Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

ΕΝΑ ΑΓΝΩΣΤΟ ΣΥΜΒΑΝ ΠΟΥ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΨΥΧΗΣ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ

 Manos Hatzidakis - Wikipedia

 ΕΝΑ ΑΓΝΩΣΤΟ ΣΥΜΒΑΝ ΠΟΥ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΨΥΧΗΣ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ

Κάποτε ένας μεσήλικας κύριος την ώρα που επέστρεφε στο σπίτι του άκουσε θόρυβο.
Κατάλαβε πως ήταν ληστής μέσα. Αμέσως είδε να έχει κάνει φτερά το ολοκαίνουργιο πανάκριβο στερεοφωνικό του.
Βγήκε στο μπαλκόνι κι αντίκρισε τον ληστή, έναν νεαρό να ακροβατεί στην μεσοτοιχία με το διπλανό διαμέρισμα και με το στερεοφωνικό στα χέρια του. Έκανε ησυχία για να μην τον τρομάξει, και πέσει και σκοτωθεί.
Ο νεαρός εισβολέας σαν είδε τον ιδιοκτήτη έπεσε στο κενό ευτυχώς από μικρό ύψος.
Έντρομος ο ιδιοκτήτης τηλεφώνησε αμέσως στις Πρώτες Βοήθειες κι έπειτα πήγε γρήγορα κάτω να δει σε τι κατάσταση βρισκόταν ο κλέφτης.
Τον ρώτησε αν είναι καλά.
Τον συνόδευσε στο νοσοκομείο με το νοσοκομειακό όχημα.
Στους γιατρούς που τον ρώτησαν από που ήξερε τον νεαρό τραυματία, απάντησε ”Είναι συγγενής μου”.
Όλη την ώρα κι αφού οι γιατροί ενημέρωσαν πως δεν διατρέχει κίνδυνο η ζωή του, εκείνος του χάιδευε το κεφάλι.
Τον ρωτούσε αν είναι μόνος στον κόσμο, αν έχει οικογένεια.
Ο νεαρός αισθανόταν περίεργα και όμορφα, παρά το φόβο που πέρασε. Στο τέλος ο ιδιοκτήτης του είπε: ”πάρε αυτά για μόλις βγεις από δω μέσα”, του έδωσε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό κ έφυγε, αφού είχε ξημερώσει.
Τα χρόνια πέρασαν.
Τον ιδιοκτήτη συνόδευαν στην τελευταία του κατοικία στην Παιανία, μουσικοί, τραγουδιστές κ η ελίτ της κοινωνίας.
Το όνομα του, Μάνος Χατζιδάκις.
Όταν όλοι έφυγαν και το κοιμητήριο ερήμωσε, ένας νέος άντρας πλησίασε τον φρεσκοσκαμμένο τάφο και έκλαψε με λυγμούς.
Ήταν εκείνος ο ληστής, ο παρίας, ο κλέφτης, ο περιθωριακός, που δεν είχε ξεχάσει το φέρσιμο του Χατζιδάκι στην δυσκολότερη στιγμή της ταραγμένης ζωής του.
Και μ’ αυτήν την μικρή ιστορία ο μεγάλος μας Μάνος μας απέδειξε νέτα-σκέτα, πως όταν η ιδιοκτησία σου έχει μεγαλύτερη σημασία απ’ την ανθρώπινη ζωή, τότε είσαι απλά επικίνδυνος.

