Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα Αντώνης Φωστιέρης

Καλημέρα σκύλε (Μπόρις Βιαν- Μετάφραση Α. Φωστιέρης- Θ. Νιάρχος)

  Βλέπω στο δρόμο ένα σκυλί Του λέω: Τι κάνεις σκύλε; Φαντάζεστε ποτέ να μ’απαντούσε; Όχι; Ε, να λοιπόν που ωστόσο μ’ απαντάει Αν και γι’αυτό βεβαίως εσείς δε δίνετε πεντάρα Έτσι όταν βλέπω γύρω μου ανθρώπους Να προσπερνάνε τα σκυλιά χωρίς καν ένα βλέμμα Νιώθω βαθιά ντροπή για τους γονιούς τους Και των γονιών τους τούς γονιούς Γιατί μια τόσο φοβερή ανατροφή Προϋποθέτει τρεις γενιές -δεν υπερβάλλω διόλου!- Σύφιλη κληρονομική Όμως προσθέτω -Μην τυχόν και ταραχτεί κανένας- Ότι τα πιο πολλά σκυλιά συνήθως δε μιλάνε.     [Μετάφραση: Αντώνης Φωστιέρης, Θανάσης Νιάρχος]  

Η μάνα μου αύριο - Αντώνης Φωστιέρης

  Μήνες και χρόνια Χρόνια πια συνήθισα Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου να φαντάζομαι Πώς θα ’ναι άραγε όταν αύριο Πάψω στ’ αλήθεια να σε βλέπω. Και συνήθισα Να ζω το σήμερα σα θύμηση του άλλοτε Με νοσταλγία παρόντος, τέλεια φθίνοντος, Αφού όσο μέλλον σου απομένει Όχι αργότερα Ήδη από τώρα λάμπει αθέατα Παρελθόν. Έτσι συνήθισα Καθώς περνάς από δωμάτιο σε δωμάτιο Και σκουντουφλάς και συγυρίζεις μες στα μαύρα σου Να ’σαι η σκιά που στην ανάμνηση μειλίχια Ίδια η φωνή σου χαμηλή κι όταν με μάλωνε Ποιος θα ξεχάσει το καρφί του ποιος το χάδι του Ώσπου γερόντιο ρουφηγμένο κι αφτιασίδωτο Μούμια μωρού να ολολύζει Απ’ τις φασκιές. Με αυτοσχέδιες ασκήσεις πια συνήθισα Να κλαίω για σένα ζωντανή κι ότι αναχώρησες Όμως μετά τί φωταψίες αναστάσεως Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου και φαντάζομαι Πως απ’ το αύριο γυρνάς γιατί μ’ αγάπησες Γιατί σ’ αγάπησα κι εγώ, κι αυτό το αύριο Θα περιμένει λίγο ακόμη – αυτό που αύριο Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου και φαντάζομαι Θα λάμψει γύρω σου απροκάλυπτα Παρόν.

Αντώνης Φωστιέρης- «Η Αράχνη»

  Η Αράχνη - Νικόλαος Γύζης Καθόμουν ώρες μες στην πλήξη μου και χάζευα Όπως το κάνουν όλοι αυτοί που κουραστήκανε Από τα τόσα που ελπίζουν ότι ζήσανε Στο χλιαρό κενό τού να μη σκέφτομαι καθόμουνα Παρατηρώντας μιαν αράχνη που αιωρείτο. Εκείνη κάτι θα σκεφτότανε φαντάζομαι Γιατί όλο ανέβαινε το σιχαμένο ιστό της Έμενε ακίνητη συσπώντας τις κεραίες κι έπειτα Ακάθεκτη ορμούσε στο κενό. Μύγα ή ζωύφιο δεν πέρασε, όσο είδα. Όμως η θήρα προχωρούσε δίχως θήραμα Με τη σοφία εκείνου που γνωρίζει πως το ανύπαρκτο Θέλει δραστήρια τέχνη να το αδράξεις. Σοφία ωραία λιλιπούτειου τέρατος Που σε κλωστούλα σάλιου παραμόνευε Να παγιδέψει το άπιαστο Και με χαψιές μεγάλες τέλος καταβρόχθισε Τις ώρες μου, την πλήξη, το κενό. Φωστιέρης, Α. (2000). Η σκέψη ανήκει στο πένθος, Αθήνα: Καστανιώτης