Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μικρασιάτες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μικρασιάτες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023

Το γήπεδο της ΑΕΚ - Λιώτα Μαρδίτσα

 

Η αρχόντισσα της Πόλης στα γήπεδα της Αθήνας - Πέρα Κλουμπ με έτος ίδρυσης  1880 - ertnews.gr
Όταν ήρθαν εδώ οι πρόσφυγες το ’22, διωγμένοι, ταλαιπωρημένοι, κυνηγημένοι, η AEK δεν υπήρχε, υπήρχε όμως στις αναμνήσεις των πατεράδων μας η «Πέρα Kλουμπ». Πολλά παιδιά από εδώ έπαιζαν στην «Πέρα Kλουμπ». Mετά το διωγμό οι παίκτες σκορπίσανε, άλλοι πήγαν στην Kαβάλα, στη Θεσσαλονίκη, στην Aθήνα, αλλά οι περισσότεροι ήταν στη Φιλαδέλφεια. Eκεί παίζανε μόνοι τους και σιγά σιγά άρχισαν να μαζεύονται οι παίκτες της παλιάς ομάδας. H Nέα Φιλαδέλφεια τότε ήταν παράγκες και χωράφια, οι παίκτες λοιπόν που έπαιζαν στην «Πέρα Kλουμπ» και άλλα σωματεία της Πόλης είχαν μετατρέψει ένα χωράφι σε γήπεδο. Ήταν η μόνη τους χαρά, μέχρι που κάποιος τούς είπε ότι η Πολιτεία ―επειδή η Φιλαδέλφεια χτιζόταν― θα τους έπαιρνε το γήπεδο. Eκείνη τη νύχτα που το έμαθαν βγήκαν έξω, ο καθένας με ό,τι είχε, ένα τραπέζι, καρέκλες, κρεβάτια και περιφράξανε το χώρο. Tην επόμενη ημέρα, οι άνθρωποι του υπουργείου, αντιμετωπίζοντας μια τέτοια εικόνα, παραχώρησαν την έκταση ως χώρο άθλησης των προσφύγων. Σιγά σιγά, περιέφραξαν με συρματόπλεγμα το χώρο και έγινε το γήπεδο της AEK. Aυτό που γκρεμίσανε και μας έστειλαν πάλι στην προσφυγιά. Aλλά πάντα έτσι ήταν, ποτέ δεν τους άρεσε η AEK. Θυμάμαι τον πατέρα μου να μου διηγείται το πρώτο παιχνίδι της ομάδας στην Eλλάδα. Mε τον Oλυμπιακό ήταν στο Φάληρο. H AEK έχανε δύο μηδέν. Aλλάζει το παιχνίδι και η AEK κερδίζει τελικά με 3-2. Aπό τότε δεν χωνεύουν την ομάδα γιατί ήρθαν στην Eλλάδα με ένα μπογαλάκι και έκαναν προκοπή εδώ και στεριώσανε και τώρα μας γκρεμίσανε και το γήπεδο, κατάλαβες! Όπως δεν χώνευαν και τους πρόσφυγες. Όταν έχασε ο Bενιζέλος, οι γείτονές μας του Λαϊκού Kόμματος, πήραν μπιτόνια με βενζίνα για να έρθουν να κάψουν το χωριό. Γιατί; Tι κακό τους κάναμε; Όταν ήρθαν οι πρόσφυγες έμαθαν στους ντόπιους πολλά πράγματα, από το πώς να ψαρεύουν, πώς να μαγειρεύουν μέχρι το πού κοιμούνται οι άνθρωποι και τι είναι μπανιέρες και τουαλέτες. Kαι μέχρι σήμερα μας φωνάζουν Tούρκους και Tουρκόσπορους. Γιατί; Aυτοί είναι πιο Έλληνες από εμάς;

(από το ένθετο «K» της εφημερίδας H Kαθημερινή, 5 Δεκεμβρίου 2004)

Tο γήπεδο της AEK ]
Λιώτα Μαρδίτσα

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2023

Γιώργος Ιωάννου, Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς

 

 Υπήρξα και εγώ πρόσφυγας και ξέρω…» | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Γιώργος Ιωάννου, Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς

 

 Στέκομαι και κοιτάζω τα παιδιά· παίζουνε μπάλα. Κάθομαι στο ορισμένο καφενείο· σε λίγο θα σχολάσουν και θ’ αρχίσουν να καταφτάνουν οι μεγάλοι. Κουρασμένοι απ’ τη δουλειά, είναι πολύ πιο αληθινοί. Οι περισσότεροι γεννήθηκαν εδώ σ’ αυτή την πόλη, όπως κι εγώ. Κι όμως διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους, από μας τους διεσπαρμένους. Ιδίως όταν τους βλέπω εδώ, μου φαίνονται πιο γνήσιοι. Κάπως αλλιώτικοι μοιάζουν μακριά, σε άλλα περιβάλλοντα συναντημένοι.

Η αλήθεια πάντως είναι πώς στο ζήτημα της αναγνωρίσεως έχω φοβερά εξασκηθεί. Όπου κι αν είμαι, τον Πόντιο, ας πούμε, τον διακρίνω από μακριά· κι από μια γραμμή του κορμιού του μονάχα. Δεν είναι ανάγκη ν' ακούσω την ομιλία του, ούτε να διαπιστώσω την αλλιώτικη μελαχρινάδα. Σπανίως να πέσω έξω. Από κοντά όμως είμαι ολότελα αλάνθαστος. Το ίδιο και με τους Καραμανλήδες, τους Καυκάσιους, τους Μικρασιάτες απ’ τις ακτές, τους άλλους απ' τά βάθη, τους Κωνσταντινουπολίτες, από μέσα ή απ’ τα περίχωρα, κι ας επιμένουν όλοι τους πως είναι απ' την καρδιά της Πόλης, κι απ' το Γαλατά. Οι Θρακιώτες όμως έρχονται πιο καστανοί· ξανθοί πολλές φορές, κι ευκολότερα μπερδεύονται με πρόσφυγες από μέρη άλλα. Εξάλλου σα να έχουν χάσει την ιδιαίτερη προφορά τους ή ίσως εγώ να την έχω συνηθίσει. Μπερδεύονται κυρίως μ' αυτούς πού ήρθαν απ' τη Ρωμυλία. Αυτό συμβαίνει κι ανάμεσα στους Ηπειρώτες και στους άλλους απ' τις περιοχές του Μοναστηρίου.

Όταν τους μπερδεύω, το καταλαβαίνω συνήθως αργά· γιατί έχω τόση πεποίθηση πάνω σ' αυτό το ζήτημα, ώστε σπανίως ρωτώ. Κατά βάθος βέβαια αυτό δεν είναι σφάλμα, είναι διαπίστωση.

Κι όμως πόση συγκίνηση έχει να κοιτάζεις ή να συζητάς στα καφενεία και να διαισθάνεσαι τη δική σου ή μια άλλη πανάρχαια ράτσα. Ακούς εκείνες τις φωνές με τη ζεστή προφορά και σού 'ρχεται ν' αγκαλιάσεις. Ονόματα από σβησμένους τάχα λαούς και χώρες δειλιάζουν μέσα στο νου· μεθώ μονάχα και που τα λέω από μέσα μου, καθώς ολοένα βεβαιώνομαι. Χαίρομαι να κοιτάζω τις αδρές και τίμιες φυσιογνωμίες τους, κι ανατριχιάζω βαθιά, όταν σκέφτομαι πώς αυτός πού μου μιλά είναι δικός μου άνθρωπος, της φυλής μου. Κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους. Δεν έχει σημασία που δε γνώρισα ποτέ αυτή την πατρίδα ή που δε γεννήθηκα καν εκεί. Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει· εκτός κι αν είναι αληθινό πώς ο άνθρωπος αποτελείται απ' αυτά πού τρώει και πίνει, οπότε πράγματι είμαι από δω. Και πως εξηγείται τότε όλη αυτή ή λαχτάρα;

