Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα ΕΣΣΔ

Ο παππούς και το εγγονάκι- Λέων Τολστόι

* O παππούς είχε γεράσει πολύ. Τα πόδια του δεν τον πήγαιναν, τα μάτια του δεν έβλεπαν, τ’ αυτιά του δεν άκουγαν. Δόντια δεν είχε. Κι όταν έτρωγε, του χυνόταν το φαγητό. O γιος του και η νύφη του δεν τον έβαζαν -πια μαζί τους στο τραπέζι, αλλά του ’διναν να φάει πάνω στη μεγάλη χτιστή χωριάτικη θερμάστρα όπου πλάγιαζε. Κάποτε που του βάλανε να φάει στο πήλινο πιάτο, του ξέφυγε από τα χέρια, έπεσε κι έσπασε. Η νύφη του άρχισε τότε να τον μαλώνει πως όλα τα χαλάει στο σπίτι και σπάει τα πιάτα. Τέλος του είπε πως αποδώ και πέρα θα του 'διναν να τρώει στην ξύλινη γαβάθα. O παππούς αναστέναξε μόνο και δεν είπε τίποτα. Μια μέρα ο άντρας με τη γυναίκα του παρακολουθούσαν που ο γιος τους μαστόρευε κάτι σκαλίζοντας ένα μικρό κούτσουρο. O πατέρας λοιπόν τον ρώτησε: «Τι φτιάχνεις εκεί, Μίσα;». Κι ο Μίσα απαντά: «Φτιάχνω μια μεγάλη γαβάθα, πατερούλη. Όταν εσύ κι η μάνα μου γε...

Νανούρισμα -Άρης Αλεξάνδρου

    Νανούρισμα -Άρης Αλεξάνδρου Κοιμήσου και πλαγιάσανε τ’ αστέρια στις παντιέρες είν’ το φεγγάρι στη σκοπιά κι ο ΕΛΑΣ στα καραούλια κ’ έχεις κουβέρτα σύγνεφο και κούνια σου την πέτρα. Κοιμήσου μέρα κόκκινη της άνοιξης αχείλι πόχεις τον ήλιο στην καρδιά τη λευτεριά στα μάτια και σε παινάει το δειλινό και σε ζουλεύει η αυγούλα. Κοιμήσου κ’ έπιασε δουλειά των μπουμπουκιών η βάρδια τα δέντρα ανασκουμπώθηκαν έβαλε μπρος ο γήλιος να βγάλει το πεντάχρονο τα κόκκινα κεράσια. Κοιμήσου και το Πάσχα μας προκήρυξη θα βγάλει το γέλιο σου το σύνθημα καλοκαιριάς ελπίδα να το μοιράσει η θάλασσα στων λιμανιών τις πόρτες. Κοιμήσου και παράγγειλα στην ΕΣΣΔ ένα τραγούδι να σου το λένε οι όμορφες να σου το λέει ο Μάης να το χορεύει η ξεγνοιασιά ν’ ακούει ο κόσμος όλος. Ποίημα της συλλογής «Ακόμα τούτη η άνοιξη» (1946) που μετά δημοσιεύτηκε στη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1941-1974.

ΠΑΡΙΣΙ (ΚΟΥΒΕΝΤΟΛΟΪ ΜΕ ΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΤΟΓ ΑΪΦΕΛ) -ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ (μετάφραση Γιάννης Ρίτσος)

  ΠΑΡΙΣΙ (ΚΟΥΒΕΝΤΟΛΟΪ ΜΕ ΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΤΟΓ ΑΪΦΕΛ) Από μυριάδες βήματα θορυβοποιημένο, ψιθυροποιημένο από μυριάδες αυτοκινητολάστιχα το Παρίσι, το περνοδιαβαίνω — τρομαχτικά μονάχος τρομαχτικά κανείς τρομαχτικά μήτε ψυχή. Γύρω μου — τα ωτό χορογραφία φανταστική, γύρω μου — μες από ψάρια ζωόμορφα, από τον καιρό των Λουδοβίκων, πιδακίζοντας σφυρίζει το νερό. Βγαίνω Στην Place de la Concorde. Προσμένω ώσπου ανασηκώνοντας το εγχάρακτο μικρό κεφάλι του, απ’ την παρακολούθηση εξουθενωμένος των ψηλών σπιτιών, βγαίνει από την ομίχλη ο Πύργος του Άϊφελ φτάνοντας προς εμέ, εμέ τη γιάφκα, εμέ τον μπολσεβίκο αυτόν. — Σσσ… Πύργε, σιγότερα, μην πλατσουρίζεις έτσι! — θα μας πάρουν χαμπάρι! είναι μια γκιλοτινική αγωνία το φεγγάρι. Να τί θα πω σε σένανε (επάνω του όλος έχω γαντζωθεί σιγανοψιθυρίζοντας στο ραδιοαυτί, ατέλειωτο μουρμουρητό ζουζουνητό): -Έχω διαφωτίζει πέρα ως πέρα πράγματα και κτίρια. Μόνο προσμένουμε και τη δική σου συμφωνία εμείς. Πύργε, θάθελες νά...