Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πρόσφυγες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πρόσφυγες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Ηλίας Βενέζης- Αιολική γη

 

 Μύθοι και αλήθειες για τους πρόσφυγες του 1922 | LiFO



Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.  Κοιμηθείτε, όνειρά μας. Στην ξένη χώρα που πάμε πρόσφυγες τι άραγες να μας περιμένει, τι μέρες να είναι ν’ ανατείλουν;
ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ στο Αιγαίο τα όνειρά μας.
Η γιαγιά μας κουράστηκε. Θέλει να γείρει το κεφάλι της στα στήθια του πάππου, που έχει καρφωμένα πίσω τα μάτια του μπας και ξεχωρίσει τίποτα απ’ τη στεριά, τίποτα απ’ τα Κιμιντένια. Μα πια δε φαίνεται τίποτα. Η νύχτα ρούφηξε μέσα της τα σχήματα και τους όγκους.
Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε όλες τις μέρες της ζωής της. Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία: Σαν ένας βόλος να είναι κάτω απ’  το πουκάμισο του γέροντα.
-Τι είναι αυτό εδώ; ρωτά σχεδόν αδιάφορα.
Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χώνει κάτω απ’ το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.
-Τι είναι;
-Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί πού έφταιξε. Δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.
-Χώμα!
Ναι, λίγο χώμα απ’ τη γη τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει, στον ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.
Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντίλι όπου είναι φυλαγμένο το χώμα. Ψάχνουν κει μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς, σα να το χαϊδεύουν. Τα μάτια τους, δακρυσμένα, στέκουν εκεί.
-Δεν είναι τίποτα, λέω. Λίγο χώμα.
Γη, Αιολική Γη, Γη του τόπου μου.

Ηλίας Βενέζης,

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2023

1955: τα γεγονότα της Τασκένδης Κωστόπουλος Τάκης

 Συντροφικές διώξεις στα στρατόπεδα της Τασκένδης - ΤΑ ΝΕΑ

Τα γεγονότα της Τασκένδης συνδέονται άρρηκτα με την ήττα μας το 1949 και την αποχώρηση των τμημάτων του ΔΣΕ στην Αλβανία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία. Η ηγεσία του ΚΚΕ με αρχηγό τον Νίκο Ζαχαριάδη διάλεξε τον εύκολο δρόμο για την αιτιολόγηση της ήττας αποδίδοντάς τη βασικά στο πισώπλατο χτύπημα, στην προδοσία του Τίτο. Ο Στάλιν δεν αντέδρασε γιατί τον βόλεψε η ερμηνεία αυτή στην αντιπαράθεσή του με τον Τίτο. Τα γεγονότα όμως είναι πεισματάρικα και έδειξαν πόσο αβάσιμες ήταν οι κατηγορίες.
     Έχω προσωπική γνώμη στο θέμα αυτό. Στο αποκορύφωμα των επιχειρήσεων του Γράμμου, το 1948 τον Ιούλιο, μας ανακοινώθηκε η απόφαση του Γραφείου Πληροφοριών (δεν υπήρχε πλέον Διεθνής, είχε αυτοδιαλυθεί από το 1943) με την οποία καταγγελλόταν ο Τίτο ως όργανο των ιμπεριαλιστών, προδότης, αποστάτης κ.λπ. Επειδή ο Εμφύλιος βρισκόταν σε εξέλιξη, η ηγεσία του ΚΚΕ ζήτησε από το Γραφείο Πληροφοριών να μη δημοσιευτεί η απόφαση για την καταδίκη του Τίτο γιατί είχαμε ανάγκη. Ο Τίτο όμως ήξερε καλύτερα κι απ’ τον Ζαχαριάδη ποια ήταν η απόφαση. Γι’ αυτό έλεγε το ίδιο διάστημα σ’ έναν από το ΠΓ (νομίζω στον ίδιο τον Ζαχαριάδη) με δάκρυα στα μάτια «καλά, ο Στάλιν λέει αυτά, εσείς, όμως, που ξέρετε καλύτερα, γιατί;». Ο Ζαχαριάδης όμως που δεν είχε ούτε τη θέληση ούτε το κουράγιο να αντιταχθεί σ’ αυτή την απόφαση επέμενε στην εφαρμογή της. Επομένως, του ταίριαζε να αποδώσει την ήττα στο κλείσιμο των συνόρων.
     Η προσωπική μου εμπειρία πάντως από τη στάση του Τίτο ήταν η εξής: στις 28-12-1948 με το πέρασμα των τμημάτων μας από το Βίτσι στο Καϊμακτσαλάν χτυπήσαμε την Έδεσσα με τα γνωστά αποτελέσματα και σε λίγες μέρες χτυπήσαμε την Αριδαία. Εγώ με το λόχο μου χτύπησα το χωριό Πιπεργιά όπου ήταν οχυρωμένη στο σχολείο μια διμοιρία στρατού και ΜΑΫδες. Στη μάχη αυτή τραυματίστηκα στις αρχές του Γενάρη του 1949 και μαζί με άλλους τραυματίες του ΔΣΕ περάσαμε τα γιουγκοσλαβικά σύνορα. Οι Γιουγκοσλάβοι μας δέχτηκαν, είναι αλήθεια, με κάποια ψυχρότητα, δικαιολογημένα άλλωστε, μας έδωσαν όμως τις πρώτες βοήθειες, κράτησαν μερικούς για περίθαλψη και τους υπόλοιπους με τρένα μας οδήγησαν στη Σόφια. Εγώ ήμουν τραυματισμένος στο χέρι, όχι πολύ σοβαρά, γι’ αυτό και βρισκόμουν σε κίνηση. Οι Βούλγαροι κράτησαν ορισμένους και τους υπόλοιπους μας έστειλαν με νοσοκομειακά βαγόνια στα σύνορα της Ρουμανίας. Οι Ρουμάνοι μας παρέλαβαν και μας μετέφεραν με πολυτελή βαγόνια στα Καρπάθια σε μια γραφική πόλη Σινάια. Τα βασιλικά παλάτια και το καζίνο αυτής της πόλης το οποίο είχαν μετατρέψει σε νοσοκομείο ήταν το μέρος όπου μείναμε μέχρι να αναρρώσουμε.
     Τον Απρίλιο, όσοι γίναμε καλά ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο από το Βουκουρέστι, τη Σόφια, τα Σκόπια, φτάσαμε στο Μοναστήρι (Μπίτολα). Από κει τη νύχτα με φορτηγά αυτοκίνητα του «προδότη» Τίτο μας ξεφόρτωσαν στο χωριό Λαιμός των Πρεσπών. Είμαστε γύρω στους 700. Προσκολλήθηκαν κι άλλοι από τις εφεδρείες και συγκροτήσαμε την 105η ταξιαρχία. Ποιος νοήμων άνθρωπος μπορεί να ισχυρίζεται ακόμη ότι μας έκλεισαν τα σύνορα, μας χτύπησαν πισώπλατα, μας πρόδωσαν...
     Αρχές 1955, μετά το θάνατο του Στάλιν και τις αποκαλύψεις Χρουσιώφ γι’ αυτόν, στην εφημερίδα «Προς τη Νίκη» ή «Νέος Δρόμος», δημοσιεύτηκε ένα άρθρο του Πάνου Δημητρίου, Β´ Γραμματέα της ΚΕΤ. Με το άρθρο αυτό θα έλεγε κανείς ότι έθετε κάπως δειλά στους συντρόφους τον προβληματισμό: αρκετά ρίχνουμε τις ευθύνες για την ήττα στον Τίτο, πρέπει να δούμε και τα δικά μας λάθη. Το άρθρο αυτό άγγιξε τις καρδιές όλων. Εξαγρίωσε όμως τον Ζαχαριάδη ο οποίος έφτασε εσπευσμένως στην Τασκένδη. Το διάστημα αυτό έλειπα στη Σαμαρκάνδη όπου συγκέντρωνα υλικό για τη διπλωματική μου εργασία. Ο Ζαχαριάδης επωφελούμενος από τη διαμάχη που είχε ξεσπάσει στην ηγεσία του ΚΚΣΕ ανάμεσα στο Χρουσιώφ από τη μια και το Μολότωφ, Σεπίλωβ, Καγκάνοβιτς από την άλλη –ανάλογοι σχηματισμοί ήταν και στο ΚΚΣΕ του Ουζμπεκιστάν– άρχισε να καλεί έναν έναν τους συντρόφους και αξιοποιώντας το κύρος του κατάφερε να μεταπείσει και να πάρει με το μέρος του την πλειοψηφία των κομμουνιστών.
     Έτσι η πλάστιγγα έγειρε επικίνδυνα εις βάρος αυτών που ήθελαν αλλαγή της κομματικής γραμμής τουλάχιστον στο πλαίσιο των αλλαγών που συντελούνταν στο ΚΚΣΕ. Ύστερα από λίγες μέρες ο Ζαχαριάδης συγκάλεσε σύσκεψη των στελεχών στη 13η πολιτεία. Ο ίδιος όμως το πρωί πήρε το αεροπλάνο κι έφυγε στη Μόσχα. Ανυποψίαστοι οι σύντροφοι ξεκίνησαν για τη σύσκεψη κι αντί για αυτήν τους περίμεναν τα παλικάρια του Ζαχαριάδη με ρόπαλα και παλούκια και τους τσάκισαν στο ξύλο. Έριξαν το προβοκατόρικο σύνθημα ότι δήθεν οι αντίπαλοι σκότωσαν το γιο του Ζαχαριάδη στην 7η πολιτεία που ήταν και η έδρα της ΚΕΤ του ΚΚΕ. Έξαλλοι για εκδίκηση οι κομμουνιστές έφτασαν στην 7η πολιτεία, έσυραν από τα γραφεία την ΚΕ και άρχισαν άγριο ξυλοδαρμό. Ο Πάνος Δημητρίου θύμα τους που του έκοψαν με τα δόντια το αφτί. Τα επεισόδια πήραν έκταση τόση που γέμισαν το νοσοκομείο από τραυματίες που, κατά σύμπτωση, ήταν όλοι αντίπαλοι του Ζαχαριάδη. Τότε μόνον επενέβη η αστυνομία, τους διέλυσε κι έκανε αρκετές συλλήψεις οπαδών του Ζαχαριάδη κυρίως, οι οποίοι πέρασαν από δίκες, καταδικάστηκαν πολλοί και στάλθηκαν εξορία προς Καζακστάν και Σιβηρία.
     Έτσι οι πολιτικοί πρόσφυγες χωρίστηκαν σε δυο παρατάξεις, τους «Ζαχαριαδικούς» που ήταν και η πλειοψηφία και τους «Αντιζαχαριαδικούς» ή τους «Αριανούς» –από το ψευδώνυμο του γραμματέα της οργάνωσης Χοτούρα Αριστοτέλη, Αριανού. Το μίσος ανάμεσα στις δυο παρατάξεις ήταν μεγάλο, ανδρόγυνα χώρισαν στα δυο. Μεγάλη ευθύνη φέρουν και οι Σοβιετικοί γιατί μετέφεραν τις δικές τους εσωκομματικές διαφορές και στο ΚΚΕ και όχι μόνο δεν απέτρεψαν τα θλιβερά γεγονότα αλλά τα υποδαύλισαν με τον τρόπο τους. Ενώ από τη μία μεριά καταδίκαζαν τους οπαδούς του Ζαχαριάδη για τα επεισόδια από την άλλη μας έλεγαν ότι ο Ζαχαριάδης είναι γραμματέας του ΚΚΕ και οφείλουμε υπακοή. Τα γεγονότα είναι γνωστά και τα έχουν διηγηθεί και πιο υπεύθυνα άτομα που πήραν μέρος σ’ αυτά, ενώ εγώ τότε απουσίαζα. Έγραψα στη γυναίκα μου, που με ενημέρωνε για το τι συνέβαινε, να μείνει στο πλευρό των αντιζαχαριαδικών κι ότι ο αλήτης αυτός που ακούει στο όνομα Ζαχαριάδης θα καθίσει μια μέρα στο σκαμνί. Το γράμμα αυτό δεν έφτασε ποτέ στα χέρια της. Το κατάσχεσαν οι οπαδοί του Ζαχαριάδη και το παρέδωσαν στον Κώστα Ζηγούρα ή Παλαιολόγο και τον Παντελή Βαϊνά, χωριανό της γυναίκας μου.
     Όταν ησύχασαν τα πράγματα και τελείωσε η πρακτική μου άσκηση επέστρεψα στην Τασκένδη. Ήταν έτοιμοι και τότε να με ξυλοκοπήσουν αν δεν επενέβαινε ο Κεντρικός διερμηνέας Αλ. Παρασκευόπουλος με τον οποίο μέναμε στην ίδια πολυκατοικία.
     Ο Ζαχαριάδης και οι οπαδοί του συνέχιζαν τη δράση τους. Ετοιμάζονταν να νομιμοποιηθούν στη συνδιάσκεψη της ΚΕ. Και θα το πραγματοποιούσαν αν δεν τους ακύρωνε τα σχέδια τους ο Ν. Χρουσιώφ με την προτροπή του η συνδιάσκεψη να γίνει μετά το 20ό συνέδριο που προετοίμαζε το ΚΚΣΕ για τις αρχές του 1956. Έτσι κι έγινε. Ο Ζαχαριάδης παραβρέθηκε στο συνέδριο αλλά με κομμένα τα φτερά. Κατά τη διάρκειά του ο Χρουσιώφ προετοίμαζε τη δημιουργία μιας επιτροπής από αδελφά κόμματα για να εξετάσουν την κατάσταση που προκλήθηκε στο αδελφό ΚΚΕ. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για επεμβάσεις σε όποιο κόμμα επιθυμούσε το ΚΚΣΕ. Η Επιτροπή αποτελούνταν από το ΚΚΣΕ με επικεφαλής το μέλος του ΠΓ Κουουσίνεν (από όπου και η επιτροπή Κουουσίνεν), το γραμματέα του ΚΚ Ρουμανίας Γέργκυ Γεωργκίου Ντιέζ, το ΚΚ Βουλγαρίας, Τσεχοσλοβακίας, Πολωνίας. Το Μάρτη του 1956 συγκάλεσε την 6η ολομέλεια η οποία και καθαίρεσε από γραμματέα τον Ν. Ζαχαριάδη.
     Σ’ αυτό το σημείο κάνουμε μια ακόμη παρένθεση για την επίσκεψη του Μίκη Θεοδωράκη στην Τασκένδη, το Σεπτέμβρη του 1966. Ο Μίκης με το συγκρότημά του και βασικούς τραγουδιστές τη Μαρία Φαραντούρη και τον Αντώνη Καλογιάννη έδωσαν στην πόλη πάνω από δέκα συναυλίες. Τον υποδεχτήκαμε εγώ και άλλα 15 στελέχη με πρόσκληση του τότε γραμματέα Κώστα Τσολάκη (Γιάννο) αργότερα μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ.
     Μας εντυπωσίασε το παράστημά του, η ευφράδειά του αλλά πιο πολύ η ανοιχτή σκέψη του και η παρρησία με την οποία εξέφρασε τα παράπονά του για τη στάση της ΣΕ απέναντι στο κίνημα που εκπροσωπούνταν από την ΕΔΑ στην Ελλάδα. Δεν έκανε όμως την ίδια εντύπωση και στην καθοδήγηση και ιδιαίτερα στο γραμματέα ο οποίος ταράχτηκε ακούγοντας τις επικρίσεις. Τι κακό είπε όμως ο Μίκης; Πρώτα εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τον τρόπο που τον υποδέχτηκαν –έναν μουσικό συνθέτη τέτοιου κύρους– για τα μικρόφωνα που του παρέσχον και ήταν άθλια, για τον Τύπο που παρέλειψε να τον προβάλει.
     Πιο πολύ όμως στάθηκε στο πολιτικό θέμα, τη στάση της ΕΣΣΔ απέναντι στο κίνημα και στην ΕΔΑ. Η βοήθεια που προσέφεραν, είπε, ήταν μικρή έως ανύπαρκτη στον διπλωματικό τομέα, πράγμα που φάνηκε αργότερα με τη στάση τους στη Χούντα. Εξέφρασε την πικρία του με την ελπίδα ότι θα φτάσουν στα αυτιά των Σοβιετικών. Στην Ελλάδα, είπε, υπολογίζουν στη ΣΕ, αλλά αυτή βρίσκεται σε απραξία. Ανέφερε ένα παράδειγμα: Όταν έγινε το συνέδριο της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη της ΕΔΑ κλήθηκε να συμμετάσχει και η ΚΟΜΣΟΜΟΛ. Κι όταν η ελληνική κυβέρνηση δεν επέτρεψε τη συμμετοχή της, η «Αρκούδα» τι έκανε; Δεν κούνησε το δαχτυλάκι της, ούτε μια τυπική διαμαρτυρία δεν εξέφρασε. Πώς θα έπειθε η ΕΔΑ τους δημοκρατικούς Έλληνες να την ακολουθήσουν αφού δεν μπορούσε να υποσχεθεί τη βοήθεια και τη συμπαράσταση της ΣΕ; Είπε και άλλα πολλά. Αποτέλεσμα; Ο Γραμματέας θορυβήθηκε τόσο που μας κάλεσε το βράδυ στο ξενοδοχείο για να του πούμε με τρόπο να μην εκφράζεται έτσι ανοιχτά ενάντια στη ΣΕ. Εγώ δεν πήγα, και δεν ξέρω τι έκαναν οι άλλοι. Ξέρω όμως καλά ότι την άλλη μέρα φρόντισα να συναντήσω το διερμηνέα της ΚΕ Παρασκευόπουλο, καθηγητή από το Σουχούμι, και να του μεταφέρω όλη τη συζήτηση γνωρίζοντας ότι σίγουρα θα φτάσουν στα αφτιά των Σοβιετικών. Με άκουγε έκπληκτος και δεν πίστευε όσα του έλεγα.
     Ο χρόνος περνούσε και η ηγεσία με τον Κ. Κολιγιάννη ετοίμαζε το ξεκαθάρισμα του κόμματος από τα ενοχλητικά στοιχεία. Ήθελε να απαλλαγεί από Παρτσαλίδη, Δημητρίου και άλλους στο τέλος του 1966. Συγκάλεσε στο Βουκουρέστι τη 10η ολομέλεια. Έφυγαν από την Τασκένδη όλα τα μέλη της ΚΕ, ταχτικά και αναπληρωματικά, απ’ ό,τι θυμάμαι, Τσολάκης, Παπακώστας Μήτσος, πρόεδρος του συλλόγου πολιτικών προσφύγων, ο Ψήλος, Γάτσος κ.ά. Κλήθηκαν και αντιπρόσωποι από την Ελλάδα οι οποίοι παρακολουθούσαν τις εργασίες από το διπλανό δωμάτιο, χωρίς δυνατότητα παρουσίας για λόγους ασφάλειας. Απ’ ό,τι πληροφορηθήκαμε είχαν πάει ο Χαρ. Δρακόπουλος, ο Μ. Γλέζος, ο Νικ. Καράς κ.ά.
     Η ολομέλεια κράτησε σχεδόν δυο μήνες χωρίς αποτέλεσμα για τον Κολιγιάννη. Αντιστάθηκαν οι εκπρόσωποι της Ελλάδας και πολλοί του εξωτερικού. Εμείς με ανησυχία ρωτούσαμε τι γίνεται. Στο διάστημα αυτό με πλησίασε ένας φίλος, ο μακαρίτης Γιάννης Βόγιας, μηχανικός, κολλητός του Τσολάκη, που δούλευε στο μηχανισμό της ΚΕ για να μου πει ότι η αιτία του κακού βρίσκεται στον «ραδιούργο» Παρτσαλίδη και μερικούς άλλους που πρέπει να διωχθούν. Καθαρή φραξιονιστική υπονομευτική δουλειά. Αρνήθηκα κατηγορηματικά να συνεχίσω τη συζήτηση. Τότε με παρακάλεσε, η συζήτηση να μείνει μεταξύ μας. Πέθανε και δεν θέλησα να χρησιμοποιήσω ώς τώρα το περιεχόμενο της συζήτησής μας.
     Όταν επέστρεψαν στην Τασκένδη όλοι μας θέλαμε να μάθουμε τι έγινε. Μας είπαν ότι συζητούσαν για τα προβλήματα των πολιτικών προσφύγων. Φυσικά δεν έπεισαν ούτε τον εαυτό τους: «Γιατί», τους είπαμε τότε, «δε μας καλέσατε όλους τους πρόσφυγες να σας πούμε τα προβλήματά μας; Δεν ήταν κομματικά μυστικά». Αντί για απάντηση, απορία ψάλτου βηξ.



(από το βιβλίο: Τάκης Κωστόπουλος, Με τους αντάρτες στη Δυτική Μακεδονία: Αναμνήσεις από Κατοχή, Εμφύλιο, Τασκένδη, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VII, Βιβλιόραμα-Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2006)

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023

Το γήπεδο της ΑΕΚ - Λιώτα Μαρδίτσα

 

Η αρχόντισσα της Πόλης στα γήπεδα της Αθήνας - Πέρα Κλουμπ με έτος ίδρυσης  1880 - ertnews.gr
Όταν ήρθαν εδώ οι πρόσφυγες το ’22, διωγμένοι, ταλαιπωρημένοι, κυνηγημένοι, η AEK δεν υπήρχε, υπήρχε όμως στις αναμνήσεις των πατεράδων μας η «Πέρα Kλουμπ». Πολλά παιδιά από εδώ έπαιζαν στην «Πέρα Kλουμπ». Mετά το διωγμό οι παίκτες σκορπίσανε, άλλοι πήγαν στην Kαβάλα, στη Θεσσαλονίκη, στην Aθήνα, αλλά οι περισσότεροι ήταν στη Φιλαδέλφεια. Eκεί παίζανε μόνοι τους και σιγά σιγά άρχισαν να μαζεύονται οι παίκτες της παλιάς ομάδας. H Nέα Φιλαδέλφεια τότε ήταν παράγκες και χωράφια, οι παίκτες λοιπόν που έπαιζαν στην «Πέρα Kλουμπ» και άλλα σωματεία της Πόλης είχαν μετατρέψει ένα χωράφι σε γήπεδο. Ήταν η μόνη τους χαρά, μέχρι που κάποιος τούς είπε ότι η Πολιτεία ―επειδή η Φιλαδέλφεια χτιζόταν― θα τους έπαιρνε το γήπεδο. Eκείνη τη νύχτα που το έμαθαν βγήκαν έξω, ο καθένας με ό,τι είχε, ένα τραπέζι, καρέκλες, κρεβάτια και περιφράξανε το χώρο. Tην επόμενη ημέρα, οι άνθρωποι του υπουργείου, αντιμετωπίζοντας μια τέτοια εικόνα, παραχώρησαν την έκταση ως χώρο άθλησης των προσφύγων. Σιγά σιγά, περιέφραξαν με συρματόπλεγμα το χώρο και έγινε το γήπεδο της AEK. Aυτό που γκρεμίσανε και μας έστειλαν πάλι στην προσφυγιά. Aλλά πάντα έτσι ήταν, ποτέ δεν τους άρεσε η AEK. Θυμάμαι τον πατέρα μου να μου διηγείται το πρώτο παιχνίδι της ομάδας στην Eλλάδα. Mε τον Oλυμπιακό ήταν στο Φάληρο. H AEK έχανε δύο μηδέν. Aλλάζει το παιχνίδι και η AEK κερδίζει τελικά με 3-2. Aπό τότε δεν χωνεύουν την ομάδα γιατί ήρθαν στην Eλλάδα με ένα μπογαλάκι και έκαναν προκοπή εδώ και στεριώσανε και τώρα μας γκρεμίσανε και το γήπεδο, κατάλαβες! Όπως δεν χώνευαν και τους πρόσφυγες. Όταν έχασε ο Bενιζέλος, οι γείτονές μας του Λαϊκού Kόμματος, πήραν μπιτόνια με βενζίνα για να έρθουν να κάψουν το χωριό. Γιατί; Tι κακό τους κάναμε; Όταν ήρθαν οι πρόσφυγες έμαθαν στους ντόπιους πολλά πράγματα, από το πώς να ψαρεύουν, πώς να μαγειρεύουν μέχρι το πού κοιμούνται οι άνθρωποι και τι είναι μπανιέρες και τουαλέτες. Kαι μέχρι σήμερα μας φωνάζουν Tούρκους και Tουρκόσπορους. Γιατί; Aυτοί είναι πιο Έλληνες από εμάς;

(από το ένθετο «K» της εφημερίδας H Kαθημερινή, 5 Δεκεμβρίου 2004)

Tο γήπεδο της AEK ]
Λιώτα Μαρδίτσα

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2023

Γιώργος Ιωάννου, Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς

 

 Υπήρξα και εγώ πρόσφυγας και ξέρω…» | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Γιώργος Ιωάννου, Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς

 

 Στέκομαι και κοιτάζω τα παιδιά· παίζουνε μπάλα. Κάθομαι στο ορισμένο καφενείο· σε λίγο θα σχολάσουν και θ’ αρχίσουν να καταφτάνουν οι μεγάλοι. Κουρασμένοι απ’ τη δουλειά, είναι πολύ πιο αληθινοί. Οι περισσότεροι γεννήθηκαν εδώ σ’ αυτή την πόλη, όπως κι εγώ. Κι όμως διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους, από μας τους διεσπαρμένους. Ιδίως όταν τους βλέπω εδώ, μου φαίνονται πιο γνήσιοι. Κάπως αλλιώτικοι μοιάζουν μακριά, σε άλλα περιβάλλοντα συναντημένοι.

Η αλήθεια πάντως είναι πώς στο ζήτημα της αναγνωρίσεως έχω φοβερά εξασκηθεί. Όπου κι αν είμαι, τον Πόντιο, ας πούμε, τον διακρίνω από μακριά· κι από μια γραμμή του κορμιού του μονάχα. Δεν είναι ανάγκη ν' ακούσω την ομιλία του, ούτε να διαπιστώσω την αλλιώτικη μελαχρινάδα. Σπανίως να πέσω έξω. Από κοντά όμως είμαι ολότελα αλάνθαστος. Το ίδιο και με τους Καραμανλήδες, τους Καυκάσιους, τους Μικρασιάτες απ’ τις ακτές, τους άλλους απ' τά βάθη, τους Κωνσταντινουπολίτες, από μέσα ή απ’ τα περίχωρα, κι ας επιμένουν όλοι τους πως είναι απ' την καρδιά της Πόλης, κι απ' το Γαλατά. Οι Θρακιώτες όμως έρχονται πιο καστανοί· ξανθοί πολλές φορές, κι ευκολότερα μπερδεύονται με πρόσφυγες από μέρη άλλα. Εξάλλου σα να έχουν χάσει την ιδιαίτερη προφορά τους ή ίσως εγώ να την έχω συνηθίσει. Μπερδεύονται κυρίως μ' αυτούς πού ήρθαν απ' τη Ρωμυλία. Αυτό συμβαίνει κι ανάμεσα στους Ηπειρώτες και στους άλλους απ' τις περιοχές του Μοναστηρίου.

Όταν τους μπερδεύω, το καταλαβαίνω συνήθως αργά· γιατί έχω τόση πεποίθηση πάνω σ' αυτό το ζήτημα, ώστε σπανίως ρωτώ. Κατά βάθος βέβαια αυτό δεν είναι σφάλμα, είναι διαπίστωση.

Κι όμως πόση συγκίνηση έχει να κοιτάζεις ή να συζητάς στα καφενεία και να διαισθάνεσαι τη δική σου ή μια άλλη πανάρχαια ράτσα. Ακούς εκείνες τις φωνές με τη ζεστή προφορά και σού 'ρχεται ν' αγκαλιάσεις. Ονόματα από σβησμένους τάχα λαούς και χώρες δειλιάζουν μέσα στο νου· μεθώ μονάχα και που τα λέω από μέσα μου, καθώς ολοένα βεβαιώνομαι. Χαίρομαι να κοιτάζω τις αδρές και τίμιες φυσιογνωμίες τους, κι ανατριχιάζω βαθιά, όταν σκέφτομαι πώς αυτός πού μου μιλά είναι δικός μου άνθρωπος, της φυλής μου. Κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους. Δεν έχει σημασία που δε γνώρισα ποτέ αυτή την πατρίδα ή που δε γεννήθηκα καν εκεί. Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει· εκτός κι αν είναι αληθινό πώς ο άνθρωπος αποτελείται απ' αυτά πού τρώει και πίνει, οπότε πράγματι είμαι από δω. Και πως εξηγείται τότε όλη αυτή ή λαχτάρα;

Γυρνώ μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς με δυνατή ευχαρίστηση. Θράκες, Χετταΐοι, Φρύγες, όμορφοι Λυδοί, πάλι, θαρρείς, ανθούν ανάμεσά μας. Οι ίδιοι δεν ξέρουν βέβαια αυτά τα ονόματα· για μένα όμως είναι φορτωμένα μυστήριο και αγάπη. Κι αν ακόμα δεν είναι, πολύ θα ήθελα να ήταν έτσι η αλήθεια.

Κι όμως τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει το παν για να σκορπίσει ή ομορφιά αυτή στους τέσσερεις ανέμους. Οι εγκληματίες των γραφείων εκμεταλλεύτηκαν τη ζωηράδα τους και την αγνότητα τους. Τους εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν να φαγωθούν, ιδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τους τρέμουν και προσπαθούν να τους ξεφορτωθούν με τη μετανάστευση. Πολύ αργά, νομίζω.

Κάθε φορά πού φεύγω από κει, με αποχαιρετούν χωρίς να δείξουν παραξένεμα, αν και άγνωστοι μου άνθρωποι. Τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα, όπως και το δικό μου με κάνει να τους κατέχω ολόκληρους. Πάντως ποτέ τους δεν επιμένουν να με κρατήσουν στις παρέες τους.

Ολομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες. Όταν ανάβει το κόκκινο και σταματούν τα' αυτοκίνητα, μού φαίνεται για μια στιγμή πώς παύει εντελώς κάθε θόρυβος. Ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια σα να κυκλοφορούν. Κι όμως βλέπω πώς το πλήθος εξακολουθεί να περπατά, να κουβεντιάζει ή να γελάει. Σταματώ πολλές φορές στη μέση τού πεζοδρομίου, κι όπως στο κούτσουρο πού κόβει το νερό, έτσι περιστρέφονται γύρω μου οι διαβάτες. Τώρα που δεν εμποδίζουν οι μηχανές, ακούω χιλιάδες βήματα στο πλακόστρωτο. Μού 'ρχεται να καμπυλώσω τη ράχη μου για να περάσει χωρίς εμπόδια αυτό τα ποτάμι. Της Γονατιστής, όταν περνάει από πάνω μου το βουβό ποτάμι των προγόνων, γονατισμένος πάνω στα καρυδόφυλλα, σκύβω βαθιά στο χώμα, για να μη βγάλουν οι ψυχές εξαιτίας μου τον παραμικρότερο παραπονιάρικο βόμβο.

Εγώ όμως από τώρα είμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς· στα έτοιμα και στα ενοικιασμένα. Συγκατοικώ με ανθρώπους πού αδιαφορούν τελείως για μένα, κι εγώ γι' αυτούς. Ούτε μικροδιαφορές δεν υπάρχουν καν μεταξύ μας. Ο ένας αποφεύγει τον άλλο, όσο μπορεί. Μα κι αν τύχει να σού μιλήσουνε, κρύβουν συνήθως τα πραγματικά τους στοιχεία σα να 'ναι τίποτε κακοποιοί. Το ιδανικό, ή τελευταία λέξη τού πολιτισμού, είναι, λέει, να μη ξέρεις ούτε στη φάτσα το γείτονα σου. Πονηρά πράγματα βέβαια· προφάσεις πολιτισμού, για να διευκολύνονται οι αταξίες.

Γι' αυτό ζηλεύω αυτούς πού βρίσκονται στον τόπο τους, στα χωράφια τους, στους συγγενείς τους, στα πατρογονικά τους. Τουλάχιστο, ας ήμουν σ' ένα προσφυγικό συνοικισμό με ανθρώπους της ράτσας μου τριγύρω.

Τετάρτη 14 Ιουνίου 2023

ΠΑΤΡΙΔΑ -ΟΥΑΡΣΑΝ ΣΑΙΡ

 

 

ΟΥΑΡΣΑΝ ΣΑΙΡ

ΠΑΤΡΙΔΑ

Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του,
εκτός αν πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν βλέπεις
ολόκληρη την πόλη να τρέχει κι εκείνη
οι γείτονές σου τρέχουν πιο γρήγορα από σένα
με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό τους
το αγόρι που ήταν συμμαθητής σου
που σε φιλούσε μεθυστικά πίσω από το παλιό εργοστάσιο τσίγκου
κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του
αφήνεις την πατρίδα
μόνο όταν η πατρίδα δε σε αφήνει να μείνεις.
κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγά
φωτιά κάτω απ΄ τα πόδια σου
ζεστό αίμα στην κοιλιά σου
δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες
μέχρι που η λεπίδα χαράζει απειλές στο λαιμό σου
και ακόμα και τότε ψέλνεις τον εθνικό ύμνο
ανάμεσα στα δόντια σου
και σκίζεις το διαβατήριό σου σε τουαλέτες αεροδρομίων
κλαίγοντας καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού
δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να γυρίσεις.
πρέπει να καταλάβεις
ότι κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα
εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά
κανένας δεν καίει τις παλάμες του
κάτω από τρένα, ανάμεσα από βαγόνια
κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες στο στομάχι ενός φορτηγού
τρώγοντας εφημερίδες
εκτός αν τα χιλιόμετρα που ταξιδεύει
σημαίνουν κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι.
κανένας δε σέρνεται
κάτω από φράχτες
κανένας δε θέλει να τον δέρνουν
να τον λυπούνται
κανένας δε διαλέγει τα στρατόπεδα προσφύγων
ή τον πλήρη σωματικό έλεγχο σε σημεία
όπου το σώμα σου πονούσε
ή τη φυλακή,
επειδή η φυλακή είναι ασφαλέστερη
από μια πόλη που φλέγεται
και ένας δεσμοφύλακας το βράδι
είναι προτιμότερα από ένα φορτηγό
γεμάτο άντρες που μοιάζουν με τον πατέρα σου
κανένας δε θα το μπορούσε
κανένας δε θα το άντεχε
κανένα δέρμα δε θα ήταν αρκετά σκληρό
για να ακούσει τα:
γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι
πρόσφυγες
βρομομετανάστες
ζητιάνοι ασύλου
που ρουφάτε τη χώρα μας
αράπηδες με τα χέρια απλωμένα
μυρίζετε περίεργα
απολίτιστοι
κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε
να κάνετε και τη δική μας
πώς δε δίνουμε σημασία
στα λόγια
στα άγρια βλέμματα
ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά
από το ξερίζωμα ενός χεριού ή ποδιού
ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά
από δεκατέσσερις άντρες
ανάμεσα στα πόδια σου
ή οι προσβολές είναι πιο εύκολο
να καταπιείς
από τα χαλίκια
από τα κόκαλα
από το κομματιασμένο κορμάκι του παιδιού σου.
θέλω να γυρίσω στην πατρίδα,
αλλά η πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
πατρίδα είναι η κάνη ενός όπλου
και κανένας δε θα άφηνε την πατρίδα
εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγούσε μέχρι τις ακτές
εκτός αν η πατρίδα σού έλεγε να τρέξεις πιο γρήγορα
να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου
να συρθείς στην έρημο
να κολυμπήσεις ωκεανούς
να πνιγείς
να σωθείς
να πεινάσεις
να εκλιπαρήσεις
να ξεχάσεις την υπερηφάνεια
η επιβίωσή σου είναι πιο σημαντική.
κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα είναι
μια ιδρωμένη φωνή στο αυτή σου
που λέει
φύγε,
τρέξε μακριά μου τώρα
δεν ξέρω τι έχω γίνει
αλλά ξέρω ότι οπουδήποτε αλλού
θα είσαι πιο ασφαλής απ΄ ό,τι εδώ»

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Ο Πικάσο και ο Μπρεχτ για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες

 


Μπ. Μπρεχτ, Μετανάστες

Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ’ ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν’ απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ’ εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.

Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα, μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, Θεμέλιο

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ - ΧΑΝΑ ΑΡΕΝΤ


 ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ -ΧΑΝΑ ΑΡΕΝΤ

Κυκλοφόρησε το 1943 σε ένα μικρό εβραϊκό περιοδικό, το The Menorah Journal. Η μετάφραση από το 13ο τεύχος του Τετραδίου Ολικής Αντιπαράθεσης, ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ

 

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ

Συνεπώς, αντικαταστήστε αν θέλετε αυτό που ήδη ανεβάσατε με αυτό που επισυνάπτω (είναι η

"σωστή" βερσιόν, όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πανοπτικόν και κυκλοφορει τώρα πια σε βιβλίο από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου - που έχουν πάρει τα δικαιώματα του κειμένου της Αρεν

 

Το βιβλίο για όποιον επιθυμεί να το αγοράσει Εμείς οι πρόσφυγες

Τρία κείμενα

Συγγραφείς: Χάνα Άρεντ - Giorgio Agamben - Enzo Traverso

Εκδότης: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου Μετάφραση: Νίκος Κούρκουλος - Ακης Γαβριηλίδης

- Κώστας Δεσποινιάδης Επιμέλεια: Νίκος Κούρκουλος Σελίδες: 120

ISBN: 9786185118105

Ημ. Έκδοσης: 16/07/2015


 

Χάνα Άρεντ

 

 

 

Εμείς οι πρόσφυγες

Μετάφραση: Κώστας Δεσποινιάδης

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ενδυμίων


 


 

 

Κατά πρώτο λόγο, δεν μας αρέσει να μας αποκαλούνε

«πρόσφυγες».  Εμείς  μεταξύ  μας αποκαλούμαστε

«νεοφερμένοι» ή «μετανάστες». Οι εφημερίδες μας είναι εφημερίδες για «γερμανόφωνους Αμερικανούς»· και απ’ όσο ξέρω, τα άτομα που διώχθηκαν από τον Χίτλερ δεν έχουν ιδρύσει και ουδέποτε ιδρύσανε κάποιον σύλλογο που ο τίτλος του να υποδηλώνει ότι τα μέλη του ήταν

«πρόσφυγες».

Πρόσφυγας ήταν το άτομο που αναγκαζόταν να αναζητήσει άσυλο εξαιτίας κάποιας πράξης που διέπραξε ή εξαιτίας κάποιας πολιτικής άποψης που είχε. Λοιπόν, είναι αλήθεια ότι αναζητούμε άσυλο· αλλά δεν έχουμε διαπράξει καμία πράξη και οι περισσότεροι από εμάς ποτέ δεν ονειρεύτηκαν να έχουν κάποια ριζοσπαστική πολιτική άποψη. Με εμάς το νόημα του όρου πρόσφυγας έχει αλλάξει. Τώρα «πρόσφυγες» είναι εκείνοι από εμάς που ήταν τόσο άτυχοι ώστε να φτάσουν σε μια καινούργια χώρα δίχως καθόλου οικονομικούς πόρους και πρέπει να βοηθηθούν από τις επιτροπές προσφύγων.

Προτού ξεσπάσει αυτός ο πόλεμος, ήμασταν ακόμα πιο ευαίσθητοι όταν μας αποκαλούσαν πρόσφυγες. Κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε για να αποδείξουμε στους άλλους ανθρώπους ότι ήμασταν απλώς κανονικοί μετανάστες. Διακηρύσσαμε ότι είχαμε αναχωρήσει


 

 

οικεία βουλήσει για χώρες της επιλογής μας, και αρνούμασταν ότι η κατάστασή μας είχε οποιαδήποτε σχέση με «τα αποκαλούμενα εβραϊκά προβλήματα». Ναι, ήμασταν «μετανάστες» ή «νεοφερμένοι» που αφήσαμε τη χώρα μας επειδή ένα ωραίο πρωί δεν μας έκανε άλλο πια, ή απλώς για λόγους οικονομικούς. Θέλαμε να ξαναφτιάξουμε τις ζωές μας, αυτό ήταν όλο. Για να ξαναφτιάξει κανείς τη ζωή του πρέπει να είναι δυνατός και αισιόδοξος. Έτσι κι εμείς είμαστε πολύ αισιόδοξοι.

Η αισιοδοξία μας, πράγματι, είναι αξιοθαύμαστη, ακόμα κι αυτό το λέμε εμείς. Η ιστορία του αγώνα μας έγινε τελικά γνωστή. Χάσαμε το σπίτι μας, που σημαίνει ότι χάσαμε την οικειότητα της καθημερινής ζωής. Χάσαμε το επάγγελμά μας, που σημαίνει ότι χάσαμε την αυτοπεποίθηση ότι είχαμε κάποια χρησιμότητα σε αυτόν τον κόσμο. Χάσαμε τη γλώσσα μας, που σημαίνει ότι χάσαμε τη φυσικότητα των αντιδράσεών μας, την απλότητα των χειρονομιών μας, την απρόσκοπτη έκφραση συναισθημάτων. Αφήσαμε τους συγγενείς μας στα πολωνικά γκέτο και οι καλύτεροί μας φίλοι σκοτώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που σημαίνει ότι διαρρήχθηκαν οι ιδιωτικές μας ζωές.

Μολαταύτα, απ’ τη στιγμή που σωθήκαμε –κι οι περισσότεροι από εμάς έπρεπε να σωθούν αρκετές


 

 

φορές- αρχίσαμε τις καινούργιες μας ζωές και προσπαθήσαμε να ακολουθήσουμε όσο πιο πιστά μπορούσαμε όλες τις καλές συμβουλές που μας έδωσαν οι σωτήρες μας. Μας είπαν να ξεχάσουμε· και ξεχάσαμε γρηγορότερα από όσο θα μπορούσε οποιοσδήποτε να φανταστεί. Με φιλικό τρόπο μάς υπενθύμιζαν ότι η καινούργια χώρα θα γίνει ένα καινούργιο σπίτι για μας· κι έπειτα από τέσσερις εβδομάδες στη Γαλλία ή έξι εβδομάδες στην Αμερική, παριστάναμε τους Γάλλους ή τους Αμερικανούς. Οι πιο αισιόδοξοι εξ ημών θα πρόσθεταν ότι ολόκληρη η προηγούμενη ζωή τους είχε περάσει σε ένα είδος ασυνείδητης εξορίας και μόνο η καινούργια τους πατρίδα τούς δίδαξε πώς πραγματικά μοιάζει ένα σπίτι. Είναι αλήθεια ότι μερικές φορές εγείρουμε ενστάσεις όταν μας λένε να ξεχάσουμε την προηγούμενη δουλεία μας· και τα προηγούμενα ιδανικά μας είναι συνήθως δύσκολο να τα πετάξουμε αν διακυβεύεται το κοινωνικό μας πρότυπο. Με τη γλώσσα, ωστόσο, δεν αντιμετωπίζουμε καμία δυσκολία: έπειτα από έναν μόνο χρόνο οι αισιόδοξοι είναι πεπεισμένοι ότι μιλάνε τα αγγλικά σαν να ήταν η μητρική τους γλώσσα· κι έπειτα από δύο χρόνια ορκίζονται σοβαρά ότι μιλάνε τα αγγλικά καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη γλώσσα τα γερμανικά μόλις που τα θυμούνται.

