Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βασανιστήρια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βασανιστήρια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023

Ανθρωποφύλακες- Περικλή Κοροβέση (απόσπασμα)

 Το μαρτύριο της φάλαγγας και τα φριχτά βασανιστήρια στην Μπουμπουλίνας -  «Έργα» της Χούντας [video] | Alfavita

... Είχα σφιχτεί και περίμενα. Κοίταζα τον Κώστα. Ο Κώστας έφτυσε στα χέρια του, πήρε το ξύλο. Άρχισε.
Ο φάλαγγας είναι μια υπερβολικά μεγάλη δύναμη που ενεργεί πάνω σου. Σου δίνει την εντύπωση πως γλιστράς σε μια μεγάλη, επικλινή, γυαλιστερή επιφάνεια και πέφτεις πάνω σ' έναν σκληρό, γρανιτένιο τοίχο. Αν δεν ήξερες πως σε χτυπάνε στα πόδια, θα σου ήτανε αδύνατον να προσδιορίσεις από πού έρχεται. Τις κινήσεις του βασανιστή τις βλέπεις. Τα χτυπήματα είναι ο γρανιτένιος τοίχος. Η επικλινής επιφάνεια είναι τα διαστήματα ανάμεσα στα χτυπήματα. Όταν ο ρυθμός είναι κανονικός, είναι λιγότερο επώδυνος από τον ακανόνιστο ρυθμό.
Τη λεπτομέρεια αυτή την ξέρουνε και σε χτυπάνε μια γρήγορα μια αργά. Αρχίζουν να σε χτυπούν από κάτω προς τα πάνω και αντίστροφα. Ξέρουνε πως η πρώτη σου αντίδραση είναι να μαζέψεις λίγο τα πέλματα. Αυτό τους αφήνει αδιάφορους, γιατί ξέρουνε πως ύστερα από δέκα χτυπήματα το πόδι πρήζεται τόσο πολύ, που γεμίζει το παπούτσι.
Άρχισα να φωνάζω. Δεν ήξερα πόσο δυνατή είναι μια ανθρώπινη φωνή, Φώναξα τ' όνομά μου. Άκουγα τη φωνή μου, που ήταν αφύσικα δυνατή. Σταματήσανε. Μα θα ταν δεν θα ταν δέκα χτυπήματα, Δεν τόλμησα να κάνω καμιά σκέψη. Ο Σπανός με ρώτησε αν άλλαξα γνώμη. Δεν τον κοίταξα. Ο Κώστας ξανάρχισε, Φώναζα. Κάποιος φεύγει και πηγαίνει στο αποχωρητήριο και παίρνει το σφουγγαρόπανο. Κολλάει το σφουγγαρόπανο πάνω στο στόμα μου. Όλη εκείνη η αηδία κολλάει στον οισοφάγο μου. Το βαστάει σφιχτά και το πανί στραγγίζεται στο στόμα μου. Δεν μπορώ πια ν' αναπνεύσω.
Σκέφτηκα να κάνω γιόγκα, να κόψω τη μεταβίβαση του πόνου. Μάταιο. Σαν να θέλεις να βάλεις ένα χάρτινο φράγμα σ' έναν καταρράκτη. Τινάχτηκε στον αέρα η γιόγκα μου.
Δεν τελείωνε. Περίμενα να λιποθυμήσω. Είχα μια κτηνώδη αντοχή. Περίεργο, εγώ πού για να βάλω τροχό στο δόντι μου κάνανε ένεση, άντεχα. Δεν λέγανε να τελειώσουν. Πρέπει να σκέφτομαι κάτι άλλο. Ίσως αυτό ανακουφίζει. Αδύνατον. Τώρα το ξύλο δημιουργεί κι έναν ήχο. Σαν μια μεγάλη ξύλινη καμπάνα. Σαν να σαι μέσα στην καμπάνα. Ύστερα γλιστράς. Σκοτάδι, ησυχία, ανακούφιση Μον ρίχνουν νερά. Λιποθύμησα. Συνέρχομαι. Σχεδόν ήμουνα περήφανος που λιποθύμησα. Άμεση συνειδητοποίηση του χώρου. Η ελπίδα, ίσως σταματήσουν τώρα
Μπορεί να με λύσουν. Ο φάλαγγας κανονικά πρέπει να 'χει ένα τέλος. Έγινε πια ολόκληρος κύκλος, Τι θέλουνε; Ο Σπανός ρωτάει αν άλλαξα γνώμη. Δεν τον προσέχω. Ο Κώστας ξαναρχίζει. Μα μέχρι πότε; Αν έλεγα κάτι, θα μου έδινε την ευκαιρία να ξεφύγω για λίγο. Ο Κώστας συνέχιζε. Το πανί ξαναμπήκε στο στόμα μου. Αέρας, δεν υπήρχε αέρας. Πόσο μπορεί να ζήσεις χωρίς αέρας Περίμενα να ακούσω τον ήχο της καμπάνας. Πουθενά μόνο αυτά τα κύματα που ανεβαίνουν. Φαίνεται άρχισαν κάτι τινάγματα νευρικά στο κεφάλι. Ο Σπανός λέει:
«Σταμάτα, κάτι θέλει να πει».
Οι άλλοι το επιβεβαιώνουν. Ναι, θα μιλήσει. Ωρίμασε το πράγμα.Η καλή δουλειά φαίνεται. Κάποιος λέει στον Σπανό «Μην πας κοντά, κύριε προϊστάμενε, θα σε φτύσει»,
Μα τι γίνεται εδώ; Τους βασανίζουνε κι όχι μονάχα δεν μιλάνε, αλλά τους φτύνουν κι από πάνω. Μακάρι να μπορούσα να το κάνω κι εγώ.
Ο Σπανός αλλάζει γνώμη. Ο Κώστας ξαναρχίζει.
Πρέπει η ανθρώπινη αντοχή να 'χει όρια. Μια εφιαλτική υπερδιέγερση μου έδινε εκπληκτική διαύγεια. Τους παρατηρούσα. Ήτανε μα ζεμένοι γύρω γύρω, όπως μαζεύονται και κοιτάνε μια οικοδομή που κατεδαφίζεται. Ο Κώστας δεν χτύπαγε πια. Τώρα ήτανε κάποιος άλλος.
Είδα έναν που είχε φύγει από τον κύκλο και κοίταζε έξω από την πόρτα. Ίσως φρουρός, για να μην ανέβει κανείς απάνω. Ίσως δεν άντεχε να βλέπει. Πίστεψα το δεύτερο. Νέο κουράγιο. Κι εδώ ακόμα, κάποιος που δεν συμφωνεί. Αισθάνομαι φιλικά. Βλέπω γυρισμένη την πλάτη του. Το στομάχι μου πόναγε. Τ' αυτιά βουίζανε. Ένας ήχος διαπεραστικός, οξύς.
Μεγάλωνε. Ένα αίσθημα σαν να γκρεμίζομαι. Μια ταχύτητα, Στυφός ήχος, στριγκός, έτσι όπως σπάει το αεροπλάνο το φράγμα του ήχου. Κάπου θα πέσω. Λιβάδια.
Κάτω από τα νερά. Ένα αίσθημα ξεγνοιασιάς. Συνειδητοποίηση του χρόνου, Πάλι είχα λιποθυμήσει. Σαν να είχα σηκωθεί από αρρώστια. Μου φάνηκε πως ήμουν πολύ αδύνατος, διάφανος. Τους κοιτάζω. Αξύριστοι, άγρυπνοι, κουρασμένοι. Δεν ρωτάνε τίποτα πια. Όταν βλέπουνε πως μπορώ και στρέφω τα μάτια μου, ξαναρχίζουν. Δεν ξέρω πια τίποτε. Σκέφτομαι ένα σκυλί λεπριασμένο που του πετάνε πέτρες. Τα παιδιά στη γειτονιά μου του πετάνε πέτρες. Το σκυλί μου μοιάζει. Τρομάζω. Μπορεί να τρελαθώ, λέω. Ξέρω πως στην Μακρόνησο από τα βασανιστήρια είχανε γίνει τρελοί….

