Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Ηλίας Βενέζης- Αιολική γη

 

 Μύθοι και αλήθειες για τους πρόσφυγες του 1922 | LiFO



Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.  Κοιμηθείτε, όνειρά μας. Στην ξένη χώρα που πάμε πρόσφυγες τι άραγες να μας περιμένει, τι μέρες να είναι ν’ ανατείλουν;
ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ στο Αιγαίο τα όνειρά μας.
Η γιαγιά μας κουράστηκε. Θέλει να γείρει το κεφάλι της στα στήθια του πάππου, που έχει καρφωμένα πίσω τα μάτια του μπας και ξεχωρίσει τίποτα απ’ τη στεριά, τίποτα απ’ τα Κιμιντένια. Μα πια δε φαίνεται τίποτα. Η νύχτα ρούφηξε μέσα της τα σχήματα και τους όγκους.
Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε όλες τις μέρες της ζωής της. Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία: Σαν ένας βόλος να είναι κάτω απ’  το πουκάμισο του γέροντα.
-Τι είναι αυτό εδώ; ρωτά σχεδόν αδιάφορα.
Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χώνει κάτω απ’ το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.
-Τι είναι;
-Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί πού έφταιξε. Δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.
-Χώμα!
Ναι, λίγο χώμα απ’ τη γη τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει, στον ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.
Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντίλι όπου είναι φυλαγμένο το χώμα. Ψάχνουν κει μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς, σα να το χαϊδεύουν. Τα μάτια τους, δακρυσμένα, στέκουν εκεί.
-Δεν είναι τίποτα, λέω. Λίγο χώμα.
Γη, Αιολική Γη, Γη του τόπου μου.

Ηλίας Βενέζης,

Παρασκευή 10 Μαΐου 2024

Καλημέρα, γιατρέ μου - Κατερίνα Γώγου

 Things Your Online Psychiatrist Can Do For You - Luminous Vitality  Behavioral Health

 

Καλημέρα, γιατρέ μου.

Μη.

Μη σηκώνεστε. Άλλωστε δεν έχω τίποτα σοβαρό.

Τα γνωστά.

Γράψτε βάλιουμ μαντράξ στεντόν τριπτιζόλ -ξέρετε τώρα εσείς-

Κάντε με κοινωνικό πρόσωπο

βολέψτε με τέλος πάντων με τους ομοίους σας

περάστε με στους χαφιέδες σας

πηδήξτε με αν θέτε

ωραίες οι γκραβούρες στους τοίχους σας.

Τσάκω τώρα στα σβέλτα το χιλιάρικο

και φέρ’ τη συνταγή

γιατί τέρμα η υπομονή μου, παλιόπουστε

κι όπου να ‘ναι θα εκραγεί.

Μη. Μη σηκώνεστε, γιατρέ μου. Δεν είναι σοβαρό.

Ευχαριστώ.

Καλημέρα σας.


Τετάρτη 8 Μαΐου 2024

Τώρα είναι ήσυχα …- Κατερίνα Γώγου

 

 The Communist Manifesto Shows Why Capitalism Won't Last Forever

Τώρα είναι ήσυχα …

Η θάλασσα λείπει μακριά

και τα κοράκια δεν τρώνε

σάπια συκώτια απ’ το ουίσκι.

Μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι.

Το κόμμα διασπάστηκε στα χίλια

και ο Μπερλίνγκουερ

έπλεξε με το βελονάκι κουβέρτα

να κουκουλώσουμε τις ταξικές ανησυχίες μας.

Η τάξη που θα ‘φερνε την αλλαγή αποκοιμήθηκε.

Μπορούμε κι εμείς να παίξουμε την ηγεσία.

Κοιμήσου … τώρα είναι ήσυχα. Η εποχή μας.

Νάνι φαΐ και πήδημα.

Οι τραμπούκοι προσεύχονται στο μαξιλάρι μας

κι οι δολοφόνοι δουλεύουν για μας.

Τρίτη 7 Μαΐου 2024

Πρώτη Αγάπη- Αργύρης Εφταλιώτης

 

 The Village School by George Harvey

Πρώτη Ἀγάπη

Διήγημα ἀπὸ τὴ συλλογὴ ῾Νησιώτικες Ἰστορίες᾿

Πρέπει νὰ ἤμουν ὡς δώδεκα χρονῶν καὶ πρέπει νὰ ἦταν ἐκείνη ὡς ἕντεκα. Δὲ τὴν ἔβλεπα μήτε στὴν ἐκκλησιά, μήτε στὸν κλήδωνα, μήτε στὴ βρύση, μήτε στὸ παράθυρι. Ἡ μάνα της κι ἡ μάνα μου δὲν εἴχανε πολλὲς φιλίες.

Ἐκεῖ ποὺ τὴν ἔβλεπα δὲν εἴμαστε οἱ δυὸ μοναχοί. Εἴμαστε ὀχτὼ-δέκα ἀγόρια τῆς προκοπῆς, ἀποφασισμένα νὰ μάθουμε τί θὰ πεῖ παρέμφατο καὶ νὰ φέρουμε τὸν πολιτισμὸ στὸ χωριό. Καὶ πέντ-ἕξι κορίτσια, ποὺ ἐρχόντανε δυὸ ὧρες τὴ μέρα καὶ κάθιζαν ἀπὸ τὸ ἄλλο πλάγι τοῦ γέρου δάσκαλου καὶ τεχνολογούσανε μὲ μία χάρη, ποὺ σ᾿ ἔκαναν, ἤθελες δὲν ἤθελες, νὰ τὴν ἀγαπᾷς τὴ γραμματική.

Τὴ χάρη φυσικὰ τὴν εἴχανε, γιατὶ ἦταν ὅλες μικροῦλες, ὄχι πὼς ἤτανε κι ὄμορφες ὅλες. Γιὰ τὸ δικό μου τὸ γοῦστο, ὄμορφη ἤτανε μία μοναχὴ κι αὐτὴ ἦταν ἡ ...ἀγαπητικιά μου!

Τί λόγο ξεστόμισα! Ἀπὸ ποῦ κι ὡς ποῦ ἀγαπητικιά! Μήτε λέξη δὲν τῆς εἶπα ποτές. Μήτε μὲ τὸ δαχτυλάκι μου δὲν τ᾿ ἄγγιξα τ᾿ ἀφράτο τὸ χέρι της. Μήτ᾿ ἡ ἀναπνοή μου δὲν μποροῦσε νὰ πάει κοντά της καὶ νὰ τὴ χαϊδέψει. Τὸ μόνο ποὺ πηδοῦσε κάποτες ἀπὸ τὰ χείλη μου στὰ χειλάκια της ἤτανε τὸ ρῆμα ῾λείπω᾿, σὰν τὸ κλίναμε ὁ καθένας ἀπ᾿ ἕνα χρόνο μὲ τὴ σειρὰ καὶ ταίριαζε νὰ εἶμαι ἐγὼ στερνὸς στὴ δική μας τὴ σειρὰ κι ἐκείνη πρώτη στῶν κοριτσιῶν. ῾Ἐλελείμεθα, ἐλέλειφθε᾿ πήγαινε νὰ πεῖ καὶ σκόνταβε καὶ χαμογελοῦσε καὶ τότες πιὰ ἐγώ, ποὺ περίμενα μέρες καὶ μέρες ἀφορμὴ νὰ τῆς δώσω ἕνα, ἂς εἶναι καὶ συμμαζεμένο, χαμόγελο, ἔλαμπα ὁλοπρόσωπος καθὼς τὴν κοίταζα, χωρὶς φόβο νὰ μὴ τὸ νιώσει ὁ δάσκαλος τὸ τρομερὸ μυστικό μας. Ἔπεφταν τότες τὰ μάτια της στὸ βιβλίο ἀπάνω, κοκκινίζανε τὰ δυὸ μάγουλά της κι ἄρχιζε τὸ πλαγινὸ κορίτσι τὸν ἄλλο χρόνο.

Μάτια καὶ πάλι μάτια! Δίχως ἐσᾶς, μήτε πρώτη, μήτε στερνὴ ἀγάπη δὲ θὰ εἴχαμε! Οἱ ματιές μου σὰν ἔμπαινε στὴν παράδοση, οἱ ματιές της σὰν ἔβγαινε νὰ πάει σπίτι, αὐτὲς ἦταν οἱ ὅρκοι μας, τὰ τραγούδια μας, τὰ φιλιά μας, αὐτὲς ἤτανε καὶ τὰ ραβασάκια μας. Μὲ τὸ καιρὸ καὶ χωρὶς ν᾿ ἀλλάξουμε ἀναμεταξύ μας μιὰ λέξη, τὴν κάμαμ᾿ ἐπιστήμη τὴ τέχνη αὐτὴ τῶν ματιῶν. Ἤτανε λογῆς-λογῆς οἱ ματιές της. Ἡ ματιὰ τῆς ἀδιαφορίας, ποὺ μοῦ τὴν ἔσκιζε τὴ καρδιά, τοῦ θυμοῦ, ποὺ μ᾿ ἔκαιγε σὰν τ᾿ ἀστροπελέκι. Ἡ ἄπιστη ἡ ματιὰ σὲ κανέναν ἄλλο, ποὺ μ᾿ ἕλιωνε σὰν τὸ κερὶ καὶ μ᾿ ἀφάνιζε. Ὕστερα πάλι ἡ ἥρεμη καὶ γλυκιὰ ματιὰ τῆς ἀγάπης, ποὺ ξανάβαζε τὴ ψυχή μου στὸ τόπο της καὶ σύχαζα. Οἱ δικιές μου οἱ ματιές, ὅσο πολυσήμαντες κι ἂν ἤτανε κι αὐτές, δὲν εἶχαν ὅμως τέτοιες τρομερὲς ἀλλαγές. Ἡ ἴδια ἡ ἀφοσίωση, ὁ ἴδιος ὁ καημός, τὸ ἴδιο βάσανο, πάντα.

Τρεῖς μῆνες πρέπει νὰ πέρασαν ἔτσι. Ξυπνοῦσ᾿ ἀπὸ τὸ πρῶτο τὸ λάλημα καὶ τὴν ὥρα δὲν ἔβλεπα νὰ πάω σκολειό. Ἡ μάνα μου μὲ καμάρωνε καὶ μ᾿ ἔβλεπε ἀπὸ τώρα Δεσπότη.

Ἤμουνε πρῶτος-πρῶτος στὸ σκολειὸ πάντα κι ὡστόσο δὲ τὸ κατάφερα νὰ τὴ βρῶ μοναχὴ μία φορά, μήτε πηγαινάμενη, μήτε φτασμένη. Αὐτὸ ἦταν ἡ λαχτάρα μου τώρα, αὐτὸ ἤτανε τ᾿ ὄνειρό μου. Νὰ τὴ δῶ μοναχή, ἂς εἶναι καὶ μία στιγμή. Νὰ τῆς πῶ μιὰ καὶ καλὴ πὼς πεθαίνω, πὼς ἔσβησα, ἄλλη σωτεριὰ δὲν ἔχ᾿ ἡ ζωή μου παρὰ τὴ παντοτινή της ἀγάπη. Τά ῾λεγα ὅλ᾿ αὐτὰ μὲ τὶς φλογερὲς τὶς ματιές μου, μὰ ἡ ἀχόρταγη ἡ καρδιὰ γύρευε λόγια. Αὐτὴ δὲν ἤξερε τί θὰ πεῖ μέτρο καὶ γνώση, αὐτὴ ὅλο μοῦ φώναζε: «Μπρός! Ἔχει κι ἄλλες ἀπόλαψες ἡ ἀγάπη!»

Μὰ πῶς νὰ τῆς δώσω νὰ καταλάβει, πὼς θέλω νὰ τῆς μιλήσω! Ἐδῶ οἱ ματιὲς δὲ σῴνουν. Ἐδῶ χρειάζεται ραβασάκι. Χίλιες φορὲς τό ῾γραψα καὶ τὸ ξανάγραψα. Τό ῾παιρνα μαζί μου ἀποφασισμένος νὰ μὴ ντραπῶ, νὰ μὴ φοβηθῶ μήτε δάσκαλο, μήτε πρωτόσκολο, μόνο νὰ τῆς δώσω κρυφὰ τὸ χαρτάκι σ᾿ ἕνα βιβλίο, καλαμάρι, ὅ,τι τύχει. Ἤρχουνταν ἡ ὥρα καὶ κόβουνταν ἡ καρδιά μου! Δὲν ἀποκοτοῦσα! Κι ἔπαιρνα μαζί μου τὸ χαρτὶ βγαίνοντας καὶ τό ῾κανα κομμάτια καὶ καταριόμουνε τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκα τέτοιος ἀνωφέλητος φοβητσιάρης.

Ἦταν ὅτι ἄρχιζε καλοκαίρι σὰ σηκώθηκα ἕνα πρωῒ καὶ πῆγα μπροστὰ στὴ Παναγιὰ καὶ τό ῾καμα ὅρκο, πῶς θὰ τῆς δώσω ἐκείνη τὴ μέρα τὸ ραβασάκι κι ἂ δὲ τῆς τὸ δώσω, νὰ πέσει φωτιὰ νὰ μὲ κάψει.

Πῆγα σκολειὸ πρῶτος πάλι. Ἔρχουνται ὅλα τ᾿ ἀγόρια, ὅλα τὰ κορίτσια. Μαυρίζουνε τὰ μάτια μου νὰ κοιτάζω τὴ πόρτα, τοῦ κάκου! Ἡ μικρή μου δὲ φαίνεται! Διαβάζει ὁ δάσκαλος τὸν κατάλογο, ἔρχεται στὴν Ἀργυρώ... σιωπή.

- «Ποῦ εἶναι ἡ Ἀργυρώ;» ρωτᾷ ὁ δάσκαλος μία συντρόφισσά της.

Ἡ μάνα της ἀρρώστησε κι ἔμεινε σπίτι. Βαριὰ καρδιὰ ποὺ τὴν ἔπαιρνα μαζί μου γυρίζοντας σπίτι τὸ μεσημέρι ἐκεῖνο! Τί νὰ κάμω, ποῦ νὰ πάω, νὰ βραδιάσει γλήγορα καὶ νὰ ξημερώσει!

Ξημερώνει, ξαναπηγαίνω σκολειό... τὰ ἴδια! Περνᾷ μιὰ βδομάδα, δυὸ βδομάδες... ἕνας μήνας ἤτανε περασμένος σὰν εἶπε μία μέρα ἕνα κορίτσι τοῦ δασκάλου, πὼς πέθανε ἡ μάνα τῆς Ἀργυρῶς καὶ πὼς δὲ θὰ ξανάρθει πιὰ σκολειὸ ἡ μικρή.

Πρέπει νά ῾μουν ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶν τότε ποὺ πρωτογύρισα ἀπὸ τὴ ξενιτιὰ νὰ δῶ τοὺς δικούς μου. Ἦρθαν ὅλοι οἱ παλιοὶ οἱ φίλοι κι ὅλες οἱ παλιὲς οἱ φιλενάδες νὰ μὲ δοῦν. Ἦρθε ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ χωριοῦ κι ἡ Ἀργυρώ, παντρεμένη κοπέλα μὲ δυὸ παιδιά. Τῆς μίλησα καὶ μοῦ μίλησε πρώτη φορά. Τῆς εἶπα καὶ μοῦ ῾πε χίλια πράματα, γιὰ τὰ παιδιά της, τὴν ὀμορφιὰ καὶ ξυπνάδα τους, τὴ χαρά μου ποὺ βρίσκω τὴ γριά μου τόσο καλά. Γιὰ ὅλ᾿ αὐτὰ χύθηκ᾿ ἕνας ποταμὸς λόγια καὶ γιὰ τὴ πρώτη μας τὴν ἀγάπη, τὴν ἀξέχαστη ἐκείνη τὴν ἀγάπη, καθὼς τότες, ἔτσι καὶ τώρα, δὲν εἴπαμε μήτε λέξη!

Δευτέρα 6 Μαΐου 2024

Είσαι η Πρέβεζα και το Κιλκίς - Μάνος Ελευθερίου

 Modern Art in India: The Legacy of Progressive Arts' Group - Dhoomimal  Gallery3

 Είσαι η Πρέβεζα και το Κιλκίς

Αυτές οι ρεματιές κι αυτά τα βράχια
κι αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό
αυτές οι μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους
κι αυτά τα κύματα που φεύγουν και ξαναγυρνούν
αυτά τα πεύκα με τα χαραγμένα λόγια
κι ο Κωνσταντίνος, ο καημός που πέταξε σαν το πουλί
κι εκείνα που δεν πρόφτασαν οι κήρυκες,
παρά μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι,

Ω! πολιτεία με το βράδιασμα κοντά στους ταρσανάδες
στην αγορά,στον καφενέ και στο ποδόσφαιρο
είσαι η Πρέβεζα,τα Γιάννενα και το Κιλκίς,
το Μεσολόγγι,ο Πόντος κι η Ερμούπολις

Ω! πολιτεία του αμανέ στα τουρκοχώρια
μ’ αυτές τις ρεματιές κι αυτά τα βράχια
μ’ αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό
μ’ αυτές τις μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους
θα ‘ρθει ο καιρός που θα φανούν οι κήρυκες
κι όχι μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι.

 

 

Σάββατο 4 Μαΐου 2024

Ἑσπερινός της ἀγάπης- Γιάννης Βαρβέρης

 

 Πρόταση για συνδυασμό του σιδηροδρόμου Πελοποννήσου με την επέτειο των 200  χρόνων - ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΘΑΡΡΟΣ


σπερινός της γάπης- Γιάννης Βαρβέρης

Ἡ πόλη μὲ ὀβελίες ἀλλοῦ γιορτάζει.

 Σταθμὸς Πελοποννήσου

κι ἀπομεσήμερο τοῦ Πάσχα σὲ παγκάκι

 μόνον ἐσὺ κι ἐγὼ καθόμαστε, μητέρα.

 Εἴμαστε γέροι πιὰ κι οἱ δυὸ

κι ἐγὼ ποὺ γράφω ποιήματα πιὸ γέρος.

Ἀλλὰ ποῦ πήγανε τόσοι δικοί μας;

Μέσα σὲ μιὰ ἑβδομάδα δὲν ἀπόμεινε κανείς.

Ἦταν Μεγάλη βέβαια

 γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις

θέλουν πολὺ γιὰ νὰ ὑποκύψουν

 οἱ κοινοὶ θνητοί;

 Ἔτσι ἀκριβῶς, ἀπὸ τὰ Βάγια μέχρι σήμερα

 θὰ ’πρεπε κάπως νὰ ’χαμε κι ἐμεῖς χωρέσει.

 Ὅμως τὸ Πάσχα τέλειωσε, μητέρα

 Κι ἐμεῖς τί θ’ ἀπογίνουμε

σ’ ἕνα παγκάκι/ ἀθάνατοι

καθὼς νυχτώνει;

(«Ὁ ἄνθρωπος μόνος», ἔκδ. Κέδρος, 2009)

Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

Ο Ιησούς- Νίκου καρούζου

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ

μὲ τί βιασύνη προχωρεῖ ὁ Ἰησοῦς
.     ἐφέτος
πρὸς τὴν Ἀνάσταση…
Παραμερίζει πανέρια τεράστια
.    γιομάτα βιολέτες
σπρώχνει τοὺς ἀέναους
.    παπάδες
τινάζει νευρικὰ πρὸς τὰ πίσω
.    τὴ μαλλούρα του
τὸ γεγονὸς εἶν’ ὁλοφάνερο:
.     βαρέθηκε

The Whips of Jesus | Gospels101.com

Τρίτη 30 Απριλίου 2024

Κώστα Βάρναλη, «Η Μάνα του Χριστού»

 Christ Taking Leave of His Mother, c.1520 - Bernhard Strigel

 


Κώστα Βάρναλη, «Η Μάνα του Χριστού»

Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρο μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.

Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφαν
κι αν η μάβρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
νά που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!

Α! πώς είχα σα μάνα κ’ εγώ λαχταρήσει
(είταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ' από μίση!

Ένα κόκκινο σπίτι σ’ αβλή με πηγάδι...
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδι,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.

Κι’ άμ’ ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν΄ανασαίνει βαθιά τ’ όλο κέδρον αγέρι.

Κ’ αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ήσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν’ αρχίσει.

Κι ο κατόχρονος θάνατος θά φτανε μέλι
και πολλή φύτρα θά φηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ’ αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.

Κατεβάζω στα μάτια τη μάβρην ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...
Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρο περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.

Φέβγεις πάνου στην άνοιξη, γιέ μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθώς κλαίει, σαν της πέρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.

Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιο τ’ όνομά σου!

Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη
κι όσο ο γήλιος να πέσει και νά ρθει το δείλι,
το σταβρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ’ οι φίλοι.

Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τί πες «Νά με»!
Αχ! δεν ξέρει, τί λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!

[πηγή: Κώστας Βάρναλης, Ποιητικά. Το φως που καίει. Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Ποιήματα, εκδόσεις «Ο Κέδρος», Αθήνα 2006, σ. 64-66]

Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Ο παππούς και το εγγονάκι- Λέων Τολστόι

Soviet Art, USSR culture*

O παππούς είχε γεράσει πολύ. Τα πόδια του δεν τον πήγαιναν, τα μάτια του δεν έβλεπαν, τ’ αυτιά του δεν άκουγαν. Δόντια δεν είχε. Κι όταν έτρωγε, του χυνόταν το φαγητό. O γιος του και η νύφη του δεν τον έβαζαν -πια μαζί τους στο τραπέζι, αλλά του ’διναν να φάει πάνω στη μεγάλη χτιστή χωριάτικη θερμάστρα όπου πλάγιαζε.

Κάποτε που του βάλανε να φάει στο πήλινο πιάτο, του ξέφυγε από τα χέρια, έπεσε κι έσπασε. Η νύφη του άρχισε τότε να τον μαλώνει πως όλα τα χαλάει στο σπίτι και σπάει τα πιάτα. Τέλος του είπε πως αποδώ και πέρα θα του 'διναν να τρώει στην ξύλινη γαβάθα. O παππούς αναστέναξε μόνο και δεν είπε τίποτα.

Μια μέρα ο άντρας με τη γυναίκα του παρακολουθούσαν που ο γιος τους μαστόρευε κάτι σκαλίζοντας ένα μικρό κούτσουρο. O πατέρας λοιπόν τον ρώτησε:

«Τι φτιάχνεις εκεί, Μίσα;».

Κι ο Μίσα απαντά:

«Φτιάχνω μια μεγάλη γαβάθα, πατερούλη. Όταν εσύ κι η μάνα μου γεράσετε, θα σας ταΐζω σ' αυτήν τη γαβάθα».

O άντρας κι η γυναίκα του κοιτάχτηκαν και δάκρυσαν. Νιώσανε ντροπή που είχαν προσβάλει τον παππού. Κι από τότε τον βάλανε να τρώει μαζί τους στο τραπέζι και τον πρόσεχαν όπως πρέπει.

Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται (απόσπασμα)- Ν. Καζαντζάκης

 Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται

...Αυτό θα πει άνθρωπος: να πονάς, ν’ αδικιέσαι, να παλεύεις και να μην το βάνεις κάτω!
Αν ήταν να με ρωτούσαν ποιος δρόμος πάει στον ουρανό, θ’ απαντούσα: ο πιο δύσκολος.
Μεγάλη κολυμπήθρα τα δάκρυα, παιδί μου…
Θα βρούμε, εκεί που πάμε, το Θεό. Και θα τον βρούμε, όχι όπως τον παριστάνουν όσοι δεν τον είδαν ποτέ τους, ένα ροδομάγουλο γέρο, που κάθεται μακάρια σε πουπουλένια σύννεφα και προστάζει. Μα σα μικρή φωνή που τινάζεται από τα σωθικά μας και σηκώνει πόλεμο.
Χαίρουμαι, άνθρωπος είμαι, όταν μου τύχει ένα καλό, μα πιο πολύ χαίρουμαι όταν πλακώσει η δύσκολη ώρα! Γιατί λέω: τώρα θα δείξεις, παπα-Φώτη, αν είσαι άντρας αληθινός ή κουνέλι.
Όταν πολυσυχάσει το νερό, βουρκιάζει, όταν πολυσυχάσει η ψυχή, βουρκιάζει.
Και στο πιο μικρό πετραδάκι, και στο πιο ταπεινό λουλούδι, και στην πιο σκοτεινή ψυχή, βρίσκεται ολάκερος ο Θεός...

Τρίτη 23 Απριλίου 2024

Η Πόλις - Κ. Καβάφης

 Frustrated Man | TIM

  Η Πόλις

 Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θά βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.

Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Ανθρωποφύλακες- Περικλής Κοροβέσης

 Περικλής Κοροβέσης : Ενας ήρωας δεν πεθαίνει, απλά παίρνει τη θέση που του αξίζει στην Ιστορία


«Καμιά φορά ο έφηβος γιος μου ή άλλοι νεαροί και νεαρές που βρίσκουν τα δικά μας τα νιάτα ηρωικά και όμορφα με ρωτούν για το τι πρέπει να γίνει για ν’ αλλάξει ο κόσμος. Κι εγώ τη συνταγή που είχα κάποτε, την έχω χάσει πια. Μπορώ όμως να πω με σιγουριά. Η βία, ο πόλεμος, η μισαλλοδοξία, οι φυλακές, τα βασανιστήρια είναι η έσχατη αθλιότητα του ανθρωπίνου είδους, που τις ονομάζουν εθνοσωτήριες αρετές για να μπορούν να εγκληματούν χωρίς ενοχές. Θα έλεγα κι εγώ μαζί με τον Μπρεχτ. Αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες. Και θα πρόσθετα. Αυτό σημαίνει πως δεν έχει πολίτες. Η ύψιστη επαναστατική αρετή σήμερα είναι να είσαι πολίτης. Και είναι ο πιο αποτελεσματικός φραγμός σε κάθε αυθαιρεσία. Από αυτή την άποψη λοιπόν είναι καλύτερα να διαβάζει κανείς ένα τέτοιο βιβλίο, παρά να το γράφει.»