Προκειμένου να ξεχάσουμε ακόμα πιο αποτελεσματικά


 

 

μάλλον αποφεύγουμε οποιαδήποτε νύξη για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή τα στρατόπεδα εγκλεισμού τα οποία γνωρίσαμε σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως απαισιοδοξία ή έλλειψη αυτοπεποίθησης στη νέα μας πατρίδα. Εκτός αυτού, πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει ότι κανείς δεν θέλει να ακούει για όλα αυτά· η κόλαση δεν είναι πια μια θρησκευτική δοξασία ή μια φαντασίωση, αλλά κάτι εξίσου αληθινό με τα σπίτια, τις πέτρες και τα δέντρα. Προφανώς, κανείς δεν θέλει να ξέρει ότι η σύγχρονη ιστορία έχει δημιουργήσει ένα καινούργιο είδος ανθρώπινων όντων αυτό το είδος που κλείνεται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης από τους εχθρούς του και στα στρατόπεδα εγκλεισμού από τους φίλους του.

Ακόμα και μεταξύ μας δεν μιλάμε για αυτό το παρελθόν. Αντ’ αυτού, έχουμε βρει τον τρόπο μας να διαχειριστούμε ένα αβέβαιο μέλλον. Απ’ τη στιγμή που όλοι κάνουν σχέδια, εύχονται και ελπίζουν, το ίδιο κάνουμε κι εμείς. Ωστόσο, εκτός από αυτές τις γενικές ανθρώπινες συμπεριφορές, προσπαθούμε να τακτοποιήσουμε το μέλλον περισσότερο επιστημονικά. Μετά από τόση κακοτυχία θέλουμε αναμφίβολα μια διέξοδο. Συνεπώς, αφήνουμε πίσω μας τη γη με όλες της τις αβεβαιότητες και στρέφουμε το βλέμμα μας στον ουρανό. Τα άστρα –κι όχι οι εφημερίδες-


 

 

θα μας πούνε πότε θα ηττηθεί ο Χίτλερ και πότε θα γίνουμε Αμερικανοί πολίτες. Θεωρούμε τα άστρα πιο αξιόπιστους συμβούλους απ’ ό,τι όλους τους φίλους μας· από τα άστρα μαθαίνουμε πότε θα δειπνήσουμε με τους ευεργέτες μας καθώς και ποια μέρα θα έχουμε την καλύτερη ευκαιρία για να συμπληρώσουμε ένα από αυτά τα αμέτρητα ερωτηματολόγια που συνοδεύουν τις τωρινές μας ζωές. Μερικές φορές δεν στηριζόμαστε ούτε στ’ άστρα, αλλά μάλλον στις γραμμές των χεριών ή στα σημάδια του γραφικού μας χαρακτήρα. Έτσι μαθαίνουμε λιγότερα για τα πολιτικά γεγονότα αλλά περισσότερα για τους αγαπητούς εαυτούς μας, έστω κι αν η ψυχανάλυση είναι κάπως ντεμοντέ. Οι ευτυχισμένες εποχές κατά τις οποίες βαριεστημένες κυρίες και κύριοι της καλής κοινωνίας συζητούσαν για τις χαριτωμένες αταξίες των παιδικών τους χρόνων, έχουν παρέλθει. Δεν θέλουν πια ιστορίες με φαντάσματα· οι πραγματικές εμπειρίες τούς κάνουν να ανατριχιάζουν. Δεν υπάρχει πλέον καμιά ανάγκη να μας μαγεύει το παρελθόν· υπάρχει αρκετή μαγεία στην πραγματικότητα. Έτσι, παρά την ειλικρινή αισιοδοξία μας, χρησιμοποιούμε κάθε είδους μαγικά κόλπα για να κάνουμε τα πνεύματα του μέλλοντος να εμφανιστούν.

Δεν ξέρω ποιες αναμνήσεις και ποιες σκέψεις κατοικούν κάθε βράδυ στα όνειρά μας. Δεν τολμώ να ζητήσω


 

 

πληροφορίες, δεδομένου ότι κι εγώ υπήρξα μάλλον αισιόδοξη. Μερικές φορές όμως φαντάζομαι ότι τουλάχιστον τα βράδια σκεφτόμαστε τον θάνατό μας ή ότι θυμόμαστε τα ποιήματα που κάποτε αγαπήσαμε. Θα μπορούσα ακόμα και να καταλάβω πώς οι φίλοι μας της Δυτικής Ακτής, κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης κυκλοφορίας, έχουν τέτοιες περίεργες απόψεις όπως το να πιστεύουν ότι όχι μόνο είμαστε «αυριανοί πολίτες» αλλά τωρινοί «εχθρικοί αλλοδαποί». Υπό το φως της ημέρας, φυσικά, «από τεχνικής απόψεως» γινόμαστε μόνο εχθρικοί αλλοδαποί – όλοι οι πρόσφυγες το ξέρουν αυτό. Αλλά όταν τεχνικοί λόγοι σε εμπόδιζαν να βγεις από το σπίτι τις βραδινές ώρες, σίγουρα δεν ήταν εύκολο να αποφύγεις σκοτεινές σκέψεις για τη σχέση τεχνικότητας και πραγματικότητας.

Όχι, κάτι δεν πάει καλά με την αισιοδοξία μας. Υπάρχουν ανάμεσά μας εκείνοι οι ιδιόρρυθμοι αισιόδοξοι άνθρωποι που, έχοντας κάνει πολλές αισιόδοξες ομιλίες, επιστρέφουν στο σπίτι και ανάβουν το γκάζι ή χρησιμοποιούν τον ουρανοξύστη με έναν αρκετά αναπάντεχο τρόπο. Φαίνεται ότι αυτοί αποδεικνύουν ότι η δεδηλωμένη μας ευθυμία βασίζεται σε μια επικίνδυνη ετοιμότητα για θάνατο. Αναθρεμμένοι με την πεποίθηση ότι η ζωή είναι το υψηλότερο αγαθό και ο θάνατος ο μεγαλύτερος τρόμος, γινόμαστε μάρτυρες


 

 

και θύματα χειρότερων φρικαλεοτήτων απ’ ό,τι ο θάνατος δίχως να είμαστε ικανοί να ανακαλύψουμε ένα υψηλότερο ιδανικό απ’ τη ζωή. Έτσι, μολονότι ο θάνατος χάνει για εμάς τη φρίκη του, δεν γινόμαστε ούτε πρόθυμοι ούτε ικανοί να ρισκάρουμε τη ζωή μας για κάποιον σκοπό. Οι πρόσφυγες, αντί να παλέψουν

–ή να σκεφτούνε πώς θα μπορέσουμε να παλέψουν- συνηθίζουν να εύχονται το θάνατο συγγενών και φίλων· αν κάποιος πεθάνει, φανταζόμαστε με χαρά όλα τα βάσανα από τα οποία γλύτωσε. Τελικά, πολλοί από εμάς καταλήγουν να εύχονται ότι κι εμείς, επίσης, θα μπορούσαμε να γλυτώσουμε από ορισμένα βάσανα, και ενεργούν αναλόγως.

Από το 1938 –από την εισβολή του Χίτλερ στην Αυστρία- έχουμε δει πόσο γρήγορα η εύγλωττη αισιοδοξία μπορεί να μετατραπεί σε άφωνη απαισιοδοξία. Καθώς περνά ο καιρός, τα πράγματα γίνονται χειρότερα γινόμαστε ακόμα πιο αισιόδοξοι και ρέπουμε ακόμα περισσότερο προς την αυτοκτονία. Οι Εβραίοι της Αυστρίας υπό τον Schuschnigg ήταν τόσο εύθυμος λαός που τους θαύμαζαν όλοι οι αμερόληπτοι παρατηρητές. Ήταν αρκετά υπέροχο το πόσο βαθιά πεπεισμένοι ήταν ότι τίποτα κακό δεν μπορούσε να τους συμβεί. Όταν όμως τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στη χώρα και οι μη Εβραίοι γείτονες άρχισαν ταραχές στα εβραϊκά


 

 

σπίτια, οι Αυστριακοί Εβραίοι άρχισαν να αυτοκτονούν. Σε αντίθεση με το τι γίνεται στις άλλες αυτοκτονίες, οι φίλοι μας δεν άφηναν καμιά εξήγηση για την πράξη τους, καμιά κατηγορία, καμιά καταγγελία εναντίον ενός κόσμου που εξαναγκάζει έναν απελπισμένο άνθρωπο να μιλά και να ενεργεί εύθυμα ακόμα και στην τελευταία του μέρα. Τα σημειώματα που άφησαν αυτοί οι άνθρωποι είναι συμβατικά, ανούσια ντοκουμέντα. Έτσι, οι επικήδειοι που κάνουμε πάνω απ’ τους ανοιχτούς τους τάφους είναι σύντομοι, αμήχανοι και πολύ αισιόδοξοι. Κανείς δεν νοιάζεται για τα κίνητρα· φαίνεται ότι είναι ξεκάθαρα σε όλους μας.

 

Μιλώ για μη δημοφιλή γεγονότα· και τα πράγματα γίνονται χειρότερα απ’ το ότι για να αποδείξω αυτά που λέω δεν χρησιμοποιώ τα μόνα επιχειρήματα που εντυπωσιάζουν τους σύγχρονους ανθρώπους – αριθμούς. Ακόμα κι αυτοί οι Εβραίοι που αρνούνται μανιωδώς την ύπαρξη του εβραϊκού λαού μάς δίνουν μια αρκετά μεγάλη πιθανότητα επιβίωσης σε ό,τι έχει να κάνει με αριθμούς πώς αλλιώς θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι μόνο λίγοι Εβραίοι είναι εγκληματίες και ότι πολλοί Εβραίοι σκοτώνονται σαν καλοί πατριώτες σε καιρό πολέμου; Παρά την προσπάθειά τους να περισώσουν τη στατιστική ζωή του εβραϊκού λαού, ξέρουμε ότι οι


 

 

Εβραίοι είχαν το μικρότερο ποσοστό αυτοκτονιών ανάμεσα σε όλα τα πολιτισμένα έθνη. Είμαι αρκετά βέβαιη ότι αυτοί οι αριθμοί δεν ισχύουν πια, αλλά δεν μπορώ να το αποδείξω με καινούργια αριθμούς, μολονότι μπορώ με βεβαιότητα να το αποδείξω με βάση καινούργιες εμπειρίες. Αυτό μπορεί να αρκεί στις σκεπτικιστικές εκείνες ψυχές που ποτέ δεν ήταν αρκετά πεπεισμένες ότι το μέγεθος του κρανίου κάποιου δίνει ακριβή ιδέα και για το περιεχόμενό του, ή ότι οι στατιστικές του εγκλήματος δείχνουν τον ακριβή βαθμό των εθνικών ηθών. Εν πάση περιπτώσει, οπουδήποτε κι αν ζουν σήμερα οι Ευρωπαίοι Εβραίοι, δεν συμπεριφέροντε πλέον σύμφωνα με στατιστικούς νόμους. Οι αυτοκτονίες δεν συμβαίνουν μόνο μεταξύ των πανικόβλητων ανθρώπων στο Βερολίνο και τη Βιέννη, στο Βουκουρέστι ή το Παρίσι, αλλά και στη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες, το Μπουένος Άιρες και το Μοντεβιδέο.

Από την άλλη, έχουν αναφερθεί λίγες αυτοκτονίες στα γκέτο και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στην πραγματικότητα διαθέτουμε ελάχιστες ή καθόλου αναφορές από την Πολωνία, είμαστε όμως αρκετά καλά πληροφορημένοι για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γαλλίας και της Γερμανίας. Στο στρατόπεδο του Gurs, για παράδειγμα, όπου είχα την ευκαιρία


 

 

να περάσω κάποιον καιρό, μόνο μια φορά άκουσα για αυτοκτονία, και αυτό αφορούσε μια πρόταση για ομαδική αυτοκτονία, προφανώς ένα είδος διαμαρτυρίας προκειμένου να ενοχληθούν οι Γάλλοι. Όταν κάποιοι από εμάς παρατήρησαν ότι έχουμε μεταφερθεί εκεί “για να πεθάνουμε” σε κάθε περίπτωση, η γενική διάθεση άλλαξε ξαφνικά και μετατράπηκε σε ένα φλογερό θάρρος για ζωή. Η κοινή γνώμη υποστήριζε ότι κάποιος έπρεπε να είναι αφύσικα αντικοινωνικός και αδιάφορος για όσα συμβαίνουν αν μπορούσε ακόμη να ερμηνεύει ολόκληρο το περιστατικό ως προσωπική και ατομική κακοτυχία και, αναλόγως, να θέσει τέρμα στη ζωή του ατομικά και προσωπικά. Αλλά οι ίδιοι άνθρωποι, καθώς επέστρεφαν στις ατομικές τους ζωές, κι έρχονταν αντιμέτωποι με φαινομενικά ατομικά προβλήματα, στρέφονταν και πάλι σε αυτή την παράλογη αισιοδοξία η οποία γειτνιάζει με την απελπισία.

Είμαστε οι πρώτοι μη θρησκευόμενοι Εβραίοι που διώκονται – και είμαστε οι πρώτοι που, στο έσχατο σημείο, απαντάμε με αυτοκτονία. Ίσως να έχουν δίκαιο οι φιλόσοφοι που διδάσκουν ότι η αυτοκτονία είναι η καλύτερη και υπέρτατη εγγύηση της ανθρώπινης ελευθερίας: μπορεί να μην είμαστε ελεύθεροι να δημιουργήσουμε τις ζωές μας και τον κόσμο στον οποίο ζούμε, μολαταύτα είμαστε ελεύθεροι να χάσουμε τη


 

 

ζωή μας και να εγκαταλείψουμε τον κόσμο. Ασφαλώς, οι ευσεβείς Εβραίοι δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν αυτή την αρνητική αλήθεια· αντιλαμβάνονται την αυτοκτονία ως φόνο, δηλαδή ως καταστροφή αυτού που ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να φτιάξει, παρέμβαση στα δικαιώματα του Δημιουργού. Adonai Nathan veadonai lakach («Κύριος έδωκεν κύριος και αφήρεσεν»)· και θα πρόσθεταν: baruch shem adonai («ευλογημένο να είναι το όνομα του Κυρίου»). Για αυτούς η αυτοκτονία, όπως κι ο φόνος, είναι μια βλάσφημη επίθεση στη δημιουργία ως σύνολο. Ο άνθρωπος που σκοτώνει τον εαυτό του υποστηρίζει ότι η ζωή δεν αξίζει να την ζεις κι ο κόσμος δεν αξίζει να του προσφέρει άσυλο.

Κι όμως, οι αυτοκτόνοι μας δεν είναι τρελοί επαναστάτες που εκτοξεύουν προκλήσεις κατά της ζωής και του κόσμου, που προσπαθούν σκοτώνοντας τους εαυτούς του να σκοτώσουν ολόκληρο το σύμπαν. Η αυτοκτονία τους είναι ένας αθόρυβος και σεμνός τρόπος εκμηδένισης· φαίνεται να απολογούνται για τη βίαιη λύση που βρήκαν για τα προσωπικά τους προβλήματα. Κατά τη γνώμη τους, γενικά, τα πολιτικά γεγονότα δεν έχουν καμία σχέση με την ατομική τους μοίρα· είτε σε καλές είτε σε κακές εποχές, αυτοί πιστεύουν αποκλειστικά στη δική τους προσωπικότητα. Τώρα θεωρούν ότι έχουν μέσα τους κάποιες μυστηριώδεις ανεπάρκειες


 

 

που δεν τους επιτρέπουν να προχωρήσουν. Έχοντας νιώσει από τα παιδικά τους χρόνια ότι δικαιούνται σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό επίπεδο, φαίνονται αποτυχημένοι στα δικά τους μάτια αν αυτό το επίπεδο δεν μπορεί πια να διατηρηθεί. Η αισιοδοξία τους είναι η μάταιη προσπάθειά τους να κρατήσουν το κεφάλι τους έξω απ’ το νερό. Πίσω από αυτή τη βιτρίνα ευδιαθεσίας, παλεύουν συνεχώς με την απελπισία. Τελικά, πεθαίνουν από ένα είδος εγωισμού.

Αν σωθούμε, αισθανόμαστε ταπεινωμένοι, και αν κάποιος μας βοηθήσει αισθανόμαστε εξευτελισμένοι. Αγωνιζόμαστε σαν τρελοί για την ατομική μας ύπαρξη με ξεχωριστά πεπρωμένα ο ένας απ’ τον άλλον, εφόσον φοβόμαστε να γίνουμε μέρος της θλιβερής εκείνης πληθώρας ζητιάνων την οποία εμείς, όντας πολλοί από εμάς πρώην φιλάνθρωποι, θυμόμαστε πολλοί καλά. Όπως ακριβώς κάποτε δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε ότι ο ονομαζόμενος ζητιάνος ήταν ένα σύμβολο της Εβραϊκής μοίρας και όχι ένας χαζός, έτσι και σήμερα δεν αισθανόμαστε ότι πρέπει να φανούμε αλληλέγγυοι προς τους Εβραίους· δεν μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε ότι εμείς από μόνοι μας δεν έχουμε και τόση πολλή σημασία, όση ολόκληρος ο Εβραϊκός λαός. Μερικές φορές αυτή η έλλειψη κατανόησης έχει ενισχυθεί ισχυρά από τους προστάτες μας. Έτσι, θυμάμαι έναν σκηνοθέτη


 

 

στο Παρίσι που επιδιδόταν σε μεγάλες αγαθοεργίες ο οποίος, κάθε φορά που λάμβανε μια κάρτα από έναν Γερμανοεβραίο  διανοούμενο  με  το αναπόφευκτο

«Δρ.» πάνω σε αυτήν, συνήθιζε να φωνάζει δυνατά:

«Κύριε Δόκτωρ, Κύριε Δόκτωρ, Κύριε Ζητιάνε, Κύριε Ζητιάνε!»

Το συμπέρασμα που εξήγαμε από τέτοιες δυσάρεστες εμπειρίες ήταν αρκετά απλό. Δεν μας ικανοποιούσε πια το να είμαστε διδάκτορες φιλοσοφίας· και μαθαίναμε ότι προκειμένου να χτίσει κανείς μια καινούργια ζωή, θα έπρεπε πρώτα να βελτιώσει την προηγούμενη. Μάλιστα επινοήθηκε κι ένα ωραίο παραμύθι για να περιγράψει τη συμπεριφορά μας· ένας παραμελημένος émigré σκύλος ράτσας ντάσχουντ, μέσα στη θλίψη του, άρχισε να λέει: «Κάποτε, όταν ήμουν σκύλος (ράτσας) Αγίου Βερνάρδου…»

Οι καινούργιοι μας φίλοι, μάλλον συνεπαρμένοι από τόσους πολλούς σταρ και διάσημους ανθρώπους, δύσκολα καταλαβαίνουν ότι στη βάση όλων μας των περιγραφών για τα περασμένα μεγαλεία βρίσκεται μια ανθρώπινη αλήθεια: κάποτε ήμασταν κάποιοι για τους οποίους νοιάζονταν οι άνθρωποι, μας αγαπούσαν οι φίλοι μας και οι ιδιοκτήτες των σπιτιών μας ήξεραν ότι πληρώναμε το νοίκι κανονικά. Κάποτε μπορούσαμε να αγοράσουμε το φαγητό μας και να ανέβουμε


 

 

στον υπόγειο σιδηρόδρομο δίχως να μας πούνε ότι είμαστε ανεπιθύμητοι. Γίναμε λίγο υστερικοί όταν οι δημοσιογράφοι άρχισαν να μας παρατηρούν και να μας λένε δημόσια να σταματήσουμε να είμαστε αηδιαστικοί όταν ψωνίζουμε ψωμί και γάλα. Αναρωτιόμαστε πώς μπορεί να γίνει αυτό· είμαστε ήδη τόσο αξιοκατάκριτα προσεκτικοί σε κάθε στιγμή της καθημερινής ζωής μας στην προσπάθειά μας να αποτρέψουμε οποιονδήποτε απ’ το να μαντέψει ποιοι είμαστε, τι είδους διαβατήριο έχουμε,    πού       συμπληρώθηκαν  τα         πιστοποιητικά γέννησής μας – και ότι δεν αρέσουμε στον Χίτλερ. Κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να χωρέσουμε σε έναν κόσμο όπου πρέπει, κατά κάποιον τρόπο, να φυλάγεσαι πολιτικά ακόμα κι όταν αγοράζεις φαγητό. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το σκυλί του Αγίου Βερνάρδου όλο και μεγαλώνει. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνον τον νεαρό που, όταν περίμεναν να αποδεχτεί ένα συγκεκριμένο είδος δουλειάς, είπε  αναστενάζοντας:

«Δεν ξέρετε σε ποιον μιλάτε· ήμουν διευθυντής τομέα στο Karstadt [ένα μεγάλο εμπορικό πολυκατάστημα στο Βερολίνο]». Υπάρχει όμως κι η βαθιά απελπισία των μεσηλίκων ανδρών που, έπειτα από αμέτρητες μετακινήσεις σε διαφορετικές επαρχίες προκειμένου να σωθούν, τελικά αναφωνούν, «κανείς εδώ δεν ξέρει ποιος είμαι!». Απ’ τη στιγμή που κανένας δεν θα του


 

 

συμπεριφερθεί ως αξιοπρεπές ανθρώπινο ον, αρχίζει να στέλνει τηλεγραφήματα σε σπουδαίες προσωπικότητες και στους μεγάλους συγγενείς του. Γρήγορα μαθαίνει ότι σε αυτόν τον τρελό κόσμο είναι πολύ πιο εύκολο να γίνεις αποδεκτός ως ένας «σπουδαίος άνθρωπος» παρά ως ένα απλό ανθρώπινο ον.