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2023

1955: τα γεγονότα της Τασκένδης Κωστόπουλος Τάκης

 Συντροφικές διώξεις στα στρατόπεδα της Τασκένδης - ΤΑ ΝΕΑ

Τα γεγονότα της Τασκένδης συνδέονται άρρηκτα με την ήττα μας το 1949 και την αποχώρηση των τμημάτων του ΔΣΕ στην Αλβανία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία. Η ηγεσία του ΚΚΕ με αρχηγό τον Νίκο Ζαχαριάδη διάλεξε τον εύκολο δρόμο για την αιτιολόγηση της ήττας αποδίδοντάς τη βασικά στο πισώπλατο χτύπημα, στην προδοσία του Τίτο. Ο Στάλιν δεν αντέδρασε γιατί τον βόλεψε η ερμηνεία αυτή στην αντιπαράθεσή του με τον Τίτο. Τα γεγονότα όμως είναι πεισματάρικα και έδειξαν πόσο αβάσιμες ήταν οι κατηγορίες.
     Έχω προσωπική γνώμη στο θέμα αυτό. Στο αποκορύφωμα των επιχειρήσεων του Γράμμου, το 1948 τον Ιούλιο, μας ανακοινώθηκε η απόφαση του Γραφείου Πληροφοριών (δεν υπήρχε πλέον Διεθνής, είχε αυτοδιαλυθεί από το 1943) με την οποία καταγγελλόταν ο Τίτο ως όργανο των ιμπεριαλιστών, προδότης, αποστάτης κ.λπ. Επειδή ο Εμφύλιος βρισκόταν σε εξέλιξη, η ηγεσία του ΚΚΕ ζήτησε από το Γραφείο Πληροφοριών να μη δημοσιευτεί η απόφαση για την καταδίκη του Τίτο γιατί είχαμε ανάγκη. Ο Τίτο όμως ήξερε καλύτερα κι απ’ τον Ζαχαριάδη ποια ήταν η απόφαση. Γι’ αυτό έλεγε το ίδιο διάστημα σ’ έναν από το ΠΓ (νομίζω στον ίδιο τον Ζαχαριάδη) με δάκρυα στα μάτια «καλά, ο Στάλιν λέει αυτά, εσείς, όμως, που ξέρετε καλύτερα, γιατί;». Ο Ζαχαριάδης όμως που δεν είχε ούτε τη θέληση ούτε το κουράγιο να αντιταχθεί σ’ αυτή την απόφαση επέμενε στην εφαρμογή της. Επομένως, του ταίριαζε να αποδώσει την ήττα στο κλείσιμο των συνόρων.
     Η προσωπική μου εμπειρία πάντως από τη στάση του Τίτο ήταν η εξής: στις 28-12-1948 με το πέρασμα των τμημάτων μας από το Βίτσι στο Καϊμακτσαλάν χτυπήσαμε την Έδεσσα με τα γνωστά αποτελέσματα και σε λίγες μέρες χτυπήσαμε την Αριδαία. Εγώ με το λόχο μου χτύπησα το χωριό Πιπεργιά όπου ήταν οχυρωμένη στο σχολείο μια διμοιρία στρατού και ΜΑΫδες. Στη μάχη αυτή τραυματίστηκα στις αρχές του Γενάρη του 1949 και μαζί με άλλους τραυματίες του ΔΣΕ περάσαμε τα γιουγκοσλαβικά σύνορα. Οι Γιουγκοσλάβοι μας δέχτηκαν, είναι αλήθεια, με κάποια ψυχρότητα, δικαιολογημένα άλλωστε, μας έδωσαν όμως τις πρώτες βοήθειες, κράτησαν μερικούς για περίθαλψη και τους υπόλοιπους με τρένα μας οδήγησαν στη Σόφια. Εγώ ήμουν τραυματισμένος στο χέρι, όχι πολύ σοβαρά, γι’ αυτό και βρισκόμουν σε κίνηση. Οι Βούλγαροι κράτησαν ορισμένους και τους υπόλοιπους μας έστειλαν με νοσοκομειακά βαγόνια στα σύνορα της Ρουμανίας. Οι Ρουμάνοι μας παρέλαβαν και μας μετέφεραν με πολυτελή βαγόνια στα Καρπάθια σε μια γραφική πόλη Σινάια. Τα βασιλικά παλάτια και το καζίνο αυτής της πόλης το οποίο είχαν μετατρέψει σε νοσοκομείο ήταν το μέρος όπου μείναμε μέχρι να αναρρώσουμε.
     Τον Απρίλιο, όσοι γίναμε καλά ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο από το Βουκουρέστι, τη Σόφια, τα Σκόπια, φτάσαμε στο Μοναστήρι (Μπίτολα). Από κει τη νύχτα με φορτηγά αυτοκίνητα του «προδότη» Τίτο μας ξεφόρτωσαν στο χωριό Λαιμός των Πρεσπών. Είμαστε γύρω στους 700. Προσκολλήθηκαν κι άλλοι από τις εφεδρείες και συγκροτήσαμε την 105η ταξιαρχία. Ποιος νοήμων άνθρωπος μπορεί να ισχυρίζεται ακόμη ότι μας έκλεισαν τα σύνορα, μας χτύπησαν πισώπλατα, μας πρόδωσαν...
     Αρχές 1955, μετά το θάνατο του Στάλιν και τις αποκαλύψεις Χρουσιώφ γι’ αυτόν, στην εφημερίδα «Προς τη Νίκη» ή «Νέος Δρόμος», δημοσιεύτηκε ένα άρθρο του Πάνου Δημητρίου, Β´ Γραμματέα της ΚΕΤ. Με το άρθρο αυτό θα έλεγε κανείς ότι έθετε κάπως δειλά στους συντρόφους τον προβληματισμό: αρκετά ρίχνουμε τις ευθύνες για την ήττα στον Τίτο, πρέπει να δούμε και τα δικά μας λάθη. Το άρθρο αυτό άγγιξε τις καρδιές όλων. Εξαγρίωσε όμως τον Ζαχαριάδη ο οποίος έφτασε εσπευσμένως στην Τασκένδη. Το διάστημα αυτό έλειπα στη Σαμαρκάνδη όπου συγκέντρωνα υλικό για τη διπλωματική μου εργασία. Ο Ζαχαριάδης επωφελούμενος από τη διαμάχη που είχε ξεσπάσει στην ηγεσία του ΚΚΣΕ ανάμεσα στο Χρουσιώφ από τη μια και το Μολότωφ, Σεπίλωβ, Καγκάνοβιτς από την άλλη –ανάλογοι σχηματισμοί ήταν και στο ΚΚΣΕ του Ουζμπεκιστάν– άρχισε να καλεί έναν έναν τους συντρόφους και αξιοποιώντας το κύρος του κατάφερε να μεταπείσει και να πάρει με το μέρος του την πλειοψηφία των κομμουνιστών.
     Έτσι η πλάστιγγα έγειρε επικίνδυνα εις βάρος αυτών που ήθελαν αλλαγή της κομματικής γραμμής τουλάχιστον στο πλαίσιο των αλλαγών που συντελούνταν στο ΚΚΣΕ. Ύστερα από λίγες μέρες ο Ζαχαριάδης συγκάλεσε σύσκεψη των στελεχών στη 13η πολιτεία. Ο ίδιος όμως το πρωί πήρε το αεροπλάνο κι έφυγε στη Μόσχα. Ανυποψίαστοι οι σύντροφοι ξεκίνησαν για τη σύσκεψη κι αντί για αυτήν τους περίμεναν τα παλικάρια του Ζαχαριάδη με ρόπαλα και παλούκια και τους τσάκισαν στο ξύλο. Έριξαν το προβοκατόρικο σύνθημα ότι δήθεν οι αντίπαλοι σκότωσαν το γιο του Ζαχαριάδη στην 7η πολιτεία που ήταν και η έδρα της ΚΕΤ του ΚΚΕ. Έξαλλοι για εκδίκηση οι κομμουνιστές έφτασαν στην 7η πολιτεία, έσυραν από τα γραφεία την ΚΕ και άρχισαν άγριο ξυλοδαρμό. Ο Πάνος Δημητρίου θύμα τους που του έκοψαν με τα δόντια το αφτί. Τα επεισόδια πήραν έκταση τόση που γέμισαν το νοσοκομείο από τραυματίες που, κατά σύμπτωση, ήταν όλοι αντίπαλοι του Ζαχαριάδη. Τότε μόνον επενέβη η αστυνομία, τους διέλυσε κι έκανε αρκετές συλλήψεις οπαδών του Ζαχαριάδη κυρίως, οι οποίοι πέρασαν από δίκες, καταδικάστηκαν πολλοί και στάλθηκαν εξορία προς Καζακστάν και Σιβηρία.
     Έτσι οι πολιτικοί πρόσφυγες χωρίστηκαν σε δυο παρατάξεις, τους «Ζαχαριαδικούς» που ήταν και η πλειοψηφία και τους «Αντιζαχαριαδικούς» ή τους «Αριανούς» –από το ψευδώνυμο του γραμματέα της οργάνωσης Χοτούρα Αριστοτέλη, Αριανού. Το μίσος ανάμεσα στις δυο παρατάξεις ήταν μεγάλο, ανδρόγυνα χώρισαν στα δυο. Μεγάλη ευθύνη φέρουν και οι Σοβιετικοί γιατί μετέφεραν τις δικές τους εσωκομματικές διαφορές και στο ΚΚΕ και όχι μόνο δεν απέτρεψαν τα θλιβερά γεγονότα αλλά τα υποδαύλισαν με τον τρόπο τους. Ενώ από τη μία μεριά καταδίκαζαν τους οπαδούς του Ζαχαριάδη για τα επεισόδια από την άλλη μας έλεγαν ότι ο Ζαχαριάδης είναι γραμματέας του ΚΚΕ και οφείλουμε υπακοή. Τα γεγονότα είναι γνωστά και τα έχουν διηγηθεί και πιο υπεύθυνα άτομα που πήραν μέρος σ’ αυτά, ενώ εγώ τότε απουσίαζα. Έγραψα στη γυναίκα μου, που με ενημέρωνε για το τι συνέβαινε, να μείνει στο πλευρό των αντιζαχαριαδικών κι ότι ο αλήτης αυτός που ακούει στο όνομα Ζαχαριάδης θα καθίσει μια μέρα στο σκαμνί. Το γράμμα αυτό δεν έφτασε ποτέ στα χέρια της. Το κατάσχεσαν οι οπαδοί του Ζαχαριάδη και το παρέδωσαν στον Κώστα Ζηγούρα ή Παλαιολόγο και τον Παντελή Βαϊνά, χωριανό της γυναίκας μου.
     Όταν ησύχασαν τα πράγματα και τελείωσε η πρακτική μου άσκηση επέστρεψα στην Τασκένδη. Ήταν έτοιμοι και τότε να με ξυλοκοπήσουν αν δεν επενέβαινε ο Κεντρικός διερμηνέας Αλ. Παρασκευόπουλος με τον οποίο μέναμε στην ίδια πολυκατοικία.
     Ο Ζαχαριάδης και οι οπαδοί του συνέχιζαν τη δράση τους. Ετοιμάζονταν να νομιμοποιηθούν στη συνδιάσκεψη της ΚΕ. Και θα το πραγματοποιούσαν αν δεν τους ακύρωνε τα σχέδια τους ο Ν. Χρουσιώφ με την προτροπή του η συνδιάσκεψη να γίνει μετά το 20ό συνέδριο που προετοίμαζε το ΚΚΣΕ για τις αρχές του 1956. Έτσι κι έγινε. Ο Ζαχαριάδης παραβρέθηκε στο συνέδριο αλλά με κομμένα τα φτερά. Κατά τη διάρκειά του ο Χρουσιώφ προετοίμαζε τη δημιουργία μιας επιτροπής από αδελφά κόμματα για να εξετάσουν την κατάσταση που προκλήθηκε στο αδελφό ΚΚΕ. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για επεμβάσεις σε όποιο κόμμα επιθυμούσε το ΚΚΣΕ. Η Επιτροπή αποτελούνταν από το ΚΚΣΕ με επικεφαλής το μέλος του ΠΓ Κουουσίνεν (από όπου και η επιτροπή Κουουσίνεν), το γραμματέα του ΚΚ Ρουμανίας Γέργκυ Γεωργκίου Ντιέζ, το ΚΚ Βουλγαρίας, Τσεχοσλοβακίας, Πολωνίας. Το Μάρτη του 1956 συγκάλεσε την 6η ολομέλεια η οποία και καθαίρεσε από γραμματέα τον Ν. Ζαχαριάδη.
     Σ’ αυτό το σημείο κάνουμε μια ακόμη παρένθεση για την επίσκεψη του Μίκη Θεοδωράκη στην Τασκένδη, το Σεπτέμβρη του 1966. Ο Μίκης με το συγκρότημά του και βασικούς τραγουδιστές τη Μαρία Φαραντούρη και τον Αντώνη Καλογιάννη έδωσαν στην πόλη πάνω από δέκα συναυλίες. Τον υποδεχτήκαμε εγώ και άλλα 15 στελέχη με πρόσκληση του τότε γραμματέα Κώστα Τσολάκη (Γιάννο) αργότερα μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ.
     Μας εντυπωσίασε το παράστημά του, η ευφράδειά του αλλά πιο πολύ η ανοιχτή σκέψη του και η παρρησία με την οποία εξέφρασε τα παράπονά του για τη στάση της ΣΕ απέναντι στο κίνημα που εκπροσωπούνταν από την ΕΔΑ στην Ελλάδα. Δεν έκανε όμως την ίδια εντύπωση και στην καθοδήγηση και ιδιαίτερα στο γραμματέα ο οποίος ταράχτηκε ακούγοντας τις επικρίσεις. Τι κακό είπε όμως ο Μίκης; Πρώτα εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τον τρόπο που τον υποδέχτηκαν –έναν μουσικό συνθέτη τέτοιου κύρους– για τα μικρόφωνα που του παρέσχον και ήταν άθλια, για τον Τύπο που παρέλειψε να τον προβάλει.
     Πιο πολύ όμως στάθηκε στο πολιτικό θέμα, τη στάση της ΕΣΣΔ απέναντι στο κίνημα και στην ΕΔΑ. Η βοήθεια που προσέφεραν, είπε, ήταν μικρή έως ανύπαρκτη στον διπλωματικό τομέα, πράγμα που φάνηκε αργότερα με τη στάση τους στη Χούντα. Εξέφρασε την πικρία του με την ελπίδα ότι θα φτάσουν στα αυτιά των Σοβιετικών. Στην Ελλάδα, είπε, υπολογίζουν στη ΣΕ, αλλά αυτή βρίσκεται σε απραξία. Ανέφερε ένα παράδειγμα: Όταν έγινε το συνέδριο της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη της ΕΔΑ κλήθηκε να συμμετάσχει και η ΚΟΜΣΟΜΟΛ. Κι όταν η ελληνική κυβέρνηση δεν επέτρεψε τη συμμετοχή της, η «Αρκούδα» τι έκανε; Δεν κούνησε το δαχτυλάκι της, ούτε μια τυπική διαμαρτυρία δεν εξέφρασε. Πώς θα έπειθε η ΕΔΑ τους δημοκρατικούς Έλληνες να την ακολουθήσουν αφού δεν μπορούσε να υποσχεθεί τη βοήθεια και τη συμπαράσταση της ΣΕ; Είπε και άλλα πολλά. Αποτέλεσμα; Ο Γραμματέας θορυβήθηκε τόσο που μας κάλεσε το βράδυ στο ξενοδοχείο για να του πούμε με τρόπο να μην εκφράζεται έτσι ανοιχτά ενάντια στη ΣΕ. Εγώ δεν πήγα, και δεν ξέρω τι έκαναν οι άλλοι. Ξέρω όμως καλά ότι την άλλη μέρα φρόντισα να συναντήσω το διερμηνέα της ΚΕ Παρασκευόπουλο, καθηγητή από το Σουχούμι, και να του μεταφέρω όλη τη συζήτηση γνωρίζοντας ότι σίγουρα θα φτάσουν στα αφτιά των Σοβιετικών. Με άκουγε έκπληκτος και δεν πίστευε όσα του έλεγα.
     Ο χρόνος περνούσε και η ηγεσία με τον Κ. Κολιγιάννη ετοίμαζε το ξεκαθάρισμα του κόμματος από τα ενοχλητικά στοιχεία. Ήθελε να απαλλαγεί από Παρτσαλίδη, Δημητρίου και άλλους στο τέλος του 1966. Συγκάλεσε στο Βουκουρέστι τη 10η ολομέλεια. Έφυγαν από την Τασκένδη όλα τα μέλη της ΚΕ, ταχτικά και αναπληρωματικά, απ’ ό,τι θυμάμαι, Τσολάκης, Παπακώστας Μήτσος, πρόεδρος του συλλόγου πολιτικών προσφύγων, ο Ψήλος, Γάτσος κ.ά. Κλήθηκαν και αντιπρόσωποι από την Ελλάδα οι οποίοι παρακολουθούσαν τις εργασίες από το διπλανό δωμάτιο, χωρίς δυνατότητα παρουσίας για λόγους ασφάλειας. Απ’ ό,τι πληροφορηθήκαμε είχαν πάει ο Χαρ. Δρακόπουλος, ο Μ. Γλέζος, ο Νικ. Καράς κ.ά.
     Η ολομέλεια κράτησε σχεδόν δυο μήνες χωρίς αποτέλεσμα για τον Κολιγιάννη. Αντιστάθηκαν οι εκπρόσωποι της Ελλάδας και πολλοί του εξωτερικού. Εμείς με ανησυχία ρωτούσαμε τι γίνεται. Στο διάστημα αυτό με πλησίασε ένας φίλος, ο μακαρίτης Γιάννης Βόγιας, μηχανικός, κολλητός του Τσολάκη, που δούλευε στο μηχανισμό της ΚΕ για να μου πει ότι η αιτία του κακού βρίσκεται στον «ραδιούργο» Παρτσαλίδη και μερικούς άλλους που πρέπει να διωχθούν. Καθαρή φραξιονιστική υπονομευτική δουλειά. Αρνήθηκα κατηγορηματικά να συνεχίσω τη συζήτηση. Τότε με παρακάλεσε, η συζήτηση να μείνει μεταξύ μας. Πέθανε και δεν θέλησα να χρησιμοποιήσω ώς τώρα το περιεχόμενο της συζήτησής μας.
     Όταν επέστρεψαν στην Τασκένδη όλοι μας θέλαμε να μάθουμε τι έγινε. Μας είπαν ότι συζητούσαν για τα προβλήματα των πολιτικών προσφύγων. Φυσικά δεν έπεισαν ούτε τον εαυτό τους: «Γιατί», τους είπαμε τότε, «δε μας καλέσατε όλους τους πρόσφυγες να σας πούμε τα προβλήματά μας; Δεν ήταν κομματικά μυστικά». Αντί για απάντηση, απορία ψάλτου βηξ.



(από το βιβλίο: Τάκης Κωστόπουλος, Με τους αντάρτες στη Δυτική Μακεδονία: Αναμνήσεις από Κατοχή, Εμφύλιο, Τασκένδη, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VII, Βιβλιόραμα-Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2006)

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2023

Γιώργος Ρουπακιάς: "Είμαι δικός σας,της Χρυσής Αυγής"

 Ένοχος ο Γιώργος Ρουπακιάς για τη δολοφονία Φύσσα - Magnesia News

Εγώ το έκανα, μην πείτε τίποτα σε κανέναν, είμαι δικός σας» . Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια του Γιώργου Ρουπακιά στον αστυνομικό της Άμεσης Δράσης  που τον συνέλαβε αμέσως μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.

«Φοβήθηκα μήπως ήταν συνάδελφος», είπε ο Δημήτρης Κουρετζής, ρωτώντας τον «τι εννοείς δικός μας;» και του απάντησε «της Χρυσής Αυγής.» «Δεν είστε δικός μας και τον πήγα στο τμήμα», του είπε με τη σειρά του ο αστυνομικός.

Ο μάρτυρας ο οποίος ήταν συνοδηγός στο περιπολικό που έφτασε στην Παναγή Τσαλδάρη στο Κερατσίνι αμέσως μετά τη δολοφονία, υποστήριξε ότι λίγο πριν από τη σύλληψη του Γιώργου Ρουπακιά είχε δει τον Παύλο Φύσσα να ψυχορραγεί και καλούσε συνεχώς ασθενοφόρο, «τουλάχιστον 10 φορές», όπως είπε χαρακτηριστικά.

ΜΑΡΤΥΡΑΣ:  Λάβαμε ένα σήμα για συμπλοκή ατόμων στην Παναγή Τσαλδάρη. Ήταν πολλά τα άτομα. Πήγαμε δύο λεπτά μετά το περιστατικό. Είδα ένα αμάξι με αναμμένα φώτα ανάποδα από το ρεύμα κυκλοφορίας στην Παναγή Τσαλδάρη. Ο συγκεντρωμένος κόσμος ήταν πολύς. Σαράντα- πενήντα άτομα, πολίτες ακόμα και γυναίκες και παιδιά. Το αμάξι ήταν σταματημένο με αναμμένη μηχανή και φώτα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Υπήρχε άνθρωπος μέσα;

ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ναι, στη θέση του οδηγού. Ακινητοποιήσαμε το όχημα κι εγώ κατέβηκα. Μια παρέα παιδιών κρατούσε έναν άντρα στα χέρια. Συγκεκριμένα μια κοπέλα κρατούσε τον αιμόφυρτο άντρα, τους προσεγγίζω και προσπαθώ να δω τα τραύματα. Είχε ένα στο ύψος της καρδιάς και ένα κάτω από τη μασχάλη. Λέω στην κοπέλα, μη τον κουνάς. Είχε τις αισθήσεις του, βόγκαγε. Η κοπέλα μου λέει «είναι κίτρινος σαν το λεμόνι», πράγματι ήταν, έφευγε... Κάλεσα το ασθενοφόρο, αλλεπάλληλες φορές, τουλάχιστον 10. Ένας φίλος από την παρέα μου λέει «το έχει κάνει αυτός που είναι στο αμάξι». Η ομάδα ΔΙΑΣ κρατούσε τον όχλο να μην έρθει καταπάνω μας.

Στην κατάθεσή του ο Δημήτρης Κουρετζής υποστήριξε ότι ο Γιώργος Ρουπακιάς δεν έφερε αντίσταση όταν του πέρασε τις χειροπέδες για να τον οδηγήσει στο περιπολικό.

ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Έκατσα μαζί του στο πίσω κάθισμα και φύγαμε προς το τμήμα της περιοχής. Μέσα στο  περιπολικό τον ρώτησα τι έγινε, επέμενε ότι δεν ήξερε. Επέμεινα κι εγώ και τελικά μου λέει «εγώ το έκανα, μην πείτε τίποτε σε κανέναν, είμαι δικός σας». Φοβήθηκα μήπως ήταν συνάδελφος. Ρωτάω «τι δικός μας;» Μου λέει, «της Χρυσής Αυγής». Του απαντάω δεν είστε δικός μας και τον πήγα στο τμήμα. Ενημέρωσα ότι ήταν της Χ.Α. το κέντρο. Όταν τον άφησα στο Τμήμα επέστρεψα κατόπιν εντολής στο σημείο για αναζητήσεις στην ευρύτερη περιοχή του Κερατσινίου. Είχαν φύγει οι περισσότεροι και το αιμόφυρτο παιδί το είχε πάρει το ασθενοφόρο».

Ο μάρτυρας κατέθεσε ακόμη ότι όταν έγινε γνωστό ότι έχει κληθεί να καταθέσει στο δικαστήριο για την υπόθεση, δέχτηκε ανώνυμα απειλές και μάλιστα του έχουν χαρακώσει και το αυτοκίνητο.

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023

«Πού 'ναι η μάνα σου, μωρή;» Η Δήμητρα Πέτρουλα θυμάται...

 

Δήμητρα Πέτρουλα. Έζησε τη σφαγή της οικογένειάς της από συνεργάτες των  Γερμανών όταν ήταν τριών ετών. 69 χρόνια μετά ψάχνει μια φωτογραφία του  πατέρα της, καπετάνιου του ΕΛΑΣ, που δεν γνώρισε -

Δήμητρα Πέτρουλα. Έζησε τη σφαγή της οικογένειάς της από συνεργάτες των Γερμανών όταν ήταν τριών ετών. 69 χρόνια μετά ψάχνει μια φωτογραφία του πατέρα της, καπετάνιου του ΕΛΑΣ, που δεν γνώρισε ...

Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/dimitra-petroula-ezise-ti-sfagi-tis-ikogenias-tis-apo-sinergates-ton-germanon-otan-itan-trion-eton-69-chronia-meta-psachni-mia-fotografia-tou-patera-tis-kapetaniou-tou-elas-pou-den-gnorise/
Δήμητρα Πέτρουλα. Έζησε τη σφαγή της οικογένειάς της από συνεργάτες των Γερμανών όταν ήταν τριών ετών. 69 χρόνια μετά ψάχνει μια φωτογραφία του πατέρα της, καπετάνιου του ΕΛΑΣ, που δεν γνώρισε ...

Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/dimitra-petroula-ezise-ti-sfagi-tis-ikogenias-tis-apo-sinergates-ton-germanon-otan-itan-trion-eton-69-chronia-meta-psachni-mia-fotografia-tou-patera-tis-kapetaniou-tou-elas-pou-den-gnorise/
Το χωριό μας το λένε Μοναστήρι ή Πετρουλιάνικα. Όλο ανήκε στην οικογένεια Πέτρουλα. 

20 του Γενάρη για μένα ήτανε η πιο μαύρη, η μαύρη, δεν υπάρχει άλλη, ημερομηνία της ζωής μου. Ήταν ημέρα Κυριακή, το 1946, όταν οι Χίτες ήρθανε στο χωριό μας. Τότε ήμουνα τριάμισι χρονών περίπου. Mε ρώτησαν, επειδή καθόμουνα στην αυλή του σπιτιού: «Πού ‘ναι η μάνα σου μωρή;»

Εγώ κατάλαβα ότι ήταν οι Χίτες και μπαίνω μέσα και λέω της μάνας μου: «Μαμά, μάνα, ήρθαν, ήρθαν οι Χίτες!» Aυτή με παίρνει αγκαλιά και προσπαθεί να κλείσει την πόρτα. Αλλά αυτοί δυστυχώς τη σπάζουν, μπαίνουν μέσα, βγάζουν τη μάνα μου έξω.

Μετά από λίγο, είδα όλους τους συγγενείς, θείους, θειάδες, ξαδέρφες, σε μια σειρά. Κι απέναντι απ’ τη σειρά, καμιά δεκαριά άντρες, Χίτες, με όπλα. Κι ένας μάλιστα είχε κι ένα αυτόματο, ένα με ποδαράκια σιδερένια, τότε μου ‘κανε εντύπωση γιατί όλα τ’ άλλα ήτανε χωρίς ποδαράκια.

Η μάνα μου εμένα με κρατούσε στην αγκαλιά και μ’ άφησε κάτω, γιατί τότε ήμουνα τριάμισι χρονών κι εγώ πιασμένη από τη φουστάνα της, όπου πήγαινε πήγαινα. Το χεράκι μου κράταγε σφιχτά τη φουστάνα της μάνας μου, μια καφέ φουστάνα μακριά.

Άρχισαν να σκοτώνουν, όλους.

Η μάνα μου, θέλησε ίσως να με σώσει, μου πέταξε, μου έβγαλε το χέρι από τη φουστάνα και πήγε μπροστά σε όλη τη σειρά κι εκείνοι την πολυβολούσαν μ’ αυτό το όπλο που είχε ποδαράκια. Την είχανε κάνει κόσκινο.

Πέσαν όλοι χάμω. Εγώ είχα μείνει όρθια. Κι είχα μείνει όρθια και μου είχε μπλέξει ένας βάτος στα μαλλιά και δεν μπορούσα να κουνηθώ καθόλου. Ήρθε λοιπόν ένας εκεί μ’ ένα πιστόλι και μου το ‘χε βάλει στο μέτωπο. Όχι στο πλάι, μπροστά.

Του λέγανε οι άλλοι: «Σκότωσέ την!» Λέγανε οι άλλοι: «Όχι μωρέ το κακόμοιρο, άσ’ το…» Εγώ λύσσαξα. «Κακόμοιρο», την κόρη του Πέτρουλα, «κακόμοιρο»; Ο άλλος έλεγε: «Κι αυτή σπέρμα του Σωτήρη είναι!» Κι εγώ χαρά, που ‘μουν κόρη του Σωτήρη... 
Αυτός κατέβασε το πιστόλι και λέει: «Μωρέ δεν μπορώ, την Παναγία του!» Και μ’ άφησε.

Κι έμεινα δύο μερόνυχτα μες στους σκοτωμένους.

Κάποια στιγμή, είχε έρθει ο πατέρας μου με τον αδερφό μου τον Βάσο. Αλλά ο πατέρας μου κι ο αδερφός μου δε με είδανε, μάλλον μου ‘χε κοπεί η μιλιά. Εγώ τους είδα, αλλά δεν μπορούσα να τους μιλήσω.

Η μία μου αδερφή όμως δεν είχε πεθάνει, ήτανε τραυματισμένη. Όταν είχανε βάλει την αδερφή μου την πληγωμένη πάνω σε μία σκάλα κι ήτανε μία γκρι κουβέρτα από κάτω και την πηγαίνανε, τώρα ο πατέρας μου πίσω, μου φαινότανε γέρος. Γιατί να μου φαίνεται γέρος; Γιατί είχε άσπρα μαλλιά. Άσπρισε απ’ τη μία στιγμή στην άλλη όταν είδε τη μάνα μου σκοτωμένη, τον αδερφό του, τις κόρες του, άσπρισε. Τα μαλλιά του.

Προσπαθήσανε να φωνάξουν τον γιατρό να της βγάλει τις σφαίρες, γιατί δεν ήτανε θανάσιμα πληγωμένη. Τέσσερις σφαίρες είχε. Αλλά τον γιατρό, του είπανε οι Χίτες: «Μην τυχόν και πας, γιατί θα σκοτώσουμε κι εσένα, θα πάμε πάνω και θα σκοτώσουμε τους υπόλοιπους!» Κι έτσι δεν πήγε ο γιατρός. Τελικά πέθανε από γάγγραινα η αδερφή μου η Καλλιόπη, δώδεκα χρόνων.

Τελικά, θυμάμαι που ήρθανε και τους θάψανε κι ήθελα να μπω μέσα στον τάφο να πάω μαζί με τη μάνα μου. Όλα αυτά όμως μου φαινόντουσαν σαν κάποιο παιχνίδι, δεν είχα καταλάβει, δεν είχα ενώσει τις εικόνες που έβλεπα, με τις έννοιες. Τι ήταν αυτό που έβλεπα.

Θυμάμαι σ’ ένα δωμάτιο καθότανε ο πατέρας μου, είχε μόνο ένα λυχνάρι, δεν είχαμε φως τότε, μου έδινε ψωμί με λάδι κι εγώ τον κοίταγα κι αυτός δεν ήθελε ούτε καν να με κοιτάξει. Και μου ‘λεγε μόνο: «Φάε, φάε το ψωμί σου». Και θυμάμαι, στο πρόσωπο του πατέρα μου ένα δάκρυ.

Μετά με πήρε μια θεία μου. Ήτανε η γυναίκα ενός αδερφού του πατέρα μου. Δεν πέρασα καλά μαζί της, η γυναίκα ήταν πάμφτωχη κι όλο πείναγα. Κι ενώ μ’ είχανε μάθει όλοι να μ’ αγαπάνε, να με στολίζουνε, να με ποτίζουνε, να με ταΐζουνε, με σκότωνε στο ξύλο ο γιος της, γιατί κατουριόμουνα. Με τη λουρίδα. Εγώ σάμπως το ‘ξερα που κατουριόμουνα;

Οι Χίτες ήρθανε και τη σκότωσαν κι αυτήνε, τον Ιούνιο του ’48 παρακαλώ, ’47. Ήμουνα ήδη πέντε χρονών; Σκότωσαν αυτήν, την αδερφή της, τον γιο της και την κόρη της.

Η κόρη ήτανε περίπου δεκαπέντε χρονών, η μεγάλη, τη λέγανε Ποτούλα. Όταν μπήκαν οι Χίτες κατακομμάτιασαν, καταξέσκισαν την Ποτούλα. Όταν την είδα τρελάθηκα. Της είχανε κόψει τα χείλια, της είχανε... δεν μπορώ να περιγράψω πώς ήτανε.

Σκότωσαν τον Πέτρο, ο γιος της που μ’ έδερνε με τη λουρίδα, περίπου δεκατεσσάρων χρονών, ο Πέτρος. Μπορεί να τον φοβόμουνα αλλά όταν τον είδα σκοτωμένο, τον παρακάλαγα να σηκωθεί και του ‘λεγα: «Κοίταξε, κατουρήθηκα, κατουρήθηκα! Σήκω να με δείρεις! Σήκω! Κατουρήθηκα…»

Ο πατέρας μου λοιπόν, μετά απ’ αυτό, πήγε και παρουσιάστηκε. Γιατί είχανε πει ότι όσοι έχουν δώσει τα όπλα, έχουν παραδώσει τα όπλα, θα πάρουνε... δε θα τους δικάσουνε. 
Μόλις πήγε και παρουσιάστηκε ο πατέρας μου στις φυλακές της Σπάρτης, κι ο αδερφός μου ο Αντώνης, ο μεγάλος αδερφός, ήτανε κι αυτός στις φυλακές της Σπάρτης. Και μόλις βλέπει τον πατέρα μου, λέει: «Καλέ αυτός ο γέρος με τα γένια και τ’ άσπρα μαλλιά που ‘ναι σχεδόν τυφλός, μοιάζει πολύ με τον πατέρα μου». Και τελικά ήταν ο πατέρας του, ο οποίος δεν είχε ξυριστεί, όπως το συνηθίζουν οι Μανιάτες, απ’ τον καιρό που σκοτώθηκαν ο αδερφός του κι η γυναίκα του και τα παιδιά του, μέχρι που μπήκε στις φυλακές της Σπάρτης.