Γυρνώ μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς με δυνατή ευχαρίστηση. Θράκες, Χετταΐοι, Φρύγες, όμορφοι Λυδοί, πάλι, θαρρείς, ανθούν ανάμεσά μας. Οι ίδιοι δεν ξέρουν βέβαια αυτά τα ονόματα· για μένα όμως είναι φορτωμένα μυστήριο και αγάπη. Κι αν ακόμα δεν είναι, πολύ θα ήθελα να ήταν έτσι η αλήθεια.

Κι όμως τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει το παν για να σκορπίσει ή ομορφιά αυτή στους τέσσερεις ανέμους. Οι εγκληματίες των γραφείων εκμεταλλεύτηκαν τη ζωηράδα τους και την αγνότητα τους. Τους εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν να φαγωθούν, ιδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τους τρέμουν και προσπαθούν να τους ξεφορτωθούν με τη μετανάστευση. Πολύ αργά, νομίζω.

Κάθε φορά πού φεύγω από κει, με αποχαιρετούν χωρίς να δείξουν παραξένεμα, αν και άγνωστοι μου άνθρωποι. Τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα, όπως και το δικό μου με κάνει να τους κατέχω ολόκληρους. Πάντως ποτέ τους δεν επιμένουν να με κρατήσουν στις παρέες τους.

Ολομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες. Όταν ανάβει το κόκκινο και σταματούν τα' αυτοκίνητα, μού φαίνεται για μια στιγμή πώς παύει εντελώς κάθε θόρυβος. Ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια σα να κυκλοφορούν. Κι όμως βλέπω πώς το πλήθος εξακολουθεί να περπατά, να κουβεντιάζει ή να γελάει. Σταματώ πολλές φορές στη μέση τού πεζοδρομίου, κι όπως στο κούτσουρο πού κόβει το νερό, έτσι περιστρέφονται γύρω μου οι διαβάτες. Τώρα που δεν εμποδίζουν οι μηχανές, ακούω χιλιάδες βήματα στο πλακόστρωτο. Μού 'ρχεται να καμπυλώσω τη ράχη μου για να περάσει χωρίς εμπόδια αυτό τα ποτάμι. Της Γονατιστής, όταν περνάει από πάνω μου το βουβό ποτάμι των προγόνων, γονατισμένος πάνω στα καρυδόφυλλα, σκύβω βαθιά στο χώμα, για να μη βγάλουν οι ψυχές εξαιτίας μου τον παραμικρότερο παραπονιάρικο βόμβο.

Εγώ όμως από τώρα είμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς· στα έτοιμα και στα ενοικιασμένα. Συγκατοικώ με ανθρώπους πού αδιαφορούν τελείως για μένα, κι εγώ γι' αυτούς. Ούτε μικροδιαφορές δεν υπάρχουν καν μεταξύ μας. Ο ένας αποφεύγει τον άλλο, όσο μπορεί. Μα κι αν τύχει να σού μιλήσουνε, κρύβουν συνήθως τα πραγματικά τους στοιχεία σα να 'ναι τίποτε κακοποιοί. Το ιδανικό, ή τελευταία λέξη τού πολιτισμού, είναι, λέει, να μη ξέρεις ούτε στη φάτσα το γείτονα σου. Πονηρά πράγματα βέβαια· προφάσεις πολιτισμού, για να διευκολύνονται οι αταξίες.

Γι' αυτό ζηλεύω αυτούς πού βρίσκονται στον τόπο τους, στα χωράφια τους, στους συγγενείς τους, στα πατρογονικά τους. Τουλάχιστο, ας ήμουν σ' ένα προσφυγικό συνοικισμό με ανθρώπους της ράτσας μου τριγύρω.

Ηλίας Βενέζης- Αιολική γη

    Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.  Κοιμη...

ευανάγνωστα