Περικλής Κοροβέσης, 20 Ιουλίου 1941 – 11 Απριλίου 2020 | Ανθρωποφύλακες | εκδόσεις των Συναδέλφων, Απόσπασμα από τον πρόλογο της έκδοσης του 1994, εκδόσεις Γνώση

Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

Νίκου Καζαντζάκη, Οι αδερφοφάδες (απόσπασμα)

 

 Γράμμος – “ΠΥΡΣΟΣ Γ” 1949: Το τέλος ενός αχρείαστου πολέμου… |  Defence-point.gr

Νίκου Καζαντζάκη, Οι αδερφοφάδες (απόσπασμα)

Μα ξαφνικά, γιατί; ποιος έφταιξε; Καμιά μεγάλη αμαρτία δεν πλάκωσε το χωριό· όπως πάντα οι χωριανοί νήστευαν τις σαρακοστές, Τετάρτη και Παρασκευή δεν έτρωγαν κρέας και ψάρι, δεν έπιναν κρασί, πήγαιναν κάθε Κυριακή στη λειτουργία, έφερναν πρόσφορα, έκαναν κόλλυβα, ξομολογιούνταν και μεταλάβαιναν, γυναίκα δε σήκωνε τα μάτια της να κοιτάξει ξένον άντρα, άντρας δε σήκωνε τα μάτια να κοιτάξει ξένη γυναίκα, όλοι ακλουθούσαν τη στράτα τού θεού...Όλα πήγαιναν καλά και ξαφνικά, εκεί πού ήταν ο θεός σπλαχνικά σκυμμένος κατά το ευτυχισμένο χωριό, απόστρεψε πέρα το πρόσωπό του. το χωpιό ευτύς σκοτείνιασε, κι ένα πρωί φωνή σπαραχτικιά ακούστηκε στην πλατεία του χωριού: «Ξεριζωθείτε, οι Δυνατοί της Γης προστάζουν, φύγετε! Όλοι οι Έλληνες στην Ελλάδα, όλοι οι Τούρκοι στην Τουρκιά! Πάρτε τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας, τα κονίσματα, ξεκουμπιστείτε! Δέκα μέρες διορία».

Θρήνος σηκώθηκε μέσα στο χωριό, σάστισαν γυναίκες κι άντρες, πήγαιναν κι έρχονταν κι αποχαιρετούσαν τους τοίχους, τους αργαλειούς, τη βρύση του χωριού, τα πηγάδια. Κατέβαιναν στην ακρογιαλιά, κυλίονταν στα χοχλάδια του γιαλού, αποχαιρετούσαν τη θάλασσα κι έσερναν μοιρολόι. Δύσκολα, δύσκολα πολύ, μαθές, ξεκολνάει η Ψυχή από τα γνώριμά της νερά κι από τα χώματα! Κι ένα πρωί ο γέρο παπα-Δαμιανός, μοναχός του, δεν αφήκε τον τελάλη, μήτε τον άλλο νιότερο παπά, τον παπα-Γιάνναρο, μοναχός του σηκώθηκε αξημέρωτα, πήρε σβάρνα το χωριό, γύριζε από πόρτα σε πόρτα, φώναζε: «Στ' όνομα του θεού, παιδιά, ήρθε η ώρα!»

Από τις βαθιές αυγές χτυπούσαν λυπητερά οι καμπάνες, οληνύχτα οι γυναίκες ζύμωναν, οι άντρες διαγούμιζαν βιαστικά από τα σπίτια τους ό,τι μπορούσαν να πάρουν μαζί τους, κάπου κάπου μια γριούλα έσερνε ακόμα το μοιρολόι, μα οι άντρες, με πρησμένα μάτια, γύριζαν και της φώναζαν να πάψει. Τί φελούν τα κλάματα; είπε ο Θεός θα γίνει, ας γίνει το λοιπόν να ξεμπερδεύουμε! Και γρήγορα γρήγορα, προτού να λυγίσει η Ψυχή μας και πριν καλά καλά να καταλάβουμε τη συφορά. Ελάτε, γρήγορα χέρια, βρε παιδιά! Ας φουρνίσουμε τα ψωμιά, ας σακιάσουμε όσο αλεύρι μπορούμε, μακρινή πολύ 'ναι η στράτα, ας πάρουμε μαζί μας ό,τι μας χρειάζεται για να ζήσουμε, τσουκάλια, σκάφες, στρώματα, άγια κονίσματα, μη φοβάστε, αδέρφια! Οι ρίζες μας δεν είναι μονάχα εδώ κάτω στη γης, πιάνουν και τον ουρανό και θρέφονται και γι’ αυτό η ράτσα μας είναι αθάνατη. Όρτσα το λοιπόν, παιδιά, Κουράγιο!

Φυσούσε αγέρας, χειμώνας καιρός, τα κύματα είχαν αγριέψει, ο ουρανός γεμάτος σύννεφα. Κανένα αστέρι. Οι δυο παπάδες του χωριού, ο γερο-Δαμιανός κι ο μαυρογένης παπα-Γιάνναρος, πηγαινόρχουνταν μέσα στην εκκλησιά, μάζευαν τα κονίσματα, το άγιο δισκοπότηρο, τ' ασημένιο Βαγγέλιο, τα χρυσοκέντητα άμφια, στέκουνταν κι αποχαιρετούσαν τον Παντοκράτορα, που ενέδρευε ζωγραφισμένος στον τρούλο, ο γερο-Δαμιανός γούρλωνε τα μάτια και τον κοίταζε. πρώτη φορά είχε δει πόσο ήταν άγριος, πως έσφιγγε τα χείλια του με θυμό και καταφρόνεση και κρατούσε το Βαγγέλιο σαν κοτρόνα κι ετοιμάζουνταν να το σφεντονίσει κατακέφαλα στους ανθρώπους.

Κούνησε ο γερο-Δαμιανός το κεφάλι ήταν χλωμός, αδύναμος. Ρουφηγμένα τα μαγουλά του, δεν τού 'μεναν στο πρόσωπο παρά δυο μάτια μεγάλα. Τού 'χαν φάει το κορμί η νήστια, η προσευκή κι η αγάπη για τους ανθρώπους. Κοίταζε με τρόμο τον Παντοκράτορα, τόσα χρόνια και πώς να μην τον δει! Στράφηκε στον παπα-Γιάνναρο : «Έτσι άγριος ήταν πάντα;» έκαμε να τον ρωτήσει, μα ντράπηκε.

— Παπα-Γιάνναρε, είπε, κουράστηκα. Μάζεψε εσύ τα κονίσματα που θα πάρουμε μαζί μας και τ' άλλα να τα κάψουμε, παιδί μου, κι ο θεός θα μας συχωρέσει, να τα κάψουμε να μην τα μαγαρίσουν οι Αγαρηνοί. Και μάζεψε τη στάχτη, μοίρασέ τη στους χωριανούς, να την κρατούν φυλαχτό. Κι εγώ θα σηκωθώ να κουρταλώ τις πόρτες και να φωνάζω: Ήρθε η ώρα!

Πήρε να ξημερώσει — μέσα από μαύρα σύννεφα πρόβαλε ο ήλιος, φαλακρός, άρρωστος. Ένα φως θλιμμένο άγλειψε το χωριό, ξεχάσκισαν οι πόρτες, κατάμαυρες. Λάλησαν λιγοστά κοκόρια, για στερνή φορά, απάνω στις κοπριές της αυλής. Άνοιγαν οι στάβλοι, πρόβαιναν τα βόδια, τα μουλάρια, τα γαϊδουράκια και πίσω τους τα σκυλιά κι οι άνθρωποι. Μύριζε το χωριό ψωμί ξεφουρνισμένο.

— Νά 'χετε την ευκή του θεού, παιδιά μου, παρακαλούσε ο γερο-Δαμιανός και πήγαινε από το ένα σπίτι στο άλλο, μην κλαίτε, μη βλαστημάτε. Θεού 'ναι θέλημα, μπορεί και για καλό μας. Σίγουρα για καλό μας! Πατέρας μαθές είναι ο θεός. Γίνεται ένας πατέρας να θέλει το κακό των παιδιών του; δε γίνεται! Θα δείτε το λοιπόν, παιδιά μου, πως ο θεός μας έχει ετοιμάσει εκεί πέρα πιο καρπερά χωράφια να ριζώσουμε. Σαν τους Όβραίους ξεσηκωνόμαστε κι εμείς από τη γη των άπιστων και πάμε στη Γη της Επαγγελίας! Εκεί τρέχει το μέλι και το γάλα και τα σταφύλια γίνονται ένα μπόι ανθρώπου.

Την παραμονή του μισεμού κίνησαν όλοι μαζί, λιτανεία, άντρες και γυναικόπαιδα, για το μικρό χαριτωμένο νεκροταφείο απόξω από το χωριό, ν' αποχαιρετήσουν τους προγόνους. Ανακλαημένος ήταν ο καιρός, τη νύχτα είχε βρέξει και κρέμουνταν ακόμα στα φύλλα της ελιάς σταλαγματιές βροχή. Και κάτω το χώμα ήταν μαλακό και μύριζε. Ο παπα-Δαμιανός πήγαινε μπροστά, ντυμένος τα καλά του άμφια, με το χρυσοκεντημένο πετραχήλι του και με το ασημένιο Βαγγέλιο στην αγκαλιά του, πίσω του ακολουθούσε ο λαός, και στερνός, ουραγός, ο παπα-Γιάνναρος, με το ασημένιο σικλί γεμάτο αγιασμό και με την αγιαστούρα του από φουντωμένο δεντρολίβανο. Δεν έψελναν, δεν έκλαιγαν, δε μιλούσαν, πήγαιναν βουβοί, σκυφτοί και μονάχα κάπου κάπου μια γυναίκα στέναζε, ένα βαθύ Κύριε, ελέησαν! ακούγονταν από κανένα γέρικο στόμα κι οι νέες μανάδες είχαν ανοίξει τον κόρφο τους και βύζαιναν τα μωρά τους. Έφτασαν στα κυπαρίσσια, έδωκε μια ο παπάς, άνοιξε την πορτούλα, μπήκε, και πίσω του ο λαός. Οι μαύροι ξύλινοι σταυροί ήταν μουσκεμένοι, μερικά φαναράκια έκαιγαν στους τάφους, μισοσβημένες φωτογραφίες πίσω από το γυαλί μαρτυρούσαν πως ήταν οι κοπέλες, πως ήταν οι λεβέντες με τα στριφτά μουστάκια, όταν εζούσαν. Κατασκορπίστηκε ο λαός, βρήκε καθένας τον αγαπημένο του τάφο, έπεσαν κάτω οι γυναίκες και προσκύνησαν το χώμα, οι άντρες, όρθιοι, έκαναν το σταυρό τους και σφούγγιζαν με την άκρα του μανικιού τους τα μάτια. Ο παπα-Δαμιανός στάθηκε στη μέση του κοιμητήριου, σήκωσε τα χέρια: — Πατέρες, φώναξε, Παππούδες, έχετε γεια! Έχετε γεια, φεύγουμε! Δε μας αφήνουν πια οι Δυνατοί της Γης να ζούμε πλάι σας, να πεθάνουμε και να ξαπλώσουμε πλάι σας, να ξαναγίνουμε κι εμείς χώμα μαζί σας. Μας ξεριζώνουν!

Ανάθεμα στους αίτιους! Ανάθεμα στους αίτιους! Ανάθεμα στους αίτιους!

Σήκωσε ο λαός τα χέρια στον oυρανό, σήκωσε βουή μεγάλη: Ανάθεμα στους αίτιους!

Κυλίστηκαν όλοι χάμω, φιλούσαν το μαλακωμένο από τη βροχή χώμα, το 'τριβαν στην κορφή τού κεφαλιού τους, στα μάγoυλα, στο λαιμό, έσκυβαν, το ξαναφιλούσαν. Φιλούσαν τους πατέρες και τους παππούδες, φώναζαν: «Έχετε γεια!».

Προχώρησε με την αγιαστούρα του ο παπα-Γιάνναρος και πήρε αράδα να ραντίζει τα μνήματα.

— Έχετε γεια! Έχετε γεια! φώναζαν ακολουθώντας οι συγγενείς των πεθαμένων, έχετε γεια, αδέρφια, ξαδέρφια, παππούδες! Σχωρέστε μας που σας αφήνουμε στα χέρια των Αγαρηνών, δε φταίμε εμείς, ανάθεμα στον αίτιο!

[πηγή: Νίκος Καζαντζάκης, Οι αδερφοφάδες. Μυθιστόρημα, έκδ. Ελένης Καζαντζάκη, Αθήνα 1973 (7η έκδ.), σ. 14-18]

εικόνα

Θανάση Βαλτινού, Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη. Βιβλίο πρώτο: Αμερική (απόσπασμα

 

 Οι Ελληνες μετανάστες στην Αμερική στον 20ό αιώνα | ΕΦΣΥΝ

Θανάση Βαλτινού, Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη. Βιβλίο πρώτο: Αμερική (απόσπασμα)

[…]

Πλεύρισε το καράβι στο λιμάνι, το λιμάνι πατωμένο, το τελωνείο απάνω στα νερά.

Φαίνεται πως η Αυστροαμερικάνα έβγαζε πολλούς λαθραίους ελεύθερους να φεύγει ο καθένας για το δικό του μέρος, και οι άλλες εταιρείες παραπονέθηκαν.

Έτσι η αμερικάνικη κυβέρνηση έστειλε επιτροπή να επιθεωρήσει πάλι τους ανθρώπους.

Ήρθε ο γιατρός κι άρχισε να εξετάζει έναν έναν.

Όποιος ήταν καλός του ’δινε μια κάρτα με μπλε μολύβι κι έγραφε απάνω οράιτ, αμερικάνικα. Όποιος δεν ήταν καλός του ’δινε σκαρτ με κόκκινο.

Καθένας που πέρναγε με μπλε πήγαινε στην επιτροπή, έδινε το χαρτί, το διάβαζαν καλά, τον έδιωχναν.

Τους άλλους τούς έβαζαν κάτω στο αμπάρι. Έφτασε η σειρά της παρέας μου, άρχισαν από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο που ήμουνα εγώ. Μου ’δωσε κόκκινο ο γιατρός, των άλλων μπλε.

Πάει, γυρίζω πίσω, λέω.

Και οι σύντροφοί μου με κοίταζαν αμίλητοι. Γυρίζω, το σκαρτ είναι γύρισμα το οράιτ όχι.

Πέρασαν όλοι από την επιτροπή, τους έδιωξαν.

Φτάνω εγώ, με παίρνουν με κατεβάζουν κάτω. Πρόλαβα φώναξα του αδερφού μου, είχε είκοσι δολάρια απάνω του. Του είπα να μου αφήσει τα μισά, θα τα χρειαζόμουν.

Κόντευε βράδυ, ο ήλιος έπεφτε.

Του λέω, αν είσαι ακόμα το πρωί εδώ, έλα να ιδωθούμε και φέρε τίποτα καλά.

Δεν ήρθε. Κι έμεινα μαζί με τους άλλους.

[…]

Την επαύριο ήρθε πάλι η επιτροπή, μας ξανακοίταξαν, μας έκριναν δεύτερη φορά σκάρτους. Σε τρεις μέρες καινούργια επιτροπή, ανώτερη. Έβαλαν μπροστά και μας εξέταζαν από την αρχή. Μας όρκισαν ότι ποτέ η κυβέρνηση δεν επιτρέπει σε αρρώστους, κλέφτες και εγκληματίες να πατήσουν αμερικάνικο έδαφος.

Τότε πήραμε απόφαση ότι μας γυρίζουν πίσω.

Κακό μού ήρθε να φτάσω στο χείλος της Αμερικής και μονάχα ώς εκεί.

Μ’ έκλεισαν στο μπουντρούμι με τους εξήντα άλλους, διάφορες φυλές. Ήσαν και Εβραίοι ανάμεσά μας. Ένας απ’ αυτούς, κάθε που μας έφερναν νερό βούταγε να παίρνει πρώτος. Μια δυο, την τρίτη κάποιος είχε ένα σουγιά της φυλακής, του κόβει μια στα λαγαρά, ήρθε τούμπα.

Ούτε να ξαναπλώσει πια. Κρέας, αν δεν σφάξει ο παπάς τους δεν τρώνε οι Εβραίοι.

Στις τριάντα Νοεμβρίου, ημέρα Κυριακή, έρχεται ο διερμηνέας του πλοίου, ένας Κώστας Πυλίας.

Τί κάνετε, παιδιά;

Του λέμε, πουντιάσαμε εδώ μέσα.

Θα πω να σας βγάλουν σήμερα.

Το μεσημέρι, είχαμε φάει καλά, μας άνοιξαν τις πόρτες να ανεβούμε.

Είχα γράψει στα αδέρφια μου, γυρίζω πάλι για Ελλάδα, αλλά γράφτε μου εις Κώσταν Πυλίαν, κι αν είμαι εδώ το παίρνω.

Μου έγραψαν αυτοί αλλά δεν με πρόλαβε το γράμμα.

Μόλις μας έβγαλαν απάνω, άρχισε ο νους μου να γυρίζει.

Σκεβόμουν να το σκάσω.

Είχα τριάντα δολάρια με αυτά που μου έδωσε ο Πάνος. Είχα χαλάσει πέντε, τα άλλα τα είχα στον κόρφο μου.

Με τη σκούφια, τα παπούτσια λυτά, το πανωφόρι στον ώμο, είπα να μπω σε μια βάρκα να κρυφτώ, τη νύχτα να σούρω στη σκιά του πλοίου να πέσω στο νερό.

Φοβήθηκα μην πνιγώ, δεν το ’βρισκα καλό. Αποφάσισα να κάνω τον κουτό να κατεβώ από τη σκάλα.

Βάνω τα χέρια πίσω, κατεβαίνω μπροστά στους κλητήρες. Μπαίνω τάχα για το νερό μου, βαρώ μια πόρτα, άλλοι κλητήρες μέσα δεν δώσαν σημασία. Στρίβω δεξιά, τραβάω κάτι διαδρόμους, βλέπω γυαλί και απόξω κόσμο να περνάει.

Βγαίνω και δεν το πίστευα.

Παίρνω ένα τερσέκι έρημο, κάποιος από πίσω με ακολουθούσε.

Αλλάζω δρόμο, αυτός από κοντά. Τα χρειάστηκα.

Σταματάω στη γωνιά, ο άνθρωπος με προσπέρασε, ούτε γύρισε να με κοιτάξει.

