'Ενα κείμενο του δημοσιογράφου, συγγραφέα, κριτικού κινηματογράφου Βασίλη Ραφαηλίδη, δημοσιευμένο στο Έθνος' τον Μάιο του 1985, με αφορμή το ντοκιμαντέρ του Ρομέν Γκουπίλ «Να Πεθαίνεις στα 30».
Να Πεθαίνεις στα Τριάντα Σου, του Βασίλη Ραφαηλίδη («Εθνος», 26-5-1985)
Η έλλειψη θεωρητικής κατάρτισης είναι κανόνας, όχι μόνο στην αριστερή βάση, αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος της αριστερής ηγεσίας. Είναι πάρα πολλοί αυτοί που απλώς δήλωσαν μαρξιστές ή κομμουνιστές, και κατόπιν τούτου έγιναν δεκτοί σ’ ένα κόμμα που δεν πολυνοιάζεται να ελέγξει την ποιότητα και τη βαρύτητα της δηλώσεως. Δε δίνεις εξετάσεις για να μπεις π.χ. στο Κομμουνιστικό Κόμμα, διότι, απλούστατα, το Κόμμα δεν είναι Πανεπιστήμιο, αν και θα έπρεπε να είναι και τέτοιο προκειμένου να μην κατακλυστεί από τους πάντα επικίνδυνους και αμφιρρέποντες ακτιβιστές, που μάλλον δρουν ως πρόσκοποι παρά ως κομμουνιστές. Η θεωρία είναι τόσο αναγκαία στο μαρξισμό όσο και η πράξη, κι αυτό οι κλασικοί του μαρξισμού δεν κουράστηκαν να το τονίζουν ακατάπαυστα.
Είναι καθαρή αφέλεια να πιστεύεις πως γίνεται κάποιος μαρξιστής, επαναστάτης ή απλά αριστερός γιατί συνειδητοποίησε και αποδέχθηκε πως η Ιστορία κινείται βάσει κάποιων αντικειμενικών νόμων που βρίσκονται σε σχέση διαλεκτική με τα δρώντα υποκείμενα της Ιστορίας. (Σύμφωνα με το μαρξισμό, ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα το υποκείμενο και το αντικείμενο της Ιστορίας: κάνει την Ιστορία αλλά και την υφίσταται.) Πέρα απ’ το γεγονός πως δεν είναι όλοι οι εξεγερμένοι και οι επαναστάτες μαρξιστές, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο πως και τα μαρξιστικά κόμματα δεν αποτελούνται καθ’ ολοκληρίαν από μέλη που «έφαγαν το μαρξισμό με το κουτάλι», κατά το δη λεγόμενον. Βέβαια, κανείς κομμουνιστής δεν απορρίπτει τη θεωρία, προκειμένου να είναι συνεπής προς την πρώτη και κύρια αρχή τού μαρξισμού σύμφωνα με την οποία η θεωρία είναι ο οδηγός της πράξης και η πράξη ο δημιουργός της θεωρίας. Οι δύο πόλοι της διαλεκτικής σχέσης βρίσκονται σε μια ατέρμονη αλληλεξάρτηση, όπου δεν μπαίνει πρόβλημα σαφούς προτεραιότητας της πράξης ή της θεωρίας, παρά το γεγονός πως η θεωρία στηρίζεται πάντα σε μια πράξη, παρά το γεγονός ακόμα πως στην επιστήμη το πείραμα και η παρατήρηση προηγούνται, ιστορικά και λογικά, του θεωρήματος.
Όπως και να το κάνουμε, η μαρξιστική πράξη είναι ευκολότερη από τη μαρξιστική θεωρία, αλλά μόνο σε ειρηνικές περιόδους όταν ο επαναστάτης δεν παίζει καθημερινά τη ζωή του κορόνα-γράμματα. (Ο θεολογίζων υπαρξιστής Γκαμπριέλ Μαρσέλ λέει πως, αν οι κομμουνιστές έχουν μια πιθανότητα να κερδίσουν τελικά στο παιχνίδι της Ιστορίας, τη χρωστάν κυρίως στο γεγονός πως είναι οι μόνοι στις μέρες μας που μπορούν να πεθαίνουν εύκολα για μια υπόθεση που δεν είναι προσωπική.) Σε περιόδους επαναστατικές είναι φυσικό να μη διυλίζει κανείς θεωρητικά τα προβλήματα. Όταν ο εχθρός έχει σηκωμένο το όπλο και σε σημαδεύει δεν μπορείς να του πεις «περίμενε ν’ ανοίξω τα κιτάπια για να δω αν πρέπει ή δεν πρέπει να πατήσω πρώτος τη σκανδάλη». Ούτε ηθικολογεί ούτε θεωρητικολογεί κανείς στο πεδίο της μάχης. Κι απ’ αυτή την άποψη, οι παλιοί αγωνιστές, που πέρασαν ολόκληρη τη ζωή τους κυνηγημένοι ή αγωνιζόμενοι, είναι φυσικό να κουτσαίνουν απ’ το αριστερό (θεωρητικό) πόδι.
Όμως, τι θα γίνει με τους καινούργιους και τους νεοπροσήλυτους, που παριστάνουν κι αυτοί τους υπεραπασχολημένους αγωνιστές, τόσο υπεραπασχολημένους που δεν προλαβαίνουν, λέει, να πιάσουν στο χέρι τους και κανένα μαρξιστικό κείμενο, έστω και μόνο για να είναι τυπικά συνεπείς με τη βασική απαίτηση του μαρξισμού για θεωρητική κατάρτιση του επαναστάτη;
Και τι σόι επανάσταση μπορούν να κάνουν άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν πως η κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο για την κατάργηση της εξουσίας, όταν δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες που θα κάνουν δυνατή αυτή την κατάργηση; Ένα τέτοιο αίτημα μπορεί βέβαια να μην είναι για αύριο, αλλά αυτό δε σημαίνει πως έπαψε να είναι ο κύριος στόχος του μαρξισμού τού Μαρξ.
Λοιπόν, η «συναισθηματική στράτευση» στην Αριστερά είναι μια κατάσταση που ευθύνεται για όλα τα δεινά της, όπως θέλει να πιστεύει ο Βίλχελμ Ράιχ. Δεν είναι δυνατόν να στρατεύεται κανείς για λόγους συναισθηματικούς. Γιατί η σχέση με το κόμμα δεν εί-ναι σχέση ερωτική. Είναι σχέση Λογική με την Ιστορία. (Το περίφημο «ραντεβού με την Ιστορία» καθυστερεί λόγω υπερβάλλοντος συναισθηματισμού απ’ τη μεριά εκείνων που περισσότερο ουρλιάζουν για την «κοινωνική δικαιοσύνη» και λιγότερο δουλεύουν για να ‘ρθει, και μελετούν ώστε να ‘ρθει από το σωστό δρόμο.)
Αν η συναισθηματική στράτευση είναι μια πανούκλα, και είναι σίγουρα, κανείς δε θα τολμούσε να υποτιμήσει ωστόσο τον ιστορικό της ρόλο, όπως κάνει ο Ράιχ που εισηγήθηκε τον όρο. Έτσι κι αλλιώς, οι θεωρητικοί θα είναι πάντα λιγότεροι από τους πρακτικούς, και οι πρακτικοί θα συνεχίζουν να μη διαβάζουν τον Μαρξ, πράγμα που δεν αποτελεί υποχρεωτικό λόγο για τη διαγραφή τους απ’ το κόμμα. Μπορεί να μη σκέφτονται και τόσο μαρξιστικά, αλλά δρουν ή προσπαθούν να δράσουν μαρξιστικά, κουτσά στραβά έστω, αλλά πάντως χωρίς να μένουν έξω από τη δράση, όπως κάποιοι άλλοι που εν ονόματι μιας θεωρίας με την οποία άλλωστε έχουν πολύ μικρή θεωρητική σχέση, ξεχνούν και την πράξη. Κι όποιος παραγνωρίζει και την πράξη και τη θεωρία, και διατείνεται παρ’ όλα ταύτα πως είναι μαρξιστής, αυτό που είναι στην πραγματικότητα είναι, είτε φωνακλάς στην καλύτερη περίπτωση, είτε απατεώνας στη χειρότερη.
Στους νέους σε ηλικία ανθρώπους, η συναισθηματική στράτευση είναι αναγκαία προϋπόθεση, όπως πιστεύει ο Λούκατς. Δεν μπορείς να ζητάς από τους νέους πρώτα να κατανοήσουν τους νόμους της Ιστορίας κι ύστερα να δουλέψουν για την Ιστορία. Διότι, απλούστατα, ο ακτιβισμός είναι ίδιον της νεότητας. Άλλωστε, η ηλικία δεν επιτρέπει στους νεαρούς επαναστάτες να έχουν πλήρη, σωστή και υπεύθυνη θεωρητική ενημέρωση. Αυτή, θα έρθει με την ηλικία — αν έρθει. Γιατί, όπως είδαμε, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έρχεται, και οι παλιοί αγωνιστές παραμένουν νεολαίοι έως θανάτου.
Ένας ανενεργός και αναγκαστικά χειμαζόμενος επαναστάτης, είναι ένα πρόσωπο τραγικό: ο χωρίς επανάσταση επαναστάτης είναι σαν το λιοντάρι το κλεισμένο στο κλουβί του ζωολογικού κήπου: δεν μπορεί να δαγκώσει γιατί δεν υπάρχει τίποτα για δάγκωμα γύρω του. Άλλωστε, έχουσιν γνώση οι φύλακες (του ζωολογικού κήπου). τέτοιος σε περίοδο επαναστατική δεν είναι μόνο ένα πρόσωπο τραγικό, αλλά και εξ ορισμού κατεστραμμένο, στις περισσότερες περιπτώσεις: δεν έχει περιθώρια προσαρμογής στην καινούργια «ειρηνική» κατάσταση, εφόσον, βέβαια, η επαναστατικότητά του δεν ήταν σκέτος νεανικός προσκοπισμός, πράγμα που συμβαίνει πάρα πολύ συχνά. (Αν όλα τα μέλη των νεολαιών των αριστερών κομμάτων παρέμεναν αριστερά μεγαλώνοντας, το πρόβλημα της κατάληψης της εξουσίας από την Αριστερά θα είχε λυθεί προ πολλού με τον πιο αναίμακτο και ειρηνικό τρόπο. Δυστυχώς, μόλις βρουν νύφη ή μόλις πάρουν το δίπλωμα, οι περισσότεροι αριστεροί νεολαίοι αστοποιούνται απότομα και, το χειρότερο, γενικεύουν την προσωπική τους ανεπάρκεια και την ανάγουν κεντροθετικά σε «κριτική».)
Σκηνή από το «Να Πεθαίνεις στα Τριάντα» του Ρομέν Γκουπίλ
Ο Μισέλ Ρεκανατί, ένας από τους πιο μεγάλους σε αξία και τους πιο μικρούς σε ηλικία ηγέτες του γαλλικού Μάη του ’68, αυτοκτόνησε το 1978, δέκα ολόκληρα χρόνια μετά την καταστροφή του οράματος του από την αστυνομία του Ντε Γκολ. Δε συμβιβάστηκε, αλλά και δεν πίστεψε πως τόσος ενθουσιασμός και τέτοιος μεγαλειώδης αγώνας θα μπορούσαν να πέσουν στο κενό. Κι ωστόσο, όλοι ξέρουν, από την εποχή της Κομμούνας του Παρισιού και μετά, πως δεν έχουν αίσιον πέρας όλοι οι κοινωνικοί αγώνες, και πως η ήττα είναι κι αυτή μέσα στη λογική του παιχνιδιού. Αν όλοι οι στρατευμένοι αριστεροί ήξεραν απ’ την αρχή πως η στράτευση τους θα οδηγείται οπωσδήποτε σε νίκη μέσα σε τακτά όρια, θα στρατεύονταν στην Αριστερά ακόμη και οι δεξιοί, προκειμένου να εξασφαλίσουν πρώιμα έναν αριστερισμό που συνήθως τον εκδηλώνουν όψιμα και αφού άλλοι βγάλουν το φίδι απ’ την τρύπα. (Όσο πιο χαλαρό ιδεολογικά και οργανωτικά είναι ένα αριστερό κόμμα τόσο ευκολότερα κατακλύζεται από τους οπορτουνιστές όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, όταν, π.χ., κερδηθούν οι εκλογές.)
Λοιπόν, ο Μισέλ Ρεκανατί δεν ήταν ούτε πρόσκοπος ούτε οπορτουνιστής. Ήταν μια εκπληκτική μορφή αγνού και έντιμου αγωνιστή, που αυτοκτόνησε για να μην προδώσει το όραμα του: για να μη γίνει τραπεζικός υπάλληλος κι αρχίσει κι αυτός τις συντεχνιακές απεργιούλες για τα «συμφέροντα» πάντα με τα συμφέροντα όλων των εργαζομένων. (Αυτός είναι ο συντεχνισμός, πάνω στον οποίο ο Μουσολίνι οργάνωσε το συντε-χνιακό-φασιστικό του κράτος.)
Δεν έχει σημασία που ο Ρεκανατί και οι όμοιοι του ήταν περισσότερο ρομαντικοί απ’ όσο θα έπρεπε. Το κίνημα τους (ο Μάης του «68) ήταν νεολαιίστικο και συνεπώς εξ ορισμού ρομαντικό, ήταν αυθόρμητο και συνεπώς εξ αρχής επιρρεπές στην αποτυχία. Ο επαναστατικός αυθορμητισμός είναι, βέβαια, μια πραγματικότητα, που μάλιστα η Ρόζα Λούξεμπουργκ την ανήγαγε σε δόγμα με συνέπεια να έρθει σε σύγκρουση με τον Λένιν, αλλά δε συνιστά εχέγγυο για την έκβαση του αγώνα. Όλοι μας γελαστήκαμε δίνοντας την αμέριστη υποστήριξη μας στον αυθόρμητο αγώνα του περσικού λαού, όταν άρχισε την επανάσταση του ενάντια στον Σάχη και τα τσιράκια του, αλλά τότε δεν ξέραμε ακόμα τι σήμαινε χομεϊνισμός και πού θα μπορούσε να οδηγήσει αυτόν τον ολικά επαναστατημένο λαό ένας μουσουλμάνος παπάς. Καλά να πάθουμε, αφού πιστέψαμε πως οι παπάδες μπορούν να κάνουν κάτι σοβαρότερο από το να ψέλνουν στις εκκλησίες τους. Ο εγγενής στη νεολαιίστικη εξέγερση του Μάη του ’68 ρομαντισμός δεν την κάνει ωστόσο λιγότερο συμπαθή. Εντελώς το αντίθετο: είναι τραγικό να συντρίβεσαι γιατί πίστεψες με νεανικό πάθος πως θα παρασύρεις στην «αλλαγή» και το δύσκαμπτο πατέρα σου, ο οποίος, λόγω ηλικίας και λόγω παθημάτων, έχει γίνει πολύ επιφυλακτικός και προσεκτικός. Ο «βιολογικός συντηρητισμός» δεν έκανε ποτέ καλή παρέα με τη «νεανική προοδευτικότητα». Άλλωστε, όλοι οι νέοι μεγαλώνουν κάποτε, οπότε το κλασικό σόφισμα «εχω γυναίκα και παιδιά» ανασύρεται από τη ναφθαλίνη και επιδεικνύεται σε πρώτη ζήτηση ως άλλοθι της νωθρότητας και του φόβου. (Ασε κι αυτοί που αγωνίζονται έχουν κότες και αβγουλάκια, κι όχι γυναίκες και παιδιά.)
Λοιπόν, τους επαναστατημένους νέους μπορείς να τους αγαπήσεις απεριόριστα, αλλά δεν μπορείς να τους εμπιστευτείς απεριόριστα τις τύχες του κόσμου. Διότι δεν αυτοκτονούν όλοι οι επαναστατημένοι νέοι στα τριάντα τους, όπως ο Μισέλ Ρεκανατί, όταν διαπιστώσουν πως ο παλιός αγώνας χάθηκε, κι ένας καινούργιος πρέπει ν’ αρχίσει. Δυστυχώς, οι ήρωες κουράζονται πολύ σύντομα και για την ανάπαυση του πολεμιστή πάντα θα υπάρχει μια γυναίκα, έτοιμη να του κάνει παιδιά — και άλλοθι. Οι Μισέλ Ρεκανατί δεν περισσεύουν σ’ αυτόν τον κόσμο. Κι αν δεν το πιστεύετε, κρατήστε σημειώσεις: κάποιοι «επαναστατημένοι νέοι», που όπου να ‘ναι παντρεύονται και συνεπώς αποκτούν όλα τα εχέγγυα να γίνουν καλοί και τίμιοι νοικοκυραίοι, μέσα σ’ έναν κόσμο βρόμικο και ανέντιμο.
Η λαμπρή αστική καριέρα του Ρεζί Ντεμπρέ και του Κον Μπεντίτ δεν αφήνουν πια κανένα περιθώριο να θαυμάζουμε και σήμερα τα παλιά τους λαμπρά κατορθώματα. Φαίνεται πως οι ήρωες κουράζονται τόσο πιο εύκολα όσο πιο νέοι είναι.
Λοιπόν, τόπο στα νιάτα, αλλά ας βάλουμε και ένα ηλικιακό όριο ασφαλείας, ας πούμε τα τριάντα χρόνια. Σ’ αυτή την ηλικία αυτοκτόνησε ο Μισέλ Ρεκανατί, ο Σεν Ζιστ μιας επανάστασης που δεν μπόρεσε να καρατομήσει κανένα βασιλιά. Όχι τόσο γιατί δεν υπήρχαν βασιλιάδες όσο διότι δεν υπήρχαν καρμανιόλες: ο Ντε Γκολ επιβίωσε τελικά του γαλλικού Μάη. Και ο γκολισμός επιβίωσε και του Ντε Γκολ, όπως περίπου ο καρα-μανλισμός του Καραμανλή.
Ο Μισέλ Ρεκανατί έτυχε να έχει έναν στενό και καλό φίλο, τον Ρομέν Γκουπίλ, που έτυχε να είναι κινηματογραφιστής. Τύχη αγαθή, γιατί από τούτη τη φιλία γεννήθηκε ένα σπουδαίο φιλμ, το «Να Πεθαίνεις στα Τριάντα σου», απ’ άπου και βγάλαμε το παραπάνω κείμενο. Ο Γκουπίλ, βοηθός του Γκοντάρ και του Πολάνσκι αργότερα, και μέλος της γκοσίστικης κινηματογραφικής ομάδας του Μάριν Κάρμιτς, είχε στη διάθεση του ένα τεράστιο σε όγκο κινηματογραφικό υλικό που το τράβηξε ο ίδιος πριν, μετά και κατά τη διάρκεια του Γαλλικού Μάη. Φυσικά, πρωταγωνιστής σ’ αυτά τα καυτά μονταρισμένα επίκαιρα μιας ανεπίκαιρης πια εποχής είναι ο φίλος του, στη μνήμη του οποίου είναι αφιερωμένη η ταινία. Που, ωστόσο, δεν έγινε δίκην μνημόσυνου, αλλά για να δοθεί με τον τρόπο και τα μέσα του κινηματογράφου μια απάντηση στο ερώτημα γιατί αυτοκτόνησε ο Μισέλ Ρεκανατί και τι σημαίνει να πεθαίνεις στα τριάντα σου όχι σε αυτοκινητικό δυστύχημα, ούτε σε κάποια Θύρα 7 κάποιου γηπέδου ούτε από εξάντληση ύστερα από μια εβδομάδα συνεχούς χορού σε κάποια ντισκοτέκ, αλλά από μια απογοήτευση, που είναι περίπου ερωτική: όταν σε προδώσει η ερωμένη σου, η επανάσταση, σκοτώνεις τον εαυτό σου, αφού δεν μπορείς να σκοτώσεις την επανάσταση. Γιατί οι σχέσεις του Μισέλ Ρεκανατί με την επανάσταση ήταν περίπου ερωτικές. Όπως κι όλων των συναισθηματικά στρατευμένων σε μια Αριστερά που δεν μπόρεσε ποτέ ν’ απαλλαγεί από έναν αυτοκτονικό συναισθηματισμό. Πρέπει κι εμείς κάποτε να γίνουμε τόσο σκληροί συναισθηματικά όσο τουλάχιστον και ο πάσχων από μόνιμη ελεφαντίαση ταξικός μας εχθρός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου