Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καρλ Μαρξ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καρλ Μαρξ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2024

Διωγμένος απ' το Κομμουνιστικό Κόμμα, διωγμένος από την επίσημη δεξιά κυβέρνηση, έφυγα για το Παρίσι .- Κώστας Αξελός

 Βασικά Πρόσωπα – Ματαρόα. Το ταξίδι συνεχίζεται…

Γεννήθηκα σε μια μεγαλοαστική οικογένεια, γνώρισα την οικογενειακή θαλπωρή και μαζί και την οικογενειακή ασφυξία. Από παιδί ήταν κάτι που με έσπρωχνε πέρα από την οικογένεια, πέρα από τον τόπο. Ποιο είναι το πολύτιμο στοιχείο της παιδικής ηλικίας: το πολύτιμο στοιχείο της παιδικής ηλικίας θα 'λεγα αυτή η θαλπωρή, για τα παιδιά που μπόρεσαν βέβαια να την γνωρίσουν - εκατομμύρια παιδιά δεν την γνωρίζουν - αλλά και ο κλοιός μέσα στον οποίον κλείνει τον νέον άνθρωπο, το παιδί, και τον σπρώχνει στην εφηβεία.

Από την παιδική μου ηλικία θυμάμαι δύο πράγματα πιο πολύ: τη σχέση μου με τον αδελφό του πατέρα μου, τον ζωγράφο Μιχαήλ Αξελό, ο οποίος μαζί με τη γυναίκα του και την ξαδέλφη μου την Άννα Αξελού, τόσο συχνά με φιλοξένησαν σπίτι τους, την εποχή που διωκόμενος δεν είχα πού να σταθώ, και τη ζωή στο Φάληρο κοντά στην οικογένεια της μητέρας μου, στη γιαγιά μου που είχε κι ένα εκκλησάκι στο κτήμα της.

Η παιδική ζωή έγινε γρήγορα εφηβική, θα 'λεγα ότι η παιδική ανησυχία την έσπρωχνε να γίνει εφηβική, αλλά και στην εφηβεία η μεγαλοαστική τάξη που με περιέβαλλε, και η μικροαστική ηθική που κυριαρχούσε γύρω σε όλο τον τόπο - εννοώ την Ελλάδα -, ο ασφυκτικός κλοιός της νεότερης Ελλάδας, η έλλειψη οράματος, ήταν κάτι που με πονούσε αφάνταστα.

Γι αυτό στράφηκα στην εφηβεία μ' έναν ιδιαίτερο ενθουσιασμό προς την Αντίσταση. Στην Αντίσταση δεν με ενδιέφερε τόσο, θα 'λεγα δεν με ενδιέφερε το εθνικιστικό, σοβινιστικό της κήρυγμα. Μ' ενδιέφερε το  μαρξιστικό κίνημα, το όραμα μιας άλλης πολιτείας, μιας πολιτείας που δε μένεις με μια θεωρητική σκέψη, και με μια φωτισμένη πολιτική θα μπορούσε να αλλάξει την ιστορική μοίρα των ανθρώπων πανανθρώπινα, και να δημιουργήσει ένα καινούργιο στυλ ζωής.

 

Ο ενθουσιασμός αυτός των πρώτων χρόνων της Αντίστασης, των δύο-τριών πρώτων χρόνων, περιείχε σύγχρονα αφάνταστα πλήγματα, γιατί μέσα από την Αντίσταση, μέσα απ' την κυριαρχία της Αντίστασης απ' το Κομμουνιστικό Κόμμα, που αυτό και εμψύχωνε και σύγχρονα έσφαζε την Αντίσταση, είδα τι σημαίνει ο περιορισμός του ανθρώπινου οράματος από κυρίαρχα κόμματα με κυρίαρχες ιδεολογίες, με μια προεκτεινόμενη μικροαστική ηθική, με πράξεις βίας όχι μόνο προς τους αντιπάλους αλλά και τους οπαδούς.

Δεν ήταν τόσο οι πράξεις βίας που με ξένιζαν, όσο το τυφλό της βίας, και ιδιαίτερα στο Δεκέμβριο μού κόστισε πολύ η σχιζοφρενική καθοδήγηση του Δεκέμβρη  από την ηγεσία και η απόκρυψη του γεγονότος, η εγκληματική απόκρυψη του γεγονότος, ότι η Ελλάδα είχε ήδη δοθεί σαν σφαίρα επιρροής στους αγγλοαμερικάνους.

 

Έτσι, παρ' όλο που η Αντίσταση και το κομμουνιστικό κίνημα εμψύχωσαν την εφηβεία μου σύγχρονα, με έκαναν να θέλω να βλέπω πιο μακριά - αυτό που έκανα πάντα από παιδί.

Θυμάμαι νέος - θα 'πρεπε να 'μουνα τότε δεκαπέντε χρονών ίσως, με είχε πάρει η μητέρα μου στο Εθνικό Θέατρο, σε ένα έργο ενός συγγραφέα με αρκετό ταλέντο, αν και όχι μεγαλοφυή, ένα έργο του Ο' Νηλ, που λεγότανε Πέρα από τον ορίζοντα. Δεν θυμάμαι βέβαια την πλοκή του έργου - δεν το διάβασα από τότε - αλλά ήτανε μια μικρή οικογένεια σ' ένα κτήμα και ήταν ένας από τους γιους που έβλεπε διαρκώς πέρα από τον ορίζοντα.

 Αυτό το πέρα απ' τον κλειστό ασφυκτικό ορίζοντα της μεγαλοαστικής Ελλάδας, της μικροαστικής Ελλάδας, του κομμουνιστικού  κινήματος, αυτή η τριπλή ασφυξία, μ' έκαναν να θέλω να φύγω, όχι από πόθο φυγής αλλά για να ζήσω μ' έναν άλλο τρόπο ένα όραμα που 'χε πάψει να είναι δογματικά μαρξιστικό, που 'χε πάψει να θέλει να ενσωματωθεί σ' ένα χώρο κι ένα χρόνο συγκεκριμένο, κάτω από την καθοδήγηση ενός κομμουνιστικού κόμματος, μια κίνηση προς τον κόσμο, όχι προς τα έξω, όχι προς την Ευρώπη, αλλά προς τον κόσμο.

 

Τότε, σε ηλικία είκοσι περίπου χρονών, άρχισα να ξανακαταλαβαίνω πράγματα που 'χα καταλάβει στα δεκατέσσερά μου χρόνια, και που είχα ξεχάσει εν τω μεταξύ: ότι η σκέψη, η δημιουργική σκέψη, η ποιητική σκέψη, ο Ηράκλειτος, ο Χέγκελ, ο Νίτσε, το νεανικό έργο του Μαρξ, ο Φρόιντ, ανοίγουν τα μάτια ενός ανθρώπου, και λέγοντας ανοίγουν τα μάτια εννοώ και τον ψυχισμό του, γιατί δεν σκέφτεται κανείς μόνο με το κεφάλι, για να επιτελέσω ένα έργο φιλοσοφικό που βασικά με ενδιέφερε.

Και έτσι διωγμένος απ' το Κομμουνιστικό Κόμμα, διωγμένος από την επίσημη δεξιά κυβέρνηση, έφυγα για το Παρίσι θέλοντας εκεί να αρχίσω να μπορώ να ξετυλίγω μια καθαυτό φιλοσοφική δουλειά - τότε την ονόμαζα φιλοσοφική, τώρα την ονομάζω, πιο σεμνά, στοχαστική -, που επεξεργάζομαι τώρα και τριανταπέντε χρόνια.

Στην Αθήνα είχα αρχίσει μόνον να σπουδάζω Νομικά, δηλαδή απλώς γράφτηκα στη Νομική Σχολή, και η αντιστασιακή, και μετά συνωμοτική, δράση έθεσε ένα τέλος στις αρχινισμένες σπουδές και βασικά διάβαζα για τον εαυτό μου, δηλαδή για τον κόσμο.

Κυριαρχούσε μια σχολικότητα, μια πανεπιστημιακότητα, ένας ακαδημαϊσμός, που δεν άφηναν να εκδηλωθεί μια βασική σκέψη.  Κατάλαβα πάλι κάτι που είχα αρχίσει να καταλαβαίνω στα δεκατέσσερά μου χρόνια διαβάζοντας Νίτσε: ότι οι μεγάλες σκέψεις είναι κάτι το πάρα πολύ σπάνιο και δεν τρέχουνε ούτε στους δρόμους, ούτε βρίσκονται οργανωμένες από τα κόμματα, ούτε κυριαρχούν στα πανεπιστήμια.

Η μετριότητα είναι φαίνεται το πεπρωμένο της μέσης ανθρώπινης διάνοιας.

Ο Μάιος του '68 μού θύμισε ορισμένα στοιχεία της Αντίστασης με τον ενθουσιασμό του, με την αμφισβήτηση, αλλά η αμφισβήτηση ήτανε μερική:

τα παιδιά ήθελαν πολύ μερικά αιτήματα, δεν είχανε ολική θέα του όλου θέματος, και επιπλέον δεν φαινόντουσαν να ενδιαφέρονται να κινούνται από μια συνθετική ολική σκέψη, μια ριζική σκέψη, μια σκέψη συνδεμένη με μια ποίηση, και ακόμα περισσότερο από τη γραφτή ή την προφορική ποίηση, με την ποιητικότητα του ίδιου του κόσμου.

Οι τρεις αυτές ανησυχίες, η παιδική, η εφηβική, η σπουδαστική, δεν είναι απλώς ψυχολογικά - ή θα 'λεγα ακόμα και ψυχοπαθολογικά χαρακτηριστικά -, αλλά δείχνουνε πόσο όλοι οι κόσμοι είναι ο κόσμος ο μικρός, είναι οι κόσμοι οι μικροί, και πως σπάνια κατορθώνουμε να υπερβούμε το τείχος του ήχου να ανοιχτούμε στον Κόσμο με κάπα κεφαλαίο.

Από τα δεκατέσσερά μου χρόνια με ενδιέφερε όχι η μέση λογοτεχνία, η μέση ποίηση, η μέση πολιτική, η μέση σκέψη, αλλά οι κορυφές έστω αν και αυτές δεν μπορεί να τις ζει κανείς καθημερινά στη ζωή του και δημιουργούνε μια επώδυνη σχέση με αυτό που λέμε ζωή.

* Αυτοβιογραφικό κείμενο από απομαγνητοφώνηση συνέντευξης, του Κώστα Αξελού (1924-2010) στην εκπομπή της ΕΤ1 Παρασκήνιο

Σάββατο 3 Ιουνίου 2023

ΥΠΟΘΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ -Γιώργος Κεντρωτής

 


 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολοιν αιώνιο !
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Ο τροχαίος σʼ αναγκάζει να διαβάσεις, όπως πρέπει,
την υπόθεση του τρίτου στίχου: Αν γράφει, όχι ό τ α ν·–
επομένως λόγος υποθετικός στον νου κινιόταν
μέσα του κυρ-Κώστα (: λόγος που δεν αμφιρρέπει

μεταξύ υποθέσεως και χρόνου μεν, αλλʼ αποτρέπει
περιέργως την ορθήν ανάγνωση…). Όμως, σαν να ερχόταν
πάντα ανάπαιστος με δυο ιάμβους δίπλα-δίπλα σού φαινόταν,
και χανόταν έτσι με το μέτρο καί το νόημα. Κρέπι

πένθους ας κρεμάσει εκείνος που εγκύπτει στου Καρόλου
Μαρξ τις διδαχές κι ανέχεται εσφαλμένες αναγνώσεις
στίχων! Πώς, μετά, στων τάξεων την πάλη θα νικήσει;

Πώς θα μάθει ποιό είνʼ το μερικό, και ποιό ʼναι το καθόλου;…
Διάβαζε σωστά και ξύπνα, σύντροφε! Έτσι ε σ ύ θα νιώσεις
πώς, μα και γιατί ο ντουνιάς μονοτάρι θα γυρίσει

upside down – κανείς δεν θα σου λείπει να σε διαφωτίσει:
ξ ύ π ν α απλώς εσύ, κι η πλάση θα ʼχει κιόλας κο-κκι-νί-σει.

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2022

Αριστερά και μαρξιστική θεωρία του Γιάννη Μηλιού

 


Αριστερά και μαρξιστική θεωρία του Γιάννη Μηλιού1

 1. Η Αριστερά πρέπει να ξαναγίνει «κέντρο» ανάπτυξης της μαρξιστικής θεωρίας Η Αριστερά (πρέπει να) είναι η «παράταξη της θεωρίας». Διότι ως πολιτικό και κοινωνικό κίνημα που ορίζεται από την επαγγελία του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, από την προοπτική ανατροπής του υπάρχοντος καπιταλιστικού συστήματος, βρίσκεται αντιμέτωπη με τις «κυρίαρχες ιδέες» που «τσιμεντώνουν» την ταξική κυριαρχία του κεφαλαίου, και τις οποίες συστηματοποιούν-εγχαράσσουν οι Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του αστικού κράτους: Το Σχολείο, το Πανεπιστήμιο, τα ΜΜΕ, η οικογένεια… Η κριτική του υπάρχοντος, οι εναλλακτικές και ανατρεπτικές ιδέες, αναπαράγονται κατ’ αρχάς αυθόρμητα, από την εγγενή αντιφατικότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας, δηλαδή από τις αντιστάσεις και τη δράση όσων υφίστανται την καπιταλιστική εκμετάλλευση και εξουσία. Εντούτοις, η αμφισβήτηση του υπάρχοντος διαρκώς «απορροφάται» από τις λειτουργίες του κράτους και των Ιδεολογικών Μηχανισμών του, ενσωματώνεται στην κυρίαρχη αστική στρατηγική, δηλαδή στην (ανα)διαμόρφωση του «κοινού συμφέροντος» που επιβάλλει η εξουσία και ηγεμονία του κεφαλαίου. Η Αριστερά, για να μπορεί να αμφισβητεί αυτή τη διαδικασία ενσωμάτωσης των αντιστάσεων, για να μπορέσει να αναδείξει το ανατρεπτικό δυναμικό των εργαζόμενων τάξεων και της νεολαίας, οφείλει να αναπτύξει τη θεωρητική κριτική προς την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, και να μπολιάσει με την κριτική αυτή τις κοινωνικές αντιστάσεις. Αναφέρομαι πρωτίστως στη σχέση της Αριστεράς με τη μαρξιστική θεωρία: Τη θεωρία, δηλαδή, που «γείωσε», στο έδαφος μιας κριτικής επιστημονικής πρακτικής, τις ιδέες του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, οι οποίες άρχισαν να αναπτύσσονται από τον 16ο αιώνα παράλληλα με τον πρώιμο καπιταλισμό. Ας σκεφτούμε λίγο την ιστορία του σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος: Οι ηγετικές πολιτικές προσωπικότητες που το κίνημα αυτό ανέδειξε καθ’ όλη την ιστορική περίοδο μέχρι τον Μεσοπόλεμο, υπήρξαν ταυτόχρονα οι κορυφαίοι μαρξιστές θεωρητικοί. Αρκεί να αναφέρουμε τα ονόματα ελάχιστων από αυτούς: Μπερνστάιν, Κάουτσκυ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Χίλφερντινγκ, Ντάνιελσον, Πλεχάνοφ, Λένιν, Μπουχάριν… Η φιγούρα του λίγο-πολύ ακαδημαϊκού μαρξιστή διανοούμενου, που δεν είναι ενταγμένος στις πολιτικές-οργανωτικές δομές και διαδικασίες της (επίσημης) Αριστεράς, αποκτά βαρύτητα σε μεταγενέστερη εποχή, όταν η κυριαρχία της ΕΣΣΔ και του «σοβιετικού μαρξισμού» δεν άφηνε περιθώρια ανάπτυξης μιας μαρξιστικής θεωρίας σε αναφορά με τις ανατρεπτικές δυναμικές που αναδείκνυαν οι ταξικές κοινωνίες σε Δύση και Ανατολή, ιδίως μετά το σημαδιακό έτος 1968. 2. Ο Μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων Ο μαρξισμός ουδέποτε υπήρξε μια ενιαία, μια «μονολιθική» θεωρία. Αυτό που πράγματι υπήρξε (και υπάρχει) είναι διαφορετικά μαρξιστικά ρεύματα, ανάμεσα στα οποία διεξάγεται διαρκώς θεωρητική, ιδεολογική (ή και πολιτική) αντιπαράθεση. Με 1 Ο Γιάννης Μηλιός διδάσκει Πολιτική Οικονομία στο ΕΜΠ (http://users.ntua.gr/jmilios/). 1 δυο λόγια, ο μαρξισμός χαρακτηρίζεται από μια διπλή «συγκρουσιακότητασχισματικότητα»: α) Σύγκρουση με τις μορφές της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας, εφόσον ο μαρξισμός θέτει στο επίκεντρο της ανάλυσής του τις ταξικές σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, τις οποίες η κυρίαρχη ιδεολογία και οι παραγόμενες από αυτήν «κοινωνικές επιστήμες» προσπαθούν να συγκαλύψουν και να νομιμοποιήσουν. β) Σύγκρουση στο εσωτερικό του μαρξισμού, ανάμεσα στα διαφορετικά μαρξιστικά ρεύματα, με βασικό επίδικο αντικείμενο τον ίδιο το μαρξισμό ως θεωρία κριτικής ανάλυσης των σχέσεων εξουσίας και ως προϋπόθεση της επαναστατικής στρατηγικής. Το προχώρημα της μαρξιστικής θεωρίας γίνεται μέσα από αυτή την «εσωτερική σύγκρουση». Έτσι κι αλλιώς, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, η εξέλιξη του μαρξισμού επικαθορίζεται πάντα από την εξέλιξη και τις καμπές της πάλης των τάξεων. Όμως, στο βαθμό που ο μαρξισμός συνδέεται οργανικά με την Αριστερά (τους θεωρητικούς προβληματισμούς της, την «εκπαιδευτική» της δράση, τις αντιπαραθέσεις γραμμής και στρατηγικής στο εσωτερικό της), συγκροτείται όχι απλώς ως θεωρητικό σύστημα, αλλά και ως ιδεολογία μαζών, ως μια ιδεολογία που επικαθορίζει την πολιτική πράξη οργανώσεων και κινημάτων του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Ένας τέτοιος μαρξισμός, ως μαζική ιδεολογία της Αριστεράς και των κινημάτων που συνδέονται μαζί της, συμβάλλει σημαντικά, ή ακόμα αποτελεί προϋπόθεση, στο να «ανακαλύπτει» το εργατικό και λαϊκό κίνημα τον κομμουνισμό ως υπαρκτή τάση, ως δυνατότητα του παρόντος. Αρκεί να αναφέρουμε ένα και μόνο παράδειγμα: Το ότι η καπιταλιστική οικονομία είναι εκμεταλλευτική, με την έννοια της «παρακράτησης υπερεργασίας» δεν αποτελεί ανακάλυψη του Μαρξ, ούτε κατ’ επέκταση θέσφατο του μαρξισμού. Αποτελεί θέση της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας και ειδικότερα του «πατριάρχη» της αστικής οικονομικής σκέψης, του Άνταμ Σμιθ, ο οποίος έγραφε: «Από τη στιγμή που η γη καθίσταται ατομική ιδιοκτησία, ο γαιοκτήμονας απαιτεί ένα μερίδιο σχεδόν από όλο το προϊόν το οποίο ο εργάτης μπορεί να παραγάγει είτε μέσω της καλλιέργειάς της, είτε μέσω της συλλογής των καρπών της. Η πρόσοδός του αποτελεί την πρώτη παρακράτηση από το προϊόν της εργασίας που απασχολήθηκε στη γη (...) Το κέρδος αποτελεί μια δεύτερη παρακράτηση από το προϊόν της εργασίας που απασχολήθηκε στη γη» (Ο Πλούτος των Εθνών, I.viii.6 & 7, οι υπογρ. δικές μου). Εντούτοις, η κλασική οικονομική θεωρία, καίτοι αποτελεί ταυτόχρονα θεωρία της εκμετάλλευσης, δεν μπορεί να αμφισβητήσει (αντίθετα νομιμοποιεί, ή, έστω, επιζητεί να μεταρρυθμίσει) την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Στη «συντηρητική» εκδοχή της, θεωρεί ότι η «παρακράτηση» του υπερπροϊόντος δικαιώνεται από τον ρόλο που παίζει ο καπιταλιστής στην οργάνωση της παραγωγής, την πληρωμή των μισθών πριν την ολοκλήρωση του έργου, την «ανάπτυξη» της οικονομίας κ.ο.κ.: «Σε όλες τις τέχνες και τις μανουφακτούρες, η πλειοψηφία των εργατών έχουν την ανάγκη ενός εργοδότη που θα τους προκαταβάλλει τα υλικά της εργασίας τους και τους μισθούς και τα μέσα συντήρησής τους μέχρι την ολοκλήρωση της. Αυτός μοιράζεται μαζί τους το προϊόν της εργασίας τους, ή την αξία που αυτή προσθέτει στα υλικά πάνω στα οποία σωρεύεται, και το μερίδιό του αυτό συνιστά το κέρδος του» (Ο Πλούτος των Εθνών, I.viii.8, οι υπογρ. δικές μου). 2 Tα ζητήματα που τίθενται στο πλαίσιο αυτής της «συντηρητικής» προβληματικής είναι η «δίκαιη» αμοιβή του εργάτη, που να του εξασφαλίζει μια «αξιοπρεπή διαβίωση», οι μισθοί να αυξάνονται σε αντιστοιχία με τις αυξήσεις στην παραγωγικότητα, κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, τα άμεσα αιτήματα των εργαζομένων κατά την αντιπαράθεσή τους με το κεφάλαιο, ανάγονται σε «κοινωνικό ιδανικό», εφόσον οι μορφές εμφάνισης των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας (δηλαδή οι ίδιες αυτές σχέσεις εξουσίας) εκλαμβάνονται ως οι «μόνες εφικτές» ή/και «αναγκαίες». Στη «ριζοσπαστική» εκδοχή της η κλασική αστική οικονομική θεωρία οραματίζεται έναν «καπιταλισμό χωρίς ατομικούς καπιταλιστές»: Η «κοινωνικοποίηση», δηλαδή η δημόσια νομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής συμβαδίζει με τη διατήρηση όλων των μορφών της καπιταλιστικής οικονομίας και του καπιταλιστικού κράτους: Το εμπόρευμα, το χρήμα, η επιχείρηση με τον ιεραρχικό καταμερισμό εργασίας που τη διακρίνει, επομένως και η πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά και η κυβέρνηση, ο στρατός, η αστυνομία, τα δικαστήρια, τα κρατικά μέσα μαζικής επικοινωνίας κ.ο.κ. εξακολουθούσαν έτσι και στον «υπαρκτό σοσιαλισμό» να διατηρούν τον επίζηλο ρόλο που είχαν στον καπιταλισμό. Αφού η νομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι δημόσια, η εκμετάλλευση έχει καταργηθεί. Όπως περίπου συνέβαινε με τη ΔΕΗ, τον ΟΤΕ και τις άλλες ΔΕΚΟ μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, οπότε θριάμβευε και στη Δύση ο «σοσιαλισμός». Αντίθετα, η μαρξιστική κριτική δείχνει ότι η ίδια η παραγωγή (με τις ιδιαίτερες μορφές της) συνιστά την καπιταλιστική εκμετάλλευση, καθώς είναι παραγωγή-για-το-κέρδος. Ομοίως, η κοινωνία των νομικά «ελεύθερων και ίσων πολιτών», των οποίων τις υποθέσεις διευθετεί, με βάση τους κανόνες δικαίου, το «ουδέτερο» γραφειοκρατικό κράτος δεν αποτελεί το (δυνητικό) καθεστώς της «δημοκρατίας», αλλά την τυπικά καπιταλιστική μορφή ταξικής κυριαρχίας. 3. Το ζητούμενο: Ο μαρξισμός ως ιδεολογία μαζών Ο μαρξισμός ως ιδεολογία μαζών δεν είναι η μαρξιστική θεωρία καθαυτή. Είναι ορισμένα από τα πορίσματα της μαρξιστικής θεωρίας, τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν ως «θέσεις μάχης» και αρχές πολιτικής στρατηγικής για το εργατικό και το ευρύτερο λαϊκό κίνημα: Ο ταξικός-εκμεταλλευτικός χαρακτήρας του καπιταλισμού, η ενότητα παραγωγής-διανομής και η προς όφελος του κεφαλαίου απόσπαση της υπεραξίας από τον εργαζόμενο στη μορφή του «χρήματος που παράγει περισσότερο χρήμα», η εγγενής συγκρουσιακότητα κεφαλαίου-εργασίας, ο συγκαλυμμένος ταξικός χαρακτήρας του κράτους και των τυπικά ουδέτερωνισοπολιτειακών μηχανισμών του, κλπ., είναι πορίσματα της μαρξιστικής θεωρίας που σε αρκετές ιστορικές συγκυρίες αποτέλεσαν τη βάση του μαρξισμού-ως-ιδεολογίαςμαζών. Οι λαϊκές τάξεις προσεγγίζουν σχεδόν αυθόρμητα σε κάποιες από τις θέσεις αυτού του «μαζικού» μαρξισμού (συνήθως στη ρεφορμιστική εκδοχή τους), ανεξάρτητα από τη γνώση μαρξιστικών κειμένων και αναλύσεων. Εντούτοις, ο μαρξισμός-ως-ιδεολογία-μαζών μπορεί τότε μόνον να ξεφεύγει από τον δογματισμό και τον ρεφορμισμό, όταν τροφοδοτείται και εμπλουτίζεται από τον μαρξισμό-ως θεωρητικό-σύστημα. Μάλιστα, στην περίπτωση αυτή μπορεί και ο μαρξισμός-ωςθεωρητικό-σύστημα να αντλεί αντικείμενα ανάλυσης (αλλά και συμπεράσματα) που να συνδέονται άμεσα με τη συγκυρία της πάλης των τάξεων. Η υποχώρηση του μαρξισμού στα τέλη της δεκαετίας του 1980 δεν αφορά τη μαρξιστική θεωρία καθαυτή. Δεν ήταν οι θεωρητικές έννοιες που θεμελίωσε ο Μαρξ, 3 π.χ. στο Κεφάλαιο, που έπαψαν να προσφέρονται ως εργαλεία για την κατανόηση και την κριτική της καπιταλιστικής πραγματικότητας. Δεν έχασαν τη σημασία τους οι σύγχρονες μαρξιστικές αναλύσεις, ούτε ακόμα έπαψαν να παράγονται τέτοιες αναλύσεις. Δεν έχασε(αν) τη θεωρητική-επιστημονική της(ους) αξία η(οι) μαρξιστική(ές) κριτική(ές) προς το «σοβιετικό μαρξισμό» και τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», ούτε την υπεροχή τους απέναντι στις απολογητικές για τον καπιταλισμό αστικές θεωρίες. Με δυο λόγια η υποχώρηση του μαρξισμού δεν σημαίνει ότι αυτός «διαψεύστηκε» ως θεωρητική ανάλυση. Σημαίνει ότι περιορίστηκε η δυνατότητα του μαρξισμού να αναπαράγεται ως ιδεολογία μαζών. Αυτό με τη σειρά του επηρέασε αρνητικά και τον μαρξισμό-ως-θεωρητικό-σύστημα: Άφησε στα «αζήτητα» κάποιες υπάρχουσες μαρξιστικές αναλύσεις, συρρίκνωσε αριθμητικά τη μαρξιστική διανόηση κ.ο.κ. Διότι αυτό που καθιστούσε τον μαρξισμό μια έγκυρη θεωρητική εκδοχή στο χώρο της διανόησης (με την ευρεία έννοια: της διανοητικής εργασίας) και των Ιδεολογικών Μηχανισμών του κράτους ήταν ακριβώς η ισχύς του μαζικού μαρξισμού, του μαρξισμού-ως-μαζικής-ιδεολογίας. Πρόκειται ίσως για την οξύτερη μορφή κρίσης του μαρξισμού: Ο μαρξισμός έχοντας να αντιπαλέψει την κυρίαρχη αστική ιδεολογία, που η συστηματοποίηση και διάδοσή της στηρίζεται στην ασφυκτική υπεροχή των Ιδεολογικών Μηχανισμών του κράτους, έχει ένα μόνο ατού: Την ικανότητά του να διαπλέκεται με τις συνθήκες πάλης των εργαζόμενων τάξεων, μ’ άλλα λόγια τη διεισδυτικότητά του στην εργατική τάξη, την ικανότητά του να αναπαράγεται ως ιδεολογία μαζών. Ιδίως μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1970, στο ιδεολογικό κλίμα της «Αλλαγής» και της «πραγματικής Αλλαγής», ο μαρξισμός-ως-ιδεολογία-μαζών άρχισε να υποχωρεί προς όφελος ενός μεταρρυθμιστικού κυβερνητισμού, ο οποίος δεν έχει ανάγκη κανένα μαρξισμό για να υπάρξει. Το 1989 επιτάχυνε προφανώς αυτή την εξελισσόμενη διαδικασία. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια νέα ιστορική καμπή: Τα κινήματα των εργαζομένων και της νεολαίας έχουν εισέλθει σε ανοδική τροχιά, η ιδεολογική αίγλη των κυρίαρχων νεοφιλελεύθερων πολιτικών υποχωρεί ραγδαία, η πολιτική επιρροή της Αριστεράς αυξάνει και πάλι. Με δεδομένο ότι η δυνατότητα του μαρξισμού να αποκτά μαζικό έρεισμα είναι «εσωτερική» στο εργατικό κίνημα, δηλαδή προκύπτει αυτοφυώς από τις συνθήκες ανάπτυξης αυτού του κινήματος και αντιπαράθεσής του όχι μόνο με το μεμονωμένο ατομικό κεφάλαιο, αλλά και με το κράτος και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του, μπορούμε να αισιοδοξούμε ότι η υποχώρηση του μαρξισμού δεν θα διαρκέσει για πολύ ακόμα. Αρκεί να λάβει και η Αριστερά τα μέτρα της. 

Ηλίας Βενέζης- Αιολική γη

    Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.  Κοιμη...

ευανάγνωστα