Τετάρτη 28 Απριλίου 2021

Τόποι εξορίας και πολιτικοί εξόριστοι στην Ελλάδα (από http://photodentro.edu.gr/)

 

Τόποι εξορίας και πολιτικοί εξόριστοι στην Ελλάδα

«H λέξη εξορία», σημειώνει ο Κωστής Λιόντης, επιμελητής του αφιερώματος Τόποι εξορίας (εφ. Η Καθημερινή, 16 Νοεμ. 2003), «σύνθεση της φράσης: “έξω των ορίων”, σύμφωνα με τα λεξικά νεοελληνικής, ως πρώτη έννοια είναι η εκτός των ορίων της χώρας αποπομπή και διαβίωση κάποιου πολίτη. Στον ελληνικό 20ό αι. μόνο σε μια περίπτωση ανταποκρίνεται εννοιολογικά. Πρόκειται για την επιφανή ομάδα κωνσταντινικών που έστειλε εξόριστους στην Κορσική ο Βενιζέλος το 1917. Μόνο κατ’ επέκταση ή μεταφορικά, αλλοιωμένη πάντως στην πρώτη της έννοια, η λέξη εξορία μπορεί να καλύψει την αποπομπή εντός των εθνικών ορίων».


Εξόριστοι γιορτάζουν το Πάσχα. Από αριστερά προς τα δεξιά: ο Γιάννης Ρίτσος, η αδελφή του, η Κατίνα Δ. Φωτιάδη και ο Δημήτρης Φωτιάδης, Αϊ-Στράτης, 1950-1951 [πηγή: Φωτογραφικό Αρχείο Ε.Λ.Ι.Α.]

Η ελληνική ιστορία του 20ού αιώνα σφραγίζεται, μεταξύ άλλων, και από τις πολιτικές διώξεις χιλιάδων αντιφρονούντων και τις εκτοπίσεις τους σε διάφορα νησιά του Αιγαίου. Μακρόνησος, Τρίκερι, Αϊ-Στράτης, Λήμνος, Γυάρος, Λέρος είναι μερικά μόνο από τα ελληνικά νησιά που μετατράπηκαν σε τόπους εξορίας.

εικόνα

Για την ιστορία του πολιτικού εγκλεισμού στην Ελλάδα παρακολουθήστε την εκπομπή Παρασκήνιο από το Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ. Από το Αρχείο της ΕΡΤ, επίσης, μπορείτε να παρακολουθήσετε δύο ντοκιμαντέρ για ισάριθμους τόπους εξορίας κατά τη μεταπολεμική περίοδο, τη Μακρόνησο και τη Γυάρο.

Περιηγηθείτε στο Μουσείο Δημοκρατίας του Αϊ-Στράτη, στο Μουσείο Πολιτικών Εξορίστων Άη Στράτη και στον διαδικτυακό τόπο για την ιστορία της Μακρονήσου, όπου μπορείτε να βρείτε πληροφορίες για την ιστορία των τόπων, τη διαβίωση των πολιτικών εξορίστων, καθώς και άλλα τεκμήρια και φωτογραφίες.


Γιώργος Φαρσακίδης, Το καψόνι της ορθοστασίας 1950 [πηγή: Μουσείο Δημοκρατίας Αϊ-Στράτη]

Πλούσιο αρχειακό υλικό μπορείτε να αναζητήσετε στις ψηφιακές συλλογές των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας και του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, ενώ στην ιστοσελίδα του Γυμνασίου Αγίου Ευστρατίου μπορείτε να δείτε φωτογραφίες του Βασίλη Μανικάκη από τη ζωή των εξορίστων στον Αϊ-Στράτη.

εικόνα

Τις πρώτες εντυπώσεις της από την απόβασή της στη Μακρόνησο περιγράφει η Αφροδίτη Μαυροειδή, εξόριστη στο νησί. Αντίστοιχη είναι και η αφήγηση του Άρη Αλεξάνδρου σε γράμμα του το 1974, όπως το παραθέτει σχολιάζοντάς το ο Δημήτρης Ραυτόπουλος στη μελέτη του Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος. Η Αλέκα Παΐζη, τέλος, καταθέτει τη δική της μαρτυρία για την πολιτιστική δραστηριότητα των εξορίστων στα ξερονήσια του Αιγαίου.

Για την εμπειρία της εξορίας μιλούν οι ποιητές Γιάννης Ρίτσος (00:28:26 κεξ.) και Τίτος Πατρίκιος (00:02:12 κεξ.), αλλά και ο συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης (00:11:08 κεξ.) σε αντίστοιχα ντοκιμαντέρ από το Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ.

Για τη «ρετσινιά του κομμουνιστή» που ακολουθούσε όσους επέστρεφαν από τους τόπους εξορίας μπορείτε να διαβάσετε όσα κατατοπιστικά αναφέρει ο Λεφτέρης Ραφτόπουλος στο χρονικό-μαρτυρία Το μήκος της νύχτας. Μακρόνησος ’48-’50.

εικόνα

Η εμπειρία της εξορίας διαπερνά το έργο πολλών λογοτεχνών που βίωσαν τον πολιτικό κατατρεγμό και τον εκτοπισμό στα νησιά της «άγονης γραμμής». Ενδεικτικά κείμενα μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω:

Είδα τη χώρα μου ανάστροφη
τα βουνά μου κυνηγημένα
τη γυναίκα μου πετροπέρδικα
Ο Κωνσταντίνος ο μικρός
κι ο Αλέξης αντρειωμένος
κι ο πρόεδρος τη ροκάνα του
ο ποιητής τη ροκάνα του
Ίος Νάξος Σίκινος
—Φολέγανδρος κι άλλα χρυσόψαρα—
παρά πόδα Λαυρίου η νήσος
κ' η Λέρος απαραμύθητη

Γιάννης Δάλλας, Από το ποίημα «Σημεία και τέρατα» (Ποιήματα 1948-1988, Νεφέλη, Αθήνα 1990, σ. 217)

Άρης Αλεξάνδρου, «Με τί μάτια τώρα πια», «Παράνομο σημείωμα», «Η στενογραφία της νεκρής ζώνης» (απόσπασμα)
Δημήτρης Δούκαρης, «Εξορία»
Βικτωρία Θεοδώρου, «Θάλασσα», «Παραγγελία»
Κλείτος Κύρου, «Κραυγή δέκατη πέμπτη»
Τάσος Λειβαδίτης, «Απλή κουβέντα» (απόσπασμα)
Βύρων Λεοντάρης, «Ο γυρισμός των εξoρίστων»
Τίτος Πατρίκιος, «Προσχέδια για τη Μακρόνησο», «Δύο άνθρωποι», «Οφειλή»
Γιάννης Ρίτσος, «Βράδι», «Α.Β.Γ.»

* * *

Η ζωή των κρατουμένων σε στρατόπεδο συγκέντρωσης σε κάποιο ξερονήσι είναι το θέμα της κινηματογραφικής ταινίας Happy Day του Παντελή Βούλγαρη. Στην Ψηφιακή Συλλογή της Ταινιοθήκης της Ελλάδας μπορείτε να βρείτε πληροφορίες για την ταινία, ενώ από το Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ μπορείτε να παρακολουθήσετε τον σκηνοθέτη να μιλάει για τα γυρίσματά της (00:27:12 κεξ.).


Σάββατο 24 Απριλίου 2021

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης γράφει για τη θεωρία και την πράξη της επανάστασης (Από την εφημερίδα ΕΘΝΟΣ -Μάης του '85)

'Ενα κείμενο του δημοσιογράφου, συγγραφέα, κριτικού κινηματογράφου Βασίλη Ραφαηλίδη, δημοσιευμένο στο Έθνος' τον Μάιο του 1985, με αφορμή το ντοκιμαντέρ του Ρομέν Γκουπίλ «Να Πεθαίνεις στα 30».

 

Να Πεθαίνεις στα Τριάντα Σου, του Βασίλη Ραφαηλίδη («Εθνος», 26-5-1985)

Η έλλειψη θεωρητικής κατάρτισης είναι κανόνας, όχι μόνο στην αριστερή βάση, αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος της αριστερής η­γεσίας. Είναι πάρα πολλοί αυτοί που απλώς δήλωσαν μαρξιστές ή κομμουνιστές, και κα­τόπιν τούτου έγιναν δεκτοί σ’ ένα κόμμα που δεν πολυνοιάζεται να ελέγξει την ποιό­τητα και τη βαρύτητα της δηλώσεως. Δε δί­νεις εξετάσεις για να μπεις π.χ. στο Κομμου­νιστικό Κόμμα, διότι, απλούστατα, το Κόμ­μα δεν είναι Πανεπιστήμιο, αν και θα έπρεπε να είναι και τέτοιο προκειμένου να μην κα­τακλυστεί από τους πάντα επικίνδυνους και αμφιρρέποντες ακτιβιστές, που μάλλον δρουν ως πρόσκοποι παρά ως κομμουνιστές. Η θεωρία είναι τόσο αναγκαία στο μαρξισμό όσο και η πράξη, κι αυτό οι κλασικοί του μαρξισμού δεν κουράστηκαν να το τονίζουν ακατάπαυστα.

Είναι καθαρή αφέλεια να πιστεύεις πως γί­νεται κάποιος μαρξιστής, επαναστάτης ή α­πλά αριστερός γιατί συνειδητοποίησε και α­ποδέχθηκε πως η Ιστορία κινείται βάσει κά­ποιων αντικειμενικών νόμων που βρίσκο­νται σε σχέση διαλεκτική με τα δρώντα υπο­κείμενα της Ιστορίας. (Σύμφωνα με το μαρ­ξισμό, ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα το υπο­κείμενο και το αντικείμενο της Ιστορίας: κά­νει την Ιστορία αλλά και την υφίσταται.) Πέρα απ’ το γεγονός πως δεν είναι όλοι οι ε­ξεγερμένοι και οι επαναστάτες μαρξιστές, εί­ναι κάτι παραπάνω από βέβαιο πως και τα μαρξιστικά κόμματα δεν αποτελούνται καθ’ ολοκληρίαν από μέλη που «έφαγαν το μαρξι­σμό με το κουτάλι», κατά το δη λεγόμενον. Βέβαια, κανείς κομμουνιστής δεν απορρί­πτει τη θεωρία, προκειμένου να είναι συνε­πής προς την πρώτη και κύρια αρχή τού μαρξισμού σύμφωνα με την οποία η θεωρία είναι ο οδηγός της πράξης και η πράξη ο δη­μιουργός της θεωρίας. Οι δύο πόλοι της δια­λεκτικής σχέσης βρίσκονται σε μια ατέρμο­νη αλληλεξάρτηση, όπου δεν μπαίνει πρό­βλημα σαφούς προτεραιότητας της πράξης ή της θεωρίας, παρά το γεγονός πως η θεωρία στηρίζεται πάντα σε μια πράξη, παρά το γε­γονός ακόμα πως στην επιστήμη το πείραμα και η παρατήρηση προηγούνται, ιστορικά και λογικά, του θεωρήματος.

Όπως και να το κάνουμε, η μαρξιστική πράξη είναι ευκολότερη από τη μαρξιστική θεωρία, αλλά μόνο σε ειρηνικές περιόδους ό­ταν ο επαναστάτης δεν παίζει καθημερινά τη ζωή του κορόνα-γράμματα. (Ο θεολογίζων υπαρξιστής Γκαμπριέλ Μαρσέλ λέει πως, αν οι κομμουνιστές έχουν μια πιθανότητα να κερδίσουν τελικά στο παιχνίδι της Ιστορίας, τη χρωστάν κυρίως στο γεγονός πως είναι οι μόνοι στις μέρες μας που μπορούν να πεθαί­νουν εύκολα για μια υπόθεση που δεν είναι προσωπική.) Σε περιόδους επαναστατικές εί­ναι φυσικό να μη διυλίζει κανείς θεωρητικά τα προβλήματα. Όταν ο εχθρός έχει σηκω­μένο το όπλο και σε σημαδεύει δεν μπορείς να του πεις «περίμενε ν’ ανοίξω τα κιτάπια για να δω αν πρέπει ή δεν πρέπει να πατήσω πρώτος τη σκανδάλη». Ούτε ηθικολογεί ού­τε θεωρητικολογεί κανείς στο πεδίο της μά­χης. Κι απ’ αυτή την άποψη, οι παλιοί αγω­νιστές, που πέρασαν ολόκληρη τη ζωή τους κυνηγημένοι ή αγωνιζόμενοι, είναι φυσικό να κουτσαίνουν απ’ το αριστερό (θεωρητι­κό) πόδι.

Όμως, τι θα γίνει με τους καινούργιους και τους νεοπροσήλυτους, που παριστάνουν κι αυτοί τους υπεραπασχολημένους αγωνι­στές, τόσο υπεραπασχολημένους που δεν προλαβαίνουν, λέει, να πιάσουν στο χέρι τους και κανένα μαρξιστικό κείμενο, έστω και μόνο για να είναι τυπικά συνεπείς με τη βασική απαίτηση του μαρξισμού για θεωρη­τική κατάρτιση του επαναστάτη;

Και τι σόι επανάσταση μπορούν να κά­νουν άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν πως η κατάληψη της εξουσίας από το προλετα­ριάτο δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο για την κατάργηση της εξουσίας, όταν δημιουρ­γηθούν οι κατάλληλες συνθήκες που θα κά­νουν δυνατή αυτή την κατάργηση; Ένα τέ­τοιο αίτημα μπορεί βέβαια να μην είναι για αύριο, αλλά αυτό δε σημαίνει πως έπαψε να είναι ο κύριος στόχος του μαρξισμού τού Μαρξ.

Mourir a 30 Ans 607

Λοιπόν, η «συναισθηματική στράτευση» στην Αριστερά είναι μια κατάσταση που ευ­θύνεται για όλα τα δεινά της, όπως θέλει να πιστεύει ο Βίλχελμ Ράιχ. Δεν είναι δυνατόν να στρατεύεται κανείς για λόγους συναισθη­ματικούς. Γιατί η σχέση με το κόμμα δεν εί-ναι σχέση ερωτική. Είναι σχέση Λογική με την Ιστορία. (Το περίφημο «ραντεβού με την Ιστορία» καθυστερεί λόγω υπερβάλλο­ντος συναισθηματισμού απ’ τη μεριά εκεί­νων που περισσότερο ουρλιάζουν για την «κοινωνική δικαιοσύνη» και λιγότερο δου­λεύουν για να ‘ρθει, και μελετούν ώστε να ‘ρθει από το σωστό δρόμο.)

Αν η συναισθηματική στράτευση είναι μια πανούκλα, και είναι σίγουρα, κανείς δε θα τολμούσε να υποτιμήσει ωστόσο τον ιστορι­κό της ρόλο, όπως κάνει ο Ράιχ που εισηγή­θηκε τον όρο. Έτσι κι αλλιώς, οι θεωρητικοί θα είναι πάντα λιγότεροι από τους πρακτι­κούς, και οι πρακτικοί θα συνεχίζουν να μη διαβάζουν τον Μαρξ, πράγμα που δεν αποτε­λεί υποχρεωτικό λόγο για τη διαγραφή τους απ’ το κόμμα. Μπορεί να μη σκέφτονται και τόσο μαρξιστικά, αλλά δρουν ή προσπαθούν να δράσουν μαρξιστικά, κουτσά στραβά έ­στω, αλλά πάντως χωρίς να μένουν έξω από τη δράση, όπως κάποιοι άλλοι που εν ονόμα­τι μιας θεωρίας με την οποία άλλωστε έχουν πολύ μικρή θεωρητική σχέση, ξεχνούν και την πράξη. Κι όποιος παραγνωρίζει και την πράξη και τη θεωρία, και διατείνεται παρ’ ό­λα ταύτα πως είναι μαρξιστής, αυτό που εί­ναι στην πραγματικότητα είναι, είτε φωνα­κλάς στην καλύτερη περίπτωση, είτε απατε­ώνας στη χειρότερη.

Στους νέους σε ηλικία ανθρώπους, η συ­ναισθηματική στράτευση είναι αναγκαία προϋπόθεση, όπως πιστεύει ο Λούκατς. Δεν μπορείς να ζητάς από τους νέους πρώτα να κατανοήσουν τους νόμους της Ιστορίας κι ύστερα να δουλέψουν για την Ιστορία. Διότι, απλούστατα, ο ακτιβισμός είναι ίδιον της νεότητας. Άλλωστε, η ηλικία δεν επιτρέπει στους νεαρούς επαναστάτες να έχουν πλήρη, σωστή και υπεύθυνη θεωρητική ενημέρωση. Αυτή, θα έρθει με την ηλικία — αν έρθει. Γιατί, όπως είδαμε, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έρχεται, και οι παλιοί αγω­νιστές παραμένουν νεολαίοι έως θανάτου.

Ένας ανενεργός και αναγκαστικά χειμα­ζόμενος επαναστάτης, είναι ένα πρόσωπο τραγικό: ο χωρίς επανάσταση επαναστάτης είναι σαν το λιοντάρι το κλεισμένο στο κλουβί του ζωολογικού κήπου: δεν μπορεί να δαγκώσει γιατί δεν υπάρχει τίποτα για δάγκωμα γύρω του. Άλλωστε, έχουσιν γνώση οι φύλακες (του ζωολογικού κήπου). τέτοιος σε περίοδο επαναστατική δεν είναι μόνο ένα πρόσωπο τραγικό, αλλά και εξ ορι­σμού κατεστραμμένο, στις περισσότερες πε­ριπτώσεις: δεν έχει περιθώρια προσαρμογής στην καινούργια «ειρηνική» κατάσταση, ε­φόσον, βέβαια, η επαναστατικότητά του δεν ήταν σκέτος νεανικός προσκοπισμός, πράγ­μα που συμβαίνει πάρα πολύ συχνά. (Αν όλα τα μέλη των νεολαιών των αριστερών κομ­μάτων παρέμεναν αριστερά μεγαλώνοντας, το πρόβλημα της κατάληψης της εξουσίας α­πό την Αριστερά θα είχε λυθεί προ πολλού με τον πιο αναίμακτο και ειρηνικό τρόπο. Δυστυχώς, μόλις βρουν νύφη ή μόλις πά­ρουν το δίπλωμα, οι περισσότεροι αριστεροί νεολαίοι αστοποιούνται απότομα και, το χει­ρότερο, γενικεύουν την προσωπική τους α­νεπάρκεια και την ανάγουν κεντροθετικά σε «κριτική».)

Mourir a 30 Ans 607 Σκηνή από το «Να Πεθαίνεις στα Τριάντα» του Ρομέν Γκουπίλ

Ο Μισέλ Ρεκανατί, ένας από τους πιο με­γάλους σε αξία και τους πιο μικρούς σε ηλι­κία ηγέτες του γαλλικού Μάη του ’68, αυτο­κτόνησε το 1978, δέκα ολόκληρα χρόνια με­τά την καταστροφή του οράματος του από την αστυνομία του Ντε Γκολ. Δε συμβιβά­στηκε, αλλά και δεν πίστεψε πως τόσος εν­θουσιασμός και τέτοιος μεγαλειώδης αγώνας θα μπορούσαν να πέσουν στο κενό. Κι ωστό­σο, όλοι ξέρουν, από την εποχή της Κομμού­νας του Παρισιού και μετά, πως δεν έχουν αίσιον πέρας όλοι οι κοινωνικοί αγώνες, και πως η ήττα είναι κι αυτή μέσα στη λογική του παιχνιδιού. Αν όλοι οι στρατευμένοι αρι­στεροί ήξεραν απ’ την αρχή πως η στράτευ­ση τους θα οδηγείται οπωσδήποτε σε νίκη μέσα σε τακτά όρια, θα στρατεύονταν στην Αριστερά ακόμη και οι δεξιοί, προκειμένου να εξασφαλίσουν πρώιμα έναν αριστερισμό που συνήθως τον εκδηλώνουν όψιμα και α­φού άλλοι βγάλουν το φίδι απ’ την τρύπα. (Όσο πιο χαλαρό ιδεολογικά και οργανωτι­κά είναι ένα αριστερό κόμμα τόσο ευκολότε­ρα κατακλύζεται από τους οπορτουνιστές ό­ταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, όταν, π.χ., κερδηθούν οι εκλογές.)

Λοιπόν, ο Μισέλ Ρεκανατί δεν ήταν ούτε πρόσκοπος ούτε οπορτουνιστής. Ήταν μια εκπληκτική μορφή αγνού και έντιμου αγω­νιστή, που αυτοκτόνησε για να μην προδώ­σει το όραμα του: για να μη γίνει τραπεζικός υπάλληλος κι αρχίσει κι αυτός τις συντε­χνιακές απεργιούλες για τα «συμφέροντα» πάντα με τα συμφέροντα όλων των εργαζο­μένων. (Αυτός είναι ο συντεχνισμός, πάνω στον οποίο ο Μουσολίνι οργάνωσε το συντε-χνιακό-φασιστικό του κράτος.)

Δεν έχει σημασία που ο Ρεκανατί και οι ό­μοιοι του ήταν περισσότερο ρομαντικοί απ’ όσο θα έπρεπε. Το κίνημα τους (ο Μάης του «68) ήταν νεολαιίστικο και συνεπώς εξ ορι­σμού ρομαντικό, ήταν αυθόρμητο και συνε­πώς εξ αρχής επιρρεπές στην αποτυχία. Ο ε­παναστατικός αυθορμητισμός είναι, βέβαια, μια πραγματικότητα, που μάλιστα η Ρόζα Λούξεμπουργκ την ανήγαγε σε δόγμα με συ­νέπεια να έρθει σε σύγκρουση με τον Λένιν, αλλά δε συνιστά εχέγγυο για την έκβαση του αγώνα. Όλοι μας γελαστήκαμε δίνοντας την αμέριστη υποστήριξη μας στον αυθόρ­μητο αγώνα του περσικού λαού, όταν άρχισε την επανάσταση του ενάντια στον Σάχη και τα τσιράκια του, αλλά τότε δεν ξέραμε ακό­μα τι σήμαινε χομεϊνισμός και πού θα μπο­ρούσε να οδηγήσει αυτόν τον ολικά επανα­στατημένο λαό ένας μουσουλμάνος παπάς. Καλά να πάθουμε, αφού πιστέψαμε πως οι παπάδες μπορούν να κάνουν κάτι σοβαρότε­ρο από το να ψέλνουν στις εκκλησίες τους. Ο εγγενής στη νεολαιίστικη εξέγερση του Μάη του ’68 ρομαντισμός δεν την κάνει ω­στόσο λιγότερο συμπαθή. Εντελώς το αντί­θετο: είναι τραγικό να συντρίβεσαι γιατί πί­στεψες με νεανικό πάθος πως θα παρασύρεις στην «αλλαγή» και το δύσκαμπτο πατέρα σου, ο οποίος, λόγω ηλικίας και λόγω παθη­μάτων, έχει γίνει πολύ επιφυλακτικός και προσεκτικός. Ο «βιολογικός συντηρητι­σμός» δεν έκανε ποτέ καλή παρέα με τη «νε­ανική προοδευτικότητα». Άλλωστε, όλοι οι νέοι μεγαλώνουν κάποτε, οπότε το κλασικό σόφισμα «εχω γυναίκα και παιδιά» ανασύρεται από τη ναφθαλίνη και ε­πιδεικνύεται σε πρώτη ζήτηση ως άλλοθι της νωθρότητας και του φό­βου. (Ασε κι αυτοί που αγωνίζονται έχουν κό­τες και αβγουλάκια, κι όχι γυναίκες και παι­διά.)

Λοιπόν, τους επανα­στατημένους νέους μπορείς να τους αγαπή­σεις απεριόριστα, αλλά δεν μπορείς να τους εμπιστευτείς απεριόρι­στα τις τύχες του κόσμου. Διότι δεν αυτο­κτονούν όλοι οι επαναστατημένοι νέοι στα τριάντα τους, όπως ο Μισέλ Ρεκανατί, όταν διαπιστώσουν πως ο παλιός αγώνας χάθηκε, κι ένας καινούργιος πρέπει ν’ αρχίσει. Δυ­στυχώς, οι ήρωες κουράζονται πολύ σύντο­μα και για την ανάπαυση του πολεμιστή πά­ντα θα υπάρχει μια γυναίκα, έτοιμη να του κάνει παιδιά — και άλλοθι. Οι Μισέλ Ρεκα­νατί δεν περισσεύουν σ’ αυτόν τον κόσμο. Κι αν δεν το πιστεύετε, κρατήστε σημειώ­σεις: κάποιοι «επαναστατημένοι νέοι», που όπου να ‘ναι παντρεύονται και συνεπώς α­ποκτούν όλα τα εχέγγυα να γίνουν καλοί και τίμιοι νοικοκυραίοι, μέσα σ’ έναν κόσμο βρόμικο και ανέντιμο.

Η λαμπρή αστική καριέρα του Ρεζί Ντεμπρέ και του Κον Μπεντίτ δεν αφήνουν πια κανένα περιθώριο να θαυμάζουμε και σήμε­ρα τα παλιά τους λαμπρά κατορθώματα. Φαίνεται πως οι ήρωες κουράζονται τόσο πιο εύκολα όσο πιο νέοι είναι.

Λοιπόν, τόπο στα νιάτα, αλλά ας βάλουμε και ένα ηλικιακό όριο ασφαλείας, ας πούμε τα τριάντα χρόνια. Σ’ αυτή την ηλικία αυτο­κτόνησε ο Μισέλ Ρεκανατί, ο Σεν Ζιστ μιας επανάστασης που δεν μπόρεσε να καρατομή­σει κανένα βασιλιά. Όχι τόσο γιατί δεν υ­πήρχαν βασιλιάδες όσο διότι δεν υπήρχαν καρμανιόλες: ο Ντε Γκολ επιβίωσε τελικά του γαλλικού Μάη. Και ο γκολισμός επιβίω­σε και του Ντε Γκολ, όπως περίπου ο καρα-μανλισμός του Καραμανλή.

Ο Μισέλ Ρεκανατί έτυχε να έχει έναν στε­νό και καλό φίλο, τον Ρομέν Γκουπίλ, που έ­τυχε να είναι κινηματογραφιστής. Τύχη α­γαθή, γιατί από τούτη τη φιλία γεννήθηκε ένα σπουδαίο φιλμ, το «Να Πεθαίνεις στα Τριάντα σου», απ’ άπου και βγάλαμε το παραπάνω κείμενο. Ο Γκουπίλ, βοηθός του Γκοντάρ και του Πολάνσκι αργότερα, και μέλος της γκοσίστικης κινηματογραφικής ομάδας του Μάριν Κάρμιτς, είχε στη διάθεση του ένα τε­ράστιο σε όγκο κινηματογραφικό υλικό που το τράβηξε ο ίδιος πριν, μετά και κατά τη διάρκεια του Γαλλικού Μάη. Φυσικά, πρω­ταγωνιστής σ’ αυτά τα καυτά μονταρισμένα επίκαιρα μιας ανεπίκαιρης πια εποχής είναι ο φίλος του, στη μνήμη του οποίου είναι α­φιερωμένη η ταινία. Που, ωστόσο, δεν έγινε δίκην μνημόσυνου, αλλά για να δοθεί με τον τρόπο και τα μέσα του κινηματογράφου μια απάντηση στο ερώτημα γιατί αυτοκτόνησε ο Μισέλ Ρεκανατί και τι σημαίνει να πεθαίνεις στα τριάντα σου όχι σε αυτοκινητικό δυστύχημα, ούτε σε κάποια Θύρα 7 κάποιου γηπέ­δου ούτε από εξάντληση ύστερα από μια ε­βδομάδα συνεχούς χορού σε κάποια ντισκο­τέκ, αλλά από μια απογοήτευση, που είναι περίπου ερωτική: όταν σε προδώσει η ερω­μένη σου, η επανάσταση, σκοτώνεις τον ε­αυτό σου, αφού δεν μπορείς να σκοτώσεις την επανάσταση. Γιατί οι σχέσεις του Μισέλ Ρεκανατί με την επανάσταση ήταν περίπου ερωτικές. Όπως κι όλων των συναισθηματι­κά στρατευμένων σε μια Αριστερά που δεν μπόρεσε ποτέ ν’ απαλλαγεί από έναν αυτο­κτονικό συναισθηματισμό. Πρέπει κι εμείς κάποτε να γίνουμε τόσο σκληροί συναισθη­ματικά όσο τουλάχιστον και ο πάσχων από μόνιμη ελεφαντίαση ταξικός μας εχθρός.

Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Ο Καστοριάδης μιλάει για την Ελλάδα ( συνέντευξη στην Τέτα Παπαδοπούλου για την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία)

 

Απόσπασμα από τη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει το 1994 ο Κορνήλιος Καστοριάδης στην Τέτα Παπαδοπούλου για την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία.



Κύριε Καστοριάδη, συχνά λέγεται ότι η Ελλάδα είναι “προβληματική”, ότι στην Ελλάδα “όλα γίνονται στον αέρα”, “χωρίς προγραμματισμό”, “χωρίς βάρος”. Με τέτοιες διαπιστώσεις συμφωνούν πολλοί. Αλλά όμως περιορίζονται συνήθως μόνον στις διαπιστώσεις… Γνωρίζω ότι η ελληνική κατάσταση σας απασχολεί βαθιά. Ποια είναι η δική σας ερμηνεία για όσα συμβαίνουν; Γιατί συμβαίνουν έτσι τα πράγματα στην Ελλάδα; Ποιες είναι οι βαθύτερες αιτίες;

Πρώτον, δεν ξέρω. Δεύτερον, στο μέτρο που μπορώ να ξέρω κάτι, είναι ότι η πολιτική ζωή του ελληνικού λαού τελειώνει περίπου το 404 π.Χ.

Νομίζω ότι θα ενοχλήσει πολύ αυτή η διατύπωσή σας.

Ε, τι να κάνουμε… Μιλώ για την πραγματική πολιτική ζωή του λαού ως αυτόνομου παράγοντα. Δεν μιλώ για μάχες, για αυτοκράτορες, για Μεγάλους Αλεξάνδρους και για Βασιλείους Βουλγαροκτόνους. Μετά τον 5ο π.Χ. αιώνα και την αυτοκυβέρνηση του λαού στις δημοκρατικές πόλεις -και πάντως, μετά τον περίεργο 4ο π.Χ. αιώνα- η ελληνική ελευθερία πεθαίνει. Οι ελληνικές πόλεις γίνονται υποχείριες των βασιλέων της Μακεδονίας. Βεβαίως, ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του παίζουν έναν κοσμοϊστορικό ρόλο. Κατακτούν την Ασία και την Αίγυπτο. Διαδίδουν την ελληνική γλώσσα και παιδεία. Αλλά πολιτική ζωή, πλέον, δεν υπάρχει. Τα βασίλεια των διαδόχων του Αλεξάνδρου, ως πολιτική συγκρότηση, είναι ασιατικές μοναρχίες. Εξ άλλου, καθώς ξέρουμε, ο ίδιος ο Αλέξανδρος αντιμετώπισε στασιασμό από μέρους των Ελλήνων που είχε πάρει μαζί του, διότι ήθελε να τους υποχρεώσει να γονυπετούν μπροστά του, όπως έκαναν οι Πέρσες μπροστά στον Μεγάλο Βασιλέα -πράγμα ανθελληνικότατο. Σε όλη τη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής οι ελληνικές πόλεις, με λίγες περιθωριακές και παροδικές εξαιρέσεις, αποτελούν παιχνίδια στα χέρια των ελληνιστικών δυναστειών. Ακολουθεί η ρωμαϊκή κατάκτηση, κάτω από την οποία οι ελληνικές πόλεις έχουν μόνον “κοινοτική ζωή”. Κατόπιν, έρχεται η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το Βυζάντιο είναι μια ανατολική, θεοκρατική μοναρχία. Στο Βυζάντιο η πολιτική ζωή περιορίζεται στις ίντριγκες της Κωνσταντινούπολης, του αυτοκράτορα, των “δυνατών” και των ευνούχων της αυλής. Και βεβαίως, τα σχολικά μας βιβλία δεν αναφέρουν ότι στη βυζαντινή αυλή υπήρχαν ευνούχοι, όπως υπήρχαν σε αυτήν του Πεκίνου…

Όλα αυτά, όμως, αφορούν ένα πολύ μακρινό ιστορικό παρελθόν. Η Ελλάδα ως σύγχρονο νεοελληνικό κράτος έχει, ήδη, ιστορία εκατόν εβδομήντα ετών. Θα θέλατε να επικεντρώσετε σε αυτήν την περίοδο;

