Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή   κόψ’ τη φωνή σου, σώπασε   κι επιτέλους   αν ο λόγος είναι άργυρος   η σιωπή είναι χρυσός.  Τα πρώτα λόγια, οι πρώτες λέξεις   που άκουσα από παιδί   έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα   μού ‘λεγαν: «σώπα».   Στο σχολείο μού ‘κρυψαν την αλήθεια τη μισή   και μού ‘λεγαν: «εσένα τι σε νοιάζει; σώπα!»   Με φιλούσε το πρώτο αγόρι   που ερωτεύτηκα και μού ‘λεγε:   «κοίτα, μην πεις τίποτα, και…σώπα!»   Κόψ’ τη φωνή σου, μη μιλάς, σώπαινε.   Κι αυτό βάστηξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.   Ο λόγος του μεγάλου, η σιωπή του μικρού.  Έβλεπα αίματα στα πεζοδρόμια   «τι σε νοιάζει, μού ‘λεγαν,   θα βρεις το μπελά σου – τσιμουδιά, σώπα».   Αργότερα φώναζαν οι προϊστάμενοι:   «μη χώνεις τη μύτη σου παντού,   κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, και σώπα».  Παντρεύτηκα κι έκανα παιδιά και τα ‘μαθα να σωπαίνουν.   Ο άντρας μου ήταν τίμιος κι εργατικός   κι ήξερε να σωπαίνει.   Είχε μάνα συνετή που του έλεγε «σώπα».   Στα χρόνια τα δίσεχτα οι γείτονες με συμβούλευαν:   «μην ανακατε...
κι αν δεν νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα