ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ Οἱ ὑπάλληλοι ὅλοι λιώνουν καὶ τελειώνουν σὰν στῆλες δυὸ-δυὸ μὲς στὰ γραφεῖα. (Ἠλεκτρολόγοι θά ῾ναι ἡ Πολιτεία κι ὁ Θάνατος ποὺ τοὺς ἀνανεώνουν.) Κάθονται στὶς καρέκλες, μουτζουρώνουν ἀθῶα λευκὰ χαρτιά, χωρὶς αἰτία. «Σὺν τῇ παρούσῃ ἀλληλογραφίᾳ ἔχομεν τὴν τιμήν» διαβεβαιώνουν. Καὶ μονάχα ἡ τιμὴ τοὺς ἀπομένει, ὅταν ἀνηφορίζουνε τοὺς δρόμους, τὸ βράδυ στὶς ὀχτώ, σὰν κουρντισμένοι. Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τοὺς νόμους, σκέπτονται τὸ συνάλλαγμα, τοὺς ὤμους σηκώνοντας οἱ ὑπάλληλοι οἱ καημένοι
κι αν δεν νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα