Θανάση Βαλτινού, Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη. Βιβλίο πρώτο: Αμερική (απόσπασμα) […] Πλεύρισε το καράβι στο λιμάνι, το λιμάνι πατωμένο, το τελωνείο απάνω στα νερά. Φαίνεται πως η Αυστροαμερικάνα έβγαζε πολλούς λαθραίους ελεύθερους να φεύγει ο καθένας για το δικό του μέρος, και οι άλλες εταιρείες παραπονέθηκαν. Έτσι η αμερικάνικη κυβέρνηση έστειλε επιτροπή να επιθεωρήσει πάλι τους ανθρώπους. Ήρθε ο γιατρός κι άρχισε να εξετάζει έναν έναν. Όποιος ήταν καλός του ’δινε μια κάρτα με μπλε μολύβι κι έγραφε απάνω οράιτ, αμερικάνικα. Όποιος δεν ήταν καλός του ’δινε σκαρτ με κόκκινο. Καθένας που πέρναγε με μπλε πήγαινε στην επιτροπή, έδινε το χαρτί, το διάβαζαν καλά, τον έδιωχναν. Τους άλλους τούς έβαζαν κάτω στο αμπάρι. Έφτασε η σειρά της παρέας μου, άρχισαν από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο που ήμουνα εγώ. Μου ’δωσε κόκκινο ο γιατρός, των άλλων μπλε. Πάει, γυρίζω πίσω, λέω. Και οι σύντροφοί μου με κοίταζαν αμίλητοι. Γυρίζω, το σκαρτ είναι γύρισμα το ορ...
κι αν δεν νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα