ΕΚ για τη διεξαγωγή εκλογών με κυβέρνηση της EPE, μετά την καταψήφιση της κυβέρνησης Τσιριμώκου. Η τάση αυτή της Δεξιάς να αποδίδει κάθε εκδήλωση για μια δημοκρατική λύση της κρίσης της 15ης Ιουλίου 1965 στη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη αποτελεί, ασφαλώς, για την οργάνωση την καλύτερη δυνατή προβολή της.

 

Jean Meynaud (Π. Μερλόπουλος – Γ. Νοταράς) Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, 1946-1965, Αθήνα: Σαββάλας, 2002 (249…-254)

 

Τρίτη 20 Ιουνίου 2023

Η χαμένη άνοιξη του Στρατή Τσίρκα (αποσπάσματα)

 Οι γονείς του Σωτήρη Πέτρουλα στου ώμους των διαδηλωτών.

Κι όταν μπήκε για καλά το πρωινό κι ο ήλιος έπιασε να καίει, ο Σωτήρης ετοιμάστηκε για την τελευταία του κατοικία. Το μοιρολόι της μάνας ακούστηκε πιο γοερό κι οργισμένο. Η μνηστή του, ντυμένη πάντοτε στ’ άσπρα, έκλαιε τώρα σπαραχτικά. Είκοσι πέντε χιλιάδες συγκεντρωμένες από νωρίς στον Κολωνό, ξέσπασαν σ’ ένα πανδαιμόνιο από ζητωκραυγές, χειροκροτήματα, ιαχές, και κατάρες, όταν φάνηκε στο κατώφλι το λείψανο. Σημαίες και λάβαρα υψώνονται, γέρνουν απ’ εδώ κι απ’ εκεί, μπρος και πίσω, πάνω απ’ τα κεφάλια του ξέφρενου πλήθους.

-Ο Σωτήρης ζει!

Ένα δάσος από χέρια πασχίζει ν’ αγγίξει για τελευταία φορά το φέρετρο. Το πλήθος βογκά, θάλασσα φουρτουνιασμένη από σηκωμένες γροθιές, η κατάσταση κινδυνεύει να ξεφύγει, ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Θα χρειαστούν πολλές προσπάθειες των υπεύθυνων και ψυχραιμία, για να κοπάσει η τρικυμία και να μπει κάποια τάξη. Επιτέλους σχηματίζεται η πομπή.

Προπορεύεται η σημαία του 114, το Κεντρικό Συμβούλιο των Λαμπράκηδων με τον Μίκη Θεοδωράκη επικεφαλής, αντιπροσωπείες της νεολαίας, πολιτικοί. Πίσω από το νεκρό οι συγγενείς του κι ύστερα η Αθήνα ολόκληρη… Άξαφνα μια μεγάλη ομάδα από νέους και νέες, αγκαλιασμένοι μέσα στο πλήθος αρχίζει να τραγουδά. Δεν πιάνω ακόμη τα λόγια. Μα σε λίγο ξεχωρίζω:

Σωτήρη Πέτρουλα
Αηδόνι και λιοντάρι, βουνό και ξαστεριά.

-Είναι το καινούριο του Μίκη, μου λέει η Ματθίλδη, που έχει ξαναγυρίσει και μου πιάνει το χέρι. Ν’ ακούσεις τον Τάκη τον Μπενά, να διηγείται πώς γράφτηκε… Τη νύχτα, στα γραφεία της ΔΝΛ, αυτοί να συζητούν, μες στους καπνούς των τσιγάρων, και να προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα της κηδείας, κι ο Μίκης κάτι να γράφει βιαστικά σ’ ένα χαρτί, αλλοπαρμένος:

«-Το λόγο έχει ο πρόεδρος, λέει κάπως έντονα ο Τάκης.
-Το λόγο έχει το τραγούδι αποκρίνεται ο Μίκης, ακούστε:

Σωτήρη Πέτρουλα
σε πήρε ο Λαμπράκης, σε πήρε η Λευτεριά».

Η πομπή περνάει από την οδό Λένορμαν, από την πλατεία Μεταξουργείου, τη λεωφόρο Αχιλλέως, την Αγίου Κωνσταντίνου:

Σωτήρη Πέτρουλα
οδήγα το Λαό σου, οδήγα μας μπροστά.

Είδα χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες Λαού, να στριμώχνονται στα πεζοδρόμια, στα παράθυρα και τους εξώστες, και τα λουλούδια να πέφτουν βροχή κι είδα τη λαοθάλασσα που ακολουθούσε κι άκουσα τα συνθήματα και κατάλαβα πως αυτή δεν ήταν κηδεία, ήταν μια γιγάντια διαδήλωση, σε πάθος και σε όγκο, η τελευταία διαδήλωση του Σωτήρη:

Μάρτυρες, ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια σου
μας καλούνε.

Κι όταν είδα στην πλατεία Ομονοίας τους οικοδόμους με ξεγυμνωμένα στήθη να σταματούν τη νεκροφόρα και να σηκώνουν στα χέρια τους το φέρετρο, είπα μέσα μου πως απ’ εδώ αρχίζει πια η αποθέωση. Κι όταν είδα τον πατέρα τού ήρωα, που τον είχαν σηκώσει στα χέρια οι φίλοι του παιδιού του, να βαστάει στ’ αριστερό ένα μπουκέτο κόκκινες γλαδιόλες και στο δεξί μια τσαλακωμένη φωτογραφία, να τη σφίγγει πάνω στο στήθος του και να τη δείχνει στα πλήθη, που χειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν, όχι, δεν έκλαιγαν και δε θρηνούσαν, και τον άκουσα να λέει: «Αδέρφια του παιδιού μου… Ο Σωτήρης ζει… Αγωνισθείτε για το ξερίζωμα του φασισμού… Ο Σωτήρης μου γι’ αυτό θυσιάστηκε… Δε θέλω να κλαίτε… Εμπρός στον αγώνα για τη Δημοκρατία…».

Έτσι με συνεπήρε και μένα το παραλήρημα του κόσμου και πίστεψα μαζί με τον πατέρα του, και πίστεψα μαζί με τον κόσμο, πως ο Σωτήρης δεν πέθανε. Κι όταν στην οδό Σταδίου, στο σημείο, που όπως θα πει σε λίγο ο Μίκης, οι εχθροί επισήμαναν, απομόνωσαν και σκότωσαν το γελαστό παιδί, τα πλήθη αυθόρμητα παραμέριζαν, αφήνοντας στην άσφαλτο και το πεζοδρόμιο ένα κενό… Τι κενό; Ένα λοφίσκο από κόκκινα γαρίφαλα και τριαντάφυλλα, που ψήλωνε από στιγμή σε στιγμή:

…τα γαλάζια μάτια σου
μας καλούνε.

Κι όταν εμπρός στη Μητρόπολη, μέσα στην έντονη μυρωδιά της φρεσκοκομμένης δάφνης και το τραγούδι που αναθεμάτιζε αυτούς που σκότωσαν το Σωτήρη, είδα να έρχονται οι ανάπηροι της Εθνικής Αντίστασης, με τα στεφάνια και τις σημαίες τους, είδα το Γλέζο, είδα τον Ηλιού, είδα το Βάρναλη, είδα τον Παπανδρέου και τους άλλους υπουργούς της Ε.Κ. κι αντιλαλήσαν τα συνθήματα:
-Ενότητα.
– Ο στρατός με το λαό.
γονάτισα κι εγώ μέσα στο δρόμο και σα μικρό παιδί που πρωτοπάει σχολειό συλλάβιζα σ’ ένα πανώ:

ΚΙ ΑΝ ΕINΑΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΔΑΦΝΗ.
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΝΕΙΣ ΠΕΘΑΙΝΕΙ.