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023

Στο κολαστήριο της Μακρονήσου ( Άρης Αλεξάνδρου)

 Το βασανιστήριο της ορθοστασίας που εφαρμόστηκε στη Μακρόνησο. Πώς  υπογράφονταν οι δηλώσεις μετανοίας και οι επιστολές στον παπά, τον πρόεδρο  και τον δάσκαλο - ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Στη Μακρόνησο, μάς συντάξανε κατά εξάδες και μας οδήγησαν στην πλαγιά, όπου περίμεναν κιόλας τα συνεργεία διαφωτίσεως. Ένας ανθυπολοχαγός, περιστοιχισμένος από ροπαλοφόρους αλφαμίτες, μάς έβγαλε ένα σύντομο λογίδριο (οι Έλληνες από δω, οι Βούλγαροι από κει). Τα ρόπαλα είχαν μήκος 50 έκ. περίπου, με διάμετρο πάχους από 4 ως 5 εκ. αν δε με γελάει το οφθαλμόμετρό μου μικρότερη η διάμετρος στη λαβή, μεγάλωνε ομαλά και αποκτούσε το μέγιστο μήκος της στην άκρη. Ένας αλφαμίτης κράταγε μια χοντρή, φιδωτή ρίζα πουρναριού, πολύ μεγαλύτερη απ' τα ρόπαλα. Σιδερένιους λοστούς δεν είχανε. Μετά το τέλος του λογίδριου, δεν κουνήθηκε κανένας. Είπαν τότε στην πρώτη εξάδα να προχωρήσει και οι αλφαμίτες εφορμήσανε αμέσως και αρχίσανε να χτυπάνε με τα ρόπαλα, ένας ή και δυο τον κάθε κρατούμενο. Κοίταζα, θυμάμαι, να δω όσο το δυνατόν περισσότερα ανεβοκατεβάσματα των ροπάλων ταυτόχρονα, ήθελα να μη μου διαφύγει καμιά λεπτομέρεια, αλλά το μάτι δεν έχει βέβαια αυτή τη δυνατότητα, αναγκαζόμουνα να μετατοπίζω συνεχώς το βλέμμα μου και τελικά το κάρφωσα σε έναν και μόνο βασανιζόμενο, που είχε πέσει, όπως και οι άλλοι στο καταπράσινο χορτάρι - θα έπρεπε νάταν άνοιξη, είχε και αγριολούλουδα, αν δεν κάνω λάθος, λιακάδα, χαρά θεού και είχε κουβαριαστεί, σαν έμβρυο στην κοιλιά της μάνας του, για να αποφύγει τα χτυπήματα και άκουγα τους ξύλινους γδούπους πάνω στα κόκκαλα και που και που ένα ήχο διαφορετικό, κάτι σαν κρακ, όταν έσπαγε πιθανότατα κάποιο κόκκαλο παΐδι είτανε, καλάμι ή ωλένη;— και άκουγα τα ουρλιαχτά των βασανιζόμενων και είχα την εντύπωση πως το παρακάνουν, πως οι κραυγές τους δεν αντιστοιχούν επακριβώς στον πόνο, λες και θέλανε να δείξουν πως πονάνε περισσότερο απ’ ό,τι πράγματι πονούσαν, ελπίζοντας έτσι να προκαλέσουν τον οίκτο των βασανιστών τους, μα εκείνοι προσπαθούσαν να ουρλιάξουν ακόμα δυνατότερα, βρίζοντας όσο χυδαιότερα μπορούσαν και σήκωναν όσο περισσότερο μπορούσαν τα ρόπαλα, να διαγράψουν τα ρόπαλα μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη καμπύλη και να πέσουν έτσι με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη δύναμη πάνω στα κόκκαλα («θα υπογράψετε, παλιοπούστηδες, τί είμαστε εμείς, πουτάνες είμαστε πού υπογράψαμε;») φωνάζοντας και χτυπώντας, για να δει ό αξιωματικός (ανανήψας κι αυτός) με πόσο ζήλο εκτελούν το καθήκον τους και μόνο δυο τρεις χτυπάγανε με λιγότερη δύναμη, όπως μου φάνηκε, ίσως γιατί είταν κουρασμένοι, ίσως γιατί δεν είχαν μάθει ακόμα το νέο τους επάγγελμα και θυμάμαι πως την ώρα εκείνη μου πέρασε η σκέψη πως πριν από 100 χρόνια ακριβώς (το 1849) ο Ντοστογιέβσκη είχε βρεθεί σε μια παρόμοια εξάδα και είχε δει να δένουν τους συντρόφους του στους πασάλους για να τούς τουφεκίσουν (σκηνοθετημένα όλα αυτά όπως αποδείχτηκε) μα εδώ δεν επρόκειτο βέβαια για σκηνοθεσία και η ψυχρή μου λογική (ξέχασα να σημειώσω ότι παρακολουθούσα τον βασανισμό σαν ψύχραιμος παρατηρητής) μου υπέβαλε τη σκέψη πως δε θα το αντέξω (όχι τον πόνο, αν χτυπάγανε με κνούτο, θα το άντεχα, σκεφτόμουνα τότε και το σκέφτομαι ακόμα, έστω κι αν μου οργώνανε τις σάρκες μου στην πλάτη, κι ας γινόντουσαν κιμάς οι σάρκες) μα τα σπασμένα κόκκαλα, το σακάτεμα εφ’ όρου ζωής δε θα το άντεχα, δε θα δεχόμουνα να το ρισκάρω (είχα ακούσει και είδα αργότερα σακάτες, με σπασμένα χέρια και πόδια, είδα κατάκοιτους στα ατομικά αντίσκηνα, είδα τρελλούς) κ’ έτσι, όταν πέρασαν δυο εξάδες ακόμα (ο σωφρονισμός της κάθε εξάδας δεν κράταγε και πολύ, 5 με 7 λεφτά υπολογίζω κι ούτε θυμάμαι πόσοι υπέκυψαν και πόσοι άντεξαν εκείνη την πρώτη φορά, οι αλφαμίτες δεν βιαζόντουσαν, κάνανε ένα πρώτο κοσκίνισμα, είχαν όλον τον καιρό μπροστά τους) όταν έφτασε η σειρά της εξάδας μου, προχώρησα πεντέξη βήματα προς τα δεξιά, έφτασα στο τραπέζι με τις έντυπες δηλώσεις (ο αλφαμίτης που καθότανε μπροστά στο τραπέζι μου χαμογέλασε φιλικά και βιάστηκε να μου δώσει το μολύβι και το χαρτί, υποδείχνοντας μου που ακριβώς έπρεπε να υπογράψω) και πήρα τη δήλωση, τη διάβασα προσεχτικά και υπέγραψα φαρδιά-πλατιά και ευανάγνωστα, με το πραγματικό μου όνομα (δεν ξέρω τι θάκανα, μα μου φαίνεται πως αν μου ζητάγανε να αποκηρύξω τα ποιήματα μου θα αντιστεκόμουνα περισσότερο) αργότερα όμως δεν έγραψα επιστολές στις εφημερίδες ή στον Ιερέα του χωριού, να τις διαβάσει από άμβωνος την Κυριακή· κι ούτε ζήτησα από τους συντάκτες των Γραφείων Ηθικής Αγωγής να μου γράψουν την ομιλία μου (οι ομιλίες είχαν καταντήσει στερεότυπες και είχαμε πια βαρεθεί να τις ακούμε απ' τα μεγάφωνα και πολύ σπάνια διασκεδάζαμε, όπως λόγου χάρη τότε που ακούσαμε κάποιον να λέει ότι ανέβλεψε μόλις πέρασε την πύλη, ενώ ήτανε γνωστό ότι οι αλφαμίτες του είχανε βγάλει το δεξί του μάτι και είχε μείνει μονόφθαλμος και κάγχασε όλο το στρατόπεδο και γελάγανε ως και οι αλφαμίτες)...

 

Ο Άρης ανακάλεσε σε λίγο τη δήλωση του εγγράφως και έμεινε άλλα δυο χρόνια εξόριστος.

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023

Η σφαγή στο ΑΕΤΟ (Α΄ τάγμα σκαπανέων) της Μακρονήσου

 Η σφαγή στο ΑΕΤΟ (Α΄ τάγμα σκαπανέων) της Μακρονήσου, είχε 350 νεκρούς, σύμφωνα με την ομολογία του καπετάνιου της υδροφόρας Βρονταμίτη, ο οποίος μετέφερε τους σκοτωμένους στο ακατοίκητο νησί Άγιος Γεώργιος, όπου τους παρελάμβανε πολεμικό σκάφος και, αφού τους τοποθετούσαν σε συρμάτινους σάκους, τους βυθίζανε στα βαθια νερά του πελάγους.

 

  

  Γιώργος Φαρσακίδης "Στ' αρματαγωγό. Από το Μακρονήσι για τον Αϊ-Στράτη". Από σχέδιο του 1950.

Η μαρτυρία του Μίμη Βρονταμίτη

«…Έζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. Ο στρατός μας με είχε επιταγμένο με το καΐκι μου «Αγιος Νικόλαος», επί μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα. Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο.

Στο Γ’ Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου, τη λέξη «νεκρός». Ήτανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί. Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες Χούμης και Δήμητρας Λαγός. Σ’ ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους. Λέω στον Σκαλούμπακα: «Το καΐκι δε σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει το καΐκι». Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να ‘κανα; Το πιστόλι σε παγώνει…

Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου…»

Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

Η Κίττυ Αρσένη στα νύχια της χούντας του Παπαδόπουλου

 


"...Μπήκανε στις δύο το πρωί στο σπίτι μου με τα περίστροφα στα χέρια και είπανε: “Μη φοβάστε, Αστυνομία” και η μάνα μου έπεσε λιπόθυμη. Τριγυρίσανε και κάνανε το σπίτι άνω κάτω σα λυσσασμένα σκυλιά. Ο Λάμπρου με ρώτησε αν μου αρέσει η μουσική του Θεοδωράκη.
Δεν ήξερα πώς συμπεριφέρονται σε αστυνομικούς που κάνουνε έρευνα. “Γιατί με ρωτάτε, είμαι καλλιτέχνις”, τους είπα και μου έσπασε το δίσκο με το “Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού”. Τους παρακάλεσα ό,τι είναι να γίνει να μη γίνει μεσα στο σπίτι. Φοβήθηκα τις φωνές, τη μάνα μου λιποθυμισμένη δίπλα, την πολυκατοικία, - η ζωή κυλάει ήρεμα στην Αθήνα – και μου είπανε να φύγουμε. (...)
Έμαθα περίεργα πράγματα απόψε. Πώς μπορεί να σε χτυπάνε και να μην πονάς!
Ο Λάμπρου διέταξε να μου σπάσουν το χέρι.
Ο Μπάμπαλης τον πρόλαβε: “Μην κουράζεστε, κύριε προϊστάμενε! Εγώ!”. Και άρπαξε αυτός το χέρι μου. Εγώ περίμενα το σπάσιμο για να ξεσπάσω. Σκεφτόμουνα, όταν ήμουνα μικρή, είχα πέσει από την αχλαδιά του κήπου μας και είχα σπάσει το χέρι μου, ούτε που το κατάλαβα.
“Έτσι θαναι και τώρα”, σκεφτόμουνα, “την ώρα που θα σπάσει ούτε που θα το καταλάβω”. Άρχισα να ξεφωνίζω, μηχανικά σχεδον, όταν είδα από μακριά το φως ενός σπιτιού. Και αυτό ήτανε λάθος, φαίνεται... Με ξαναβάλανε γρήγορα μέσα στ' αυτοκίνητο και ανεβήκαμε πιο πάνω. Εκεί τέλεια ερημιά. Πρέπει να προσέχουμε τις ώρες κοινής ησυχίας!
Ο Λάμπρου μου λέει “Όλα θα μας τα πεις απόψε εδώ. Βιαζόμαστε. Δε φεύγεις ζωντανή αν δε μας τα πεις όλα απόψε!”.
Προσπαθώ να συμμαζέψω το ξεσκισμένο μου φουστάνι και τα αίματα που τρέχουν από τη μύτη μου. “Τότε θα την εκτελέσουμε”, και ο Μπάμπαλης βγάζει το πιστόλι του και το ακουμπάει στον κρόταφό μου.
Παίζει το μεγάλο του νούμερο. “Δε με νοιαζει, πώς το λένε, κύριε Μπάμπαλη. Και κάτι πάρα πάνω. Το εύχομαι. Ξέρω πολύ καλά τι με περιμένει, αν δεν εκτελέσεις την απειλή σου. Κάντο, εμπρός λοιπόν”. “Σκοτώστε με!” Δε με νοιάζει”, τους φωνάζω.
Αυτό δεν ήτανε σκόπιμο. Αφηνιάσανε. Παρατάνε το πιστόλι και βγάζουνε τα ματσούκια. Τόξερα, δε θα τολμούσαν να με σκοτώσουν πριν βγάλουν από μένα ό,τι θέλανε να βγάλουν. Με ξαπλώσανε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και ο σοφέρ βαράει φάλαγγα. Ο Μπάμπαλης στρίβει τα χέρια, ο Μάλλιος τα δάχτυλα, ο Λάμπρου επιστατεί, δίνει εντολές και ξεθυμαίνει πότε πότε χτυπώντας ο ίδιος προσωπικά. Είναι τέλεια ερημιά, είναι τέσσερις που με χτυπάνε και γω έχω την εντύπωση ότι μπορώ να τους αντισταθώ. Αμύνομαι. Ειναι αστείο.
“Θα σταματήσουν άμα χαράξει”, σκέφτομια, “ως τότε αντέχω”. Δε μιλάω, δεν απαντάω. Μόνο φωνάζω από καιρό σε καιρό. Ακούω τη φωνή μου και υπάρχω. Με βγάζουν από το αυτοκίνητο, με σπρώχνουνε κάτω στο χώμα, δεν πολυκαταλαβαίνω τι γίνεται. Μόνο όλο μου το κορμί γεμίζει αγκάθια. Και ξαφνικά σταματήσανε. Ο Λάμπρου, ο κ. Προϊστάμενος κουράστηκε. “Δε βγαίνει τίποτα μ' αυτήν έτσι. Αυτήν στο μηχάνημα της αλήθειας”.
“Λες ψέματα, κύριε προϊστάμενε, σας ξέρω καλά”, σκέφτομαι, δεν υπάρχει μηχάνημα. Αν μου βγάλεις τα νύχια και μου κάψεις το κορμί μου με τσιγάρα, δε χρειάζεσαι το μηχάνημα. Θα το κάνεις μόνος σου, γιατί έτσι θα σ' αρέσει περισσότερο”.
Φτάσαμε στην Μπουμπουλίνας.
Ο αξιωματικός υπηρεσίας που με παραδώσανε, μου έκανε “στριπτήζ”. Κοίταξε μήπως έχω τσιμπιδάκια στα μαλλιά μου. Μου κράτησε ό, τι θα μπορούσα να κλείσω μέσα στη φούχτα μου για να μη νιώθω μόνη. Μου κράτησε και την κουβέρτα. Με περάσανε από ένα μεγάλο κρατητήριο – άντρες, γυναίκες, όλοι ξαπλωμένοι, κοιμόντουσαν. Μου άρεσε η ιδέα, αλλά προχωρήσαμε πιο κάτω και με ρίξανε εδώ μέσα. Το κελί μου έχει Νο 18.
Από σήμερα ονομάζομαι 18. (...)
Μια φασαρία γίνεται έξω. Κάποια πόρτα κελιού ανοιγοκλείνει. Τις ακούω καθαρά. Είναι του φρουρού. “Για κοίτα, ρε, που πήγα να βρω τον μπελά μου... στο τσακ σε πρόλαβα ρε πούστη.... Ρε, εμένα δε μου ξεφεύγει βελόνα. Τι θέλεις δηλαδή να παραστήσεις, που πήγες να κόψεις τις φλέβες σου με χαλίκι. Εδώ κάτω εγώ είμαι υπεύθυνος και θα μου βάλεις εσύ μπελά στο κεφάλι μου. Άι σιχτίρ! Με χαλίκι. Συνάδελφε, ε, ρε, συνάδελφε, έλα δω, γρήγορα. Σκυλιά, ψόφο δεν έχετε...”.
Υπάρχει κι αυτό λοιπόν. Κόβεις τις φλέβες σου και τελειώνει η ιστορία. Μόνο ο φρουρός, λέει, θα βρει τον μπελά του. Πρέπει να τον παίρνουνε τώρα. Κολλάω πάνω στην πόρτα του κελιού μου. Ποιος; Γιατί; Θα ζήσει; Θα τον προλάβουνε άραγε; Τι νάναι το καλύτερο; (...)
Μας κλείσανε σ' αυτά τα κελιά. Κανείς δεν υπάρχει. Είτε κλάψεις, είτε πονέσεις, κανείς δε γνοιάζεται. Ποιος γνοιάζεται για το διπλανό που βγάζει τα πνευμόνια του; Μόνο μην τους πεθάνεις. Αυτό απαγορεύεται από τον κανονισμό. Και απάνω όταν χτυπάνε το προσέχουνε. Δε θέλουνε μπερδέματα. Δύσκολες μετά οι διατυπώσεις. Το αποφεύγουν. Ξέρω ότι έχουν ένα γιατρό, Κιούπη τον λένε, και προσέχει. Κρατάει το σφυγμό, και τους λέει αν μπορούν ή όχι να προχωρήσουν. Ξέρει να συνεφέρνει, και δίνει καρδιοτονωτικά όταν τους κάνουνε ηλεκτροσόκ. Ωστόσο στην Αθήνα εξαφανίστηκαν κάμποσοι. Και δυο τρεις οικογένειες διατάχτηκαν να παραλάβουν φέρετρα σφραγισμένα.
Εν τούτοις “η Επανάστασις υπήρξεν αναίμακτος...”.
Και γω είμαι μόνη μου. Δε θέλω κανένα. Δεν έχω φίλους, δεν έχω σπίτι. Δεν έχω κανένα. Δεν έχω ελπίδα. Κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει. Την πάσα ελπίδα....
“Μάνα μου!”, μου ξεφεύγει μια κραυγή.
Εδώ είναι κόλαση. Τότε, ακούω ένα χτύπημα στον τοίχο. “Ντουκ”. Αλαφιάζομαι. Στηλώνω τ' αυτί μου: “Ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ”.
Θάναι το 17, το διπλανό κελί. Μα αυτός πριν λίγο έβγαζε τα πνευμόνια του. Είναι για μένα; Του χτυπάω κι εγώ: “Ντουκ, ντουκ”.
Μου απαντάει αμέσως σαν σύνθημα: “Ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ”.
Δεν είμαι μόνη μου λοιπόν;
Είμαστε ε μ ε ί ς και α υ τ ο ί. Γκρεμίζω τους τοίχους του κελιού μου.
“Ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ”. Σβήνω τον Δάντη. Να μην υπάρχει. Να μην έρθει κανείς ύστερα από μένα και το βρεί. Ψάχνω να βρω κάτι άλλο. Κάτι ενθαρρυντικό. Παλικαρίσιο. Στίχους του Ρίτσου, ίσως. Τίποτα όμως δε μου φτάνει, “ΝΤΟΥΚ”, θα έγραφα μόνο. (...)