 

Όσο λιγότερο είμαστε ελεύθεροι να αποφασίσουμε ποιοι είμαστε ή να ζήσουμε όπως θέλουμε τόσο περισσότερο προσπαθούμε να παρουσιάσουμε ένα προσωπείο, να κρύψουμε τα γεγονότα και να παίξουμε ρόλους. Μας εξόρισαν από τη Γερμανία επειδή ήμασταν Εβραίοι. Αλλά μόλις περάσαμε τη γραμμή των συνόρων με τη Γαλλία μετατραπήκαμε σε boches. Μας είπαν μάλιστα ότι πρέπει να αποδεχτούμε αυτό τον χαρακτηρισμό αν πραγματικά ήμασταν αντίθετοι στις φυλετικές θεωρίες του Χίτλερ. Για εφτά χρόνια παίζαμε τον γελοίο ρόλο του να προσπαθούμε να γίνουμε Γάλλοι

τουλάχιστον, επίδοξοι πολίτες· παρόλα αυτά, με το ξέσπασμα του πολέμου φυλακιστήκαμε ως boches. Στο μεταξύ, ωστόσο, οι περισσότεροι από εμάς είχαν γίνει τόσο νομιμόφρονες Γάλλοι ώστε δεν μπορούσαμε να αμφισβητήσουμε ούτε ένα κυβερνητικό διάταγμα· έτσι, δηλώναμε ότι ήταν σωστό που μας είχαν έγκλειστους. Ήμασταν  οι  πρώτοι  εθελοντές  φυλακισμένοι της


 

 

ιστορίας. Αφότου εισέβαλαν οι Γερμανοί στη χώρα, η γαλλική κυβέρνηση έπρεπε απλώς να αλλάξει τη φίρμα· αρχικά είχαμε φυλακιστεί επειδή ήμασταν Γερμανοί, τώρα δεν μας αποφυλάκιζαν επειδή ήμασταν Εβραίοι. Η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται  ξανά  και  ξανά σε ολόκληρο τον πλανήτη. Στην Ευρώπη οι Ναζί δήμευσαν τις περιουσίες μας· στη Βραζιλία όμως έπρεπε να πληρώσουμε το 30% των εισοδημάτων μας, όπως τα περισσότερα αφοσιωμένα μέλη του Bund der Auslandsdeutschen. Στο Παρίσι δεν μπορούσαμε να βγούμε από τα σπίτια μας μετά τις οχτώ, επειδή ήμασταν Εβραίοι· στο Λος Άντζελες όμως ήμασταν υπό περιορισμό γιατί ήμασταν «εχθρικοί ξένοι». Η ταυτότητά μας αλλάζει τόσο συχνά ώστε κανείς δεν μπορεί να βρει ποιοι πραγματικά είμαστε.

Δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα όταν συναντιόμαστε με Εβραίους. Οι Εβραίοι της Γαλλίας ήταν απολύτως πεπεισμένοι ότι όλοι οι Εβραίοι που είχαν καταγωγή από τις πέραν του Ρήνου περιοχές ήταν αυτό που λέγανε Polaks αυτό δηλαδή που οι Γερμανοί Εβραίοι αποκαλούν Ostjuden. Αυτοί οι Εβραίοι όμως που πραγματικά κατάγονταν από την Ανατολική Ευρώπη δεν θα μπορούσαν να συμφωνήσουν με τους Γάλλους αδελφούς τους και μας αποκαλούν Jaeckes. Οι γιοι αυτών –η δεύτερη γενιά που έχει γεννηθεί στη Γαλλία


 

 

και είναι ήδη δεόντως αφομοιωμένοι- ασπάζονται την άποψη των Γαλλοεβραίων των ανώτερων τάξεων. Έτσι, μέσα στην ίδια οικογένεια, μπορεί να σε αποκαλεί Jaecke ο πατέρας και Polak ο γιος.

Μετά το ξέσπασμα του πολέμου και την καταστροφή που υπέστη ο Ευρωπαϊκός Εβραϊσμός, το απλό γεγονός του να είσαι πρόσφυγας απέτρεπε τον συγχρωτισμό με την ντόπια εβραϊκή κοινωνία, και οι όποιες εξαιρέσεις απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Αυτοί οι άγραφοι κοινωνικοί νόμοι, μολονότι ποτέ δεν αναγνωρίστηκαν δημοσίως, είχαν τη μεγάλη υποστήριξη της κοινής γνώμης. Και μια τέτοια σιωπηλή γνώμη και πρακτική είναι περισσότερο σημαντική για τις καθημερινές μας ζωές από όλες τις επίσημες εξαγγελίες φιλοξενίας και καλής διάθεσης.

Ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό ζώο και η ζωή δεν εύκολη γι’ αυτόν όταν κόβονται οι κοινωνικοί δεσμοί. Τα ηθικά πρότυπα τηρούνται πιο εύκολα μέσα στη δομή της κοινωνίας. Πολύ λίγα άτομα έχουν τη δύναμη να διατηρήσουν την ακεραιότητά τους αν η κοινωνική, πολιτική και νομική τους θέση είναι εντελώς συγκεχυμένη. Μη έχοντας το κουράγιο να παλέψουμε για κάποια αλλαγή της κοινωνικής και νομικής μας θέσης, αντ’ αυτού, πολλοί από εμάς, έχουμε αποφασίσει να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε ταυτότητα. Και


 

 

τούτη η περίεργη συμπεριφορά κάνει τα πράγματα πολύ χειρότερα. Η σύγχυση μέσα στην οποία ζούμε είναι εν μέρει δικό μας έργο.

Κάποια μέρα κάποιος θα γράψει την αληθινή ιστορία της μετανάστευσης των Εβραίων από τη Γερμανία· και θα πρέπει να αρχίσει με μια περιγραφή αυτού του κ. Cohn από το Βερολίνο, που πάντα ήταν 150% Γερμανός, ένας Γερμανός υπερπατριώτης. Το 1933 ο κ. Cohn βρήκε καταφύγιο στην Πράγα και πολύ γρήγορα έγινε ένας πεπεισμένος Τσέχος πατριώτης τόσο πιστός και τόσο αληθινός Τσέχος πατριώτης όσο ήταν και Γερμανός πατριώτης. Ο καιρός περνούσε και γύρω στο 1937 η Τσέχικη κυβέρνηση, ευρισκόμενη ήδη κάτω από κάποια ναζιστική πίεση, άρχισε να εξορίζει τους εβραίους πρόσφυγές της, αψηφώντας το γεγονός ότι αυτοί αισθάνονταν τόσο ισχυρά επίδοξοι τσέχοι πολίτες. Έπειτα ο κ. Cohn μας πήγε στη Βιέννη· για να προσαρμοστεί κανείς εκεί απαιτούνταν ένας σαφής αυστριακός πατριωτισμός. Η γερμανική εισβολή ανάγκασε τον κ. Cohn να φύγει από αυτή τη χώρα. Έφτασε στο Παρίσι σε μια κακή εποχή και δεν έλαβε ποτέ κανονική άδεια παραμονής. Έχοντας αποκτήσει ήδη μια μεγάλη ικανότητα στο να τρέφει ευσεβείς πόθους, αρνήθηκε να πάρει στα σοβαρά τα απλά διοικητικά μέτρα, πεπεισμένος ότι θα περάσει


 

 

το υπόλοιπο της ζωής του στη Γαλλία. Συνεπώς, προετοίμαζε την προσαρμογή του στο Γαλλικό έθνος ταυτιζόμενος με τον πρόγονό «μας» Vercingétorix [Σ.τ.μ.]. Νομίζω πως είναι καλύτερα να μην επεκταθώ στις επιπλέον ιστορίες του κ. Cohn. Εφόσον ο κ. Cohn δεν μπορεί να γίνει αυτό που πραγματικά είναι, Εβραίος, κανείς δεν μπορεί να προείπει όλες τις παλαβές αλλαγές τις οποίες θα υποστεί.

 

Ένας άνθρωπος που θέλει να χάσει τον εαυτό του ανακαλύπτει, πράγματι, τις πιθανότητες της ανθρώπινης ύπαρξης, που είναι άπειρες, τόσο άπειρες όσο και  η δημιουργία. Όμως η εκ νέου απόκτηση μιας καινούργιας προσωπικότητας είναι τόσο δύσκολη –και τόσο απέλπιδη- όσο μια νέα δημιουργία του κόσμου. Ό,τι κι αν κάνουμε, ό,τι κι αν παριστάνουμε πως είμαστε, δεν αποκαλύπτουμε τίποτα άλλο παρά την παράλογη επιθυμία μας να αλλάξουμε, να μην είμαστε Εβραίοι. Όλες οι ενέργειές μας στρέφονται στην επίτευξη αυτού του στόχου: δεν θέλουμε να είμαστε πρόσφυγες, δεδομένου ότι δεν θέλουμε να είμαστε Εβραίοι· προσποιούμαστε ότι είμαστε αγγλόφωνος λαός, δεδομένου ότι οι γερμανόφωνοι μετανάστες των τελευταίων χρόνων είναι σημαδεμένοι ως Εβραίοι· δεν αποκαλούμε τους εαυτούς μας απάτριδες, δεδομένου


 

 

ότι η πλειονότητα των απάτριδων στον κόσμο είναι Εβραίοι· θέλουμε να γίνουμε νομιμόφρονες Οττεντότοι, μόνο και μόνο για να κρύψουμε το γεγονός ότι είμαστε Εβραίοι. Δεν τα καταφέρνουμε και δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε· κάτω από την «αισιοδοξία» μας μπορεί εύκολα να εντοπίσει κανείς την απεγνωσμένη θλίψη των αφομοιωμένων.

Με εμάς από τη Γερμανία η λέξη «αφομοίωση» παίρνει ένα «βαθύ» φιλοσοφικό νόημα.. Δύσκολα μπορείτε να συνειδητοποιήσετε πόσο σοβαροί ήμασταν σχετικά μ’ αυτό. Αφομοίωση δεν σημαίνει την απαραίτητη προσαρμογή στη χώρα όπου έτυχε να γεννηθούμε και στο λαό του οποίου τη γλώσσα έτυχε να μιλάμε. Προσαρμοζόμαστε κατ’ αρχήν σε όλα και σε όλους. Αυτή η νοοτροπία μού έγινε κάποτε αρκετά ξεκάθαρη από τα λόγια ενός συμπατριώτη μου ο οποίος, προφανώς, ήξερε πώς να εκφράσει τα συναισθήματά του. Έχοντας μόλις φτάσει στη Γαλλία, ίδρυσε έναν από εκείνους τους συλλόγους προσαρμογής όπου οι Γερμανοεβραίοι διαβεβαίωναν ο ένας τον άλλο ότι είναι ήδη Γάλλοι Στην πρώτη του ομιλία είπε: «Υπήρξαμε καλοί Γερμανοί στη Γερμανία και συνεπώς θα γίνουμε καλοί Γάλλοι στη Γαλλία.» Το κοινό χειροκρότησε με ενθουσιασμό και κανείς δεν γέλασε: ήμασταν ευτυχισμένοι που μάθαμε πώς να αποδείξουμε τη νομιμοφροσύνη μας.