Και είπα μέσα μου: «Εκατοντάδες χιλιάδες Αθηναίοι τον ανακήρυξαν ήρωα κι αθάνατος θα μένει». Κι όταν, μέσα από διπλή, ατέλειωτη σειρά στεφάνια και βουνά λουλούδια, εμπρός στον ανοιχτό τάφο, άκουσα το Μίκη, ν’ αποχαιρετά το πρώτο παλικάρι της Σπουδάζουσας Νεολαίας. «Όλος ο μάρτυρας λαός μας σ’ ακολουθεί. Ολόκληρη η Δημοκρατική Νεολαία της πατρίδας μου σε λατρεύει, σε θαυμάζει, σε ζηλεύει, θέλει να σου μοιάσει» και να ορκίζεται πως η πρωτοπόρα γενιά των Λαμπράκηδων θα φέρει στην Ελλάδα τη Μεγάλη Άνοιξη, είπα μέσα μου: «Και γιατί όχι; Κι αν χάθηκε μια άνοιξη, στο χέρι τους είναι να την ξαναφέρουν ακόμη πιο μεγάλη και λαμπρή. Ο Σωτήρης ζει. Ο παλμός της ζωής του μεταπλάστηκε σ’ ενέργεια, γίνηκε κινητήρια δύναμη, που εμψυχώνει κι ενθουσιάζει κι εμπνέει και οδηγεί. Ευλογημένοι όσοι στα μαρμαρένια αλώνια νικούν το Χάρο, όπως ο Σωτήρης Πέτρουλας».

 

Τρίτη 13 Ιουνίου 2023

Νέοι της Σιδώνος -Αναγνωστάκης Μανόλης

 Νίκος Εγγονόπουλος: Ο κορυφαίος εκφραστής του ελληνικού Σουρεαλισμού μέσα  από 10 έργα του - Monopoli.gr

 

 Kανονικά δεν πρέπει νάχουμε παράπονο
Kαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Kορίτσια δροσερά- αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Kαλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Tόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Mαύρους, Πράσινους, Kιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Aνθρώπου.
Iδιαιτέρως σάς τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό- κατόπιν τούτου
Nομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Kαι να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.

(Mας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;)