Μα, αυτή η περίοδος είναι ακατανόητη χωρίς τους 21 αιώνες ανελευθερίας που προηγήθηκαν. Λοιπόν, μετά το Βυζάντιο έρχεται η τουρκοκρατία. Μην ανησυχείτε, δεν θα μπω σε λεπτομέρειες της ιστορίας της τουρκοκρατίας. Θα αναφέρω μόνον ότι επί τουρκοκρατίας όση εξουσία δεν ασκείται απ’ ευθείας από τους Τούρκους, ασκείται από τους κοτζαμπάσηδες (τους εντολοδόχους των Τούρκων), οι οποίοι κρατούν τους χωριάτες υποχείριους. Συνεπώς, ούτε σ’ αυτήν την περίοδο μπορούμε να μιλήσουμε για πολιτική ζωή. Όταν αρχίζει η Επανάσταση του 1821, διαπιστώνουμε από τη μια μεριά τον ηρωισμό του λαού και από την άλλη, σχεδόν αμέσως, την τεράστια αδυναμία να συγκροτηθεί μια πολιτική κοινωνία. Την επομένη της πτώσης της Τριπολιτσάς αρχίζουν οι εμφύλιοι πόλεμοι.

Πού οφείλεται αυτή η “τεράστια αδυναμία να συγκροτηθεί μια πολιτική κοινωνία”; Ποιοι είναι οι λόγοι;

Ουδείς μπορεί να δώσει απάντηση στην ερώτησή σας “για ποιον λόγο, κάποιος, σε μιαν ορισμένη στιγμή, δεν δημιούργησε κάτι”. Η συγκρότηση ενός λαού σε πολιτική κοινωνία δεν είναι δεδομένη, δεν είναι κάτι που χαρίζεται, αλλά κάτι το οποίο δημιουργείται. Μπορούμε απλώς να διαπιστώσουμε ότι, όταν απουσιάζει μια τέτοια δημιουργία, τότε, τα χαρακτηριστικά της προηγούμενης κατάστασης διατηρούνται ή αλλάζουν μόνο μορφή.

Και ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτά στην ελληνική περίπτωση;

Ορισμένα τα εντοπίζουμε, ήδη, στους εμφυλίους πολέμους της Επανάστασης του 1821. Βλέπουμε, π.χ. ότι η νομιμοφροσύνη και η αλληλεγγύη έχουν τοπικό ή τοπικιστικό χαρακτήρα, ισχυρότερο συχνά από τον εθνικό. Βλέπουμε, επίσης, ότι οι πολιτικές κατατάξεις και διαιρέσεις είναι συχνά σχετικές με τα πρόσωπα των “αρχηγών” και όχι με ιδέες, με προγράμματα, ούτε καν με “ταξικά” συμφέροντα. Ενα ακόμη χαρακτηριστικό είναι η στάση απέναντι στην εξουσία… Στην Ελλάδα, μέχρι και σήμερα, το κράτος εξακολουθεί να παίζει τον ρόλο του ντοβλετιού, δηλαδή μιας Αρχής ξένης και μακρινής, απέναντι στην οποία είμαστε ραγιάδες και όχι πολίτες. Δεν υπάρχει κράτος νόμου και κράτος δικαίου, ούτε απρόσωπη διοίκηση που έχει μπροστά της κυρίαρχους πολίτες. Το αποτέλεσμα είναι η φαυλοκρατία ως μόνιμο χαρακτηριστικό. Η φαυλοκρατία συνεχίζει την αιωνόβια παράδοση της αυθαιρεσίας των κυρίαρχων και των “δυνατών”: ελληνιστικοί ηγεμόνες, Ρωμαίοι ανθύπατοι, Βυζαντινοί αυτοκράτορες, Τούρκοι πασάδες, κοτζαμπάσηδες, Μαυρομιχάληδες, Κωλέττης, Δηλιγιάννης.

Εξαιρέσεις δεν βλέπετε να υπάρχουν; Εξαιρέσεις εντοπισμένες κυρίως στον 19ο και στον 20ό αιώνα;

Ε, υπάρχουν δυο-τρεις εξαιρέσεις: ο Τρικούπης, ο Κουμουνδούρος, το βενιζελικό κίνημα στην πρώτη περίοδο του. Αλλά τα όποια αποτελέσματά τους καταστράφηκαν από τη δικτατορία του Μεταξά, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τον ρόλο του παλατιού, τη δικτατορία της 21ης Απριλίου, την πασοκοκρατία. Στο μεταξύ, μεσολάβησε ο σταλινισμός που κατόρθωσε να διαφθείρει και να καταστρέψει αυτό που πήγαινε να δημιουργηθεί ως εργατικό και λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα. Τα αποτελέσματα τα πληρώνουμε ακόμη. Μου ζητάτε να σας εξηγήσω… Μπορείτε να μου εξηγήσετε εσείς, γιατί οι Έλληνες, που σκοτώνονταν εννέα χρόνια για να απελευθερωθούν από τους Τούρκους, θέλησαν αμέσως μετά έναν βασιλιά; Και γιατί, αφού έδιωξαν τον Όθωνα, έφεραν τον Γεώργιο; Και γιατί μετά ζητούσαν “ελιά, ελιά και Κώτσο βασιλιά”;

Μα, οι δικές σας απαντήσεις ενδιαφέρουν. Ιδίως μάλιστα όταν αφορούν ερωτήματα που εσείς θέτετε. Θα θέλατε, λοιπόν, να διατυπώσετε τις απόψεις σας;

Σύμφωνα με την παραδοσιακή “αριστερή” άποψη, όλα αυτά τα επέβαλαν η Δεξιά, οι κυρίαρχες τάξεις και η μαύρη αντίδραση. Μπορούμε όμως να πούμε ότι όλα αυτά τα επέβαλαν στον ελληνικό λαό ερήμην του ελληνικού λαού; Μπορούμε να πούμε ότι ο ελληνικός λαός δεν καταλάβαινε τι έκανε; Δεν ήξερε τι ήθελε, τι ψήφιζε, τι ανεχόταν; Σε μιαν τέτοια περίπτωση αυτός ο λαός θα ήταν ένα νήπιο. Εάν όμως ο λαός είναι νήπιο, τότε ας μη μιλάμε για δημοκρατία. Εάν ο ελληνικός λαός δεν είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, τότε, ας του ορίσουμε έναν κηδεμόνα. Εγώ λέω ότι ο ελληνικός λαός -όπως και κάθε λαός- είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, συνεπώς, είναι υπεύθυνος και για την κατάσταση, στην οποία βρίσκεται σήμερα.

Πώς την εννοείτε αυτήν την ευθύνη;


Δεν δικάζουμε κανέναν. Μιλάμε για ιστορική και πολιτική ευθύνη. Ο ελληνικός λαός δεν μπόρεσε έως τώρα να δημιουργήσει μια στοιχειώδη πολιτική κοινωνία. Μια πολιτική κοινωνία, στην οποία, ως ένα μίνιμουμ, να θεσμισθούν και να κατοχυρωθούν στην πράξη τα δημοκρατικά δικαιώματα τόσο των ατόμων όσο και των συλλογικοτήτων.

Θέλετε να πείτε ότι -αντιθέτως- σε άλλες χώρες, στη Δυτική Ευρώπη…

Εκεί, αυτό έγινε! Ο μακαρίτης ο Γιώργος Καρτάλης έλεγε κάνοντάς μου καζούρα στο Παρίσι το 1956: “Κορνήλιε, ξεχνάς ότι στην Ελλάδα δεν έγινε Γαλλική Επανάσταση”. Πράγματι, στην Ελλάδα δεν έχει υπάρξει εποχή που ο λαός να έχει επιβάλει, έστω και στοιχειωδώς, τα δικαιώματά του. Και η ευθύνη, για την οποία μίλησα προηγουμένως, εκφράζεται με την ανευθυνότητα της παροιμιώδους φράσης: “Εγώ θα διορθώσω το ρωμέικο;”. Ναι, κύριε, εσύ θα το διορθώσεις το ρωμαίικο, στον χώρο και στον τομέα όπου βρίσκεσαι.