Έχουν περάει 20 μέρες από την ημέρα που με πιάσανε. Δε χάραξα το βράδυ τη χαρακιά της ημέρας. Δεν πρόλαβα. Μ' ανεβάσανε στην ταράτσα. Όταν με κατεβάσανε, είχα το κουράγιο να ψάξω να βρω τις ασπιρίνες. Τις μέτρησα. Θάταν 7 ή 8. Δε φτάνανε. Τα χέρια μου είναι παράλυτα και δε με υπακούνε να πάρουνε ένα χαλίκι από το τσιμέντο. Με χτύπησαν αλλά πόνο δε νιώθω. Θέλω να φωνάξω, αλλά φωνή δε βγαίνει, να μ' ακούσει όλη η απομόνωση. Θέλω ένα πυρωμένο σίδερο να κάψω τα μέλη που μ αγγίξανε. Θέλω περισσότερες ασπιρίνες. (...)
Δε λύγισα στον πόνο. Σχεδόν δεν πόναγα. Τρόμαξα. Τώρα που ξέρω δε θα τους ξαναφοβηθώ.
Δε φοβάμαι τους διεστραμμένους δήμιους, το παρανανοϊκό πρόσωπο του Σπανού, τον πάγκο με τα σκοινιά, το σκοτάδι της ταράτσας και τα νερά του πλυσταριού. Έχω στο στόμα μου τη γεύση της πατσαβούρας, στ' αυτιά μου το μηχάνημα της μοτοσυκλέτας. Βλέπω μπροστά μου το μούτρο του Σπανού και πάνω απ' όλα μισώ το κορμί μου που λιγοψύχισε.
Και τους περιμένω. Φτάνει ναρθούνε.
Είμαι έτοιμη. Τώρα δε με νοιάζει που το μυαλό μου δε δουλεύει. Δε μου χρειάζεται. Τώρα που έχω αποφασίσει, τώρα ξέρω πώς μετριέσαι μαζί τους.
...Δεν έρχονται. Περιμένουν ίσως να γίνουν καλά τα πόδια μου. Ο γιατρός που τα εξήτασε δεν τα τα βρήκε σπασμένα. Βγαίνω μια φορά την ημέρα για την τουαλέτα. Πετάω το φαϊ μου και ξαναγυρίζω σούρνωντας τα πέδιλά μου. (...)
Είδα πως θέλανε να με κάνουνε κομμάτια και έμοιαζαν σαν κανίβαλοι. Τους είδα να ηδονίζονται την ώρα που σπαρτάραγα.
Αυτή ήταν η δουλειά τους. Δε με ξέρανε καθόλου. Δεν ξέρανε ίσως την υπόθεσή μου, δε θα περιμένανε προαγωγή από την επιτυχία τους απάνω μου. Θεέ μου, από πού τους έχουνε μαζέψει και είναι τόσο ειδικοί στη “δουλειά” τους; Μόνο το μούτρο του Σπανού ήταν ανέκφραστο. Δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου μάτια τόσο ξερά.
“Θα καθαρίσουμε οι δυο μας”, μου λέει και σφυρίζει μάγκικα στα “παιδιά” που περιμένανε.. (...)
Όσην ώρα αυτός ο ξανθός με τους παραφουσκωμένους μυς βάραγε φάλαγγα, όλοι οι άλλοι χοροπηδάγανε απάνω μου, πατούσαν στο στομάχι μου, μου σφίγγανε το λαιμό, μου ανάβανε σπίρτα να μου κάψουνε τα μάτια.
Τι βλακεία μου να τους φωνάξω ότι θέλω να βλέπω όση ώρα με βασανίζανε... Γιατί κείνη τη στιγμή κάποιος πήγε ν' ανάψει το φως.
Ο Σπανός όμως τον πρόλαβε: “Όχι φως, αφού θέλει να βλέπει, θα μείνει στο σκοτάδι. Κάψτε της τα μάτια!”. (...)
Την άλλη μέρα το πρωί ο φρουρός, αυτός ο λιμοκοντόρος ο στιφός, ήταν λαλίστατος.
-Τα πράγματά σου. Μου κόπηκε η μιλιά. -Μάζεψε τα πράγματά σου, φλυάρισε.
-Γιατί;
-Φεύγεις.
-Δηλαδή;
-Φεύγεις από δω, αγρίεψε.
-Και πού θα με πάνε; επιμένω.
-Δεν ξέρω.
Αυτό δεν το περίμενα. Νόμιζα πως θάμενα όλη μου τη ζωή εδώ κάτω. Πως το πολύ πολύ θα μ' απολυμαίνανε μαζί με τους κοριούς. (...)
Αρχίζει η Οδύσσεια του ανεβάσματος (...)
Φτάνουμε στο τέταρτο...
“Εδώ”, ακούω κάποιον να λέει. Ανοίγουνε ένα δωμάτιο. Μπαίνει φως. Θαμπώνουμαι. Κλείνω τα μάτια μου και πέφτω σε μια καρέκλα. Ένα σωρό ζεστά, συμπαθητικά πρόσωπα με περιτριγυρίζουν. Τρέχουν να μου φέρουν νερό. -Τι έχεις;
-Χρώματα, λέω. Υπάρχει κόκκινο, κίτρινο, πράσινο. Χρώματα...
Τα χέρια με σφίγγουν , μ' αγκαλιάζουν.
Άγγισμα ανθρώπινο. Υπάρχει λοιπόν. Είμαι φαίνεται σαν αγρίμι. Άπλυτη, αχτένιστη, αδύνατη, λένε οι κοπέλες, πολύ αδύνατη. (...)
Το χειρότερο είναι οι νύχτες. Την πρώτη φορά που άκουσα ουρλιαχτά, το καζάνι, τη μοτοσυκλέτα, έπαθα κρίση. Αρνήθηκα ν' ακούσω. Βούλωσα τ' αυτιά μου και οι κραυγές τα φτάνανε. Εγώ είχα περάσει τη διαδικασία μου. Είχα δει τα σπασμένα κεφάλια, τα πρησμένα πόδια, τα παλικάρια να σέρνονται με την κοιλιά και να περπατάνε στα τέσσερα.
Είχα πάει η ίδια στην ταράτσα. Αλλά αυτό όχι! Αρνιέμαι να τ' ακούσω. Δεν αντέχω.
Ήρθαν τότε κοντά μου οι κοπέλες και μου μίλησαν.
“Μην κάνεις έτσι. Γιατί αυτό συμβαίνει πολύ συχνά. Και πρέπει να το αντέξεις.
Θ α τ ο σ υ ν η θ ί σ ε ι ς”, μου είπαν και τα μάτια τους ήταν γεμάτα φρίκη.
Τότε κάθισα και γω ήσυχη στη γωνιά μου. Στήλωσα τα μάτια στον τοίχο και ά κ ο υ γ α. Μόνο σε μια στιγμή έπιασα το χέρι της Κλειώς για βοήθεια. Η Ελένη μουρμουρίζει: 152, 153, 154... ήταν τα χτυπήματα που μέτραγε. (...)
Εδώ φέρανε και τον Αντρέα. Μόλις τον πιάσανε, τον βάλανε στο δίπλα δωμάτιο. Πρόλαβε να μας ρωτήσει. “Βαράνε πολύ;”. Και μεις δεν προλάβαμε να του απαντήσουμε. (...)
Περιμέναμε την ώρα που θα τον ανεβάζανε πάνω. Τραγουδάγαμε και του χτυπάγαμε συνθηματικά στον τοίχο. Τον ξεπροβοδίζαμε. Είχε πάθει τρεις διασείσεις. Δεν ξέραμε πώς θα ξανακατέβαινε κάτω. Τα τρανζίστορ άρχισαν να παίζουν στη διαπασών. Το βασανιστήριο ήταν σίγουρο.. Μου θύμιζε τα θύματα στα ρωμαϊκά ιπποδρόμια, ή κάτι θηρία στη ζούγκλα που τα κλείνουν σε κλουβιά για να τα κατασπαράξουν, σε κάτι περίεργα θηράματα, που κάνουν σπορ οι Ευρωπαίοι. Και όμως υπήρχε μια μάχη που θα δινότανε... Primera Linea del fuego πρώτη γραμμή του πυρός. Τον ανεβάσανε και τον κρατήσανε μέχρι να ξημερώσει. Όλο το βράδυ είμαστε μαζί του. Σε μια στιγμή που έπαψαν ν' ακούγονται χτυπήματα, η μοτοσυκλέτα, και ακούγαμε μόνο ουρλιαχτά, τότε δεν αντέξαμε.
Η Χρυσή έβαλε υστερικές φωνές και η Αριάδνη τιναζότανε από σπασμούς.
Εγώ έλεγα και ξαναέλεγα δυνατά:
“Να πεθάνει να πεθάνει. Να μη βασανίζεται άλλο”.
Ακούγαμε τα νερά που τού ρίχνανε και τον Κιούπη που ανεβοκατέβαινε.
Τα ξημερώματα είπε:
“Φτάνει. Δε θ' αντέξει άλλο”.
Τότε πέσαμε και μεις να κοιμηθούμε.
Όταν την άλλη μέρα κοιτάξαμε από την τρύπα του δωματίου, είδαμε ένα μάτσο κρέας ματωμένο. Κι όμως η μάχη δόθηκε. Όταν ο Αντρέας μας ξανακοίταξε, με το παραμορφωμένο πρόσωπό του ανάμεσα στα αίματα και τα γένια, χαμογελούσε. Τους είχε νικήσει. (...)
Ξέρεις γιατί άντεξες; Ξέρεις γιατί αντέξαμε όλοι; Είναι αυτό που είπε η Νατάσα μια μέρα στο φρουρό στην απομόνωση. Τριών μηνών έγκυος έπαθε αποβολή από το ξύλο.
“Μπορώ να μείνω σ' ένα κελί μικρότερο από τούτο δω, 100, 200 μέρες, αν χρειαστεί. Μια ώρα να βάλουνε εσένα, εδώ μέσα θα σκάσεις. Εγώ μπορώ να μείνω γιατί έχω δίκιο”.
➖Κίττυ Αρσένη
(Απόσπασμα από το βιβλίο της «Μπουμπουλίνας 18», εκδόσεις Θεμέλιο 2005).
*************