13 Μάρτη ένα τζιπ με Χίτες πάτησε μια χειροβομβίδα και νόμιζαν ότι το ‘χαν βάλει οι αντάρτες, γιατί ακόμα υπήρχε ο Εμφύλιος. Και πάνε στις φυλακές της Σπάρτης και θέλανε μέσα, να μπούνε μέσα να σκοτώσουν τους κρατούμενους. Ο διευθυντής των φυλακών πήγε να τους εμποδίσει, τον σκοτώσαν αυτόνε, μπήκανε στις φυλακές της Σπάρτης, σκότωσαν τους περισσότερους και φωνάζανε: «Τον γενάτο! Τον γενάτο!», τον πατέρα μου δηλαδή. Και τον σκότωσαν σ’ έναν φοίνικα κοντά.

Τον πατέρα μου δεν τον θυμάμαι καθόλου, το πρόσωπό του. Θυμάμαι σκηνές. Που ερχότανε απ’ έξω, κι όπως άνοιξε η πόρτα κι είχε ήλιο απ’ έξω, στο σπίτι ήτανε σκοτεινά, είχε στο χέρι του ένα πορτοκάλι για μένα. Κι απ’ ό,τι λένε, ότι το μόνο παιδί που είχε πάρει αγκαλιά κι είχε νανουρίσει, ήμουνα εγώ.

Μ’ έφερε ο μεσαίος μου αδερφός, ο Βάσος, στον Πειραιά σε μια κυρία, που μου έλεγε «η καλή θειούλα» και θα μείνω μαζί της μέχρι να φτιάξουν τα πράγματα. Εγώ παιδάκι τότε, νόμιζα ότι τα «πράγματα» ήτανε σακιά, σακιά, σακιά, σακιά, που θα ‘πρεπε να τα βάλουνε στη σειρά. Κι εγώ έλεγα: «Μα μπορώ να κοιμάμαι πάνω στα πράγματα και να ‘μαι μαζί σας, γιατί να πάω στην καλή τη θειούλα;»

Ο μεσαίος μου αδερφός, ο Βάσος, πληγώθηκε στη μάχη των Καλαβρύτων με τον Δημοκρατικό Στρατό και τον αφήσανε στον Χελμό, πιστεύοντας ότι θα γυρίσουν να τον πάρουν. Αλλά δεν μπόρεσαν να γυρίσουν, τον βρήκανε πληγωμένο ο στρατός ο της κυβέρνησης και τον αποτελειώσανε, γιατί θέλανε να μαρτυρήσει πόσοι είναι οι αντάρτες, πόσοι είναι, πόσοι είναι, τέλος πάντων, στον Δημοκρατικό Στρατό.

Πέρασαν τα χρόνια, η καλή κυρία ήθελε να, δεν ξέρω με ποιον τρόπο, ήθελε να πιστέψω ότι αυτή ήτανε η μαμά μου η πραγματική. Τώρα δεν είναι δυνατόν σ’ ένα παιδί πέντε χρόνων ήδη να του πεις ότι δεν είναι η μαμά σου μαμά σου, είμαι εγώ. Εγώ έκανα πως το πίστευα, γιατί διαισθανόμουνα ότι αυτή η κυρία ήθελε να πιστέψει εκείνη ότι εγώ ‘μουνα παιδί της. Είχα ένα σκυλάκι το οποίο τον σκότωσαν οι Χίτες όταν μπήκαν στο χωριό, τον λέγανε Λεούτση. Το βράδυ που πήγαινα στο κρεβάτι μου, αυτό το σκυλί εγώ, κάθε βράδυ νοητά το ‘παιρνα στο, αντί για μαξιλάρι τάχα μου ήταν ο Λεούτσης και του ‘λεγα: «Εγώ είμαι η Δήμητρα η Πετρούλα, η κόρη του Σωτήρη και της Μαριγούλας, δεν είμαι η κόρη της Αρτεμισίας!», Αρτεμισία λέγαν την καλή κυρία. Για να μην το ξεχάσω.

Κάποια φορά, ήρθε η αδερφή της κυρίας κι είχε γίνει μία παρεξήγηση, τώρα δε χρειάζεται να πω τι. Και μου ‘βρισε και τον πατέρα μου και τη μάνα μου. Μου είπε: «Η πουτάνα η μάνα σου κι ο εγκληματίας ο πατέρας σου!» Εγώ εκείνη την ώρα, της λέω: «Μη μιλάς για τη μάνα μου και για τον πατέρα μου, πλένε το στόμα σου με ροδόσταμο! Έχετε υπόψη σας, εγώ θα φύγω».

Όταν λοιπόν τον Σεπτέμβρη του ‘58, πηγαίναμε στην Κέρκυρα, να κάνουμε επισκεπτήριο στον αδερφό μου, είχα γνωρίσει έναν Λίβυο, μιλάγαμε όλη τη νύχτα, μιλάγαμε, μιλάγαμε αγγλικά τέλος πάντων και καμιά φορά και ιταλικά κι είχαμε αλληλογραφία. Και μου είχε κάνει πρόταση γάμου.

Όταν μου τα ‘πε αυτά η αδερφή της Αρτεμισίας, ότι η μάνα σου η τάδε κι ο πατέρας σου ξέρω ‘γω, του γράφω: «Ισχύει η πρόταση γάμου;». Μου απάντησε: «Ναι». Τώρα δεκαέξι χρονών άντε να ξέρεις τι θα πει έρωτας. Το θεώρησα πρώτα-πρώτα μια ευκαιρία να φύγω.

Και στις 22 Δεκέμβρη παντρευτήκαμε στον Άγιο Κωνσταντίνο, με ελληνικό γάμο. Δεν ήθελα να φύγω απ’ την Ελλάδα και να πουν ότι η κόρη του Πέτρουλα έφυγε αστεφάνωτη, ξέρω γω, πώς τα λένε στα χωριά. Κι αρχές Γενάρη, αντί να πάω σχολείο, πήγα στο αεροδρόμιο και φύγαμε για Λιβύη.

Δεν ήταν ο άντρας μου κακός, ας πούμε, στο να χαρτοπαίζει ή να πίνει ή να... Ο άντρας μου όμως με τα δεδομένα, και τα ήθη και τα έθιμα των μουσουλμάνων, τη γυναίκα την έχουν μόνο για να σκουπίζουν τα πόδια τους, δεν είναι τίποτα. Η γυναίκα είναι, σας λέω, να σκουπίζει τα πόδια του. Ε, δεν πέρασα καλά. Δεν ήτανε καλός σύζυγος. Χειροδικούσε. Κι εγώ επειδή όλοι με δέρνανε, μα όλοι! Όλοι με δέρνανε, οπότε μόλις με έδειρε κι ο άντρας μου, έλεγα αφού με δέρναν όλοι, γιατί να μην με δείρει κι ο άντρας μου; Είχα και πολύ ξύλο απ’ αυτόν, πολλή ζήλεια, πάρα πολύ. Αυτά. Ας μην συνεχίσω.

Tα παιδιά που δολοφόνησαν τη μάνα μου που ήταν μαζί με τους Χίτες, δεκαεφτά και δεκαοχτώ χρονών, είναι το ίδιο θύματα με τους γονείς, με τη μάνα μου και τις αδερφές μου και τους υπόλοιπους. Γιατί; Γιατί πριν γίνουνε άνθρωποι, τους πήραν αυτοί οι Χίτες και τους κάνανε κτήνη. Γιατί τι μπορεί να είχε ένας δεκαεφτάχρονος με την αδερφή μου που ούτε καν τη γνώριζε, έντεκα χρόνων-δώδεκα χρονών; Και την άλλη, δεκατεσσάρων; Τι μπορεί να είχε με τη μάνα μου; Με τη θειά μου; Με την ξαδέρφη μου, που ήταν δεκαεπτά χρονών, επτά μηνών έγκυος κι είδα το μωρό της μέσα στ’ άντερα κι είδα τα μυαλά του θείου μου να τα τρώνε οι κότες; Tι; Τι; Τι; Δε μας γνωρίζανε.

Ο Εμφύλιος, δυστυχώς, έτσι είναι. Δεν υπάρχει χειρότερος πόλεμος. Κατάλαβες; Έτσι έγινε η ιστορία όλη.

Ονομάζομαι Δήμητρα Πέτρουλα, του Σωτήρη και της Μαριγούλας. Τώρα κοντεύω ογδόντα. Αυτά τα δικά μου.

Αλέξη Πάρνη «Γεια χαρά Νίκος. Η αλληλογραφία μου με τον Νίκο Ζαχαριάδη»

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

“Αρχή άνδρα δείκνυσι”, λέει το ρητό. Όμως και η πτώση από το θώκο της, ο τρόπος που την αντιμετωπίζει είναι ενδεικτικός για τον ηγέτη και την ποιότητα του.

 Ό,τι με εντυπωσίασε ιδιαίτερα στη συμπεριφορά του Νίκου Ζαχαριάδη τα χρόνια της  δοκιμασίας μετά την καθαίρεση κι εκτόπιση στ’ απόκοσμο, βαλτωμένο Μποροβίτσι ήταν η  αξιοπρέπεια και η ακατάβλητη καρτερία  του στα πλήγματα της μοίρας.

Η κατοπινή εξορία στο ζοφερό πηγάδι του Σοργκούτ, ότι τράβηξε εκεί,  έντεκα μαρτυρικά χρόνια, ως την «προγραματισμένη» αυτοκτονία  του (ήταν το τέλος του κυκλωμένου πολεμιστή που διαλέγει το θάνατο από την παράδοση), επιβεβαίωσαν την εντύπωση μου.
Αυτά τα δεκαεφτά χρόνια κάθειρξης στη Σοβιετική Ένωση, τη χώρα που  λάτρεψε κι υπερασπίστηκε  όσο κανείς άλλος Ευρωπαίος κομμουνιστής ηγέτης, η αντίσταση του στην αισχρή συμπεριφορά της έκλυτης σοβιετικής νομενκλατούρας -της θαμμένης τώρα πια στο σκουπιδαριό  της ιστορίας-, που δεν μπόρεσε να τον λυγίσει, είναι για μένα ισάξια με τη λεβέντικη, πατριωτική του στάση στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο και το ιστορικό “Ανοιχτό γράμμα”, το έναυσμα της κατοπινής εαμικής αντίστασης.

Ποια θα ‘ναι αλήθεια η ετυμηγορία της ιστορίας γι’ αυτό τον αλύγιστο Έλληνα επαναστάτη, που  διάλεξε να αυτοκτονήσει σαν τον ομηρικό Αίαντα για να διασώσει την τιμή, την αξιοπρέπεια, τα  ιδανικά του αγώνα  του για μιαν «Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς», μ’ ένα γνήσιο λαϊκό πολιτισμό, δίχως καμιά ξένη εξάρτηση;

Εγώ προσωπικά έχω τη γνώμη ότι αυτό θα εξαρτηθεί απ’ τη σύνθεση του ειδικού δικαστηρίου: Αν τον κρίνουν ο Σπάρτακος, ο Δαντών, ο  Ροβεσπιέρος, οι εξεγερμένοι της παρισινής κομμούνας, η  λενινιστική φρουρά του μεγάλου Οκτώβρη του 1917 κι άλλοι ομοϊδεάτες, θα δικαιωθεί πανηγυρικά.
Το αντίθετο θα συμβεί έτσι και ανέβουν στην έδρα κάποιοι εκπρόσωποι τ’ αστικού κοινοβουλίου, αν κι εδώ που τα λέμε θα έπρεπε να δηλώσουν αναρμοδιότητα.

Υπάρχει κι ένα τρίτο δικαστήριο, αυτό της επικής ποίησης, που πετυχαίνει πολύ πιο δίκαια, ανθρώπινα και ουσιαστικά ν’ αποτυπώνει ανεξίτηλα τα πρόσωπα και τα πράγματα κάποιων  κοσμογονικών εποχών.