Αισθάνεστε ότι έχετε ή είχατε ανοικτούς λογαριασμούς με την Ελλάδα;

Οι λογαριασμοί που έχει κανείς με τον τόπο που γεννήθηκε, που μεγάλωσε, που τη γλώσσα του μιλάει, δεν κλείνουν ποτέ. Ξέρω ότι χρωστάω στην Ελλάδα ένα μεγάλο μέρος από αυτό που είμαι. Και πάντα πονάω απεριόριστα και τον τόπο και τον λαό –και είμαι ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντί τους. Όταν ένας Δανός ή ένας Ολλανδός πει μια ανοησία ή κάνει μια χυδαιότητα, γελάω ή σηκώνω τους ώμους μου. Αν όμως την πει ή την κάνει ένας Έλληνας, τότε γίνομαι έξω φρενών. Είναι ένα διασκεδαστικό υπόλοιπο εθνικισμού.



Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

Η Κίττυ Αρσένη στα νύχια της χούντας του Παπαδόπουλου

 


"...Μπήκανε στις δύο το πρωί στο σπίτι μου με τα περίστροφα στα χέρια και είπανε: “Μη φοβάστε, Αστυνομία” και η μάνα μου έπεσε λιπόθυμη. Τριγυρίσανε και κάνανε το σπίτι άνω κάτω σα λυσσασμένα σκυλιά. Ο Λάμπρου με ρώτησε αν μου αρέσει η μουσική του Θεοδωράκη.
Δεν ήξερα πώς συμπεριφέρονται σε αστυνομικούς που κάνουνε έρευνα. “Γιατί με ρωτάτε, είμαι καλλιτέχνις”, τους είπα και μου έσπασε το δίσκο με το “Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού”. Τους παρακάλεσα ό,τι είναι να γίνει να μη γίνει μεσα στο σπίτι. Φοβήθηκα τις φωνές, τη μάνα μου λιποθυμισμένη δίπλα, την πολυκατοικία, - η ζωή κυλάει ήρεμα στην Αθήνα – και μου είπανε να φύγουμε. (...)
Έμαθα περίεργα πράγματα απόψε. Πώς μπορεί να σε χτυπάνε και να μην πονάς!
Ο Λάμπρου διέταξε να μου σπάσουν το χέρι.
Ο Μπάμπαλης τον πρόλαβε: “Μην κουράζεστε, κύριε προϊστάμενε! Εγώ!”. Και άρπαξε αυτός το χέρι μου. Εγώ περίμενα το σπάσιμο για να ξεσπάσω. Σκεφτόμουνα, όταν ήμουνα μικρή, είχα πέσει από την αχλαδιά του κήπου μας και είχα σπάσει το χέρι μου, ούτε που το κατάλαβα.
“Έτσι θαναι και τώρα”, σκεφτόμουνα, “την ώρα που θα σπάσει ούτε που θα το καταλάβω”. Άρχισα να ξεφωνίζω, μηχανικά σχεδον, όταν είδα από μακριά το φως ενός σπιτιού. Και αυτό ήτανε λάθος, φαίνεται... Με ξαναβάλανε γρήγορα μέσα στ' αυτοκίνητο και ανεβήκαμε πιο πάνω. Εκεί τέλεια ερημιά. Πρέπει να προσέχουμε τις ώρες κοινής ησυχίας!
Ο Λάμπρου μου λέει “Όλα θα μας τα πεις απόψε εδώ. Βιαζόμαστε. Δε φεύγεις ζωντανή αν δε μας τα πεις όλα απόψε!”.
Προσπαθώ να συμμαζέψω το ξεσκισμένο μου φουστάνι και τα αίματα που τρέχουν από τη μύτη μου. “Τότε θα την εκτελέσουμε”, και ο Μπάμπαλης βγάζει το πιστόλι του και το ακουμπάει στον κρόταφό μου.
Παίζει το μεγάλο του νούμερο. “Δε με νοιαζει, πώς το λένε, κύριε Μπάμπαλη. Και κάτι πάρα πάνω. Το εύχομαι. Ξέρω πολύ καλά τι με περιμένει, αν δεν εκτελέσεις την απειλή σου. Κάντο, εμπρός λοιπόν”. “Σκοτώστε με!” Δε με νοιάζει”, τους φωνάζω.
Αυτό δεν ήτανε σκόπιμο. Αφηνιάσανε. Παρατάνε το πιστόλι και βγάζουνε τα ματσούκια. Τόξερα, δε θα τολμούσαν να με σκοτώσουν πριν βγάλουν από μένα ό,τι θέλανε να βγάλουν. Με ξαπλώσανε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και ο σοφέρ βαράει φάλαγγα. Ο Μπάμπαλης στρίβει τα χέρια, ο Μάλλιος τα δάχτυλα, ο Λάμπρου επιστατεί, δίνει εντολές και ξεθυμαίνει πότε πότε χτυπώντας ο ίδιος προσωπικά. Είναι τέλεια ερημιά, είναι τέσσερις που με χτυπάνε και γω έχω την εντύπωση ότι μπορώ να τους αντισταθώ. Αμύνομαι. Ειναι αστείο.
“Θα σταματήσουν άμα χαράξει”, σκέφτομια, “ως τότε αντέχω”. Δε μιλάω, δεν απαντάω. Μόνο φωνάζω από καιρό σε καιρό. Ακούω τη φωνή μου και υπάρχω. Με βγάζουν από το αυτοκίνητο, με σπρώχνουνε κάτω στο χώμα, δεν πολυκαταλαβαίνω τι γίνεται. Μόνο όλο μου το κορμί γεμίζει αγκάθια. Και ξαφνικά σταματήσανε. Ο Λάμπρου, ο κ. Προϊστάμενος κουράστηκε. “Δε βγαίνει τίποτα μ' αυτήν έτσι. Αυτήν στο μηχάνημα της αλήθειας”.
“Λες ψέματα, κύριε προϊστάμενε, σας ξέρω καλά”, σκέφτομαι, δεν υπάρχει μηχάνημα. Αν μου βγάλεις τα νύχια και μου κάψεις το κορμί μου με τσιγάρα, δε χρειάζεσαι το μηχάνημα. Θα το κάνεις μόνος σου, γιατί έτσι θα σ' αρέσει περισσότερο”.
Φτάσαμε στην Μπουμπουλίνας.
Ο αξιωματικός υπηρεσίας που με παραδώσανε, μου έκανε “στριπτήζ”. Κοίταξε μήπως έχω τσιμπιδάκια στα μαλλιά μου. Μου κράτησε ό, τι θα μπορούσα να κλείσω μέσα στη φούχτα μου για να μη νιώθω μόνη. Μου κράτησε και την κουβέρτα. Με περάσανε από ένα μεγάλο κρατητήριο – άντρες, γυναίκες, όλοι ξαπλωμένοι, κοιμόντουσαν. Μου άρεσε η ιδέα, αλλά προχωρήσαμε πιο κάτω και με ρίξανε εδώ μέσα. Το κελί μου έχει Νο 18.
Από σήμερα ονομάζομαι 18. (...)
Μια φασαρία γίνεται έξω. Κάποια πόρτα κελιού ανοιγοκλείνει. Τις ακούω καθαρά. Είναι του φρουρού. “Για κοίτα, ρε, που πήγα να βρω τον μπελά μου... στο τσακ σε πρόλαβα ρε πούστη.... Ρε, εμένα δε μου ξεφεύγει βελόνα. Τι θέλεις δηλαδή να παραστήσεις, που πήγες να κόψεις τις φλέβες σου με χαλίκι. Εδώ κάτω εγώ είμαι υπεύθυνος και θα μου βάλεις εσύ μπελά στο κεφάλι μου. Άι σιχτίρ! Με χαλίκι. Συνάδελφε, ε, ρε, συνάδελφε, έλα δω, γρήγορα. Σκυλιά, ψόφο δεν έχετε...”.
Υπάρχει κι αυτό λοιπόν. Κόβεις τις φλέβες σου και τελειώνει η ιστορία. Μόνο ο φρουρός, λέει, θα βρει τον μπελά του. Πρέπει να τον παίρνουνε τώρα. Κολλάω πάνω στην πόρτα του κελιού μου. Ποιος; Γιατί; Θα ζήσει; Θα τον προλάβουνε άραγε; Τι νάναι το καλύτερο; (...)
Μας κλείσανε σ' αυτά τα κελιά. Κανείς δεν υπάρχει. Είτε κλάψεις, είτε πονέσεις, κανείς δε γνοιάζεται. Ποιος γνοιάζεται για το διπλανό που βγάζει τα πνευμόνια του; Μόνο μην τους πεθάνεις. Αυτό απαγορεύεται από τον κανονισμό. Και απάνω όταν χτυπάνε το προσέχουνε. Δε θέλουνε μπερδέματα. Δύσκολες μετά οι διατυπώσεις. Το αποφεύγουν. Ξέρω ότι έχουν ένα γιατρό, Κιούπη τον λένε, και προσέχει. Κρατάει το σφυγμό, και τους λέει αν μπορούν ή όχι να προχωρήσουν. Ξέρει να συνεφέρνει, και δίνει καρδιοτονωτικά όταν τους κάνουνε ηλεκτροσόκ. Ωστόσο στην Αθήνα εξαφανίστηκαν κάμποσοι. Και δυο τρεις οικογένειες διατάχτηκαν να παραλάβουν φέρετρα σφραγισμένα.
Εν τούτοις “η Επανάστασις υπήρξεν αναίμακτος...”.
Και γω είμαι μόνη μου. Δε θέλω κανένα. Δεν έχω φίλους, δεν έχω σπίτι. Δεν έχω κανένα. Δεν έχω ελπίδα. Κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει. Την πάσα ελπίδα....
“Μάνα μου!”, μου ξεφεύγει μια κραυγή.
Εδώ είναι κόλαση. Τότε, ακούω ένα χτύπημα στον τοίχο. “Ντουκ”. Αλαφιάζομαι. Στηλώνω τ' αυτί μου: “Ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ”.
Θάναι το 17, το διπλανό κελί. Μα αυτός πριν λίγο έβγαζε τα πνευμόνια του. Είναι για μένα; Του χτυπάω κι εγώ: “Ντουκ, ντουκ”.
Μου απαντάει αμέσως σαν σύνθημα: “Ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ”.
