Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα θάνατος

Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία - Μιχάλης Γκανάς

Αφίσες με τραβούν απ’ το μανίκι,  Αθήνα μου γεμάτη καλλιστεία.  Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία,  είκοσι χρόνια σού πληρώνω νοίκι.  Στον ύπνο να περνούν βουνά και δάση,  νεράιδες φασκιωμένες μαύρα ρούχα.  Κάτι σαν άχτι μουλαριού που σου ’χα  σε ποιο λεωφορείο το ’χω χάσει.   Ποια τρέλα, πες μου, με χτυπάει στις φτέρνες  και φεύγω και κυλάω σαν το τόπι,  με γήπεδα μουγγά και με ταβέρνες  στα σωθικά. Οι άνθρωποι κι οι τόποι,  ξένοι που μοιάζουν στις φωτογραφίες  που βγάζαμε σε άλλες ηλικίες.

Νίκου Καζαντζάκη, Οι αδερφοφάδες (απόσπασμα)

  Μα ξαφνικά, γιατί; ποιος έφταιξε; Καμιά μεγάλη αμαρτία δεν πλάκωσε το χωριό· όπως πάντα οι χωριανοί νήστευαν τις σαρακοστές, Τετάρτη και Παρασκευή δεν έτρωγαν κρέας και ψάρι, δεν έπιναν κρασί, πήγαιναν κάθε Κυριακή στη λειτουργία, έφερναν πρόσφορα, έκαναν κόλλυβα, ξομολογιούνταν και μεταλάβαιναν, γυναίκα δε σήκωνε τα μάτια της να κοιτάξει ξένον άντρα, άντρας δε σήκωνε τα μάτια να κοιτάξει ξένη γυναίκα, όλοι ακλουθούσαν τη στράτα τού θεού...Όλα πήγαιναν καλά και ξαφνικά, εκεί πού ήταν ο θεός σπλαχνικά σκυμμένος κατά το ευτυχισμένο χωριό, απόστρεψε πέρα το πρόσωπό του. το χωpιό ευτύς σκοτείνιασε, κι ένα πρωί φωνή σπαραχτικιά ακούστηκε στην πλατεία του χωριού: «Ξεριζωθείτε, οι Δυνατοί της Γης προστάζουν, φύγετε! Όλοι οι Έλληνες στην Ελλάδα, όλοι οι Τούρκοι στην Τουρκιά! Πάρτε τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας, τα κονίσματα, ξεκουμπιστείτε! Δέκα μέρες διορία». Θρήνος σηκώθηκε μέσα στο χωριό, σάστισαν γυναίκες κι άντρες, πήγαιναν κι έρχονταν κι αποχαιρετούσαν τους τοίχους, τους αργαλειο...