[πηγή: Θανάσης Βαλτινός, Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη. Βιβλίο πρώτο: Αμερική, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2007 (7η έκδοση), σ. 48-52]

Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

Η ζωή εν τάφω (απόσπασμα) Στρατής Μυριβήλης

 

 How the Trauma and Struggles of World War I Helped Shape the Modern World |  Duke Today

Η μυστική παπαρούνα

Το πόδι απόψε το νιώθω πολύ καλύτερα.

Μου 'ρχεται να σηκωθώ σιγά σιγά, να προχωρέσω μέσα στο σιωπηλό χαράκωμα. Είναι πολύ παράξενο το χαράκωμα με τόσο φως. Φέγγει σαν μέρα και όμως δεν έχει φόβο. Το φεγγαρόφωτο από μακριά, σα δεν αντιλαμπίζει σε γυαλιστερό μέταλλο, δεν ξεσκεπάζει τίποτε. Μπορώ το λοιπόν να περπατώ λεύτερα κάτω από τον αχνό πέπλο του που προστατεύει σαν ασημί σκοτάδι.

Για μια στιγμή πάλι μου περνά η ιδέα πως ετούτη η μοναξιά είναι αληθινή. Πως τάχα σηκώθηκαν όλοι και φύγανε και μ' αφήσαν μονάχον, ολομόναχον εδώ πάνω. Τότες μια κρυάδα περνά, λεπίδι, την καρδιά μου. Θα προτιμούσα να ξέρω πως ζούνε γύρω μου κρυμμένοι άνθρωποι, κι ας ήτανε μόνο οχτροί.

Προχώρεσα ως την άκρη του χαρακώματος του λόχου μας. Ως την έβγαση των συρματοπλεγμάτων. Εκεί είναι μια μυστική πόρτα που σφαλνά μ' ένα αδράχτι οπλισμένο με αγκαθωτά τέλια. Επειδή το μέρος είναι ένα νταμάρι όλο πέτρα και δε σκάβεται, σήκωσαν ένα προκάλυμμα με γεώσακους. Έτσι λένε κάτι σακιά μεγάλα με χώμα που μ' αυτά οχυρώνουν τα πετρώδικα χαρακώματα. Τα τσουβάλια αυτά κείτουντ' εδώ χρόνον-καιρό έτσι. Θα φάγαν υγρασίες, βροχάδες, χιόνια και ήλιους. Ήρθαν και σάπισαν από τα νερά, ο ήλιος τα τσουρούφλισε και τα 'καψε. Τραβώ το δάχτυλό μου πάνω τους. Λιώνει η λινάτσα. Σαν τα ξεθαμμένα ρούχα των πεθαμένων που ξεφτάνε, σταχτωμένα, με το πρώτο άγγιγμα. Είναι τσουβαλάκια φουσκωμένα-κάργα, όπως τα πρωτογέμισαν. Άλλα πάλι κρεμάζουν σαχλά, μισοαδειανά. Κάτου από το δυνατό φεγγάρι μοιάζουν με ψοφίμια σκυλιών, άλλα πρησμένα κι άλλα ξαντεριασμένα, σωριασμένα τόνα πάνου στ' άλλο.

Από δω το θέαμα θα 'ναι πιο όμορφο. Τώρα το κρυμμένο ποτάμι ακούγεται καλύτερα όπως φωνάζει μακριά, μες από τη βαθιά κοίτη του. Θέλω να βγάλω το κεφάλι ψηλά από το προπέτασμα, να ιδώ πέρα. Αν μπορούσα μάλιστα θα καβαλίκευα το χαράκωμα. Ακουμπώ το μπαστούνι στο τοίχωμα, σηκώνουμαι στη μύτη της αρβύλας του γερού μου ποδιού και γαντζώνω τα δάχτυλα στους γεώσακους που 'ναι πάνω πάνω. Ένας απ' αυτούς λιώνει με μιας κι αδειάζει τον άμμο του πάνω μου. Λοιπόν τότες έγινε μιαν αποκάλυψη! Μόλις ξεφούσκωσε αυτό το σακί, χαμήλωσε η καμπούρα του και ξεσκέπασε στα μάτια μου μια μικρήν ευτυχία. Αχ, μου 'καμε τόσο καλό στην ψυχή, λίγο ακόμα και θα πατούσα μια τσιριξιά χαράς.

Ήταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. Ένα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που 'ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ' άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα.

Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα 'βλεπε πως ήταν άλικη, μ' ένα μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση. Είναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη. Το τσουνί* του είναι ντούρο και χνουδάτο. Έχει κι έναν κόμπο που δεν άνοιξε ακόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτά μέσα στην πράσινη φασκιά του και περιμένει την ώρα του. Μα δεν θ' αργήσει ν' ανοίξει κι αυτός. Και θα 'ναι δυο λουλούδια τότες! Δυο λουλούδια μέσα στο περιβόλι του Θανάτου. Αιστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ως τα κατάβαθα της ψυχής.

Ακουμπώ πάνω στο προπέτασμα σαν να κουράστηκα ξαφνικά πολύ.

Από μέσα μου αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά. Στέκουμαι έτσι πολλήν ώρα, με το κεφάλι όλο χώματα, ακουμπισμένο στα σαπισμένα σακιά. Με δυο δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, αγγίζω την παπαρούνα. Ξαφνικά με γεμίζει μια έγνοια, μια ζωηρή ανησυχία πως κάτι μπορεί να πάθει τούτο το λουλούδι, που μ' αυτό μου αποκαλύφθηκε απόψε ο Θεός. Παίρνω τότες στη ράχη ένα γερό τσουβάλι (δαγκάνω τα χείλια από την ξαφνική σουβλιά του ποδιού), και τ' ακουμπώ με προφύλαξη μπροστά στο λουλούδι. Έτσι λέω θα 'ναι πάλι κρυμμένο για όλους τους άλλους. Χαμογελώ πονηρά. Κατόπι σηκώνουμαι ξανά στα νύχια κι απλώνω το μπράτσο έξω. Ναι. Το άγγισα λοιπόν πάλι! Τρεμουλιάζω από ευτυχία. Νιώθω τα τρυφερά πέταλα στις ρώγες των δαχτύλων. Είναι μια ανεπάντεχη χαρά της αφής. Μέσα στο χέρι μου μυρμιδίζει μια γλυκιά ανατριχίλα. Ανεβαίνει ως τη ράχη. Είναι σαν να πεταλουδίζουν πάνω στην επιδερμίδα τα ματόκλαδα μιας αγαπημένης γυναίκας. Φίλησα τις ρώγες των δαχτύλων μου. Είπα σιγά σιγά:

— Καληνύχτα... καληνύχτα και να 'σαι βλογημένη.

Γύρισα γρήγορα στ' αμπρί. Ας μπορούσα να κάμω μια μεγάλη φωταψία... Να κρεμάσω παντού σημαίες και στεφάνια! Άναψα στο λυχνάρι τέσσερα φιτίλια και τώρα πασχίζω να τη χωρέσω εδώ μέσα, μέσα σε μια τόσο μικρή γούβα, μια τόσο μεγάλη χαρά. Η ψυχή μου χορεύει σαν μεγάλη πεταλούδα. Χαμογελώ ξαπλωμένος ανάσκελα. Κάτι τραγουδάει μέσα μου. Τ' αφουκράζουμαι. Είναι ένα παιδιάστικο τραγούδι:

Φεγγαράκι μου λαμπρό...

Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Το προσφυγόπουλο του ουρανού - Παύλος Νιρβάνας

 1,658 Wounded Bird Images, Stock Photos, 3D objects, & Vectors |  Shutterstock

 

Τὸ προσφυγόπουλο τοῦ οὐρανοῦ

Εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμὸν τῆς Λαχαναγορᾶς Πειραιῶς ἐνεφανίσθη μίαν τῶν ἡμερῶν ἕνας ἀνέλπιστος, πληγωμένος πρόσφυξ. Δὲν ἦτο οὔτε Μικρασιάτης, οὔτε Θράξ. Δὲν τὸν εἶχαν κυνηγήσει αἱ ὀρδαὶ τοῦ Κεμάλ. Δὲν τοῦ εἶχαν σπάσει τὸ πόδι του οἱ Τοῦρκοι Τσέτηδες. Ἦτον ἁπλούστατα ἕνας ἀθῷος σπουργίτης. Καὶ καθὼς ἐπετοῦσε στὸν οὐρανόν, τὸν ὁποῖον δὲν διεκδικοῦν, ὡς γνωστὸν οὔτε οἱ Ἕλληνες, οὔτε οἱ Τοῦρκοι, τὸ λάστιχο ἑνὸς μικροῦ ἐντοπίου Τσέτη τὸν ἐτόξευσεν εἰς τὰ ὕψη καὶ δὲν εἶχε τὴν εὐσπλαγχνία νὰ τοῦ δώσῃ τουλάχιστον τὸν θάνατον. Τοῦ ἐτσάκισε τὸ ποδαράκι του. Καὶ ὁ πληγωμένος σπουργίτης, λιγοθυμισμένος ἀπὸ τὸν τρομερὸν πόνον ἔπεσεν ὡς νεκρὸν σῶμα, εἰς τὸ χῶμα. Ὁ μικρὸς Τσέτης ἔσπευσε νὰ τὸν αἰχμαλωτίσῃ, καὶ νεκρὸν ἀκόμη. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ὁ πτερωτὸς τραυματίας εὑρῆκε τὴν δύναμιν τῶν φτερῶν του. Καὶ ἐσώθη πάλιν, εἰς τὰ ὕψη ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔπεσε.