Δεν είμαι μόνη μου λοιπόν;
Είμαστε ε μ ε ί ς και α υ τ ο ί. Γκρεμίζω τους τοίχους του κελιού μου.
“Ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ”. Σβήνω τον Δάντη. Να μην υπάρχει. Να μην έρθει κανείς ύστερα από μένα και το βρεί. Ψάχνω να βρω κάτι άλλο. Κάτι ενθαρρυντικό. Παλικαρίσιο. Στίχους του Ρίτσου, ίσως. Τίποτα όμως δε μου φτάνει, “ΝΤΟΥΚ”, θα έγραφα μόνο. (...)
Έχουν περάει 20 μέρες από την ημέρα που με πιάσανε. Δε χάραξα το βράδυ τη χαρακιά της ημέρας. Δεν πρόλαβα. Μ' ανεβάσανε στην ταράτσα. Όταν με κατεβάσανε, είχα το κουράγιο να ψάξω να βρω τις ασπιρίνες. Τις μέτρησα. Θάταν 7 ή 8. Δε φτάνανε. Τα χέρια μου είναι παράλυτα και δε με υπακούνε να πάρουνε ένα χαλίκι από το τσιμέντο. Με χτύπησαν αλλά πόνο δε νιώθω. Θέλω να φωνάξω, αλλά φωνή δε βγαίνει, να μ' ακούσει όλη η απομόνωση. Θέλω ένα πυρωμένο σίδερο να κάψω τα μέλη που μ αγγίξανε. Θέλω περισσότερες ασπιρίνες. (...)
Δε λύγισα στον πόνο. Σχεδόν δεν πόναγα. Τρόμαξα. Τώρα που ξέρω δε θα τους ξαναφοβηθώ.
Δε φοβάμαι τους διεστραμμένους δήμιους, το παρανανοϊκό πρόσωπο του Σπανού, τον πάγκο με τα σκοινιά, το σκοτάδι της ταράτσας και τα νερά του πλυσταριού. Έχω στο στόμα μου τη γεύση της πατσαβούρας, στ' αυτιά μου το μηχάνημα της μοτοσυκλέτας. Βλέπω μπροστά μου το μούτρο του Σπανού και πάνω απ' όλα μισώ το κορμί μου που λιγοψύχισε.
Και τους περιμένω. Φτάνει ναρθούνε.
Είμαι έτοιμη. Τώρα δε με νοιάζει που το μυαλό μου δε δουλεύει. Δε μου χρειάζεται. Τώρα που έχω αποφασίσει, τώρα ξέρω πώς μετριέσαι μαζί τους.
...Δεν έρχονται. Περιμένουν ίσως να γίνουν καλά τα πόδια μου. Ο γιατρός που τα εξήτασε δεν τα τα βρήκε σπασμένα. Βγαίνω μια φορά την ημέρα για την τουαλέτα. Πετάω το φαϊ μου και ξαναγυρίζω σούρνωντας τα πέδιλά μου. (...)
Είδα πως θέλανε να με κάνουνε κομμάτια και έμοιαζαν σαν κανίβαλοι. Τους είδα να ηδονίζονται την ώρα που σπαρτάραγα.
Αυτή ήταν η δουλειά τους. Δε με ξέρανε καθόλου. Δεν ξέρανε ίσως την υπόθεσή μου, δε θα περιμένανε προαγωγή από την επιτυχία τους απάνω μου. Θεέ μου, από πού τους έχουνε μαζέψει και είναι τόσο ειδικοί στη “δουλειά” τους; Μόνο το μούτρο του Σπανού ήταν ανέκφραστο. Δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου μάτια τόσο ξερά.
“Θα καθαρίσουμε οι δυο μας”, μου λέει και σφυρίζει μάγκικα στα “παιδιά” που περιμένανε.. (...)
Όσην ώρα αυτός ο ξανθός με τους παραφουσκωμένους μυς βάραγε φάλαγγα, όλοι οι άλλοι χοροπηδάγανε απάνω μου, πατούσαν στο στομάχι μου, μου σφίγγανε το λαιμό, μου ανάβανε σπίρτα να μου κάψουνε τα μάτια.
Τι βλακεία μου να τους φωνάξω ότι θέλω να βλέπω όση ώρα με βασανίζανε... Γιατί κείνη τη στιγμή κάποιος πήγε ν' ανάψει το φως.
Ο Σπανός όμως τον πρόλαβε: “Όχι φως, αφού θέλει να βλέπει, θα μείνει στο σκοτάδι. Κάψτε της τα μάτια!”. (...)
Την άλλη μέρα το πρωί ο φρουρός, αυτός ο λιμοκοντόρος ο στιφός, ήταν λαλίστατος.
-Τα πράγματά σου. Μου κόπηκε η μιλιά. -Μάζεψε τα πράγματά σου, φλυάρισε.
-Γιατί;
-Φεύγεις.
-Δηλαδή;
-Φεύγεις από δω, αγρίεψε.
-Και πού θα με πάνε; επιμένω.
-Δεν ξέρω.
Αυτό δεν το περίμενα. Νόμιζα πως θάμενα όλη μου τη ζωή εδώ κάτω. Πως το πολύ πολύ θα μ' απολυμαίνανε μαζί με τους κοριούς. (...)
Αρχίζει η Οδύσσεια του ανεβάσματος (...)
Φτάνουμε στο τέταρτο...
“Εδώ”, ακούω κάποιον να λέει. Ανοίγουνε ένα δωμάτιο. Μπαίνει φως. Θαμπώνουμαι. Κλείνω τα μάτια μου και πέφτω σε μια καρέκλα. Ένα σωρό ζεστά, συμπαθητικά πρόσωπα με περιτριγυρίζουν. Τρέχουν να μου φέρουν νερό. -Τι έχεις;
-Χρώματα, λέω. Υπάρχει κόκκινο, κίτρινο, πράσινο. Χρώματα...
Τα χέρια με σφίγγουν , μ' αγκαλιάζουν.
Άγγισμα ανθρώπινο. Υπάρχει λοιπόν. Είμαι φαίνεται σαν αγρίμι. Άπλυτη, αχτένιστη, αδύνατη, λένε οι κοπέλες, πολύ αδύνατη. (...)
Το χειρότερο είναι οι νύχτες. Την πρώτη φορά που άκουσα ουρλιαχτά, το καζάνι, τη μοτοσυκλέτα, έπαθα κρίση. Αρνήθηκα ν' ακούσω. Βούλωσα τ' αυτιά μου και οι κραυγές τα φτάνανε. Εγώ είχα περάσει τη διαδικασία μου. Είχα δει τα σπασμένα κεφάλια, τα πρησμένα πόδια, τα παλικάρια να σέρνονται με την κοιλιά και να περπατάνε στα τέσσερα.
Είχα πάει η ίδια στην ταράτσα. Αλλά αυτό όχι! Αρνιέμαι να τ' ακούσω. Δεν αντέχω.
Ήρθαν τότε κοντά μου οι κοπέλες και μου μίλησαν.
“Μην κάνεις έτσι. Γιατί αυτό συμβαίνει πολύ συχνά. Και πρέπει να το αντέξεις.
Θ α τ ο σ υ ν η θ ί σ ε ι ς”, μου είπαν και τα μάτια τους ήταν γεμάτα φρίκη.
Τότε κάθισα και γω ήσυχη στη γωνιά μου. Στήλωσα τα μάτια στον τοίχο και ά κ ο υ γ α. Μόνο σε μια στιγμή έπιασα το χέρι της Κλειώς για βοήθεια. Η Ελένη μουρμουρίζει: 152, 153, 154... ήταν τα χτυπήματα που μέτραγε. (...)
Εδώ φέρανε και τον Αντρέα. Μόλις τον πιάσανε, τον βάλανε στο δίπλα δωμάτιο. Πρόλαβε να μας ρωτήσει. “Βαράνε πολύ;”. Και μεις δεν προλάβαμε να του απαντήσουμε. (...)
Περιμέναμε την ώρα που θα τον ανεβάζανε πάνω. Τραγουδάγαμε και του χτυπάγαμε συνθηματικά στον τοίχο. Τον ξεπροβοδίζαμε. Είχε πάθει τρεις διασείσεις. Δεν ξέραμε πώς θα ξανακατέβαινε κάτω. Τα τρανζίστορ άρχισαν να παίζουν στη διαπασών. Το βασανιστήριο ήταν σίγουρο.. Μου θύμιζε τα θύματα στα ρωμαϊκά ιπποδρόμια, ή κάτι θηρία στη ζούγκλα που τα κλείνουν σε κλουβιά για να τα κατασπαράξουν, σε κάτι περίεργα θηράματα, που κάνουν σπορ οι Ευρωπαίοι. Και όμως υπήρχε μια μάχη που θα δινότανε... Primera Linea del fuego πρώτη γραμμή του πυρός. Τον ανεβάσανε και τον κρατήσανε μέχρι να ξημερώσει. Όλο το βράδυ είμαστε μαζί του. Σε μια στιγμή που έπαψαν ν' ακούγονται χτυπήματα, η μοτοσυκλέτα, και ακούγαμε μόνο ουρλιαχτά, τότε δεν αντέξαμε.
Η Χρυσή έβαλε υστερικές φωνές και η Αριάδνη τιναζότανε από σπασμούς.
Εγώ έλεγα και ξαναέλεγα δυνατά:
“Να πεθάνει να πεθάνει. Να μη βασανίζεται άλλο”.
Ακούγαμε τα νερά που τού ρίχνανε και τον Κιούπη που ανεβοκατέβαινε.
Τα ξημερώματα είπε:
“Φτάνει. Δε θ' αντέξει άλλο”.
Τότε πέσαμε και μεις να κοιμηθούμε.
Όταν την άλλη μέρα κοιτάξαμε από την τρύπα του δωματίου, είδαμε ένα μάτσο κρέας ματωμένο. Κι όμως η μάχη δόθηκε. Όταν ο Αντρέας μας ξανακοίταξε, με το παραμορφωμένο πρόσωπό του ανάμεσα στα αίματα και τα γένια, χαμογελούσε. Τους είχε νικήσει. (...)
Ξέρεις γιατί άντεξες; Ξέρεις γιατί αντέξαμε όλοι; Είναι αυτό που είπε η Νατάσα μια μέρα στο φρουρό στην απομόνωση. Τριών μηνών έγκυος έπαθε αποβολή από το ξύλο.
“Μπορώ να μείνω σ' ένα κελί μικρότερο από τούτο δω, 100, 200 μέρες, αν χρειαστεί. Μια ώρα να βάλουνε εσένα, εδώ μέσα θα σκάσεις. Εγώ μπορώ να μείνω γιατί έχω δίκιο”.
➖Κίττυ Αρσένη
(Απόσπασμα από το βιβλίο της «Μπουμπουλίνας 18», εκδόσεις Θεμέλιο 2005).
*************