Teλευταία ημέρα με τον Διαμαντή- Αποστολόπουλος Βασίλης

 Diamntis1

Teλευταία ημέρα με τον Διαμαντή
Αποστολόπουλος Βασίλης

6 Ιουνίου 1949. Η πανστρατιά του «Πυραύλου», που διοικεί ο στρατηγός του κυβερνητικού στρατού, Τσακαλώτος, έχει σαρώσει τη Ρούμελη. Τρεις μεραρχίες, άφθονο πυροβολικό, ανεξάρτητες ταξιαρχίες, δύο μοίρες ΛΟΚ, σαράντα τάγματα εθνοφυλακής, μερικά τάγματα χωροφυλακής και σχηματισμοί Μάυδων.1 Ένα σώμα στρατού, δύο συντάγματα, σύνολο 70.000 άντρες. Κι ακόμα: 140 πυροβόλα, 60 αεροπλάνα, θωρακισμένα αυτοκίνητα και άρματα μάχης είναι το προικιό της Ρούμελης.
     Η νύχτα έπαψε να καλύπτει τον Δημοκρατικό Στρατό της Ρούμελης. Η χαραυγή παρουσιάστηκε στον ορίζοντα ντυμένη με χίλια χρώματα. Το τμήμα πορεύεται αμίλητο και σκεφτικό. Η μεγάλη κόπωση και πείνα, η απουσία κάποιας προοπτικής, η άγνοια για τον τελικό προορισμό, όλα μαζί αποτελούνε ένα σύμπλεγμα μιας παράξενης ψυχολογικής αρχιτεκτονικής.
     Περνούμε τον ξηροπόταμο Ρουστιανίτη κι αρχίζουμε την ανάβαση προς το χωριό Πίτσι Φθιώτιδας. Συμπορεύομαι με τον μακαρίτη Παύλο Μπέικο, επίτροπο ταξιαρχίας. Κι άλλοι βαδίζουν δίπλα μας, ακουμπώντας στα γόνατά τους ή μισοϋπνωμένοι. Μια μεγάλη κερασιά με άφθονα κατακόκκινα κεράσια μας σταμάτησε. Ήταν φορτωμένη και για μας αποτελούσε πρόκληση και κάλεσμα ελκυστικό. Ξαπλώσαμε για λίγο στον ίσκιο της, να ξανασάνουμε. Τα μάτια μου έκλειναν από τη νύστα κι ένιωθα τα πόδια μου τσακισμένα. Αντίθετα, ο Παύλος Μπέικος, άντρας ψηλός και γεροδεμένος, σκαρφάλωσε σαν αίλουρος στην κερασιά κι άρχισε να μου ρίχνει μικρά κλωνάρια –βάντες– με ωραία, μεγάλα, κατακόκκινα κεράσια.
     Όμως, κάναμε κατάχρηση χρόνου. Όχι μόνο εμείς. Το ίδιο έκαναν κι άλλοι αντάρτες, και με το δίκιο τους.
     Πήραμε τον ανήφορο με ενοχή και στενοχώρια. Και το αίσθημα αυτό δεν ήταν κάτι πρόσκαιρο. Όχι! Τρία χρόνια τώρα, απωθούμε στην ψυχή το χαμένο όνειρο μιας δημοκρατικής πατρίδας. Κι ένα τείχος, συνεχώς, μας εμποδίζει να βγάλουμε τον ανήφορο των ωραίων μας ονείρων. Ένα τείχος πέζεψε στο στήθος μας κι αποζητά να πνίξει και την ανάσα μας.
     Πλησιάζουμε στα πρώτα χαμόσπιτα του ξεσπιτωμένου χωριού. Με την προσπάθεια να μετρήσω τον ανήφορο, και βλέπω τον Διαμαντή.2 Μου φάνηκε σαν άνθρωπος που τον έχει αγγίξει το όραμα του χαμού. Ήταν ανήσυχος. Το πρόσωπό του σαν παλιό αντίγραφο καπνισμένης εικόνας αγίου από αρχαίο εξωκλήσι. Πάνω του όμως περπατούσε ακόμα η ψυχραιμία και η αποφασιστικότητα. Με ηρεμία μας είπε ότι αργούμε, ενώ ο εχθρός μάς παρακολουθεί. Πρέπει να πιάσουμε γρήγορα τον Άι-Λια, πριν προλάβει ο εχθρός, που σίγουρα κίνησε να τον καταλάβει.
     Η δραματική παρατήρηση του Διαμαντή έδωσε και το μέτρο της τραγικής μας κατάστασης.
     Αμίλητοι, βάλαμε τα δυνατά μας να φτάσουμε στο ύψωμα του Άι-Λια. Για μια στιγμή η μνήμη έτρεξε σε τόσους περήφανους Άι-Λιάδες στην Ήπειρο και στη Ρούμελη. Κι όταν είδαμε το ύψωμα, δεν διακρίναμε παρά ένα ασήμαντο ισιαδάκι, που σαν σκούφια, με τα λίγα του χαμόκλαρα, σκέπαζε το χωριό. Κι όμως. Αν αυτός ο ασήμαντος χωματόλοφος έπεφτε στα χέρια του εχθρού, αμέσως η θέση μας γίνονταν δραματική.
     Πρέπει να ήταν η ώρα δέκα το πρωί. Έκανε μια ενοχλητική ζέστη. Εμείς, καθώς είμαστε άυπνοι κι εξαντλημένοι, ξαπλώσαμε για λίγη ξεκούραση. Όμως δεν πέρασαν πέντε λεπτά της ώρας κι ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός από την κατεύθυνση Χοντρογιάννη Πριόνια. Αν υπήρχε εχθρική δύναμη, ήταν αρκετά κοντά μας. Έτσι, πριν προλάβουμε ν’ ανασάνουμε, πεταγόμαστε όρθιοι με το όπλο στα χέρια, και βαδίζουμε προς το Πουγκακιώτικο δάσος να καλυφθούμε. Άλλος πυροβολισμός δεν ακούστηκε. Έμοιαζε με φιλική ειδοποίηση, για να λάβουμε τα μέτρα μας. Μα ήταν δυνατό να υπήρχε κάποιος φίλος του Δημοκρατικού Στρατού, που σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα να ειδοποιεί για την εχθρική παρουσία;
     Και όμως έγινε κι αυτό. Μετά από χρόνια, πολίτης πια εγώ, χωρίς εντάλματα βάσει του ν. 509 κι άλλες φοβερές κατηγορίες, συνάντησα τον κ. Γιώργο Κούκιο, έφεδρο αξιωματικό, που υπηρετούσε στο στρατό τα χρόνια εκείνα. Πιάνοντας συζήτηση για την περίπτωση αυτή, μου αποκάλυψε τα παρακάτω: Αυτός ήταν λοχαγός και διοικούσε τμήμα στρατού με έδρα τον Άι-Γιώργη Τυμφρηστού. Το τμήμα του κινήθηκε από το χωριό Άι-Γιώργης προς θέση Χοντρογιάννη, γιατί ήταν γνωστή η κίνησή μας. Όμως δεν εκτέλεσε τη διαταγή που είχε, να επιτεθεί. Ίσως και η παρουσία του Διαμαντή στέρησε το φίλο αξιωματικό από μια επιτυχία σημαντική.
     Εμείς εκτιμούμε την κρισιμότητα της κατάστασης και, βαδίζοντας γρήγορα, συναντούμε ένα βαθύ χαντάκι γεμάτο υπόλοιπα υλοτομίας και αναρριχόμαστε στους αναβαθμούς του. Από τη δεξιά μεριά της ανόδου, ένας ψηλός όχθος μάς καπελώνει κυριολεκτικά. Πάρθηκαν κάποια μέτρα παρατήρησης προς Χοντρογιάννη, μα η κατάσταση δεν παύει να είναι κρίσιμη, αφού κάπου εδώ υπάρχει στρατιωτική δύναμη. Αν υπήρχε εχθρός και κινούνταν επιθετικά παίρνοντας τον ντορό μας,3 θα μας παγίδευε σ’ αυτόν τον τάφο και θα μας έπιανε στη φάκα. Ανεβαίνουμε αγκομαχώντας, καβάλα σε κορμούς κομμένων ελάτων, με τεντωμένα αυτιά για να συλλάβουμε και τον πιο ασήμαντο θόρυβο. Πορευόμαστε στο στόμα του λύκου. Η εχθρική διάταξη είναι γνωστή. Σοβαρές δυνάμεις κρατούν από θέση Κοκκάλια ως τις Ράχες Βελουχιού, που διαβαίνει η δημοσιά Λαμίας-Καρπενησίου.
     Η απόφασή μας είναι απλή. Θα κάνουμε λούφα4 πλησίον του εχθρού. Κι είχαμε τύχη, γιατί βρήκαμε τόπο ανάμεσα από μια πυκνή συστάδα νεόφυτων έλατων, που κελάρυζε κατακάθαρο νεράκι, για να γίνει ο Σ.Δ.5 της επίλεκτης ΙΙ Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Παρακάτω από μας σταμάτησε ο αδύνατος λόχος του σ. Κούμαρου (Βλαχογιώργος). Ήταν τόσο όμορφο το σκηνικό της λούφας! Σύντομα φκιάσαμε λίγο ατομικό χυλό να ψυχοπιάσουμε, να ξανασάνουμε λίγο και ν’ ακροαστούμε την απόφαση της Διοίκησης.
     Στη μικρή σύναξη στελεχών που ακολούθησε, ο Διαμαντής εξήγησε το σχέδιο της Μεραρχίας, μ’ ένα πικρό μειδίαμα στα χείλη: «Η κατάσταση είναι δύσκολη. Θα προσπαθήσουμε να βγούμε από τον κλοιό, βαδίζοντας πίσω από την εχθρική διάταξη, προς Κρίκελο-Δομνίστα. Θα ελιχτούμε προς το χώρο της Ναυπακτίας, που ίσως δεν χτενίζεται από πυκνές εχθρικές δυνάμεις. Σε λίγο αναγνωρίσεις μας θα ερευνήσουν το χώρο μεταξύ Κοκκάλια και Ράχες Βελουχιού για κάποιο πέρασμα, από θέση Νεράκια. Εμείς θα κοιμηθούμε λίγο, ας προσέξουμε. Βρισκόμαστε πολύ κοντά στον εχθρό».
     Ο Διαμαντής καπνίζει συνέχεια. Και φαντάζει το μελαχρινό κι αδύνατο πρόσωπό του σαν βυζαντινή αγιογραφία, καπνισμένη χρόνια από τα κεριά και τα θυμιάματα. Έτσι περίπου τελείωσε τις οδηγίες του ο στρατηγός του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Για μένα στάθηκαν τα τελευταία λόγια. Αυτός ο ακατάβλητος αγωνιστής, ο ταπεινός και σεμνός, ο τρόμος των εχθρικών επιτελείων, λες και από μυστική δύναμη, εμποδίζονταν να πάρει σκληρές αποφάσεις. Ενώ βρισκόμασταν στις προσβάσεις των Αγράφων και του Βελουχιού, που οι ανοιχτές τους πόρτες θα μας οδηγούσαν προς το βοριά, αυτόν τον καλούσε κοντά της η πλανεύτρα Ρούμελη. Και θυσιάστηκε στις 21 Ιούνη 1949 στα Μάρμαρα Φθιώτιδας.

 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. Μάυδες: άντρες των Μονάδων Ασφαλείας Υπαίθρου (Μ.Α.Υ.), ένοπλες μονάδες που δημιουργήθηκαν με σκοπό τη φύλαξη της υπαίθρου και την καταδίωξη των ανταρτών, διαβόητες για τις αυθαιρεσίες και την αγριότητά τους.
 
2. Ψευδώνυμο του Γιάννη Αλεξάνδρου (1914-1949). Υποστράτηγος του Δημοκρατικού Στρατού, διοικητής της II Μεραρχίας, σκοτώθηκε στις 21 Ιουνίου 1949.
 
3. ντορός: τα ίχνη που αφήνει το θήραμα στο χώμα ή στο χιόνι –κατ’ επέκτασιν και τα ίχνη πέλματος ανθρώπου.
 
4. λούφα: η προσπάθεια να μείνει κανείς απαρατήρητος, να μη γίνει αντιληπτός, η κρυψώνα.
 
5. Σ.Δ.: Σταθμός Διοίκησης.


(από το βιβλίο: Βασίλης Αποστολόπουλος, Επί ξυρού ακμής: Ένας «κομμένος» αντάρτης του ΔΣΕ στα βουνά της Ρούμελης, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες – περίοδος Β/, 1, Βιβλιόραμα, 2009)

Τετάρτη 7 Ιουνίου 2023

Σώπα, μη μιλάς -Αζίζ Νεσίν

 

 Freedom from Oppression! Paintings by James Barnes - Artist.com

Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κόψ’ τη φωνή σου, σώπασε
κι επιτέλους
αν ο λόγος είναι άργυρος
η σιωπή είναι χρυσός.

Τα πρώτα λόγια, οι πρώτες λέξεις
που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα
μού ‘λεγαν: «σώπα».
Στο σχολείο μού ‘κρυψαν την αλήθεια τη μισή
και μού ‘λεγαν: «εσένα τι σε νοιάζει; σώπα!»
Με φιλούσε το πρώτο αγόρι
που ερωτεύτηκα και μού ‘λεγε:
«κοίτα, μην πεις τίποτα, και…σώπα!»
Κόψ’ τη φωνή σου, μη μιλάς, σώπαινε.
Κι αυτό βάστηξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου, η σιωπή του μικρού.

Έβλεπα αίματα στα πεζοδρόμια
«τι σε νοιάζει, μού ‘λεγαν,
θα βρεις το μπελά σου – τσιμουδιά, σώπα».
Αργότερα φώναζαν οι προϊστάμενοι:
«μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, και σώπα».

Παντρεύτηκα κι έκανα παιδιά και τα ‘μαθα να σωπαίνουν.
Ο άντρας μου ήταν τίμιος κι εργατικός
κι ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή που του έλεγε «σώπα».
Στα χρόνια τα δίσεχτα οι γείτονες με συμβούλευαν:
«μην ανακατεύεσαι, πες πως δεν είδες τίποτα και σώπα».
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμία ζηλευτή
μας ένωνε όμως το «σώπα».

Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος, σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι κι οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του «σώπα»,
και μαζευτήκαμε πολλοί,
μια πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη
αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά και φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα
κι όλα πολύ εύκολα, μόνο με το «σώπα».
Μεγάλη τέχνη αυτή, το «σώπα».
Μάθε το στα παιδιά σου, στη γυναίκα σου, στην πεθερά σου
κι αν νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις, ξερίζωσε τη γλώσσα σου
και κάν’ την να σωπάσει.
Κόψ’την σύρριζα.
Πέταχ ‘την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο απ’ τη στιγμή
που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα ‘χεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δεν θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου
και θα γλιτώσεις απ’ το βραχνά
να μιλάς χωρίς να μιλάς
να λες «έχετε δίκιο, είμαι με ‘σας».

Αχ, πόσο θα ‘θελα να μιλήσω ο κερατάς
και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.
Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ’ την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις
κόψε τη γλώσσα σου.

Για να ‘σαι τουλάχιστον σωστός
στα σχέδια και τα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και παροξυσμούς
κρατώ τη γλώσσα μου
γιατί νομίζω πως θα ‘ρθει η στιγμή
που δε θ’ αντέξω
και θα ξεσπάσω και δε θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω μ’ έναν φθόγγο
μ’ έναν ψίθυρο μ’ ένα τραύλισμα με μια κραυγή

που θα μου λέει: ΜΙΛΑ !

Παρασκευή 2 Ιουνίου 2023

Η χαμένη άνοιξη- Στρατή Τσίρκα

 

 



Η χαμένη άνοιξη- Στρατή Τσίρκα

Ο μόνος τρόπος για ν’ αποφύγει ο λαός ένα νέο εμφύλιο, ήταν ν’ ακουστεί σ’ Ανατολή και Δύση, στεντόρεια η διαμαρτυρία του. Μια διεφθαρμένη, βασικά ξενόδουλη, άρχουσα κάστα βίαζε ξετσίπωτα την εκφρασμένη θέλησή του να κυβερνηθεί επιτέλους δημοκρατικά, πάσχιζε μ’ όλους τους σκοτεινούς μηχανισμούς της να κρατήσει αυτόν τον τόπο εκατό χρόνια πίσω, στον απολυταρχισμό και την ξενοκρατία του Όθωνα. Να φωνάξουμε τόσο δυνατά, που να τρίξουν τα θεμέλια του πύργου απ’ όπου μας φοβέριζαν σφετεριστές και δυνάστες.