 

 

Αν ο πατριωτισμός ήταν ένα ζήτημα ρουτίνας ή εξάσκησης, θα έπρεπε να είμαστε οι περισσότερο πατριώτες άνθρωποι στον κόσμο. Ας επιστρέψουμε στον κ. Cohn μας· σίγουρα έχει σπάσει όλα τα ρεκόρ. Είναι αυτός ο ιδανικός μετανάστης που πάντα, και σε κάθε χώρα όπου τον οδηγεί η τρομερή του μοίρα, αμέσως βλέπει και αγαπά τα ντόπια βουνά. Αλλά δεδομένου ότι ο πατριωτισμός δεν θεωρείται ακόμα ένα ζήτημα εξάσκησης, είναι δύσκολο να πείσουμε τους ανθρώπους για την ειλικρίνεια των συνεχόμενων μεταμορφώσεών μας. Αυτός ο αγώνας κάνει τη δική μας κοινωνία τόσο λίγο ανεκτική. Απαιτούμε πλήρη αφομοίωση δίχως τη δικιά μας ομάδα γιατί δεν είμαστε σε θέση να την αποκτήσουμε από τους γηγενείς. Οι γηγενείς αντιμέτωποι με τόσο παράξενα όντα όπως εμείς, γίνονται καχύποπτοι· από τη δική τους οπτική, κατά κανόνα, θα ήταν κατανοητή μόνο μια αφοσίωση στις παλιές μας πατρίδες. Αυτό καθιστά τη ζωή πολύ πικρή για εμάς. Ενδεχομένως θα ξεφεύγαμε από αυτή την υποψία αν εξηγούσαμε ότι, όντας Εβραίοι, ο πατριωτισμός μας στις αρχικές μας χώρες είχε μια μάλλον αλλόκοτη όψη/ πλευρά. Μολονότι ήταν πράγματι ειλικρινής και βαθιά ριζωμένος. Γράψαμε πολυσέλιδους τόμους για να τον αποδείξουμε· πληρώσαμε μια ολόκληρη γραφειοκρατία για να εξερευνήσει την παλαιότητά του και να τον


 

 

εξηγήσει στατιστικά. Είχαμε λόγιους που έγραψαν φιλοσοφικές πραγματείες σχετικά με την αναπόφευκτη αρμονικότητα Εβραίων και Γάλλων, Εβραίων και Γερμανών, Εβραίων και Ούγγρων, Εβραίων και… Η τόσο συχνά αμφισβητούμενη σήμερα νομιμοφροσύνη, έχει πίσω της μακρά ιστορία. Είναι η ιστορία των 150 χρόνων των αφομοιωμένων Εβραίων που κατάφεραν ένα άνευ προηγουμένου επίτευγμα: μολονότι αποδείκνυαν όλη την ώρα την μη Εβραϊκότητά τους, κατάφερναν μολαταύτα να παραμένουν Εβραίοι.

Η απελπισμένη σύγχυση αυτών των περιπλανώμενων Οδυσσέων οι οποίοι, σε αντίθεση με το σπουδαίο πρότυπό τους, δεν ξέρουν ποιοι είναι, εύκολα εξηγείται από την απόλυτη μανία τους να αρνηθούν να κρατήσουν την ταυτότητά τους. Αυτή η μανία είναι πολύ παλιά και δεν αφορά τα 10 τελευταία χρόνια, που αποκάλυψαν τον έντονο παραλογισμό της ύπαρξής μας. Μοιάζουμε με ανθρώπους με μια παγιωμένη ιδέα που δεν μπορούν συνεχώς να προσπαθούν να συγκαλύψουν ένα φανταστικό στίγμα. Έτσι, είμαστε ενθουσιωδώς υπέρ κάθε νέας δυνατότητας που, επειδή είναι καινούργια, δείχνει ότι μπορεί να κάνει θαύματα. Καταγοητευόμαστε από κάθε καινούργια εθνικότητα με τον ίδιο τρόπο που μια εύσωμη κυρία είναι ευχαριστημένη με κάθε καινούργιο φόρεμα που υπόσχεται να τις δώσει την επιθυμητή


 

 

περιφέρεια μέσης. Το καινούργιο φόρεμα, όμως, της αρέσει μόνο για όσο καιρό πιστεύει στις θαυματουργές του ικανότητες, και θα το πετάξει μόλις ανακαλύψει ότι δεν αλλάζει το παράστημά της ούτε άλλωστε και την κοινωνική της θέση.

Μπορεί κανείς να εκπλαγεί που η προφανής έλλειψη χρησιμότητας όλων των αλλόκοτων μεταμορφώσεών μας δεν έχει σταθεί ικανή να μας αποθαρρύνει. Αν είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι σπανίως διδάσκονται από την ιστορία, είναι επίσης αλήθεια ότι ίσως διδαχθούν από την προσωπική εμπειρία η οποία, όπως στη δική μας περίπτωση, επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά. Προτού όμως ρίξετε τον πρώτο λίθο εναντίον μας, θυμηθείτε ότι το να είναι κανείς Εβραίος δεν προσφέρει κανένα νομικό στάτους σε αυτό τον κόσμο. Αν αρχίσουμε να λέμε την αλήθεια, ότι δηλαδή δεν είμαστε τίποτα άλλο παρά Εβραίοι, αυτό θα σήμαινε ότι εκθέτουμε τους εαυτούς μας στη μοίρα των ανθρώπινων όντων τα οποία, απροστάτευτα από κάποιον συγκεκριμένο νόμο, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ανθρώπινα όντα. Δύσκολα μπορώ να φανταστώ μια συμπεριφορά περισσότερο επικίνδυνη, δεδομένου ότι στην πραγματικότητα ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο τα ανθρώπινα όντα ως τέτοια έχουν πάψει να υφίστανται εδώ και καιρό· απ’ τη στιγμή που η κοινωνία έχει ανακαλύψει τις διακρίσεις ως το


 

 

μεγάλο κοινωνικό όπλο με το οποίο μπορεί κανείς να σκοτώσει τους ανθρώπους δίχως αιματοχυσίες· απ’ τη στιγμή που τα διαβατήρια και τα πιστοποιητικά γέννησης, και μερικές φορές ακόμα και οι αποδείξεις φόρου εισοδήματος δεν είναι πλέον επίσημα χαρτιά αλλά ζητήματα κοινωνικών διακρίσεων. Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι από εμάς εξαρτιόμαστε εξολοκλήρου από τα κοινωνικά κριτήρια· χάνουμε την αυτοπεποίθησή μας αν η κοινωνία δεν μας επιδοκιμάζει· είμαστε έτοιμοι –και πάντοτε ήμασταν- να πληρώσουμε οποιοδήποτε τίμημα προκειμένου να γίνουμε αποδεκτοί από την κοινωνία. Είναι όμως εξίσου αλήθεια ότι οι λιγοστοί ανάμεσά μας που προσπάθησαν να πορευτούν δίχως όλα αυτά τα κόλπα και τα τεχνάσματα της προσαρμογής και της αφομοίωσης, πλήρωσαν ένα πολύ υψηλότερο τίμημα από ό,τι θα μπορούσαν να αντέξουν: διακινδύνευσαν τις λιγοστές ευκαιρίες που ακόμα και οι παράνομοι έχουν σε έναν χαώδη κόσμο.

Η στάση αυτών των λίγων τους οποίους, ακολουθώντας τον Μπερνάρ Λαζάρ, μπορούμε να τους  ονομάσουμε

«συνειδητούς παρίες», μπορεί τόσο λίγο να εξηγηθεί από τα πρόσφατα γεγονότα όσο και η στάση του κ. Cohn που προσπαθεί να αναρριχηθεί με κάθε τρόπο. Αμφότεροι είναι παιδιά του 19ου αιώνα ο οποίος, μη γνωρίζοντας από νομικούς ή πολιτικούς παράνομους,


 

 

ήξερε μόνο πολύ καλά από κοινωνικούς παρίες και από το αντίστροφό τους, τους κοινωνικούς νεόπλουτους. Η σύγχρονη εβραϊκή ιστορία, έχοντας ξεκινήσει με τους αριστοκράτες Εβραίους και συνεχίζοντας με τους Εβραίους εκατομμυριούχους και φιλάνθρωπους, έχει την τάση να ξεχνάει το άλλο νήμα της εβραϊκής παράδοσης

την παράδοση του Χάινε, της Rahel Varnhagen, του Sholom Aleichem, του Μπερνάρ Λαζάρ, του Φραντς Κάφκα ή ακόμα και του Τσάρλι Τσάπλιν. Είναι η παράδοση μιας μειοψηφίας εβραίων που δεν θέλησαν να γίνουν αναρριχόμενοι, που προτίμησαν τη θέση του «συνειδητού παρία». Όλες οι διατυμπανιζόμενες εβραϊκές αρετές η «εβραϊκή καρδιά», η ανθρωπιά, το χιούμορ, η ανιδιοτελής ευφυΐα- είναι αρετές των παριών. Όλα τα εβραϊκά μειονεκτήματα η έλλειψη αβρότητας, η πολιτική βλακεία, τα κόμπλεξ κατωτερότητας και η φιλοχρηματία- είναι χαρακτηριστικά των αναρριχώμενων. Πάντοτε υπήρχαν Εβραίοι που δεν θεωρούσαν ότι άξιζε τον κόπο να αλλάξουν την ανθρώπινη συμπεριφορά τους και τη φυσική τους οξυδέρκεια στον πραγματικό κόσμο για χάρη της στενότητας του πνεύματος της κάστας ή την ουσιαστική ανυπαρξία των οικονομικών συναλλαγών.

Η ιστορία έχει επιβάλει την κατάσταση του παράνομου και στους δυο, και στους παρίες και στους νεόπλουτους,


 

 

με τον ίδιο τρόπο. Οι τελευταίοι δεν έχουν αποδεχτεί ακόμα τη σπουδαία σοφία του Μπαλζακικού: «On ne parvient pas deux fois» [Δεν τα καταφέρνει κανείς δυο φορές]· έτσι, δεν κατανοούν τα άγρια όνειρα των πρώτων και αισθάνονταν ταπεινωμένοι επειδή μοιράζονται μαζί τους κοινή μοίρα. Οι λίγοι αυτοί πρόσφυγες που επιμένουν να λένε την αλήθεια, ακόμα και σε βαθμό

«απρέπειας», κερδίζουν ως αντάλλαγμα για το ότι δεν είναι δημοφιλείς ένα ανεκτίμητο πλεονέκτημα: η ιστορία δεν είναι πλέον γι’ αυτούς ένα κλειστό βιβλίο και η πολιτική δεν είναι το προνόμιο των μη Εβραίων. Ξέρουν ότι την παρανομία του εβραϊκού λαού στην Ευρώπη ακολούθησε η παρανομία των περισσότερων ευρωπαϊκών εθνών. Οι πρόσφυγες που αναγκαστικά μετακινούνται από χώρα σε χώρα αντιπροσωπεύουν την πρωτοπορία του λαού τους – αν κρατήσουν την ταυτότητά τους. Για πρώτη φορά η εβραϊκή ιστορία δεν είναι διαχωρισμένη από την ιστορία όλων των άλλων εθνών, αλλά συνδεδεμένη με αυτήν. Η αμοιβαία αναγνώριση κι ο σεβασμός των ευρωπαϊκών λαών έγινε κομμάτια όταν, και επειδή, επέτρεψε να αποκλειστούν και να διωχθούν τα πιο αδύναμα μέλη της.

 

·


 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΗΣ ΧΑΝΑ ΑΡΕΝΤ

Εμείς οι πρόσφυγες ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑ ΣΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΟΥΣ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ ΑΝΗΜΕΡΑ

ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟ 2016

 

d


Ηλίας Βενέζης- Αιολική γη

    Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.  Κοιμη...

ευανάγνωστα