Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα μάνα

Νίκος Καζαντζάκης -Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

  Αγαπούσα που τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία. Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου, δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουνα, κάθιζα στα γόνατά της, της χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα: – Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό. Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λες;» και χαμογελούσε. Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσ...

Η μάνα μου αύριο - Αντώνης Φωστιέρης

  Μήνες και χρόνια Χρόνια πια συνήθισα Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου να φαντάζομαι Πώς θα ’ναι άραγε όταν αύριο Πάψω στ’ αλήθεια να σε βλέπω. Και συνήθισα Να ζω το σήμερα σα θύμηση του άλλοτε Με νοσταλγία παρόντος, τέλεια φθίνοντος, Αφού όσο μέλλον σου απομένει Όχι αργότερα Ήδη από τώρα λάμπει αθέατα Παρελθόν. Έτσι συνήθισα Καθώς περνάς από δωμάτιο σε δωμάτιο Και σκουντουφλάς και συγυρίζεις μες στα μαύρα σου Να ’σαι η σκιά που στην ανάμνηση μειλίχια Ίδια η φωνή σου χαμηλή κι όταν με μάλωνε Ποιος θα ξεχάσει το καρφί του ποιος το χάδι του Ώσπου γερόντιο ρουφηγμένο κι αφτιασίδωτο Μούμια μωρού να ολολύζει Απ’ τις φασκιές. Με αυτοσχέδιες ασκήσεις πια συνήθισα Να κλαίω για σένα ζωντανή κι ότι αναχώρησες Όμως μετά τί φωταψίες αναστάσεως Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου και φαντάζομαι Πως απ’ το αύριο γυρνάς γιατί μ’ αγάπησες Γιατί σ’ αγάπησα κι εγώ, κι αυτό το αύριο Θα περιμένει λίγο ακόμη – αυτό που αύριο Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου και φαντάζομαι Θα λάμψει γύρω σου απροκάλυπτα Παρόν.

Άρης Αλεξάνδρου: Με τι μάτια τώρα πια

      Άρης Αλεξάνδρου: Με τι μάτια τώρα πια   Το ποίημα περιέχεται στη συλλογή Ευθύτης οδών (1959).   Βιάστηκες μητέρα να πεθάνεις. Δεν λέω, είχες αρρωστήσει από φασισμό κι ήταν λίγο το ψωμί έλειπα κι εγώ στην εξορία ήτανε λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες μα πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού να κλείσεις             τα εξηντατέσσερα μπορούσες να 'σφιγγες τα δόντια έστω κι αυτά τα ψεύτικα τα χρυσά σου δόντια μπορούσες ν' αρπαζόσουνα από 'να φύλλο πράσινο απ' τα γυμνά κλαδιά απ' τον κορμό μα ναι το ξέρω γλιστράν τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα             να πιαστείς όμως εσύ να τα 'μπηγες τα νύχια και να τραβούσες έτσι πεντέξι-δέκα χρόνια σαν τους μισοπνιγμένους που τους τραβάει ο χείμαρρος κολλημένους στο δοκάρι του γκρεμισμένου τους σπιτιού. Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να με ξαναδε...