Έχοντας πάντα κατά νου πως η δικαιοσύνη

πολλές κρατάει ζυγαριές, κι ότι μπορεί να κρίνει 

κι από τα κάτω τα σκαλιά κι από τ απάνωθέ της, 

σαν πρωτοβάθμιος δικαστής αλλά και σαν εφέτης, 

με τα σταθμά του σήμερα, τ αύριο και τ απείρου, 

με τη ματιά του Ιησού, του Αισχύλου ή του Σαίζπηρου. 

Ωραία και καλά όλ’ αυτά, θα μπορούσε να παρατηρήσει ο καλοπροαίρετος αναγνώστης. Αλλά δε νομίζεις ότι θα πρέπει να επισημαίνουμε τους  λαθεμένους χειρισμούς κάποιου σεβαστού κατά τ’ άλλα ηγέτη, ώστε να παραδειγματίζονται οι επόμενες αγωνιστικές γενιές;

Εννοείται βέβαια ότι η κριτική είναι δασκάλα της εμπειρίας και της  γνώσης, αρκεί να γίνεται δίχως εμπάθεια και ευτελείς προσωπικούς λόγους, αλλά με αίσθημα ιστορικής ευθύνης, με ανάλογο σεβασμό και περίσκεψη -έτσι όπως κάνουν οι άνθρωποι μέσα στην ίδια τους την οικογένεια-, για όσους πρωτοστάτησαν στη δημιουργία μιας μεγάλης ιστορικής εποχήςανεβάζοντας το επίπεδο των λαϊκών αγώνων μέχρι την ένοπλη σύγκρουση με τους ξένους και ντόπιους δυνάστες κάθε μορφής.

Αυτό, ακόμα κι από μόνο του, ήταν μια μεγάλη ηθική νίκη με τεράστια  θετική επίδραση στις επόμενες γενιές – έστω κι αν δεν έφερε το αναμενόμενο στρατηγικό αποτέλεσμα.
Κι όσο για τις στραβοτιμονιές και τα λάθη, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ήταν οι ηγέτες μιας  αδυσώπητης κοινωνικής σύγκρουσης, όπου κι οι δυο αντίπαλες πλευρές έκαναν τα πάντα για να επικρατήσουν, χρησιμοποιώντας τους πιο σκληρούς, ανορθόδοξους τρόπους.
Όσοι είχαν το κουράγιο αλλά και την τύχη -καλή ή κακή- να πάρουν μέρος σε παρόμοιους αγώνες ήξεραν καλά ότι δε θα χόρευαν μαζί με την ιστορία, το πράο «κοινοβουλευτικό» ταγκό, αλλά τον πολεμικό «χορό των σπαθιών», που μπορεί να σε φέρει, στο φούντωμα της μάχης, να χτυπήσεις μαζί με τον εχτρό και τον δικό σου.

Γιατί π.χ. σκότωσε ο Μέγας Αλέξανδρος το φίλο του Κλείτο, και γιατί έστειλε το Δαντών στην γκιλοτίνα ο Ροβεσπιέρος, που κι αυτός καρατομήθηκε από τον Καμπόν;
Και γιατί ο Γκούρας στραγγάλισε τον Αντρούτσο, κι οι Μαυρομιχάληδες σκότωσαν τον Καποδίστρια, και γιατί χτυπήθηκε τόσο σκληρά Ζαχαριάδης με τον επιστήθιο φίλο της νιότης του Κ. Καραγιώργη, και γιατί…;


Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς επί του προκειμένου. Αλλά όμως θα ‘ταν καλύτερο να σωπάσει, κοιτώντας ψηλά με το δέος και την αμήχανη απορία του αμύητου στο αινιγματικό μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης – σαν ένα βουβό πρόσωπο απ’ την «Ταφή του κόμητος Οργκάθ». (1)

Ω, πόσο ατελές είναι το ανθρώπινο πλάσμα, και πόσες ακόμα βασανιστικές επεξεργασίες θα πρέπει να γίνουν ως να μπει στην τελική φάση της ολοκλήρωσης!
“Πάντα ρει” κι ο καθένας «χους εστί και εις χουν απελεύσεται». Αλλά, όπως λέει κι ο θαυμάσιος Ισπανός ποιητής Λουις Θερνουδα (1902-1963), που πέθανε ως πολιτικός εξόριστος μακριά απ’ τη γη του, ο άνθρωπος δε θα πάψει ποτέ να είναι “το χώμα που αγωνίζεται να γίνει φτερούγα”.
Κι αυτό είναι το αισιόδοξο μήνυμα κάθε γενιάς στην επόμενη. Αλλά κι ο βασικός λόγος για να θυμόμαστε με στοργική κατανόηση τους τραγικούς ήρωες της αέναης εξελικτικής πορείας:

Πρέπει να μιλάμε συχνά για τους στρατιώτες

που τους χτύπησε πρόωρα

η πισώπλατη λησμονιά τον κόσμου.

Σίγουρα θα θυμούνται ακόμα εκεί κάτω

πώς αποκόπηκαν ξαφνικά απ’ το γήινο γάλα.

Κάποιες νύχτες ακούω το στεναγμό τους

πίσω απ’ τον κωφάλαλο τοίχο.

Οι φυχες τους κλαίνε σα βρέφη,

ζητώντας επίμονα τη μητρική στοργή

της Ανθρωπότητας,

το χάδι της και την έγνοια.

Θέλουνε να μιλάμε αδιάκοπα γι αυτούς…

Γιατί η ανθρώπινη μνήμη έχει τη δύναμη

να νικάει την άσπλαχνη λήθη των θεών.

Ναι, πρέπει να τους θυμόμαστε, έχοντας ωστόσο κατά νου ότι οι  ήρωες  μιας επικής ιστορικής εποχής ανήκουν σ’ ένα ιδιόμορφο «οικοσύστημα», με δικούς του νόμους, θέσφατα, κώδικες.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους κατακρεουργημένους απ’ τις αδικίες των καιρών και των περιστάσεων  τραγικούς ήρωες της ελληνικής επαναστατικής Αριστεράς.
Και το Ζαχαριάδη, και το Βελουχιώτη, και τον Πλουμπίδη, και τον  Καραγιώργη, και τους λοιπούς της ατέλειωτης φάλαγγας.
Δεν πρέπει να τους εξωραίζουμε ή να τους  αναπαλαιώνουμε,  ερμηνεύοντας τη ζωή, τη δράση και το μαρτύριο τους έξω από την εποχή που τους ανέδειξε, μοιράζοντας ολόχρυσες τιάρες στους μεν κι ακάνθινα στέφανα στους δε…
Είναι όλοι τους ουσιαστικά τμήματα από τον ίδιο θρυμματισμένο και θαμμένο στη γη “αμφορέα”.

Οταν με τον καιρό θα τα συναρμολογήσει σωστά ο αντικειμενικός μελετητής, ελευθερώνοντας τις παραστάσεις, τα χρώματα ή τα  “παλίμψηστα” από την αιθάλη των πρόσκαιρων παθών και  φανατισμών, θα τους δει πάλι μαζί καθισμένους, εμπρός σε μιαν αντάρτικη φωτιά ή μέσα σε ένα  παράνομο σπίτι της Αθήνας ή οπουδήποτε στην Ελλάδα (έτσι όπως τους ζωγράφισε η “ομηρική” τους εποχή), να μιλάν για τα παλιά, λύνοντας τις διαφορές σαν παιδιά της ίδιας επαναστατικής οικογένειας…


«Στα τριάντα χρόνια της κομματικής μου ζωής δεν υπάρχει βρωμιά συνεργασίας με τον εχθρό. Στο Βουκουρέστι δεν ήρθα σε επαφή με κανένα εχθρικό στοιχείο, ούτε έδωσα τίποτα πουθενά. Όλη μου η τραγωδία έμεινε μες στην ψυχή μου», θα λέει ο Κ. Καραγιώργης σκαλίζοντας τη φωτιά και τις πληγές του.
Κι ο Ν. Πλουμπίδης θα πνίγει το βήχα του καπνού και του χτικιού, για να πει το δικό του καημό, αυτόν που κατέγραψε στο τελευταίο του γράμμα από το κελί των μελλοθανάτων: «Σήμερα είναι Χριστούγεννα. Βρίσκομαι ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Λίγα λόγια: 1) Για τη σύλληψη: οφείλεται σε χαφιεδισμό 2) Για την “προδοσία”. Αυτό που επείγει δεν είναι η ανασκευή της κατηγορίας -αυτό θα το κάνει το Κόμμα αργότερα-, αλλά η διαφύλαξη της ενότητας του Κόμματος, της εμπιστοσύνης στην ηγεσία του…».

Και θα συνεχίζει ο Ν. Ζαχαριάδης για να πει τα δικά του, όσα συμπύκνωσε στις επιστολές που ‘στελνε από το Μποροβιτσι με το κοινό ταχυδρομείο, ώστε να τα διαβάζει η σοβιετική ηγεσία μήπως και βάλει μυαλό.

Θέλω να κλείσω την απαραίτητη αυτή εξήγηση υπενθυμίζοντας τους κλασικούς στίχους του Όργουελ για έναν αδικημένο μαχητή της Διεθνούς Ταξιαρχίας στην Ισπανία:

… το ψέμα που σε σκότωσε 

θάφτηκε κάτω από ‘να μεγαλύτερο ψέμα… 

Αλλά αυτό που είδα εγώ στο πρόσωπο σου καμιά δύναμη δεν μπορεί να το σβήσει… (2)


Αυτό που βλέπω εγώ στο πρόσωπο του Νίκου Ζαχαριάδη είναι η διάρκεια του – η επιβίωση στο μέλλονΓιατί, ό,τι και να είπαν ή να έγραψαν οι συκοφάντες- φονιάδες του κι όσοι καλοταϊσμένοι απ’ το κατεστημένο “επαναστάτες” προσπαθούν τόσα χρόνια τώρα να τον κρατήσουν βαμμένο, η ελληνική ιστορία θα τον τοποθετήσει πολύ ψηλά όταν έρθει το απαιτούμενο πλήρωμα του χρόνου. Όχι μόνο για τον ηγετικό του ρόλο στο λαϊκό κομμουνιστικό κίνημα, αλλά και για κάποιες ειδικές αρετές του ελληνικού του χαρακτήρα, που τις εκτιμάει ιδιαίτερα ο λαός μας.

Όπως διδάσκει η κοινωνική εξέλιξη, τα κοινωνικά “άλματα μετά φοράς”, δηλαδή οι λαϊκές ένοπλες επαναστάσεις, δεν είναι καθημερινό προσφάι και ψωμοτύρι. Ποιος ξέρει σε πόσα χρόνια και με ποια μορφή θα γεννηθεί η ανάγκη μιας παρόμοιας εξόρμησης στην ψυχή αυτών που έρχονται!

Εν πάση περιπτώσει, όποτε και να συμβεί, θα τον θυμηθούν αναμφισβήτητα οι εξεγερμένοι. Κι αυτός που λογαριάζεται τώρα ένα παρωχημένο παρελθόν θ’ αποκτήσει ελεύθερη πρόσβαση στο μέλλον και θα κληθεί από τους νέους επαναστάτες σα δάσκαλος και σύμβουλος και μέντορας του νεοσύλλεκτου ηφαίστειου.
Κι αυτό θα είναι πράξη δικαιοσύνης από μέρους τους, επειδή, παρ’ όλα τα σφάλματα και τις πλάνες, ήταν ο κορυφαίος ανάμεσα στους καλύτερους επαναστάτες αυτού του τόπου, όπως δείχνει και το  βαθμολόγιο  του  αγώνα. Ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά την ανυποχώρητη μέχρι θανάτου αντίσταση  στον αντίπαλο, τη μακρόπνοη, ηράκλεια αντοχή στην κακουχία και το μαρτύριο…

Πέντε χρόνια στα κελιά απομόνωσης της 4ης Αυγούστου, άλλα τέσσερα στο Νταχάου, δεκαεφτά στα κολαστήρια των Σοβιετικών «Ρασπούτιν». Σύνολο είκοσι πέντε χρόνια! (3). Και μόνον αυτό φτάνει για να του  βγάλει  το καπέλο και να του στήσει τον οφειλόμενο ανδριάντα η ιστορία των κοινωνικών αγώνων του τόπου μας για «ψωμί, λευτεριά και τιμή τον λαού».
Για μια Ελλάδα, λεύτερη, ανεξάρτητη, “λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση”.

Είχα μιλήσει μαζί του για τελευταία φορά το Μάρτη του 1962. Τότε το “Νησί της Αφροδίτης” παιζόταν σε 170 πόλεις της Σοβιετικής Ένωσης, κι εγώ ετοιμαζόμουν να κατέβω στην πατρίδα προσκαλεσμένος απ’ το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, που ανέβαζε το έργο μου με πρωταγωνίστρια την Κυβέλη.
Την πρόσκληση, όπως και το αντίστοιχο συμβόλαιο για τ’ ανέβασμα που ‘πρεπε να υπογράψω, την είχε φέρει ο τότε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΚΘΒΕ Γιώργος Θεοτοκάς (είχε έρθει συμπτωματικά στην ΕΣΣΔ ύστερα από επίσημη πρόσκληση της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων μαζί με τους Ελύτη και Εμπειρίκο).

Κι όσο για το Νίκο Ζαχαριάδη, ήρθε στο σπίτι μου στη Μόσχα να μ’ επισκεφτεί τον ίδιο πάνω κάτω καιρό, για να με πληροφορήσει ότι μόλις είχε καταθέσει στην ελληνική πρεσβεία τη γνωστή επιστολή με την οποία ζητούσε να κληθεί και να λογοδοτήσει στην ελληνική δικαιοσύνη για ό,τι του καταμαρτυρούσε η τελευταία. (4)
“Νίκο, έχω τα γράμματα που μου ‘στελνες απ’ το Μποροβίτσι. Για ευνόητους λόγους δεν μπορώ να τα πάρω μαζί μου γυρίζοντας στην Ελλάδα”, του είπα σ’ αυτή τη στερνή μας συνάντηση. (Εκτός από τα δικά του, υπήρχαν κι άλλα πολλά υλικά – π.χ. τα γράμματα, οι διαμαρτυρίες, οι εκκλήσεις για βοήθεια από την Τασκέντη, τις φυλακές, τις εξορίες, του μεράρχου Καλιανέση, του ταξίαρχου Τομπουλίδη, του Ράφτη, του Μπάστη κ.ά.).

“Η θέση τους είναι στο αρχείο του Κόμματος. Να τα παραδώσεις σ’ αυτό”, πρότεινε.
«Έχω κόψει κάθε σχέση με τη δοτή ηγεσία Κολιγιάννη», δυσφόρησα εγώ.
Τελικά συμφωνήσαμε να τα δώσω στο Σοβιετικό συγγραφέα Μπόρις Πολεβόι, υπεύθυνο των Διεθνών Σχέσεων της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων Αυτός θα τα προωθούσε στ’ αντίστοιχο τμήμα του ΚΚΣΕ.

Ύστερα από τριάντα χρόνια τα γράμματα αυτά θα τα ‘βρισκε στα σοβιετικά αρχεία ο Κύρος, ο  μεγάλος γιος του Ζαχαριάδη, που έδωσε στη δημοσιότητα εδώ στην Αθήνα την αλληλογραφία του πατέρα του μ’ εμένα. Είχα μια συνάντηση με τον Κύρο το 1991, την επομένη της ταφής (μετακομιδής της σορού) του Νίκου Ζαχαριάδη στην αθηναϊκή γη. Φυσικά ζήτησα να μάθω τι απέγιναν τα δικά μου γραπτά στον εξόριστο του Μποροβίτσι. Ο Κύρος δεν ήξερε. Κάποτε θα βρεθούν κι αυτά σίγουρα…

Εν πάση περιπτώσει, από τα δημοσιευμένα γράμματα, που είναι πολύ  λιγότερα απ’ όσα παρέδωσα στον Πολεβόι, χρησιμοποιώ όσα αποσπάσματα δίνουν την ευκαιρία να περιγράψω όχι τόσο τον ίδιο το Ζαχαριάδη (αυτός αυτοπεριγράφεται ως ηγέτης πολιτικός με τον πιο αυθεντικό κι αξιόπιστο τρόπο στα ιδιόχειρα γραπτά του), όσο το δικό μου “παράλληλο βίο” ως  συνοδοιπόρουφίλου και  υποστηρικτή στην περίοδο 1955-1962.

Πρόκειται ουσιαστικά για το αυτοβιογραφικό οδοιπορικό μου στους δύσβατους δρόμους μιας επικής εποχής, ανεξίτηλα σφραγισμένης απ’ την ηγετική επαναστατική προσωπικότητα του Νίκου Ζαχαριάδη.
_________

Ο Μπεζαντάκος που τρόμαξε τους αστούς

 

 

Η ιστορία ζωής και το ιστορικό της μνήμης του κομμουνιστή Μιχάλη Μπεζεντάκου, οι πράξεις του οποίου σημαδέψαν την εποχή του και έντυσαν μουσικά μια άλλη, δείχνει όλη την τραγικότητα της κομμουνιστικής περιπέτειας του 20ου αιώνα, την οποία ο ίδιος βίωσε με ακραίο τρόπο. Ο Μανιάτης από την Δραπετσώνα, ο «πιστολέρο» των αρχειομαρξιστών, έζησε και συμμετείχε ενεργά στο μεγάλο κοινωνικό εμφύλιο του ελληνικού μεσοπολέμου. Στρατεύτηκε στους αρχειομαρξιστές και κατόπιν στους φραξιονιστές, γενικά στην Αριστερή Αντιπολίτευση και όχι στο ΚΚΕ, το επίσημο τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ενεπλάκη ενεργά στις βιαιότητες ανάμεσα στις δύο οργανώσεις στήνοντας ενέδρες σε μέλη του ΚΚΕ ή συμμετέχοντες σε ανοιχτές συγκρούσεις. Στο πλαίσιο της μεγάλης κρατικής καταστολής πρωταγωνίστησε σε μια απλή αντιπολεμική επέτειο, στην οποία συνελήφθη ένα μέλος του ΚΚΕ. Σκότωσε έναν αστυφύλακα για να ελευθερώσει τον αντίπαλο μέχρι τότε κομμουνιστή από μια μικρής συνέπειας σύλληψη, με σκοπό να αποδείξει την συμπάθειά του στο ΚΚΕ. Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί ένα μικρός «Μεγάλος Φόβος» στους αστούς το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου το 1931, ενισχύοντας τον αντικομμουνισμό και την τρομοκρατία του καθεστώτος. Χαρακτηρίστηκε αδίστακτος, στυγερός δολοφόνος και όργανο της Γκεπεού. Κυνηγήθηκε, κρύφτηκε, προδόθηκε από τους συντρόφους του και συνελήφθη. Στην αρχή όλες οι κομμουνιστικές οργανώσεις τον αποκήρυξαν, όπως και τις πράξεις του, αλλά ο κίνδυνος να εκτελεστεί ενεργοποίησε αντανακλαστικά υπέρ της διάσωσής του. Προσχώρησε στο ΚΚΕ. Απέδρασε και διέφυγε με κινηματογραφικό τρόπο, μετατρέποντας την απόδρασή του μέσα στο Καρναβάλι του 1932 σε ένα κοροϊδευτικό πάθημα για τον ελληνικό αστικό κόσμο. Φεύγοντας με σοβιετικό πλοίο στην Σοβιετική Ένωση, προσπάθησε να καρπωθεί τα κέρδη από τον Σοσιαλιστικό Παράδεισο και να ξεκινήσει μια νέα ζωή ως εργάτης στη Μόσχα. Ωστόσο, ήρθε αντιμέτωπος με το πρόσωπο της αντεπανάστασης και οδηγήθηκε ως σαμποτέρ και εχθρός του σοβιετικού λαού στο άδοξο πεδίο της εκτέλεσης από κομμουνιστικά πυρά. Στην Ελλάδα τα αδέρφια του συνέχισαν την αγωνιστική τους δράση και μαζί με το ΚΚΕ ήταν σίγουροι ότι σκοτώθηκε ένδοξα στον ισπανικό εμφύλιο ενισχύοντας τοι ηρωικό προφίλ του.

Ο Μιχάλης Μπεζεντάκος ήταν ο αγωνιστής που υμνήθηκε όσο λίγοι κομμουνιστές στην Ελλάδα και η μνήμη του διασώθηκε μέσα από ένα τραγούδι γραμμένο από έναν ελληνορώσο συγκρατούμενό του από την Γεωργία. Το ξεχασμένο τραγούδι και η ιστορία του ανασύρθηκε στη μεταπολίτευση από τον Πάνο Τζαβέλα, έναν μουσικό-τραγουδιστή αγωνιστή της αντίστασης και του εμφυλίου, ο οποίος το ενέταξε οργανικά στη λαϊκοδημοκρατική ιδεολογία της εποχής της αγωνιστικής ανάτασης και του πολιτικού νεολαιίστικου κινήματος. Όμως η μνήμη του στην Ρωσία, αν και αποκαταστάθηκε σχετικά νωρίς, ταυτίζεται με εκείνη του Έλληνα μάρτυρα, θύμα των σταλινικών διώξεων. Η κόρη του έγινε καλόγρια και ήλπιζε ο πατέρας της να κατάλαβε τον εγκληματικό χαρακτήρα του κομμουνισμού μπροστά από το εκτελεστικό απόσπασμα. Όμως ακόμα και σήμερα οι νέοι κομμουνιστές στα διάφορα κουτούκια και συναντήσεις συνεχίζουν να τραγουδούν για την εποχή εκείνη που οι αστοί τρομάξαν.


Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2023

Μνήμη Στέλιου Καζαντζίδη (1931-2001) Αναδημoσίευση από το News Break

 

  • Από τον
    Νίκο Νικόλιζα

Ήταν 14 Σεπτεμβρίου 2001 όταν ο Ελληνισμός έχασε μία από τις σημαντικότερες λαϊκές φωνές του 20ού αιώνα. Ο Στέλιος Καζαντζίδης θα περνούσε στην αιωνιότητα έπειτα από έναν πολύμηνο άνισο αγώνα με τον καρκίνο. Από το 1953 και μετά που μπήκε ενεργά στη δισκογραφία έως και τον θάνατό του ο Στέλιος Καζαντζίδης έδωσε στο κοινό του εκατοντάδες επιτυχίες στη δισκογραφία.

 

Στα κέντρα δούλεψε πολύ λίγο. «Δεν μου πήγαινε η νύχτα» θα πει σε όλες σχεδόν τις συνεντεύξεις που έδωσε. Έφυγε από τα νυχτερινά κέντρα το 1964, πάνω στις μεγάλες του δόξες, όταν ένα μπουκάλι παραλίγο να του στερήσει τη ζωή. Έκτοτε δεν ξανατραγούδησε ποτέ μπροστά σε κοινό. Από τη ζωή του Στέλιου πέρασαν αρκετές γυναίκες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην καριέρα του: Καίτη Γκρέυ, Σεβάς Χανούμ, Μαρινέλλα, Βίκυ Μοσχολιού, Κορίνα, Βάσω. Όλες με τον τρόπο τους ήταν ένα κομμάτι από τη ζωή του μεγάλου Έλληνα τραγουδιστή.

Αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια, ο μύθος του Στέλιου μένει αναλλοίωτος και κάθε φορά νέα περιστατικά έρχονται στο φως από την πολυτάραχη ζωή του.

Σήμερα η «Espresso», τιμώντας τα 20 χρόνια από τον θάνατό του, συνομίλησε με μερικούς από τους ανθρώπους που έζησαν και συνεργάστηκαν μαζί του και θυμούνται άγνωστα περιστατικά από την πορεία τους μαζί του!

Bάσω Καζαντζίδη

«Κάθε τέτοια ημερομηνία, 14 του Σεπτέμβρη, νιώθω τα ίδια ακριβώς συναισθήματα που ένιωθα και τότε που πέθανε ο σύζυγός μου. Ένας κόμπος στον λαιμό, μια πίκρα, αλλά και πολλές αναμνήσεις. Η απώλεια του Στέλιου δεν επουλώνεται. Είναι μια πληγή αγιάτρευτη. Δεν σας κρύβω ότι μου λείπει πάρα πολύ. Όταν “έφυγε”, ήταν για μένα η χειρότερη μέρα της ζωής μου. Ωστόσο, πιστεύω πως ο χρόνος είναι ο μόνος γιατρός.

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023

Η σφαγή στο ΑΕΤΟ (Α΄ τάγμα σκαπανέων) της Μακρονήσου

 Η σφαγή στο ΑΕΤΟ (Α΄ τάγμα σκαπανέων) της Μακρονήσου, είχε 350 νεκρούς, σύμφωνα με την ομολογία του καπετάνιου της υδροφόρας Βρονταμίτη, ο οποίος μετέφερε τους σκοτωμένους στο ακατοίκητο νησί Άγιος Γεώργιος, όπου τους παρελάμβανε πολεμικό σκάφος και, αφού τους τοποθετούσαν σε συρμάτινους σάκους, τους βυθίζανε στα βαθια νερά του πελάγους.

