Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

Η Δίκη - Φραντς Κάφκα (απόσπασμα)

 


Το απόσπασμα που ακολουθεί μετεγγράφεται από αντίτυπο των εκδόσεων Γράμματα (Αθήνα, 1991) σε μετάφραση του Γιάννη Βαλούρδου. 

Κάποιος πρέπει να είχε διαβάλει τον Γιόζεφ Κ., γιατί ένα πρωινό, δίχως να κάνει τίποτα κακό, ήρθαν και τον συνέλαβαν. Το ρολόι έδειχνε περασμένες οχτώ και η μαγείρισσα της κυρίας Γκρούμπαχ, της σπιτονοικοκυράς του, δεν είχε φέρει ακόμη το πρόγευμα όπως έκανε κάθε μέρα. Πρώτη φορά συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ο Κ. περίμενε λίγο ακόμα στο μαξιλάρι, με το βλέμμα στραμμένο προς τη γριά κυρία του απέναντι διαμερίσματος, που σήμερα τον παρατηρούσε με μεγαλύτερη περιέργεια απ’ ό,τι συνήθως, έπειτα όμως, μ’ ένα συναίσθημα δυσφορίας κι ανυπομονησίας να βάλει κάτι στο άδειο στομάχι του, χτύπησε το κουδούνι. Αμέσως, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και μπήκε ένας άντρας, που ο Κ. δεν είχε ξαναδεί ποτέ στην πανσιόν της κυρίας Γκρούμπαχ. Ήταν λεπτός αλλά γεροδεμένος. Το εφαρμοστό μαύρο κοστούμι που φορούσε θύμιζε πλήρη ταξιδιωτική εξάρτυση· εφοδιασμένο με διάφορες πιέτες, τσέπες, αγκράφες, κουμπιά και μια ζώνη, έμοιαζε ιδιαιτέρως πρακτικό, αν και στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν φανερό σε τι εξυπηρετούσε κάτι τέτοιο. “Ποιος είστε;” ρώτησε ο Κ., ανακαθίζοντας απότομα στο κρεβάτι. Εκείνος, αγνοώντας την ερώτηση, λες και η παρουσία του στο δωμάτιο έπρεπε να θεωρηθεί αυτονόητη, ρώτησε απλώς με τη σειρά του: “Χτυπήσατε το κουδούνι;” “Ναι, για να μου φέρει η Άννα το πρωινό” αποκρίθηκε ο Κ. Στη συνέχεια, προτίμησε να μείνει σιωπηλός κι αναρωτήθηκε, παρατηρώντας με προσοχή τον άγνωστο, ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος και τι γύρευε στο δωμάτιό του. Ωστόσο, εκείνος δεν εξέθεσε για πολύ τον εαυτό του στο ερευνητικό βλέμμα του Κ. Στράφηκε προς την πόρτα, την άνοιξε λίγο και είπε σε κάποιον, που προφανώς περίμενε από πίσω: “Λέει ότι θέλει να του φέρει η Άννα το πρωινό”. Απ’ το διπλανό δωμάτιο ακούστηκαν κοροϊδευτικά γέλια, που ήταν δύσκολο να συμπεράνει κανείς αν προέρχονταν από ένα ή περισσότερα άτομα. Μολονότι αυτού του είδους η απάντηση δε γνωστοποιούσε φυσικά στον ξένο κάτι καινούργιο, εκείνος έσπευσε να δηλώσει με επίσημο τόνο: “Αυτό είναι αδύνατον”. “Καλό και τούτο” ξέσπασε ο Κ. Πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι και φόρεσε βιαστικά το παντελόνι του. “Πολύ θα ήθελα να μάθω ποιοι βρίσκονται στο διπλανό δωμάτιο και τι δικαιολογία θα βρει η κυρία Γκρούμπαχ γι’ αυτή την αναστάτωση” πρόσθεσε, ενώ την ίδια στιγμή του πέρασε απ’ το μυαλό ότι, απευθύνοντας το λόγο στον ξένο, ήταν σαν να του παραχωρούσε κάποια δικαιώματα ελέγχου. Έδιωξε την σκέψη σαν να μην είχε ιδιαίτερη σημασία. Εντούτοις, ο ξένος, ερμηνεύοντας με παρόμοιο τρόπο το γεγονός ότι ο Κ. του μίλησε, είπε: “Νομίζω πως θα ’ταν καλύτερα να μείνετε στο δωμάτιό σας”. “Ούτε στο δωμάτιό μου θέλω να μείνω, ούτε ν’ ανοίξω διάλογο μαζί σας, εφόσον δε μου έχετε πει ακόμα ποιος είστε”. “Εγώ για το καλό σας το είπα” διαμαρτυρήθηκε ο άλλος, και του άνοιξε πρόθυμα την πόρτα να περάσει. Ασυναίσθητα ο Κ. κοντοστάθηκε λίγο πριν μπει στο διπλανό δωμάτιο, όπου εκ πρώτης όψεως δεν είχε αλλάξει τίποτα από το προηγούμενο βράδυ. Ήταν το σαλόνι της κυρίας Γκρούμπαχ, ένα δωμάτιο παραφορτωμένο με διάφορα έπιπλα, καλύμματα, πορσελάνες και φωτογραφίες, που σήμερα έμοιαζε λίγο πιο άδειο απ’ ό,τι συνήθως, αν και δεν ήταν εύκολο να το διαπιστώσεις με την πρώτη ματιά. Η βασική αλλαγή συνοψιζόταν στην παρουσία ενός ανθρώπου καθισμένου δίπλα στο παράθυρο μ’ ένα βιβλίο στα χέρια, απ’ το οποίο σήκωσε αμέσως τα μάτια μόλις αντιλήφθηκε την είσοδο του Κ. “Τι γυρεύετε εδώ; Δε σας είπε ο Φραντς ότι έπρεπε να μείνετε στο δωμάτιό σας;” “Ναι, αλλά αυτό που δεν μου είπε, είναι τι θέλετε τέλος πάντων από μένα” απάντησε εκείνος, στρέφοντας το βλέμμα απ’ την καινούργια του γνωριμία στον άλλον, με το όνομα Φραντς, που έστεκε ακόμη δίπλα στην πόρτα, κι έπειτα πάλι στον πρώτο. Μες’ απ’ το ανοιχτό παράθυρο διέκρινε ξανά τη γριά που, με όλη την αδιακρισία των ανθρώπων της ηλικίας της, είχε πάρει τώρα θέση απέναντι στο σαλόνι για να μη χάσει τίποτε από το θέαμα. “Πάω αμέσως στην κυρία Γκρούμπαχ και -” δήλωσε ο Κ., κάνοντας μια κίνηση προς την πόρτα σαν να ήθελε να ξεφύγει από τους δύο άντρες, αν και εκείνοι έστεκαν αρκετά μακριά του. “Όχι!” φώναξε αυτός που καθόταν δίπλα στο παράθυρο, και σηκώθηκε ρίχνοντας το βιβλίο ς’ ένα τραπεζάκι. “Δεν επιτρέπετε να φύγετε, είστε υπό κράτησιν”. “Όλα αυτό δείχνουν” είπε ο Κ. “Μήπως θα μπορούσα όμως να μάθω το λόγο;” “Δεν είμαστε εμείς αρμόδιοι να σας απαντήσουμε. Παρακαλώ, πηγαίνετε στο δωμάτιό σας και περιμένετε εκεί. Για την ώρα, φτάνει να ξέρετε ότι κινήθηκε η διαδικασία εναντίον σας. Τα υπόλοιπα θα τα πληροφορηθείτε εν καιρώ. Ήδη υπερβαίνω τα όρια των καθηκόντων μου με τις φιλικές συμβουλές που σας δίνω. Ελπίζω να μη μας ακούει κανείς άλλος εκτός απ’ τον Φραντς, ο οποίος διάκειται εξίσου φιλικά απέναντί σας, παρά τους αυστηρούς κανονισμούς της υπηρεσίας. Αν η τύχη εξακολουθήσει να σας χαμογελά το ίδιο ευνοϊκά όπως στην επιλογή των φυλάκων σας, δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα ως προς την έκβαση αυτής της υπόθεσης”.

Το νούμερο 3165 -Ηλίας Βενέζης

 

 Τάγματα Εργασίας (Οθωμανική Αυτοκρατορία) - Βικιπαίδεια


BΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ στο 1922. Η μικρασιατική καταστροφή έχει συντελεστεί. Η ελληνική Ανατολή παραδόθηκε στο αίμα και στη φωτιά και οι Έλληνες έχασαν τις προαιώνιες εστίες τους. Όσοι γλίτωσαν από το θάνατο σύρθηκαν αιχμάλωτοι στα βάθη της Ασίας, για να δουλέψουν στα «εργατικά τάγματα».

Ανάμεσά τους είναι και ο ίδιος ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου που για δεκατέσσερις μήνες έζησε τις δραματικές περιπέτειες που μας αφηγείται. Από το βιβλίο, μαζί με τη φρίκη και την καταδίκη της ανθρώπινης αγριότητας, βγαίνουν και εικόνες ζεστής ανθρωπιάς, συμπαράστασης και αλληλεγγύης. Πρωτοεκδόθηκε το 1931.

Οι μαφαζάδες* που μας φυλάνε είναι μεγάλες ηλικίες. Όλοι απ' τα βαθιά της Ανατολής, στον καιρό του πολέμου το 'χαν σκάσει στα βουνά. Το κουβέρνο* τότες δεν μπορούσε να τους κυνηγήσει. Μα, τώρα που κάλμαρε το μέτωπο κι ο Έλληνας έφυγε, άνοιξαν τα παλιά κατάστιχα και τους μάζεψαν έναν έναν κι επειδή σε τέτοια ηλικία δεν ήταν πια βολετό να μάθουν να σκοτώνουν ανθρώπους πολιτισμένα, τους βάλαν βοηθητικούς να φυλάνε εμάς.

Στην αρχή τούς είπαν πως θα υπηρετήσουν τρεις μήνες. Οι μήνες γίναν έξι, γίναν εφτά, οχτώ, κι αυτοί ολοένα μέναν μαζί μας και ζυμώνουνταν.

Οι πιο πολλοί τους έχουν γενειάδα. Σιγά σιγά έπιασαν να 'ρχουνται τα βράδια στις παρέες μας. Ψάχνουν με τα δάχτυλα τα γένια τους και λεν, κοιτάζοντας με τ' αγαθά μάτια τους κάπου:

— Αχ, μεμλεκέτ!... (πατρίδα).

Μας λεν τον καημό τους, μας ρωτούν τι να κάμουν.

Δεν έχουμε πολύ κέφι γι' αυτές τις παρέες. Τους ακούμε σχεδόν ψυχρά — ανάμεσά τους κι ανάμεσά μας υπάρχει ο σκληρός τοίχος. Αυτοί δεν είναι που μας κρατούν δεμένους; Τους μισούμε — πρέπει. Κι αν καμιά φορά πιάνεις τον εαυτό σου αφηρημένο σα να 'χει ξεχάσει τον «τοίχο», δε χρειάζεται παρά μια σπίθα μυαλό. Φέρνεις πάλι τότες, ντροπιασμένος, τον κρύο οχτρό στο προσκήνιο.

Μια μέρα οι μαφαζάδες μάθανε —το 'γραφε λέει το φύλλο*— πως οι ηλικίες τους απολυθήκαν.

— Τι να κάνουμε; Τι να κάνουμε;

Έρχουνται και μας ρωτούν γεμάτοι απελπισία.

Ένας δικός μας τους ορμηνεύει* τότες να σηκωθούν να βγουν στο Διοικητή αναφορά. Έτσι γίνεται, τους λέει, στο στρατό. Θα του πήτε: «Θέλουμε το χαρτί* μας!»

Κοιτάζουνται μ' απορία: Μα έχουν την άδεια, λοιπόν, να κάμουν κάτι τέτοιο;

— Και βέβαια την έχετε!

Δεν ξέραν με τι τρόπο να μας φχαριστήσουν για την ορμήνια. Βγάλαν συναμεταξύ τους μιαν επιτροπή από έξι. Μέσα σ' αυτουνούς ήταν κι ένας αράπης.

Σύμφωνα με τις οδηγίες μας ζήτησαν πρώτα τον υπαξιωματικό, αυτός τους πήγε στο λοχαγό κι από κει τους παρουσίασαν στο Διοικητή, το Γιαννιώτη.

— Τι θέλετε, ουλάν;

— Το χαρτί μας θέλουμε για το μεμλεκέτ! Το λεν οι γαζέτες*.

— Τι έκανε λέει;

— Το χαρτί μας για το μεμλεκέτ!

Ωχ, που να 'σουν, μάτια μου! Ο Γιαννιώτης τα 'χασε. Ήταν ένα πράμα ακατανόητο για τον τούρκικο στρατό. Τόσα χρόνια μπίνμπασης* δε θυμόταν κάτι παρόμοια φοβερό.

— Ποιος σας ορμήνεψε, κερατάδες! Ποιος σας ορμήνεψε; φώναζε έξω φρενών.

Φοβισμένοι σα ζαρκάδια τού το είπαν: Οι σκλάβοι. Αυτοί ξέρουν.

Απασχολημένος κείνη την ώρα, διέταξε να τους κλειδώσουν, όλη την επιτροπή, σ' ένα κελί. Ήταν βράδυ. Αύριο θα τους κανόνιζε.

Η είδηση γέμισε πίκρα όλους τους άλλους μαφαζάδες, που περίμεναν με αγωνία το αποτέλεσμα. Ήμαστε κι εμείς λυπημένοι. Χωρίς λόγο. Τι μας ένοιαζε;

Την άλλη μέρα ξημέρωνε Παρασκευή. Ο Διοικητής κατά τις δέκα η ώρα διάταξε να μαζευτούν όλοι οι λόχοι των σκλάβων στο ύπαιθρο, έναν μεγάλο τόπο. Ήταν εκεί και ο λόχος των μαφαζάδων.

Σε λίγο φέραν τους έξι στρατιώτες που είχαν βγει χτες στην αναφορά. Φέραν και τρεις σκλάβους, κατηγορημένους απ' τους δικούς μας τους τσαουσάδες* γιατί δεν τους κάναν τα θελήματα.

Τους ξεγυμνώνουν όλους ως τη μέση. Μ' ένα μεγάλο σκοινί τούς δένουν, τον ένα με τον άλλο, και τους εννιά αράδα. Ύστερα, τι δυο άκρες το σκοινί το πιάνουν, απ' τη μια κι απ' την άλλη, από δυο στρατιώτες. Σαν τελείωσε η προετοιμασία τούτη ήρθε ο Διοικητής. Από πίσω του τρεις τέσσερις αξιωματικοί. Ο Γιαννιώτης, με δεμένα τα χέρια του στις πλάτες, προχωρεί νευρικά μπρος στην αράδα τους δεμένους. Τους κοιτάζει μες στα μάτια, έναν ένα. Τσιμουδιά. Ύστερα γυρίζει πίσω. Ξαναπερνά από μπροστά τους, έναν ένα. Κι ύστερα άξαφνα, απότομα ξέσπασε η θύελλα:

Παλιόσκυλα! Παλιόσκυλα! Παλιόσκυλα!

Χτυπούσε με το καμτσίκι από στριμμένο τέλι* στο κεφάλι, στα μάτια, στα γυμνά κορμιά. Λάφαζε*, ίδρωνε, έπαιρνε δύναμη τρέχοντας ζερβά δεξιά σα να τη ζητούσε, κι ολοένα, χτυπούσε λυσσασμένα, αβάσταχτα, τυφλά. Οι δεμένοι φώναζαν σπαραχτικά, κάναν ασυναίσθητα μια προσπάθεια να συρθούν πότε απ' το ένα μέρος, πότε απ' τ' άλλο. Μα οι στρατιώτες με το σκοινί βαστούσαν την ισορροπία στη διελκυστίνδα.

Σαν απόκαμε πια να χτυπά φώναξε ένα στρατιώτη και του έδωσε το νεύρο*. Ο στρατιώτης ήταν απ' την ίδια κλάση, η μοίρα του ήταν με τους έξι.

— Χτύπα! Χτύπα!

Κι αυτός, τρέμοντας, χτυπούσε νευρικά, αδέξια, μπρος στα μάτια του Διοικητή, που σφούγγιζε τον ίδρο του.

Παρακολουθούσαμε τη σκηνή με σφιγμένα δόντια. Στα δασιά στήθια των δεμένων έτρεχε το αίμα — θα 'τρεχε και στον αράπη, μα σ' αυτόν δε φαινόταν επειδή ήταν μαύρος. Βλέπαμε μονάχα πως άνοιγε το στόμα του και το σφαλνούσε σπασμωδικά, σα να κατάπινε τον αγέρα γουλιά γουλιά.

Τέλος ο Διοικητής αποτραβήχτηκε.

Θα δουλέψουν δέκα μέρες με τους σκλάβους! διατάζει για τους έξι στρατιώτες.

— Μάλιστα!

Σαν τους λύσαν, οι πιο πολλοί πέσαν καταγής βογκώντας Μονάχα ο αράπης, μόλις έμεινε λεύτερος, έπιασε να τρέχει, πηδούσε σαν κατσίκι, ένα κορμί ίσαμε κι πάνου — θα 'θελε φαίνεται να ζεσταθεί.

Τον κυνήγησαν και τον πιάσαν.

Σκορπίσαμε μες στο στρατόπεδο ομάδες ομάδες. Ένα απροσδιόριστο κύμα μεγάλωνε, μεγάλωνε, φούσκωνε — μια γιγαντωμένη προσπάθεια προς τα ψηλά. Και οι άνθρωποι, το πλήθος, ολοένα συνθλίβονταν απ' το τεράστιο κενό:

— Σε τι λοιπόν ξεχωρίζανε αν ήταν Χριστιανοί για Τούρκοι;

Σε τι ξεχωρίζανε; Εμείς ήμαστε γεσήρ*, ήμαστε δεμένοι. Εμ αυτοί που ήταν λεύτεροι; Το αίμα αυλάκωσε και τα εννιά κορμιά —τι διαφορά είχε; Μονάχα ο αράπης— ε, αυτός ήταν μαύρος.

 

Το ίδιο βράδυ. Νύχτα. Τώρα που καλοκαίριασε οι πόρτες στα κουβούσια* μας μέναν ανοιχτές. Ένας σκοπός φύλαγε πάντα.

Αυτό το βράδυ στο δικό μας το κουβούσι φύλαγε σκοπός ο στρατιώτης που τον είχαν βάλει το πρωί να μαστιγώσει τους συντρόφους του. Είναι συντριμμένος. Του λέμε να μην πικραίνεται. Ό,τι έγινε έγινε.

Γιατί; παραπονιέται μελαγχολικά. Γιατί να μας ανοίξετε τα μάτια;

Κοντεύαν μεσάνυχτα. Ολόζεστη η καλοκαιρινή βραδιά. Ξαπλωμένοι δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Ένας νέος διάολος: Συλλογιόμαστε. Όλο το κουβούσι ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. Μονάχα εκεί, προς το μέρος του μαφαζά, άναβε ένα λυχνάρι. Εκεί δίπλα ήταν το γιατάκι* του Μιχάλ-τσαούς.

Ο σκοπός είχε καθίσει χάμω. Το όπλο του μες στα σκέλια. Θαρρούσαμε πως ξαγρυπνούσε.

Ξαφνικά ένας λέει σιγά:

— Κοίτα!...

Από στόμα σε στόμα πήρε είδηση όλο το κουβούσι. Κοιτάζουμε:

Στο λίγο φως, στην πόρτα, διακρίνουμε τον επιλοχία του στρατοπέδου. Ήταν ένα νεαρό τριζάτο κέρατο. Έκανε έφοδο. Πατώντας στις μύτες των παπουτσιών του πλησιάζει το μαφαζά και σιγά, με προσοχή, του παίρνει το όπλο απ' τα χέρια. Κοιμόταν.

Με το όπλο στο χέρι ο επιλοχίας ρίχνει μια ματιά γύρω του. Κοιτάζει προς το γιατάκι του Μιχάλ-τσαούς. Αυτός ροχάλιζε, μα ο υπηρέτης του, το τσανάκι, παρακολουθούσε τη σκηνή.

Ο επιλοχίας τού γνέφει: σουτ! Ύστερα πάει κοντά του, του δίνει το όπλο και κάτι του λέει. Ύστερα, με προσοχή, βγαίνει όξω και χάνεται στο σκοτάδι.