Η Κίττυ Αρσένη ήταν ηθοποιός, απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Καρόλου Κουν και διέγραψε μια σημαντική πορεία στο θέατρο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, αλλά και το ραδιόφωνο. Ήταν όμως και μια δραστήρια πολιτική προσωπικότητα, τόσο στο επίπεδο του συνδικαλισμού των ηθοποιών, όσο και στην κεντρική σκηνή, καθώς υπήρξε ενεργό στέλεχος της ανανεωτικής αριστεράς, του Συνασπισμού και της Δημοκρατικής Αριστεράς.
Γεννήθηκε στο Αργοστόλι το 1935 και ήταν αδελφή του γνωστού πολιτικού Γεράσιμου Άρσενη.
Στο βιβλίο της με τίτλο «Μπουμπουλίνας 18»,
η Κίττυ Αρσένη εξιστορεί τις δραματικές στιγμές που έζησε το καλοκαίρι του 1967 όταν συνελήφθη, φυλακίστηκε και βασανίστηκε από τη χούντα των συνταγματαρχών ως μέλος του Πατριωτικού Μετώπου. Το 1968, μετά την αμνηστία,
 κατάφερε να διαφύγει στο εξωτερικό και να καταθέσει ως μάρτυρας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, όπου κατήγγειλε τα βασανιστήρια και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη χούντα.
Η Κίττυ Αρσένη πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 2013.

https://youtu.be/7eSsl_YfmKs
— with 
Eugenia Arsenis
.

Ηλίας Βενέζης- Αιολική γη

    Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.  Κοιμη...

ευανάγνωστα