Η Κίττυ Αρσένη ήταν ηθοποιός, απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Καρόλου Κουν και διέγραψε μια σημαντική πορεία στο θέατρο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, αλλά και το ραδιόφωνο. Ήταν όμως και μια δραστήρια πολιτική προσωπικότητα, τόσο στο επίπεδο του συνδικαλισμού των ηθοποιών, όσο και στην κεντρική σκηνή, καθώς υπήρξε ενεργό στέλεχος της ανανεωτικής αριστεράς, του Συνασπισμού και της Δημοκρατικής Αριστεράς.
Γεννήθηκε στο Αργοστόλι το 1935 και ήταν αδελφή του γνωστού πολιτικού Γεράσιμου Άρσενη.
Στο βιβλίο της με τίτλο «Μπουμπουλίνας 18»,
η Κίττυ Αρσένη εξιστορεί τις δραματικές στιγμές που έζησε το καλοκαίρι του 1967 όταν συνελήφθη, φυλακίστηκε και βασανίστηκε από τη χούντα των συνταγματαρχών ως μέλος του Πατριωτικού Μετώπου. Το 1968, μετά την αμνηστία,
 κατάφερε να διαφύγει στο εξωτερικό και να καταθέσει ως μάρτυρας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, όπου κατήγγειλε τα βασανιστήρια και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη χούντα.
Η Κίττυ Αρσένη πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 2013.

https://youtu.be/7eSsl_YfmKs
— with 
Eugenia Arsenis
.

Κυριακή 18 Απριλίου 2021

«…Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» Χρόνης Μίσσιος

 



«…Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» Χρόνης Μίσσιος
Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια
«Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια… Η πλάκα είναι πως εγκληματίες μας ανεβάζουν, εγκληματίες μας κατεβάζουν, ενώ αυτοί, το επίσημο και οργανωμένο κράτος, με τους νόμους, τα συντάγματα, τους παπάδες, τους θεούς τους, τους δασκάλους, τις προστασίες ανηλίκων και δε συμμαζεύεται, όλο ανθρωπιά είναι, απ’ τα μπατζάκια τους τρέχει, που λένε. Τέλος, χεσ’ τους, δέ βγαίνει τίποτα. Όχι μωρέ, δεν παραπονιέμαι, αλλά είναι μονότονοι και στην απανθρωπιά τους, οι καργιόληδες…
… Αυτοί που με τόση ευκολία δικάζουν τους ανθρώπους σε θάνατο, μια φορά να τους στήσεις έτσι, δεν πρόκειται να το ξανακάνουν σ’ ολόκληρη τη ζωή τους, ακόμα και για το χειρότερο δολοφόνο.»

Σάββατο 17 Απριλίου 2021

Αρθούρος Ρεμπώ

 


Αν ο Θεός... (Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες)

 


… «Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ. Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι’ αυτό που αξίζουν, αλλά γι’ αυτό που σημαίνουν. Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόνταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα! Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου. Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ’ ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρια μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ’ αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους… Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή… Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα. Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους… Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα. Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ’ αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω. Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ’ αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα να βγαίνεις απ’ την πόρτα, θα σ’ αγκάλιαζα και θα σού ‘δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ’ έβλεπα, θα έλεγα “σ’ αγαπώ” και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη. Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα ΄θελα να σου πω πόσο σ’ αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω. Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι’ αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν’ το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις “συγνώμη”, “συγχώρεσέ με”, “σε παρακαλώ”, “ευχαριστώ” κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις. Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ’ τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα».

Ηλίας Βενέζης- Αιολική γη

    Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.  Κοιμη...

ευανάγνωστα