 

  

  Γιώργος Φαρσακίδης "Στ' αρματαγωγό. Από το Μακρονήσι για τον Αϊ-Στράτη". Από σχέδιο του 1950.

Η μαρτυρία του Μίμη Βρονταμίτη

«…Έζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. Ο στρατός μας με είχε επιταγμένο με το καΐκι μου «Αγιος Νικόλαος», επί μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα. Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο.

Στο Γ’ Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου, τη λέξη «νεκρός». Ήτανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί. Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες Χούμης και Δήμητρας Λαγός. Σ’ ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους. Λέω στον Σκαλούμπακα: «Το καΐκι δε σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει το καΐκι». Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να ‘κανα; Το πιστόλι σε παγώνει…

Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου…»

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2023

«Όποιος δε γνώρισε τη βροχή του Αη Στράτη δεν ξέρει τι θα πει θάνατος». Κώστας Βάρναλης – Γιώργος Φαρσακίδης

 

ΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΚΑΙΝΕ

ΑΗ – ΣΤΡΑΤΗΣ

ΤΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ κ. Κ. ΒΑΡΝΑΛΗ

Θυμώσανε τα ποτάμια της Β. Ελλάδας. Κάμποι και πολιτείες γενήκανε θάλασσα. Φωνάζουν οι ναυαγοί:

― Βοήθεια!

Το κράτος ακούει, αλλά γυρίζει από τ’ άλλο πλευρό. Ασχολείται με τα υψηλά και μεγάλα. Έλληνες φωνάζουν. Δεν είναι ξένοι να διατάζουν!… Και τα νερά, τι να κάνουν; Αποσύρονται μοναχά τους!

Φωνάζουν, λοιπόν, οι Έλληνες. Αλλά φωνάζουν κ’ οι μη Έλληνες; Οι εξόριστοι τ’ Αη Στράτη; Ναυαγοί κι αυτοί! Με ποιο δικαίωμα!

― Βοήθεια! Πνιγήκαμε.

Αη Στράτης. Διάνοιξη της κοίτης των χειμάρρων μετά από πλημμύρα. Αρχείο Βασίλη και Βύρωνα Μανικάκη. Πηγή: Μουσείο Δημοκρατίας Άγιος Ευστράτιος

Και βέβαια πνιγήκανε. Υπάρχει ο κατακλυσμός του Νώε. Που βαστάει σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες. Τα χώματα γίνοντα πηλός, τα μαύρα καλντερίμια γλύστρες. Τα δέντρα σαπίζουνε. Τα σπίτια λιώνουνε! Και το ξεροπόταμο, που αρχίζει από το Μετόχι και κατηφοράει κατά τη θάλασσα, γίνεται Ρίο Γκράντε και παρασύρει και τα ριζιμιά λιθάρια. Που ν’ ανθέξουνε τα χάρτινα τσαντήρια, όπου τους στεγάζει ο «δυτικός» ανθρωπισμός του «πατρικού» μας κράτους!

Όποιος δε γνώρισε τη βροχή του Αη Στράτη δεν ξέρει τι θα πει θάνατος. Όλα κι όλοι μουσκεύουνε. Οι γεροί αρρωσταίνουν, οι άρρωστοι πεθαίνουν. Το πέλαγο λυσσομανά. Βαπόρι και πλεούμενο δε ζυγώνει. Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες. Μόνον η Κιβωτός του Νώε θα μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει αυτήν την οργή του Θεού! «Και εγένετο κατακλυσμός τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας επί της γης και επήρε την Κιβωτόν και υψώθη από της γης… Και απέθανε πάσα σαρξ κινούμενη… και πας άνθρωπος…»…

Πώς ν’ ανθέξουνε σ’ αυτόν τον κατακλυσμό τα χάρτινα τσαντήρια των εξορίστων;

 

Δεν είναι σήμερα. Δεν είναι χτες. Χρόνια πολλά, εικοσιπέντε χρόνια, χρησιμοποιείται το ξερόνησο για τόπος «περισυλλογής» των πολιτικών αντιπάλων του κράτους. Και κάθε χρόνο με την ίδια μαθηματικήν ακρίβεια, τέτιον καιρό, πνίγονται με τον ίδιο τρόπο οι ίδιοι ά ν θ ρ ω π ο ι ― παρντόν δια την φράσιν! Και το Κράτος ανακουφίζεται. Η Φύσις έρχεται προς βοήθειάν του!

Εκτελεί αυτή ό,τι επιθυμεί το Κράτος: αραιώνει το μπουλούκι των… αμαρτωλών!

Ο κατακλυσμός του Νώε έγινε το καλοκαίρι και μόνο μια φορά. Ο κατακλυσμός του Αη Στράτη γίνεται χειμώνα και κάθε χρόνο. Άρα τους ναυαγούς δεν τους πολεμάει μονάχα το νερό παρά κι ο χιονιάς. Κάθε χρόνο! Όλοι τους είναι άρρωστοι και τριάντα του θανατά. Και κάθε χρόνο ζητάνε «βοήθεια»! Να τους στείλει το Κράτος τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα και να τους επιτρέπει να καταφύγουνε σε σπίτια του χωριού. Και κάθε χρόνο το Κράτος «μελετά»!… Και ξέρετε τι ’ναι τα σπίτια; Κόσκινα. Η βροχή μπαίνει, αλλ’ επιτέλους δεν πνίγει. Ο χιονιάς μπαίνει, αλλ’ όχι ολάκερος…

Τέτια ζητήματα δεν «χρήζουν μελέτης». Ολίγη ανθρωπιά και ντροπή χρειάζεται.

 

Όταν δημοσιευόταν το χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη ο Γιώργος Φαρσακίδης βρισκόταν για δεύτερη φορά εξόριστος στον Αη Στράτη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μαζί με τους συνεξόριστους συντρόφους του ήρθαν αντιμέτωποι με τη μανία της φύσης, που λες και συμμαχούσε με το «Κράτος» στην επιχείρηση «συμμόρφωσης» και «σωφρονισμού» των «εχθρών» της πατρίδας.

Υπήρχαν και φορές, όμως, που οι εξόριστοι στέκονταν πιο «τυχεροί», όπως περιγράφει ο Γιώργος Φαρσακίδης.

«Πλυμμήρα». Ξυλογραφία σε όρθιο ξύλο και φυσικό μέγεθος. Στην κορφή δεξιά το φυλάκιο του Αη Μηνά κι ο σταυρός απ’ το μνημείο στους νεκρούς εξόριστους της Κατοχής. Μέσα στην κρύπτη του, τριάντα τρία κρανία με τ’ όνομα του καθενός.

Ο χειμώνας δε χωρατεύει στον Αη Στράτη

Ο χειμώνας δε χωρατεύει στον Αη Στράτη. Το νησί καταμεσίς του πελάγου δέρνεται απ’ όλους τους αέρηδες. Το μπουγάζι από τη Μαύρη Θάλασσα φέρνει το χιονιά, μουδιάζει τη ζωή στο νησί. Με τις μεγάλες κακοκαιρίες θεόρατα κύματα σπάνε μουγκρίζοντας, σκεπάζουν τ’ απότομα βράχια με άχνη υδάτινη κι ο αχός τους, μούγκρισμα θεριών, αντιλαλεί καμιά φορά για μερόνυχτα, ως πέρα στις ρεματιές του στρατοπέδου.

Όσα μέτρα κι αν πάρεις, το πανί, το περιτοίχισμα, το μαγκαλάκι, ελάχιστα προστατεύουν από το κρύο. Τις νύχτες με παγωνιά, στριφογυρίζεις μες στα στρωσίδια, να βολευτείς να μη σε βρίσκουν οι στάλες του χιονόνερου, οι παγωμένες ριπές του αέρα.

Κι αλίμονο τέτοια νύχτα αν δεν αντέξουνε, το σαπισμένο καραβόπανο, ο «ορθοστάτης» τ’ αντίσκηνου, αν έχουν μποσκάρει οι πάσσαλοι. Αλίμονο σ’ όποιους άγρια μεσάνυχτα βρεθούν με γκρεμισμένη σκηνή, κάτω απ’ το χειμωνιάτικο ουρανό.

Λίγο πριν τη δικτατορία της Χούντας, είχαμε στρώσει κουβέντα με φίλους για το «πώς νιώθεις την ευτυχία»!

Και θυμάμαι πως κάπως παράδοξα τους φάνηκαν τα λόγια μου. Χτες νύχτα, τους είχα πει, με μισοξύπνησε η βροχή κι είχα απλώσει το χέρι, να δω αν στάζει κι αν μούσκεψαν οι κουβέρτες. Μην το πάει για πλημμύρα, ήταν το πρώτο που πέρασε απ’ το νου μου. Να τρέξουμε να γλιτώσουμε ρούχα και σκηνικά, μην παρασύρει και πάλι ο χείμαρρος τ’ αντίσκηνα του Θεάτρου.

Αη Στράτης. Ο Γιώργος Φαρσακίδης προσπαθεί να περισώσει ένα κομμάτι από σκηνικό θεάτρου σε πλημμύρα του 1951. Αρχείο Γ. Φαρσακίδη.

Κι όταν κατάλαβα τελικά πως βρίσκομαι κάτω από στέγη, πως μπορούσα να ξανατυλιχτώ στη ζεστασιά της κουβέρτας ως το πρωί, σκέφτηκα τότε πως η ζωή είναι, μα παραείναι ωραία!

Γιώργος Φαρσακίδης

Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2023

Λουίς Σεπούλβεδα «Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει».

 Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ'ένα γλάρο να πετάει | PPT

Απόσπασμα από το βιβλίο του Λουίς Σεπούλβεδα «Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει».

Ο Ζορμπάς έφτασε μ' ένα σάλτο στο προστατευτικό κιγκλίδωμα του καμπαναριού. Από κάτω, τ' αυτοκίνητα έμοιαζαν σαν έντομα με μάτια αστραφτερά.

Ο άνθρωπος κρατούσε το γλάρο στην αγκαλιά του.

Όχι! φοβάμαι! Ζορμπά! Ζορμπά!" έκρωζε η Καλότυχη, τσιμπώντας τα χέρια του ανθρώπου.

"Περίμενε" νιαούρισε ο Ζορμπάς. "Ασ' την πάνω στο κάγκελο"."Δεν είχα στο νου μου να την πετάξω" είπε ο άνθρωπος.

"Θα πετάξεις," Καλότυχη" νιαούρισε ο Ζορμπάς.

"Πάρε μια βαθιά εισπνοή. Μύρισε τη βροχή. Η βροχή είναι νερό. Στη ζωή σου θα συναντήσεις πολλούς λόγους για να είσαι ευτυχισμένη - ένας από αυτούς λέγεται νερό, ένας άλλος, άνεμος, κι ένας άλλος, ήλιος, κι αυτός ο ήλιος εμφανίζεται πάντα σαν αντιστάθμισμα μετά τη βροχή. Μύρισε τη βροχή. Άνοιξε τα φτερά".

Η γλαροπούλα άπλωσε τις φτερούγες της. Οι προβολείς την έλουζαν στο φως, κι η βροχή τής έλουζε με πέρλες τα φτερά. Ο άνθρωπος κι ο γάτος την είδαν να υψώνει το κεφάλι με τα μάτια κλειστά.

"Η βροχή! Το νερό!" έκρωξε. "Μ' αρέσει!"

"Τώρα θα πετάξεις" νιαούρισε ο Ζορμπάς.

"Σ' αγαπώ. Είσαι ένας θαυμάσιος γάτος" έκρωξε η Καλότυχη, πλησιάζοντας την άκρη του κάγκελου.

"Τώρα θα πετάξεις" νιαούρισε ο Ζορμπάς. "Όλος ο ουρανός θα'ναι δικός σου".

"Δε θα σε ξεχάσω ποτέ....

"Πέτα!"νιαούρισε ο Ζορμπάς

"Πετάω, Ζορμπά! Μπορώ και πετάω!" έκρωξε τρισευτυχισμένη από την απεραντοσύνη του γκρίζου ουρανού.

Ο άνθρωπος χάιδεψε το σβέρκο του γάτου.

"Εντάξει, γάτε. Τα καταφέραμε" είπε αναστενάζοντας.

"Ναι" νιαούρισε ο Ζορμπάς. " Στο χείλος του γκρεμού κατάλαβα το πιο σημαντικό".

"Α, ναι; Και τί είναι πιο σημαντικό;" ρώτησε ο άνθρωπος.

"Πετάει μόνο αυτός που τολμάει να πετάξει" νιαούρισε ο Ζορμπάς.

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023

Το γήπεδο της ΑΕΚ - Λιώτα Μαρδίτσα

 

Η αρχόντισσα της Πόλης στα γήπεδα της Αθήνας - Πέρα Κλουμπ με έτος ίδρυσης  1880 - ertnews.gr
Όταν ήρθαν εδώ οι πρόσφυγες το ’22, διωγμένοι, ταλαιπωρημένοι, κυνηγημένοι, η AEK δεν υπήρχε, υπήρχε όμως στις αναμνήσεις των πατεράδων μας η «Πέρα Kλουμπ». Πολλά παιδιά από εδώ έπαιζαν στην «Πέρα Kλουμπ». Mετά το διωγμό οι παίκτες σκορπίσανε, άλλοι πήγαν στην Kαβάλα, στη Θεσσαλονίκη, στην Aθήνα, αλλά οι περισσότεροι ήταν στη Φιλαδέλφεια. Eκεί παίζανε μόνοι τους και σιγά σιγά άρχισαν να μαζεύονται οι παίκτες της παλιάς ομάδας. H Nέα Φιλαδέλφεια τότε ήταν παράγκες και χωράφια, οι παίκτες λοιπόν που έπαιζαν στην «Πέρα Kλουμπ» και άλλα σωματεία της Πόλης είχαν μετατρέψει ένα χωράφι σε γήπεδο. Ήταν η μόνη τους χαρά, μέχρι που κάποιος τούς είπε ότι η Πολιτεία ―επειδή η Φιλαδέλφεια χτιζόταν― θα τους έπαιρνε το γήπεδο. Eκείνη τη νύχτα που το έμαθαν βγήκαν έξω, ο καθένας με ό,τι είχε, ένα τραπέζι, καρέκλες, κρεβάτια και περιφράξανε το χώρο. Tην επόμενη ημέρα, οι άνθρωποι του υπουργείου, αντιμετωπίζοντας μια τέτοια εικόνα, παραχώρησαν την έκταση ως χώρο άθλησης των προσφύγων. Σιγά σιγά, περιέφραξαν με συρματόπλεγμα το χώρο και έγινε το γήπεδο της AEK. Aυτό που γκρεμίσανε και μας έστειλαν πάλι στην προσφυγιά. Aλλά πάντα έτσι ήταν, ποτέ δεν τους άρεσε η AEK. Θυμάμαι τον πατέρα μου να μου διηγείται το πρώτο παιχνίδι της ομάδας στην Eλλάδα. Mε τον Oλυμπιακό ήταν στο Φάληρο. H AEK έχανε δύο μηδέν. Aλλάζει το παιχνίδι και η AEK κερδίζει τελικά με 3-2. Aπό τότε δεν χωνεύουν την ομάδα γιατί ήρθαν στην Eλλάδα με ένα μπογαλάκι και έκαναν προκοπή εδώ και στεριώσανε και τώρα μας γκρεμίσανε και το γήπεδο, κατάλαβες! Όπως δεν χώνευαν και τους πρόσφυγες. Όταν έχασε ο Bενιζέλος, οι γείτονές μας του Λαϊκού Kόμματος, πήραν μπιτόνια με βενζίνα για να έρθουν να κάψουν το χωριό. Γιατί; Tι κακό τους κάναμε; Όταν ήρθαν οι πρόσφυγες έμαθαν στους ντόπιους πολλά πράγματα, από το πώς να ψαρεύουν, πώς να μαγειρεύουν μέχρι το πού κοιμούνται οι άνθρωποι και τι είναι μπανιέρες και τουαλέτες. Kαι μέχρι σήμερα μας φωνάζουν Tούρκους και Tουρκόσπορους. Γιατί; Aυτοί είναι πιο Έλληνες από εμάς;

(από το ένθετο «K» της εφημερίδας H Kαθημερινή, 5 Δεκεμβρίου 2004)

Tο γήπεδο της AEK ]
Λιώτα Μαρδίτσα

Λουίς Σεπούλβεδα "Η Τρέλα του Πινοσέτ".

 

Απόσπασμα από το βι9βλίο του.Λουίς Σεπούλβεδα "Η Τρέλα του Πινοσέτ".

"Απ'όλους όσοι μας λείπουν, μένουν κάτι λίγες φωτογραφίες, φέτες ζωής που καταψύχονται τη στιγμή του «κλικ», ενώ η ζωή συνεχίζεται, η ίδια ζωή που μας μάζευε όλους στον κήπο του σπιτιού, δίπλα στην ψησταριά, με την αυλόπορτα ανοιγμένη διάπλατα· σ' ένα πάρκο με το παιδί καθισμένο στα πόδια μας, το ίδιο αυτό το παιδί που ψάχνει  σήμερα· σε μια συγκέντρωση αναγκαία όσο η χαρά, και μαζί με άλλους που επίσης μας λείπουν. Είναι επικίνδυνες αυτές οι φωτογραφίες, ανατρεπτικές όπως καθετί ανησυχητικό, διαπεραστικές όπως η δίψα για ζωή, βλάσφημες όπως κάθε πίστη σε οτιδήποτε· κυρίως, όμως, είναι φωτογραφίες ανδρών και γυναικών που κρατούν αποφασιστικά τη μοίρα τους στα χέρια τους, περήφανα ένοχοι για τα νιάτα τους και για τη λαχτάρα τους για δικαιοσύνη.

Αυτοί που μας λείπουν, συνήθιζαν να μαζεύονται για να παίξουν μία παρτίδα  τρούκο και γελούσαν τρανταχτά, χωρίς σεμνοτυφίες, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι προπαγάνδιζαν τα καλά της σιωπής. Καμιά φορά, σε κάποια αυλή, έτρεχαν πίσω από ένα τόπι, τάχα σπουδαίοι μπαλαδόροι, κι όταν έβαζαν γκολ το υπέγραφαν φωνάζοντας  τ' όνομά τους, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι είχαν αποφασίσει πως δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο απ' το να ζεις στην ανωνυμία. Αυτοί που μας λείπουν, μαγείρευαν τα σαββατοκύριακα, οδηγούσαν λεωφορείο, σπούδαζαν κοινωνιολογία, νομικά ή γεωπονία, έγραφαν μυθιστορήματα, ήταν ηθοποιοί, ποιητές, ή πυγμάχοι, ήταν γιατροί σε κάτι άθλιες κλινικές, μάθαιναν ένα ένα τα πάρκα της πόλης, μέσα στα οποία αντάλλασσαν  ρούχα,  δίσκους, βιβλία και εμπιστοσύνη. Τα δειλινά της Κυριακής αυτοί που μας λείπουν, έλεγαν: «Τι λέτε; Πίνουμε κάνα μάτε;», και τότε, με την οικογενειακή κούπα που μοσχοβολούσε το καλύτερο χόρτο («αυτό με τα κοτσανάκια» έλεγαν αυτοί που λείπουν), κοιτάζονταν στα μάτια με τρυφερή περηφάνια, με βίαιη στοργή, με πάθος οπλισμένο με μέλλον, γιατί αυτοί που μας λείπουν ήταν αγωνιστές.

Κι αν μας λείπουν, δεν είναι επειδή έτσι το θέλησε η τύχη ή τα καμώματα ενός θιγμένου θεού. Μας λείπουν γιατί τόλμησαν να προτείνουν μια ζωή καλύτερη απ' την αγελαία. Μας λείπουν γιατί είπαν πως ψωμί θα υπάρχει για όλους ή για κανέναν. Μας λείπουν γιατί άναψαν ένα φως μες στο σκοτάδι -έντονο ή χλωμό, δεν έχει σημασία γιατί η λάμψη του μας οδηγεί. Μας λείπουν γιατί στο μισοσκότεινο δωμάτιο ζύγωσαν το κρεβάτι του παιδιού, το χάιδεψαν, άφησαν στο μέτωπό του το αστεράκι του ήσυχου ύπνου, κι όταν βγήκαν από κει πέρασαν στη δράση, το έκαναν ξέροντας πόσο πολλά είχαν να χάσουν, και το έκαναν με την αποφασιστικότητα αυτού που ξέρει ότι έχει δίκιο.

Λουίς Σεπούλβεδα: 5 πράγματα που πρέπει να ξέρεις για τον συγγραφέα της ανυπακοής

Όταν τους έπιασαν, όταν άρχισαν να μας λείπουν,  οι μάρτυρες που δεν είχαν δει τίποτα, ψιθύρισαν: «Κάτι θα 'χουν κάνει για να τους πιάσουν έτσι», κι είχαν δίκιο, γιατί δεν έκαναν απλώς κάτι αλλά πολλά: ονειρεύτηκαν πως μπορεί να ζήσει κανείς ο όρθιος, ονειρεύτηκαν πως η μοίρα του ανθρώπου δεν μπορεί να είναι πάντα κάτεργο, ονειρεύτηκαν πως μπορεί να γίνουν ευτυχισμένοι όλοι οι άνθρωποι, ονειρεύτηκαν να θεσπίσουν έναν δίκαιο νόμο, μπροστά στον οποίο είμαστε όλοι ίσοι. Και τόλμησαν να θελήσουν να πραγματώσουν τα όνειρά  τους, γιατί αυτοί που μας λείπουν, χωρίς  τυμπανοκρουσίες ή ματαιοδοξίες, άγγιξαν την υπέρτατη διάσταση στην οποία μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος, και γι'αυτό ακριβώς μας λείπουν: γιατί ήταν επαναστάτες.

Ανδρώθηκαν  τη χειρότερη εποχή κι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την κάνουν να είναι η καλύτερη. Ανακάλυψαν ότι η Ιστορία ήταν μία απάτη, κι έγιναν σοφοί για να την ξαναγράψουν με την καλλιγραφία της αξιοπρέπειας. Ηταν προορισμένοι να θριαμβεύσουν, και προτίμησαν να είναι μοναχικοί. Πέταξαν από πάνω τους το πετσί της πατρίδας κι έγιναν μέλη της μεγάλης ανθρώπινης οικογένειας.

Αυτοί που μας λείπουν, δεν έχουν αγάλματα στα πάρκα, αλλά ζουν ακέραιοι στη μνήμη μας. Είχαν μακριά μαλλιά, φορούσαν παντελόνια «καμπάνα», γερά παπούτσια για μεγάλες πορείες και μάλλινα πουλόβερ για τις νύχτες δράσης και προπαγάνδας, κάπνιζαν βαριά τσιγάρα, έπιναν κόκκινο κρασί, τραγουδούσαν τραγούδια του Λέο Δαν και των Ιρακούντος, οι άνδρες αγαπούσαν -δίκην κοινού μυστικού- την Τζάνις Τζόπλιν και οι γυναίκες ανακήρυσσαν τον Σάντρο ως το πιο αρσενικό των αρσενικών. Κάπου κάπου κάπνιζαν κανένα πουράκι, κάπου κάπου τους καιγόταν το ψητό. Μιλούσαν για τα πάντα για να ανακαλύψουν ξανά την αξία των λέξεων, κι όταν άρχισαν να μας λείπουν, η σιωπή τους μπροστά στους δήμιους ήταν τα λόγια τους που μας κληροδότησαν. 

Από αυτούς τους ανθρώπους μας έχουν μείνει κάποιες φωτογραφίες που δεν θέλουν να είναι αντικείμενα μας θρηνωδίας.  Αυτό που θέλουν, είναι να τις πάει κανείς στην αυλή του σπιτιού, κι εκεί, τη στιγμή που κάποιος ή κάποια πει: «Τι λέτε; Πίνουμε κάνα μάτε;» και τα βλέμματα αρχίσουν να ψάχνονται μέσα στη γλυκιά και σιωπηρή συνεννόηση των δικαίων, εκείνες κι εκείνοι, αυτοί που τόσο μας λείπουν, θα βγουν  απ'την εικόνα τους και θα υψωθούν στην υπέρτερη των συνωμοσιών, στη θεμελιώδη συνομωσία κατά του ψεύδους που επιχειρεί να διαγράψει το παρελθόν με χρηματισμούς.

Ας μάθουμε να ζούμε μ' αυτούς που μας λείπουν, επειδή αποτελούν κομμάτι μας, επειδή ξέρουμε γιατί μας λείπουν , κι επειδή την απουσία τους την αναπληρώνουμε με καμάρι".

Ηλίας Βενέζης- Αιολική γη

    Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.  Κοιμη...

ευανάγνωστα