Παρακολουθήσαμε τη σκηνή γεμάτοι αγωνία. Καταλάβαμε. Πήγαινε να ειδοποιήσει τον αξιωματικό: Εν ώρα υπηρεσίας το όπλο του σκοπού στα χέρια ενός σκλάβου! Και ο σκοπός ροχαλίζοντας! Αν δεν ήταν κρεμάλα, θα 'ταν φυλακή για όλη του τη ζωή.

Τότες σ' όλο το κουβούσι αμολήθηκε ένα υπόκωφο βογγητό.

Ολοένα δυνάμωνε, σαν τα βόδια που τα σφάζουν. Στην αρχή σαλάγιξε μια σκιά και σηκώθηκε. Ύστερα άλλη, ύστερα όλο το κουβούσι βρέθηκε στο ποδάρι. Με νευρικά κινήματα βιαζόμαστε προς την πόρτα. Ήμαστε ίσαμε ογδόντα άνθρωποι, στοιβαγμένοι, με αγκρηλωμένα* μάτια.

— Δώσ' το τουφέκι! λέει ο Μίλτος απειλητικά στο τσανάκι.

Αυτός κάνει να μην ακούσει, κιχ-μιχ, ρίχνει μια ματιά δίπλα στον αφέντη του τον Μιχάλ, που ροχάλιζε μεθυσμένος απ' το χασίς.

— Γρήγορα, σκουλήκι! Δώσ' το!

Στο μεταξύ άλλοι είχαν τρέξει προς το μαφαζά. Τον ξύπνησαν. Κοίταζε με τα ξαφνιασμένα μάτια του τόσους ανθρώπους από πάνω του, δεν μπορούσε να καταλάβει.

— Γρήγορα! Γρήγορα!

Του το ξηγούμε με λίγα λόγια, αρπούμε το τουφέκι απ' το τσανάκι και του το δίνουμε. Ύστερα τρέχουμε να βρεθούμε στον τόπο του ο καθένας. Όλα αυτά γίνανε μέσα σ' ένα δυο λεπτά.

Δεν είχαμε καλά καλά ξανακαθίσει σαν φάνηκε ο μουλαζίμ εβέλ*, ο επιλοχίας και δυο στρατιώτες. Νευρικοί, βιαστικοί. Μόλις τους διακρίνει ο σκοπός παίρνει στάση προσοχής.

Ο αξιωματικός κοιτάζει με απορία και θυμό τον επιλοχία:

— Πού είναι;

Αυτός τα 'χασε: Μα ναι, ναι, τον είδε με τα μάτια του, βεβαιώνει.

— Ουλάν, δεν κοιμάσουν;

— Εγώ; Όχι! λέει ο στρατιώτης.

Ο επιλοχίας, αποσβολωμένος, κοιτάζει προς το μέρος του Μιχάλ, να δει το τσανάκι. Μα είχε χαθεί απ' το φόβο το δικό μας. Κάπου θα είχε χωθεί.

Ο μουλαζίμ εβέλ χτυπά φουρκισμένος το καμτσίκι στις μπότες του. Ύστερα, για να ξεσπάσει κάπου, που τον ανησύχησαν, το κατεβάζει μια στα μούτρα του σκοπού. Γυρίζει απότομα και φεύγει.

 

Έτσι με τον καιρό, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, τυφλά αρχίσαμε, οι μαφαζάδες κι εμείς, να ερχόμαστε σιμά. Να πλησιάζουμε. Τα βράδια έρχουνται πιο ταχτικά και κάνουν παρέα μαζί μας. Λέμε μαζί τα βάσανά μας. Και στην κουβέντα δε μας λεν πια «γεσήρ». Με τη βαριά ανατολίτικη φωνή τους το προφέρνουν γεμάτο θερμότητα και καλοσύνη:

— Αρκαντάς (σύντροφε).

Στις δουλειές που πάμε μήτε χτυπούν πια μήτε βλαστημούν. Σαν δεν είναι μπροστά κανένας ρωμιός τσαούς κάνουν πως δεν βλέπουν και μας αφήνουν να καθόμαστε. Τουτουνούς τους τσαούς τους τρέμουν, γιατί τους σπιγουνεύουν άναντρα στους αξιωματικούς.

Το μεσημέρι, στο «παϊντός»*, ξαπλώνουμε μαζί κάτω απ' τον αψύ ήλιο και τρώμε το ψωμί μας. Μιλούμε φιλικά, κι έτσι πολλές φορές περνά η προσδιορισμένη ώρα για ανάπαυση. Τότες αυτοί, φοβισμένοι, μας σηκώνουν ήμερα ήμερα, σα να μας παρακαλούν:

— Άιντε, σύντροφοι, σηκωθήτε.

Σηκωνόμαστε με βαριά καρδιά να ξαναπιάσουμε δουλειά. Κι αυτοί, σα να φοβούνται μη βαρυγκομούμε μαζί τους, μας χτυπούν στον ώμο φιλικά:

— Τι να κάμουμε, αρκαντάς; Ο θεός να μας λυπηθεί, κι εσάς κι εμάς.

Να μας λυπηθεί. «Κι εσάς κι εμάς». Το λεν πια σχεδόν μόνιμα. Άρχισαν να μη μπορούν να ξεχωρίζουν τις δυο μοίρες, τη δική τους και τη δική μας. Τρέμουν τους αξιωματικούς τους και τους τσαουσάδες τους δικούς μας. Αυτούς τους ίδιους μισούμε κι εμείς. Ικετεύουν για το «μεμλεκέτ», ένα καλύβι κάπου. Κι εμείς.

Λοιπόν;

 

Όλοι τους είναι φουκαράδες. Μα πολύ. Δεν τους δίνουν τίποτα για χαρτζιλίκι. Φαίνεται τους κλέβουν οι αξιωματικοί. Υποφέρνουν απ' όλες τις στερήσεις, ακόμα κι απ' τον καπνό. Εμείς μαζεύουμε αποτσίγαρα λεύτερα — αυτοί, όσο να 'ναι, διστάζουν. Δε θέλουν να ταπεινωθούν τόσο. Μα, άμα δεν τους βλέπουμε...

Οι δικοί μας, όσοι δουλεύοντας στους χωριάτες οικονομούμε τίποτε πεντάγροσα, τα κάνουν πάντα καπνό. Μας κερνούν. Ο μαφαζάς βλέπει. Το φιτίλι περνά και σ' αυτόν. Τυλίγει το τσιγάρο, δίνει πίσω το φιτίλι. Το κεφάλι χαμηλά. Το τσακμάκι. Ανάβει. Τότες μονάχα, μαζί με την πρώτη ρουφηξιά, τα μάτια σηκώνουνται. Δε λέει τίποτα.

Α, είναι μεγάλο πράμα δυο μάτια που ακινητούν έτσι...

 

Ώρες ώρες αποτραβιούνται μονάχοι τους σε μια γωνιά. Κοιτάζουν στο βάθος κι αρχίζουν τραγούδια της πατρίδας τους. Τους έχουν μάθει ένα πολεμικό θούριο: «Ανγκαρανίν τασινά μπακ...» Οι γεροί, ρωμαλέοι τόνοι αδυνατίζουν στα χείλια τους, μερώνουν. Κι έτσι που τους τραγουδούν παίρνουν κάτι σαν από μοιρολόι:

Κοίτα κατά το βράχο της Άγκυρας,
κοίτα τα δακρυσμένα μάτια μας...

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

Μενέλαος Λουντέμης -Έκσταση (απόσπασμα)

 

Καλλιτεχνικοί Εικονογράφηση | Woman in a white dress by the sea |  Europosters

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, ΦΕΤΕΙΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, μεθυστικό, αθάνατο. Είσαι το τελευταίο! Πώς μπορεί ν’ αντέξει άνθρωπος σε τόση φωτιά δυο φορές; Φέτος θα πυρπολήσουμε τη ζωή μας.

Θα τραγουδήσουμε σαν τα τζιτζίκια σου, ώς τον αφανισμό μας. Θέλω να σε παινέψω πάνω σε τούτο το χαρτί κι είναι τα δάχτυλά μου μεθυσμένα. Καλοκαίρι, καλοκαίρι... Παράδεισε ακαταλόγιστε, λογικέ!

Χτες έπεσε απάνω μας μια πεταλούδα. Μόλις είχε αφήσει το λουλούδι. Κι ήταν τόσο μεθυσμένη, που έπεσε πάνω μας.

— Καίγεστε!! Καίγεστε!! μας φωνάζει.

— Αυτό πάμε να κάνουμε, αυτό. Να γίνουμε στάχτη.

Αχ, καλοκαίρι, καλοκαίρι!

Τρέχει, και το φουστάνι της φουσκώνει και κυματίζει απ’ τον αέρα. Δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από ένα ολόασπρο φουστάνι που ανεμίζει ο αέρας και το φουστάνι να ’ναι της αγαπημένης σου.

Τρέχει... Και τρέχουν μαζί της οι πεταλούδες και τ’ ανθοπέταλα. Το φουστάνι της κυματίζει σαν ανοιξιάτικη σημαία πάνω απ’ τα σπαρτά, κι οι παπαρούνες φυλλορροούν από ζήλια.

Την πιάνω πάνω απ’ την αυλακιά και δεν ξέρω τι να την κάνω απ’ αγάπη. Το στήθος της σπαρταρά σαν του μικρού πουλιού που κρατάς στην απαλάμη σου.

Το βράδυ κοιμόμαστε απάνω στα χαλίκια... Καίνε απ’ τον ήλιο κι απ’ τα κορμιά μας.

Τα μάτια της αγαπημένης είναι μεγάλα. Τώρα κοιμάται μέσα τους το φεγγάρι. Ουρανέ... Ψάξαμε για θεούς και δε βρήκαμε. Συχώρεσέ μας που γίναμε εμείς θεοί.

Τα κύματα χασκαρίζανε στα πόδια μας.

— Τι άσπρος αστράγαλος! λέει το ένα. Θα τον φιλήσω.

— Μη... το απαγορεύει ο Ποσειδώνας.

— Πφ! Τι είναι ο Ποσειδώνας; Αυτοί που βλέπεις είναι θεοί. Άκουσα να το λέει ένα φύλλο μιας δάφνης που ’πεσε χτες απ’ τα κεφάλια τους. Δεν μπορώ, θα τον φιλήσω!

— Μη! Μη...

— Ναι! Τον φίλησα!

Κείνη την ώρα έρχεται με το τρίχαλό του μουτρωμένος ο Ποσειδώνας.

— Τι είστε σεις; μας ρωτά. Εμένα πια δε μ’ ακούνε.

— Στάσου, υιέ της Ρέας, πετάγεται μια ψιλή φωνή απ’ το δάσος. Είμαι η Άρτεμις. Περίμενε. Θα φύγουμε μαζί. Νά, αφήνω και τη φαρέτρα μου. Όλο το δάσος ξελογιάστηκε μ’ αυτούς. Εμένα πια δε μ’ ακούνε. Πάμε.

Περνάει λίγη ώρα, έρχεται ο Δίας. Βαστά στα χέρια του κάτι κεραυνούς και τους ακουμπάει στον άμμο.

— Ελάτε στον Όλυμπο, μας λέει. Μου φύγανε δυο θεοί. Σας παίρνω στη θέση τους. Έρχεστε;

— Ναι, μετά χαράς ερχόμαστε. Μα... για ποιους θα ’μαστε θεοί, πατέρα Δία;

— Για τους ανθρώπους.

— Για τους ανθρώπους; Τότε δε δεχόμαστε. Νά, πάρε το τρίχαλο και τη φαρέτρα. Δε δεχόμαστε.

— Μα τότε τι θεοί είπατε πως είστε;

— Δε δεχόμαστε για τους ανθρώπους.

— Και για ποιους θέλετε;

— Εμείς είμαστε θεοί για τον εαυτό μας!

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024

Τα χέρια της μητέρας- Ράινερ Μαρία Ρίλκε

 


Εσύ δεν είσαι πιο κοντά στο Θεό

από ό,τι είμαστε εμείς. Είμαστε όλοι μας μακριά. Αλλά

εσένα είναι θαυμάσια κι ευλογημένα τα χέρια σου.

Προβάλλουν λαμπερά από το ρούχα σου, 

φωτεινό το περίγραμμά τους:

εγώ είμαι η δροσοσταλίδα, η ημέρα, 

αλλά εσύ είσαι το δέντρο.


Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2024

Είναι βάρβαρο μετά το Άουσβιτς να γράψει κανείς ποιήματα...

 Το Άουσβιτς και η μνήμη | Αυγή

Είναι βάρβαρο μετά το Άουσβιτς να γράψει κανείς ποιήματα...
Η φράση αυτή του Τέοντορ Αντόρνο μαρτυρά το μέγεθος της ερήμωσης μπροστά στην οποία βρέθηκε η καλλιτεχνική δημιουργία μετά το Ολοκαύτωμα και, ειδικότερα, η ποίηση ως τέχνη υμνητική της ζωής.
Ποιήματα, ωστόσο, συνέχισαν να γράφονται, επειδή η ποίηση είναι ακριβώς αυτό: Μια κραυγή απόγνωσης απέναντι και ενάντια σε κάθε χαλασμό. Η καταισχύνη και το όνειδος για το αναπόφευκτο παρελθόν φαίνεται να κατατρύχει εφιαλτικά και για μεγάλο χρονικό διάστημα τους γερμανόφωνους ποιητές και ποιήτριες. Η αναπνοή τους βαραίνει και εξωθούνται, ως άλλοι Κάιν, να βρουν στο στίχο καταφύγιο από το ανελέητο κυνήγι των Ερινυών. Και να δομήσουν, με υλικά τις λέξεις τους, μια νέα πραγματικότητα.
"Μετά το Άουσβιτς" η ποίηση -όσο υπάρχει ανθρώπινη μνήμη- δεν θα μπορούσε να παραμείνει ίδια. Καθώς όμως ο χρόνος γιατρεύει τις πληγές και η καινούργια ζωή μπορεί αθώα να ξαναγελάσει, ο ποιητής απλώνει και πάλι το χέρι του προς το μέρος μας για να μας προσκαλέσει σε ένα λυρικό ταξίδι στα φθινοπωρινά, μελαγχολικά ή ηλιόλουστα τοπία της ψυχής. 

(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου

ΜΕΤΑ ΤΟ ΑΟΥΣΒΙΤΣ

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΓΕΡΜΑΝΟΦΩΝΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ)

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2024

Φωνές -Καβάφης Κωνσταντίνος

 15 Most Famous Paintings by Salvador Dali - The Artist

 Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψη τες ακούει το μυαλό.

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας –
σα μουσική, την νύχτα, μακρινή, που σβήνει.

 

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2024

“Τ’ Ουρανού τη φορεσιά…” -The Cloths of Heaven (W. B. Yeats)

 

 In Focus: The Picasso portrait which revealed to the world his 22-year-old  muse - Country Life

“Τ’ Ουρανού τη φορεσιά…”

“Αν είχα τ’ ουρανού την κεντημένη φορεσιά

τη σφυρηλατημένη από χρυσό κι από ασημένιο φως

τη μελαγχολική, την αχνή, τη σκοτεινή τη φορεσιά

από τη νύχτα και το φως, απ’ το ημίφως,

θα σκόρπιζα τη φορεσιά κάτω απ’ τα πόδια σου.

Όμως εγώ είμαι φτωχός κι έχω μόνο τα όνειρα μου.

Έχω σκορπίσει τα όνειρα μου κάτω απ’ τ πόδια σου.

Πάτα ελαφρά… γιατί πατάς στα όνειρα μου.”

(Μετάφραση- προσεγγιση, Μαρία Τζανοπούλου)

Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024

Οδυσσέα Ελύτη, «Το παράπονο»

 

Η «Έναστρη Νύχτα» και ο COVID-19 | OffLine Post

Εδώ στου δρόμου τα μισά
          έφτασε η ώρα να το πω
Άλλα είν' εκείνα που αγαπώ
          γι' αλλού γι' αλλού ξεκίνησα

Στ' αληθινά στα ψεύτικα
          το λέω και τ' ομολογώ
Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ
          μες στη ζωή πορεύτηκα

Όσο κι αν κανείς προσέχει
          όσο κι αν τα κυνηγά
Πάντα πάντα θα 'ναι αργά
          δεύτερη ζωή δεν έχει.

Από τη συλλογή Τα Ρω του έρωτα (1972)

[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, «Το παράπονο», Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 298-299]

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2024

Διωγμένος απ' το Κομμουνιστικό Κόμμα, διωγμένος από την επίσημη δεξιά κυβέρνηση, έφυγα για το Παρίσι .- Κώστας Αξελός

 Βασικά Πρόσωπα – Ματαρόα. Το ταξίδι συνεχίζεται…

Γεννήθηκα σε μια μεγαλοαστική οικογένεια, γνώρισα την οικογενειακή θαλπωρή και μαζί και την οικογενειακή ασφυξία. Από παιδί ήταν κάτι που με έσπρωχνε πέρα από την οικογένεια, πέρα από τον τόπο. Ποιο είναι το πολύτιμο στοιχείο της παιδικής ηλικίας: το πολύτιμο στοιχείο της παιδικής ηλικίας θα 'λεγα αυτή η θαλπωρή, για τα παιδιά που μπόρεσαν βέβαια να την γνωρίσουν - εκατομμύρια παιδιά δεν την γνωρίζουν - αλλά και ο κλοιός μέσα στον οποίον κλείνει τον νέον άνθρωπο, το παιδί, και τον σπρώχνει στην εφηβεία.

Από την παιδική μου ηλικία θυμάμαι δύο πράγματα πιο πολύ: τη σχέση μου με τον αδελφό του πατέρα μου, τον ζωγράφο Μιχαήλ Αξελό, ο οποίος μαζί με τη γυναίκα του και την ξαδέλφη μου την Άννα Αξελού, τόσο συχνά με φιλοξένησαν σπίτι τους, την εποχή που διωκόμενος δεν είχα πού να σταθώ, και τη ζωή στο Φάληρο κοντά στην οικογένεια της μητέρας μου, στη γιαγιά μου που είχε κι ένα εκκλησάκι στο κτήμα της.

Η παιδική ζωή έγινε γρήγορα εφηβική, θα 'λεγα ότι η παιδική ανησυχία την έσπρωχνε να γίνει εφηβική, αλλά και στην εφηβεία η μεγαλοαστική τάξη που με περιέβαλλε, και η μικροαστική ηθική που κυριαρχούσε γύρω σε όλο τον τόπο - εννοώ την Ελλάδα -, ο ασφυκτικός κλοιός της νεότερης Ελλάδας, η έλλειψη οράματος, ήταν κάτι που με πονούσε αφάνταστα.

Γι αυτό στράφηκα στην εφηβεία μ' έναν ιδιαίτερο ενθουσιασμό προς την Αντίσταση. Στην Αντίσταση δεν με ενδιέφερε τόσο, θα 'λεγα δεν με ενδιέφερε το εθνικιστικό, σοβινιστικό της κήρυγμα. Μ' ενδιέφερε το  μαρξιστικό κίνημα, το όραμα μιας άλλης πολιτείας, μιας πολιτείας που δε μένεις με μια θεωρητική σκέψη, και με μια φωτισμένη πολιτική θα μπορούσε να αλλάξει την ιστορική μοίρα των ανθρώπων πανανθρώπινα, και να δημιουργήσει ένα καινούργιο στυλ ζωής.

 

Ο ενθουσιασμός αυτός των πρώτων χρόνων της Αντίστασης, των δύο-τριών πρώτων χρόνων, περιείχε σύγχρονα αφάνταστα πλήγματα, γιατί μέσα από την Αντίσταση, μέσα απ' την κυριαρχία της Αντίστασης απ' το Κομμουνιστικό Κόμμα, που αυτό και εμψύχωνε και σύγχρονα έσφαζε την Αντίσταση, είδα τι σημαίνει ο περιορισμός του ανθρώπινου οράματος από κυρίαρχα κόμματα με κυρίαρχες ιδεολογίες, με μια προεκτεινόμενη μικροαστική ηθική, με πράξεις βίας όχι μόνο προς τους αντιπάλους αλλά και τους οπαδούς.

Δεν ήταν τόσο οι πράξεις βίας που με ξένιζαν, όσο το τυφλό της βίας, και ιδιαίτερα στο Δεκέμβριο μού κόστισε πολύ η σχιζοφρενική καθοδήγηση του Δεκέμβρη  από την ηγεσία και η απόκρυψη του γεγονότος, η εγκληματική απόκρυψη του γεγονότος, ότι η Ελλάδα είχε ήδη δοθεί σαν σφαίρα επιρροής στους αγγλοαμερικάνους.

 

Έτσι, παρ' όλο που η Αντίσταση και το κομμουνιστικό κίνημα εμψύχωσαν την εφηβεία μου σύγχρονα, με έκαναν να θέλω να βλέπω πιο μακριά - αυτό που έκανα πάντα από παιδί.

Θυμάμαι νέος - θα 'πρεπε να 'μουνα τότε δεκαπέντε χρονών ίσως, με είχε πάρει η μητέρα μου στο Εθνικό Θέατρο, σε ένα έργο ενός συγγραφέα με αρκετό ταλέντο, αν και όχι μεγαλοφυή, ένα έργο του Ο' Νηλ, που λεγότανε Πέρα από τον ορίζοντα. Δεν θυμάμαι βέβαια την πλοκή του έργου - δεν το διάβασα από τότε - αλλά ήτανε μια μικρή οικογένεια σ' ένα κτήμα και ήταν ένας από τους γιους που έβλεπε διαρκώς πέρα από τον ορίζοντα.

 Αυτό το πέρα απ' τον κλειστό ασφυκτικό ορίζοντα της μεγαλοαστικής Ελλάδας, της μικροαστικής Ελλάδας, του κομμουνιστικού  κινήματος, αυτή η τριπλή ασφυξία, μ' έκαναν να θέλω να φύγω, όχι από πόθο φυγής αλλά για να ζήσω μ' έναν άλλο τρόπο ένα όραμα που 'χε πάψει να είναι δογματικά μαρξιστικό, που 'χε πάψει να θέλει να ενσωματωθεί σ' ένα χώρο κι ένα χρόνο συγκεκριμένο, κάτω από την καθοδήγηση ενός κομμουνιστικού κόμματος, μια κίνηση προς τον κόσμο, όχι προς τα έξω, όχι προς την Ευρώπη, αλλά προς τον κόσμο.

 

Τότε, σε ηλικία είκοσι περίπου χρονών, άρχισα να ξανακαταλαβαίνω πράγματα που 'χα καταλάβει στα δεκατέσσερά μου χρόνια, και που είχα ξεχάσει εν τω μεταξύ: ότι η σκέψη, η δημιουργική σκέψη, η ποιητική σκέψη, ο Ηράκλειτος, ο Χέγκελ, ο Νίτσε, το νεανικό έργο του Μαρξ, ο Φρόιντ, ανοίγουν τα μάτια ενός ανθρώπου, και λέγοντας ανοίγουν τα μάτια εννοώ και τον ψυχισμό του, γιατί δεν σκέφτεται κανείς μόνο με το κεφάλι, για να επιτελέσω ένα έργο φιλοσοφικό που βασικά με ενδιέφερε.

Και έτσι διωγμένος απ' το Κομμουνιστικό Κόμμα, διωγμένος από την επίσημη δεξιά κυβέρνηση, έφυγα για το Παρίσι θέλοντας εκεί να αρχίσω να μπορώ να ξετυλίγω μια καθαυτό φιλοσοφική δουλειά - τότε την ονόμαζα φιλοσοφική, τώρα την ονομάζω, πιο σεμνά, στοχαστική -, που επεξεργάζομαι τώρα και τριανταπέντε χρόνια.

Στην Αθήνα είχα αρχίσει μόνον να σπουδάζω Νομικά, δηλαδή απλώς γράφτηκα στη Νομική Σχολή, και η αντιστασιακή, και μετά συνωμοτική, δράση έθεσε ένα τέλος στις αρχινισμένες σπουδές και βασικά διάβαζα για τον εαυτό μου, δηλαδή για τον κόσμο.

Κυριαρχούσε μια σχολικότητα, μια πανεπιστημιακότητα, ένας ακαδημαϊσμός, που δεν άφηναν να εκδηλωθεί μια βασική σκέψη.  Κατάλαβα πάλι κάτι που είχα αρχίσει να καταλαβαίνω στα δεκατέσσερά μου χρόνια διαβάζοντας Νίτσε: ότι οι μεγάλες σκέψεις είναι κάτι το πάρα πολύ σπάνιο και δεν τρέχουνε ούτε στους δρόμους, ούτε βρίσκονται οργανωμένες από τα κόμματα, ούτε κυριαρχούν στα πανεπιστήμια.

Η μετριότητα είναι φαίνεται το πεπρωμένο της μέσης ανθρώπινης διάνοιας.

Ο Μάιος του '68 μού θύμισε ορισμένα στοιχεία της Αντίστασης με τον ενθουσιασμό του, με την αμφισβήτηση, αλλά η αμφισβήτηση ήτανε μερική:

τα παιδιά ήθελαν πολύ μερικά αιτήματα, δεν είχανε ολική θέα του όλου θέματος, και επιπλέον δεν φαινόντουσαν να ενδιαφέρονται να κινούνται από μια συνθετική ολική σκέψη, μια ριζική σκέψη, μια σκέψη συνδεμένη με μια ποίηση, και ακόμα περισσότερο από τη γραφτή ή την προφορική ποίηση, με την ποιητικότητα του ίδιου του κόσμου.

Οι τρεις αυτές ανησυχίες, η παιδική, η εφηβική, η σπουδαστική, δεν είναι απλώς ψυχολογικά - ή θα 'λεγα ακόμα και ψυχοπαθολογικά χαρακτηριστικά -, αλλά δείχνουνε πόσο όλοι οι κόσμοι είναι ο κόσμος ο μικρός, είναι οι κόσμοι οι μικροί, και πως σπάνια κατορθώνουμε να υπερβούμε το τείχος του ήχου να ανοιχτούμε στον Κόσμο με κάπα κεφαλαίο.

Από τα δεκατέσσερά μου χρόνια με ενδιέφερε όχι η μέση λογοτεχνία, η μέση ποίηση, η μέση πολιτική, η μέση σκέψη, αλλά οι κορυφές έστω αν και αυτές δεν μπορεί να τις ζει κανείς καθημερινά στη ζωή του και δημιουργούνε μια επώδυνη σχέση με αυτό που λέμε ζωή.

* Αυτοβιογραφικό κείμενο από απομαγνητοφώνηση συνέντευξης, του Κώστα Αξελού (1924-2010) στην εκπομπή της ΕΤ1 Παρασκήνιο

Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2024

Αλμπέρ Καμύ - Η Πανούκλα

 25 Absurdity Surreal Illusion Paintings by Michael Cheval - The Game of  Imagination

 Η Πανούκλα (απόσπασμα)

Έτσι οι αιχμάλωτοι της πανούκλας πάλεψαν όλη τη βδομάδα μ’ όποιον τρόπο μπορούσαν. Και μερικοί ανάμεσά τους όπως ο Ραμπέρ, έφθασαν, όπως βλέπουμε, να φανταστούν ότι ενεργούσαν ακόμα σαν ελεύθεροι άνθρωποι, ότι μπορούσαν να διαλέξουν. Όμως μπορούμε πράγματι να πούμε ότι αυτή τη στιγμή, στα μέσα του Αυγούστου, η πανούκλα είχε καλύψει τα πάντα. Δεν υπήρχαν πια τότε προσωπικά πεπρωμένα, αλλά μια συλλογική υπόθεση που ήταν η πανούκλα και αισθήματα που τα μοιράζονταν όλοι. Το σημαντικότερο ήταν ο χωρισμός και η εξορία, μ’ όλο το φόβο και την εξέγερση που περιέκλειαν. Νά γιατί ο αφηγητής πιστεύει ότι ταιριάζει στο αποκορύφωμα της ζέστης και της αρρώστιας να περιγράψει τις βιαιότητες των επιζώντων συμπολιτών μας, την ταφή των νεκρών και την οδύνη των χωρισμένων εραστών.

Στα μέσα εκείνης της χρονιάς ήταν που έπιασε ένας δυνατός άνεμος, που φυσούσε για πολλές μέρες μέσα στη χτυπημένη από την πανούκλα πόλη. Τον άνεμο τον φοβούνται ιδιαίτερα οι κάτοικοι του Οράν, γιατί δε συναντά κανένα φυσικό εμπόδιο πάνω στο οροπέδιο που είναι χτισμένη η πόλη, κι έτσι χιμάει μ’ όλη του τη μανία μέσα στους δρόμους. Μετά απ’ αυτούς τους ατέλειωτους μήνες, που ούτε μια σταγόνα νερό δεν είχε δροσίσει την πόλη, το Οράν ήταν σκεπασμένο με μια γκρίζα σκόνη που ξεφλούδιζε στο φύσημα του ανέμου. Κι ο άνεμος σήκωνε κύματα σκόνης και χαρτιών που τυλίγονταν στα πόδια των σπάνιων πια περαστικών. Τους έβλεπες πια να διασχίζουν βιαστικοί τους δρόμους, γερμένοι μπροστά, φράζοντας μ’ ένα μαντίλι ή με το χέρι τους το στόμα. Το βράδυ, αντί οι άνθρωποι να μαζεύονται πολλοί μαζί προσπαθώντας να παρατείνουν τη διάρκεια αυτών των ημερών που καθεμιά τους μπορούσε να είναι κι η τελευταία γι’ αυτούς, συναντούσες μικρές ομάδες ατόμων που βιάζονταν να γυρίσουν στο σπίτι τους ή να χωθούν στα καφενεία. Έτσι, για μερικές μέρες, την ώρα του σούρουπου, που έπεφτε γρηγορότερα αυτή την εποχή, οι δρόμοι ήταν έρημοι και μόνος ο άνεμος θρηνολογούσε ανάμεσά τους ασταμάτητα. Μια μυρωδιά από φύκια και αρμύρα αναδινόταν από την ταραγμένη και πάντα αόρατη θάλασσα. Και τότε τούτη η έρημη πόλη, ασπρισμένη από τη σκόνη, πλημμυρισμένη από μυρωδιές θαλασσινές, αντηχούσε από το ουρλιαχτό του ανέμου και βογκούσε σαν ένα νησί που το χτύπησε η συμφορά.

[...]

[πηγή: Αλμπέρ Καμύ, Η Πανούκλα, μτφ. Αγγελική Τατάνη, Γράμματα, Αθήνα 1990, σ. 155-156]

Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2024

Πλάθοντας ανθρώπους - Βιρτζίνια Σατίρ

 Thinking Woman | marlinavera

 (απόσπασμα)

“Είμαι εγώ.

Σ’ όλο τον κόσμο δεν υπάρχει κανένας άλλος ακριβώς σαν κι εμένα.

Υπάρχουν άνθρωποι, που μου μοιάζουν σε μερικά σημεία, αλλά κανένας δεν είναι ολότελα όμοιος με εμένα. Επομένως ό,τι προέρχεται από εμένα είναι απόλυτα δικό μου γιατί εγώ μόνος μου το διάλεξα.

Μου ανήκει ό,τι έχω: το σώμα μου και όλα όσα κάνει, το μυαλό μου με τις ιδέες του και τις σκέψεις του, τα μάτια μου και οι εικόνες όσων βλέπουν, τα συναισθήματά μου, όποια κι αν είναι αυτά: θυμός, χαρά, αποκαρδίωση, αγάπη, απογοήτευση, ενθουσιασμός, το στόμα μου και τα λόγια που ξεστομίζω: ευγενικά, γλυκά ή σκληρά, σωστά ή λαθεμένα. Η φωνή μου δυνατή ή σιγανή και όλες μου οι πράξεις, άσχετα αν κατευθύνονται προς εμένα ή προς τους άλλους.

Δικές μου είναι όλες μου οι φαντασιώσεις, τα όνειρά μου, οι ελπίδες μου, οι φόβοι μου.

Δικοί μου οι θρίαμβοι και οι επιτυχίες μου και όλες μου οι αποτυχίες και τα λάθη μου.

Γιατί σε μένα ανήκει όλος ο εαυτός μου, μπορώ να γνωριστώ βαθιά, στενά μαζί του. Έτσι μπορώ να τον αγαπάω και να ‘μαι φίλος μαζί του, με όλες τις πλευρές. Μπορώ λοιπόν να βάλω όλον τον εαυτό μου να δουλέψει για το συμφέρον μου. Μερικές πλευρές του εαυτού μου με βάζουν σε απορία, το ξέρω και άλλες μου είναι τελείως άγνωστες. Όσο όμως διατηρώ φιλικές σχέσεις μαζί του και τον αγαπάω, μπορώ με θάρρος και ελπίδα να αναζητώ λύσεις για τα αινίγματα και τρόπους για να ανακαλύψω πιο πολλά πράγματα για μένα.

Όπως κι αν μοιάζω κι αν φαίνομαι, ό,τι λέω και κάνω, ό,τι σκέφτομαι κι αισθάνομαι σε οποιαδήποτε στιγμή, όλα αυτά είμαι εγώ. Κι αυτό είναι κάτι αυθεντικό και δείχνει πού βρισκόμουν εκείνη τη στιγμή.

Όταν αργότερα εξετάσω πώς έμοιαζα και πώς φαινόμουν, τι έκανα και τι είπα, τι σκέφτηκα και πώς αισθάνθηκα, κάποια σημεία μπορεί να είναι ακατάλληλα. Μπορώ να τα πετάξω τα ακατάλληλα και να κρατήσω όσα αποδείχθηκαν κατάλληλα και να εφεύρω κάτι καινούριο για να αντικαταστήσω ό,τι πέταξα.

Βλέπω, ακούω, αισθάνομαι, σκέπτομαι, λέγω και πράττω. Έχω τα εργαλεία που χρειάζομαι για να επιζήσω, να ‘μαι κοντά με τους άλλους, να ‘μαι παραγωγικός, να καταλαβαίνω και να βάζω σε τάξη μες το νου μου το πλήθος των ανθρώπων και των πραγμάτων έξω από εμένα.

Είμαι κύριος του εαυτού μου και, επομένως, μπορώ να τον οργανώσω.

Είμαι εγώ και είμαι πολύ εντάξει”.

Satir, V. (1989). Πλάθοντας ανθρώπους. Κέδρος, Αθήνα

 

Ηλίας Βενέζης- Αιολική γη

    Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.  Κοιμη...

ευανάγνωστα