Tα φτερὰ του ὅμως ἀπέκαμαν εἰς τὴν οὐρανίαν περιπλάνησιν. Ἐδοκίμασε ν᾿ ἀκουμπήσῃ σ᾿ ἕνα κλαδὶ δένδρου νὰ ξεκουρασθῆ. Ἀλλὰ πῶς; Μόλις ἐπροσπάθησε νὰ στηριχθῇ στὸ ποδαράκι του, τρομεροὶ πόνοι τὸν ἔκαμαν νὰ παραιτηθῇ ἀπὸ κάθε ἰδέαν ἀναπαύσεως. Καὶ μὲ τὰς τελευταίας δυνάμεις, ποὺ ἀπέμεναν στὶς μουδιασμένες φτεροῦγες του, ἐδοκίμασε πάλιν νὰ πετάξῃ. Ἔκαμε δυὸ-τρεῖς γύρους εἰς τὸν ἀέρα, ἀλλὰ οἱ φτεροῦγες του δὲν τὸν ἐκρατοῦσαν πλέον. Ἔνοιωθε τώρα ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα, θὰ εὑρίσκετο κάτω στὸ χῶμα, ἀνίκανος πλέον νὰ σωθῇ ἀπὸ τοὺς ἀγρίους Τσέτες τῆς γειτονιᾶς. Εἰς ὁμοίαν περίστασιν, ὁ ἀεροπόρος, τοῦ ὁποίου ἐσταμάτησεν ἔξαφνα ὁ μοτέρ, κατοπτεύει βιαστικὰ τὸ ἔδαφος καὶ ζητεῖ τὸ κατάλληλον ἔδαφος, διὰ νὰ προσγειωθῆ, ὅσον ἀσφαλέστερα μπορεῖ.

Έτσι ἔκαμε καὶ ὁ μικρὸς πτερωτὸς ἀεροπόρος. Ὁ μοτέρ του δὲν ἐδούλευε πιά. Κατώπτευσε τὸ ἔδαφος. Παντοῦ δρόμοι, μὲ τρομερὰ παιδιά, ποὺ ἐπερίμεναν μὲ τὰ λάστιχα τεντωμένα. Παντοῦ ἐχθρικοὶ αὐλόγυροι. Παντοῦ ἄξενα κεραμίδια, ὅπου ἕνας τραυματίας σπουργίτης, ἀνίκανος ν᾿ ἀναζητήσῃ ἀλλοῦ τὴν τροφήν του, θὰ ἐκινδύνευε ἀσφαλῶς νὰ πεθάνῃ ἀπὸ ἀσιτίαν. Ἔξαφνα, πρὸς ἕνα σημεῖον τοῦ ἐδάφους διέκρινε μίαν αὐλήν, ὅπου γυναικοῦλες καὶ μικρὰ παιδάκια, ἐκινοῦντο, μὲ ἕνα ὕφος μεγάλης δυστυχίας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ δυστυχία ἐννοεῖ τὴν δυστυχίαν, ὁ πληγωμένος σπουργίτης δὲν ἄργησε νὰ καταλάβη ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦσαν ἀδελφοί του καὶ ὅτι ἡ αὐλὴ αὐτὴ δὲν ἦταν ὅπως οἱ ἄλλες αὐλὲς τῶν κακῶν ἀνθρώπων.

- Μαζὶ μὲ τοὺς δυστυχισμένους κι ἐγώ! ἐσκέφθη ὁ μικρὸς σπουργίτης.

Kαι, μ᾿ ἕνα τέλειον βὸλ-πλανέ, τὸ ὁποῖον οἱ ἄνθρωποι ἐδιδάχθησαν, ὡς γνωστόν, ἀπὸ τὰ πουλιά, εὑρέθη μέσα εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ προσφυγικοῦ καταυλισμοῦ, κατάκοιτος στὸ χῶμα, ἀνίκανος νὰ κινηθῇ, ἕτοιμος ν᾿ ἀποθάνῃ. Ἀλλὰ δὲν ἄργησε νὰ βεβαιωθῇ ὅτι εὑρίσκεται μεταξὺ πονετικῶν ψυχῶν. Μία ἀτμοσφαίρα συμπαθείας καὶ ἀγάπης ἐσχηματίσθη γύρω ἀπὸ τὴν δυστυχίαν του. Οἱ ἄλλοι δυστυχισμένοι ἐννοοῦσαν τὸν πόνον του. Τὰ παιδάκια δὲν ἦσαν ἐκεῖ σκληρὰ καὶ ἄσπλαγχνα, ὅπως τὰ ἄλλα παιδιά. Οἱ μεγάλοι δὲν ἦσαν κακοὶ καὶ ἀδιάφοροι. Ἀγαθὰ χέρια τὸν ἐσήκωσαν καὶ τὸν ἐχουχούλισαν. Καί, διὰ νὰ συμπληρωθῇ ἡ εὐτυχία του, μία ἀκόμη πονετικὴ ψυχὴ ἔσκυψε ἀπὸ πάνω του, ὡς Θεία Πρόνοια. Ἦταν ἡ ἀγαθὴ Πρόνοια καὶ τῶν ἄλλων δυστυχισμένων, ἡ δεσποινίς, ἡ διακονοῦσα τὴν Φιλανθρωπίαν εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμόν.

- Τὸ καημένο τὸ πουλάκι! εἶπεν ἡ δεσποινίς. Ἔχει σπασμένο τὸ ποδαράκι του. Πρέπει νὰ τὸ κρατήσουμε κι αὐτὸ δῶ, νὰ τὸ γιατρέψουμε, ὡς ποὺ νὰ μπορέση νὰ ξαναπετάξῃ.

Ὁ μικρὸς σπουργίτης, μολονότι δὲν ἐγνώριζε τὴν γλῶσσαν τῶν ἀνθρώπων, ἐκατάλαβε πολὺ καλὰ τί ἔλεγεν ἡ δεσποινίς, διότι ἡ γλῶσσα τῆς ἀγάπης εἶναι μία γιὰ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔσπευσε νὰ εὐχαριστήσῃ τὴν δεσποινίδα μ᾿ ἕνα γλυκύτατον τσίου-τσίου.

- Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ πολύ. Ὅταν γίνω καλά, θαρθῶ νὰ σοῦ πῶ ἕνα ὡραῖο τραγουδάκι στὸ παράθυρό σου. Δὲν τραγουδῶ σὰν τὸ ἀηδόνι. Ἀλλὰ τὰ γλυκύτερα τραγούδια δὲν εἶναι τὰ τεχνικώτερα. Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ. Τσίου-τσίου!

Δύο τρυφερὰ χεράκια ἐπῆραν τὸν μικρὸν πτερωτὸν πρόσφυγα, τοῦ ἔδεσαν τὸ ποδαράκι του, τὸν ἐτάισαν, τὸν ἐπότισαν καὶ ὕστερα τὸν ἐτοποθέτησαν σὲ μιὰ ζεστὴ καὶ μαλακὴ φωλίτσα. Ἦτο καὶ αὐτὸς ἕνα προσφυγόπουλο τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων φθάνει κάποτε ἀγρία καὶ τρομερά, ὡς νὰ μὴν τῆς ἔφθανε γιὰ νὰ χορτάση αὐτὴ ἡ μεγάλη καὶ ἀπέραντη Γῆ.

(ἀπὸ Τὰ Ἅπαντα, E´, Ἐκδοτικὸς Οἶκος Χρήστου Γιοβάνη 1968)


Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Μορφώνοντας το λαό- Κουάνγκ- Τσέου

 Top 12 Pioneers in Education - TeachHUB

 

Αν δώσεις ένα ψάρι σ' έναν άνθρωπο,
θα φάει μια φορά.
Αν τον μάθεις να ψαρεύει,
θα τρώει σ' όλη του τη ζωή.

Αν τα σχέδιά σου είναι για ένα χρόνο, σπείρε σπόρους.
Αν είναι για δέκα χρόνια, φύτεψε δέντρο.
Αν είναι για εκατό χρόνια, μόρφωσε το λαό.
Σπέρνοντας μια φορά σπόρους, σοδιάζεις μια φορά.
Φυτεύοντας ένα δέντρο, σοδιάζεις δέκα φορές.
Μορφώνοντας το λαό, σοδιάζεις εκατό φορές.

Κουάνγκ-Τσέου, 4ος-3ος αι. π.Χ., Κίνα

Άντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ, Ο Μικρός Πρίγκιπας

 Le Petit Prince' - Paint It Easy

 – Έλα να παίξεις μαζί μου, της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας. Είμαι τόσο λυπημένος…
– Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου, είπε η αλεπού. Δεν είμαι εξημερωμένη.
– Α, συγγνώμη, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Όμως, ύστερα από σκέψη, πρόσθεσε:
– Τι πάει να πει «εξημερώνω»;
– Εσύ δεν είσαι από εδώ, είπε η αλεπού, τι γυρεύεις;
– Γυρεύω τους ανθρώπους, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Τι πάει να πει «εξημερώνω»;
– Οι άνθρωποι, είπε η αλεπού, έχουν τουφέκια και κυνηγάνε… Μεγάλος μπελάς. Εκτρέφουν και κότες. Είναι το μόνο τους καλό. Κότες γυρεύεις;
– Όχι, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Γυρεύω φίλους. Τι πάει να πει «εξημερώνω»;
– Είναι κάτι που έχει ξεχαστεί από καιρό, είπε η αλεπού. Σημαίνει «δημιουργώ δεσμούς…».
– Δημιουργώ δεσμούς;
– Βέβαια, είπε η αλεπού. Για μένα ακόμα δεν είσαι παρά ένα αγοράκι ολόιδιο μ' άλλα εκατό χιλιάδες αγοράκια. Και δε σε χρειάζομαι. Κι ούτε εσύ με χρειάζεσαι. Για σένα δεν είμαι παρά μια αλεπού ίδια μ' εκατό χιλιάδες άλλες αλεπούδες. Αν όμως μ' εξημερώσεις, θα χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο. Θα είσαι για μένα μοναδικός στον κόσμο, θα είμαι για σένα μοναδική στον κόσμο...
– Αρχίζω να καταλαβαίνω, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Ξέρω ένα λουλούδι... νομίζω πως μ' εξημέρωσε...
– Πολύ πιθανόν, είπε η αλεπού. Βλέπει κανείς στη Γη τα πιο τρελά πράματα...
– Α, δεν είναι στη Γη, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Η αλεπού φάνηκε πολύ παραξενεμένη:
– Σ' έναν άλλο πλανήτη;
– Ναι.
– Υπάρχουν κυνηγοί σ' εκείνο τον πλανήτη;
– Όχι.
– Ενδιαφέρον. Και κότες;
– Όχι.
– Τίποτα δεν είναι τέλειο, αναστέναξε η αλεπού. Όμως η αλεπού ξαναγύρισε στην προηγούμενη σκέψη της:
– Η ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγάω κότες, οι άνθρωποι με κυνηγάν. Όλες οι κότες μοιάζουν κι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν. Γι' αυτό λοιπόν, βαριέμαι λίγο. Αν όμως μ' εξημερώσεις, η ζωή μου θα γίνει ηλιόλουστη, θ' αναγνωρίζω το θόρυβο ενός βήματος διαφορετικού απ' όλα τ' άλλα. Τα άλλα βήματα θα με κάνουν να κρύβομαι κάτω απ' τη γη. Το δικό σου, σαν μουσική, θα με τραβάει έξω απ' τη φωλιά μου. Κι έπειτα κοίτα. Βλέπεις εκεί πέρα, τα χωράφια με το στάρι; Δεν τρώω ψωμί. Το στάρι για μένα είναι άχρηστο. Τα χωράφια με το στάρι δε μου θυμίζουν τίποτα. Κι αυτό είναι λυπηρό. Όμως εσύ έχεις μαλλιά χρυσαφένια. Θα είναι υπέροχο λοιπόν όταν θα με έχεις εξημερώσει. Το στάρι, που είναι χρυσαφένιο, θα μου θυμίζει εσένα. Και θα μ' αρέσει ν' ακούω τον άνεμο μέσα στα στάχυα... Η αλεπού σώπασε και κοίταξε ώρα πολλή το μικρό πρίγκιπα:
– Σε παρακαλώ... εξημέρωσε με, είπε.
– Το θέλω, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, αλλά δεν έχω πολύ χρόνο. Έχω ν' ανακαλύψω φίλους και πολλά πράματα να γνωρίσω.
– Γνωρίζουμε μονάχα τα πράματα που εξημερώνουμε, είπε η αλεπού. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίζουν τίποτα. Τ' αγοράζουν όλα έτοιμα απ' τους εμπόρους. Επειδή όμως δεν υπάρχουν έμποροι που να πουλάν φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους. Αν θέλεις ένα φίλο, εξημέρωσέ με.

Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Λέξεις - Έκτωρ Κακναβάτος

 Οι αληθινές Αμαζόνες: Οι πολεμίστριες με τα τατουάζ που έτρεμαν οι αρχαίοι  ήρωες - iefimerida.gr

 .... Κι έγινε να ψάχνω για λέξεις άφοβες
για λέξεις μάχιμες κι αθάνατες
για λέξεις παρατεταμένες
που ατές τους παρατείνονται
ανυπόμονες, πεισματικές
για λέξεις αμαζόνες απόκρημνες
έψαχνα για τη λέξη που όλη απόγνωση
πηδάει στο κενό
και που στην προσγείωση
χίλια κομμάτια.

Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

Ζητείται ελπίς- Αντών Σαμαράκη

 Despaired hopeless man portrait. Stock Photo | Adobe Stock

Του φάνηκε φοβερό που ήτανε χωρίς ελπίδα. Είχε την αίσθηση πως οι άλλοι στο καφενείο τον κοιτάζανε κι άλλοι από το δρόμο σκέπτονταν και ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Αυτός εκεί δεν έχει ελπίδα!» Σα να ήταν έγκλημα αυτό. Σα να είχε ένα σημάδι πάνω του που το μαρτυρούσε. Σα να ήταν γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους.
Σκέφτηκε τα διηγήματα που είχε γράψει δίνοντας έτσι μία διέξοδο στην αγωνία του. Άγγιζε θέματα του καιρού μας: «τον πόλεμο, την κοινωνική δυστυχία… Ωστόσο, δεν το αποφάσιζε να τα εκδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε την ετικέτα που θα του δίνανε σίγουρα οι μεν και οι δε. Όχι, έπρεπε να τα βγάλει. Στο διάολο η ετικέτα! Αυτός ήταν ένας άνθρωπος, τίποτε άλλο. Ούτε αριστερός ούτε δεξιός. Ένας άνθρωπος που είχε ελπίσει άλλοτε, και τώρα δεν έχει ελπίδα, και που νιώθει το χρέος του να το πει αυτό. Βέβαια, άλλοι θάχουν ελπίδα, σκέφτηκε. Δεν μπορεί παρά νάχουν.
Ξανάριξε μία ματιά στην εφημερίδα: η Ινδοκίνα, η «Κοσμική Κίνησις», το ρεσιτάλ πιάνου, οι δύο αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, οι «Μικρές Αγγελίες»…
ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή…
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον…
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζιπ εν καλή καταστάσει…
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικός…
Έβγαλε την ατζέντα του, έκοψε ένα φύλλο κι έγραψε με το μολύβι του:
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ελπίς
Ύστερα πρόσθεσε το όνομα του και τη διεύθυνση του. Φώναξε το γκαρσόνι. Ήθελε να πληρώσει, να πάει κατευθείαν στην εφημερίδα, να δώσει την αγγελία του, να παρακαλέσει να μπει οπωσδήποτε στο αυριανό φύλλο.

Δευτέρα 8 Απριλίου 2024

Κακοποιητικός σύζυγος- Πάρε διαζύγιο!

 

Ο ΚΑΚΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΣΥΣΥΓΟΣ ΚΙ Η ΑΝΑΣΦΑΛΗΣ ΣΥΜΒΙΑ ΤΟΥ

Ο Κυριάκος στο συνέδριο της Ν.Δ μού θύμισε μια παλιά ιστορία με μια φίλη που είχε ένα σύζυγο που της μιλούσε άσχημα και υποτιμητικά, ενίοτε χειροδικούσε και την εξευτέλιζε δημοσίως κατ’ εξακολούθηση. Μου κλαιγότανε συνεχώς ώσπου μια μέρα δεν άντεξα και της την είπα:

«Αμάν ρε κοπέλα μου! Χώρισέ τον, επιτέλους! Έχεις χάσει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και αυτοσεβασμού. Παράτα τον και ξαναγίνε ελεύθερη, όχι σκλάβα!»

«Τι λες ,μωρέ Δημήτρη! Άμα χρειαστώ κάποιον να μου φτιάξει μια μπρίζα που χάλασε, αν χαλάσει κάποια βρύση ή τρέχει το καζανάκι, τι θα κάνω; Ο άντρας μου τα φτιάχνει όλα αυτά!»

Αποχαιρέτησα γρήγορα τη φίλη μου, δεν την ξαναείδα έκτοτε αλλά μαθαίνω πως συνεχίζει να ζει το γνωστό αλλά «ασφαλές» συζυγικό βάσανο.

Ο Αμερικανός σύμβουλος του Κυριάκου, εμβριθής γνώστης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, έδωσε τη γνωστή γραμμή στο Συνέδριο της Ν.Δ. και ευελπιστεί ότι το εκλογικό σώμα, ως ανασφαλής- έστω και βασανισμένη σύζυγος- θα συνεχίσει στο πλευρό του. Οψόμεθα!

Ηλίας Βενέζης- Αιολική γη

    Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.  Κοιμη...

ευανάγνωστα