Από νωρίς το απόγεμα πήγα και κόλλησα τη ράχη μου στον ανατολικό τοίχο του «Μεγάλη Βρετανία». Το πλήθος είχε καταλάβει όλο το πεζοδρόμιο, αντίκρυ δεξιά μας η Βουλή – άρχιζε η πολιορκία της. Φώναζα κι εγώ με τους άλλους, ώσπου έγδαρα το λαρύγγι μου: «Κάτω οι προδότες. Κάτω οι δούλοι της Αυλής. Ένας είναι ο αρχηγός, ο κυρίαρχος Λαός». Αγόρια και κορίτσια έφταναν ομάδες –ομάδες, ξεχώριζαν μερικά πανώ των Λαμπράκηδων∙ παίρναν θέση στο πεζοδρόμιο, ύστερα πέρασαν και στ’ αντικρινό, η πολιορκία της Βουλής γινόταν πιο στενή. Με το σούρουπο άρχισαν να φτάνουν οι εργαζόμενοι: υπάλληλοι καταστημάτων, εργάτες κι εργάτριες από τις βιομηχανίες γύρω στην Αθήνα και τον Πειραιά. Η πλατεία Συντάγματος γέμισε κι οι φωνές, σαν άγρια καταιγίδα, τάραζαν το πλήθος κύμα στο κύμα. Ο τόνος έγινε πιο τραχύς: «Μητσοτάκη, κάθαρμα». Η αστυνομία του ναυάρχου Τούμπα, του νέου αποστάτη υπουργού Δημοσίας Τάξεως, προσπαθούσε ν’ αναχαιτίσει το πλήθος σχηματίζοντας αλυσίδα με τα χέρια. Ύστερα ήρθαν, φαίνεται, άλλες διαταγές, κι άρχισε η επίθεση με τα κλομπς για να διαλυθούμε. Τότε ανέβηκαν ως τον ουρανό οι κατάρες κι οι βρισιές. Τα ρόπαλα κατεβαίναν κατακέφαλα, στριγκλιές γυναικών, είχε νυχτώσει πια, κάμποσοι γεροδεμένοι διαδηλωτές, εργάτες, οικοδόμοι, αθλητές, σπουδαστές θέλησαν να περάσουν στην αντεπίθεση, τους συγκράτησαν οι πιο ψύχραιμοι, κι άρχισε η υποχώρηση. Ο Τούμπας είχε κρύψει τις κλούβες του σ’ όλες τις παρόδους. Κι ενώ συνεχιζόταν το κυνηγητό κι οι συγκρούσεις στην πλατεία Συντάγματος, εγώ βρέθηκα τρέχοντας, σπρωγμένος από το πλήθος, στην οδό Βουκουρεστίου. Πέρα, στο αντικρινό πεζοδρόμιο, ύστερα από το «Μπραζίλιαν» είδα το κεφάλι της Φλώρας, έπειτα την είδα ολόκληρη, έτρεχε κι αυτή, μονάχη της μέσα στο πλήθος, δε φαινόταν να τη συνοδεύει κανένας από τους φίλους της. Έτρεξα να τη συναντήσω, μα για να διασχίσω το κατάστρωμα μου πήρε μερικές στιγμές, ώσπου να φτάσω στο πεζοδρόμιο της Σταδίου, εκείνη είχε χαθεί στη στοά του άλλου «Μπραζίλιαν», που βγάζει στην οδό Καραγεώργη της Σερβίας, ποτέ μην μπαίνεις σε στοά όταν σε κυνηγούν, στην άλλη άκρη σε περιμένει το μπλόκο. Παλιά μαθήματα, της Κατοχής. Σταμάτησα και την άφησα να χαθεί. Γύρισα με τα πόδια∙ τα λεωφορεία ήταν φίσκα κι ήθελα να βλέπω τον κόσμο, το κυνηγητό και τους αιφνιδιασμούς της αστυνομίας, ν’ ακούω τα συνθήματα και τις κατάρες. Από την πλατεία Ρηγίλλης και πέρα ο κόσμος αραίωσε. Με πονούσε και το λαρύγγι μου από τις φωνές. Σπίτι, έκανα μια γαργάρα με νερό κι αλάτι∙ χειρότερα. Τότε πήρα δυο αυγά φρέσκα, τα έσπασα σ’ ένα φλιτζάνι, κράτησα τον κρόκο τους, έριξα μέσα πολλή ζάχαρη και τα χτύπησα. Αυτό ήταν και το δείπνο μου. Άδικα περίμενα ν’ ακούσω τη Ματθίλδη να γυρίζει, θα την έπιανα στην κουβέντα, να μάθω τις εντυπώσεις της. Δε σκέφτηκα να βάλω το ραδιόφωνο, για ν’ ακούσω πώς θα παρουσίαζαν τα πράγματα οι Αποστάτες. Λες κι είχα ξεχάσει την παρουσία του. Βαρέθηκα να περιμένω, τα μάτια μου είχαν γλαρώσει από τη νύστα, γδύθηκα, έπεσα στο κρεβάτι και τον πήρα μονορούφι. Μ’ αποκοίμισε η ανάμνηση μιας μυριόστομης κραυγής: «Κάτω οι δούλοι της Αυλής».

Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον- Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928)

 

 Free Shipping Classical Court Figure Aristocratic Gather Scenery Oil  Painting Canvas Prints On Canvas Wall Art Decor Picture - Painting &  Calligraphy - AliExpress

Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον 

Α! κύριε, κύριε Μαλακάση, 

ποιός θα βρεθεί να μας δικάσει, 

 μικρόν εμέ κι εσάς μεγάλο, 

ίδια τον ένα και τον άλλο;  

 Τους τρόπους, το παράστημά σας, 

το θελκτικό μειδίαμά σας, 

 το monocle που σας βοηθάει 

να βλέπετε μόνο στο πλάι 

και μόνο αυτούς να χαιρετάτε  

 όσοι μοιάζουν αριστοκράται, 

 την περιποιημένη φάτσα, 

την υπεροπτική γκριμάτσα 

από τη μια μεριά να βάλει  

της ζυγαριάς, κι από την άλλη  

 πλάστιγγα να βροντήσω κάτου, 

μισητό σκήνωμα, θανάτου 

 άθυρμα, συντριμμένο βάζον, 

εγώ, κύμβαλον αλαλάζον. 

Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,  

 ποιός τελευταίος θα γελάσει;

Ηλίας Βενέζης- Αιολική γη

    Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.  Κοιμη...

ευανάγνωστα