Σάββατο 24 Απριλίου 2021

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης γράφει για τη θεωρία και την πράξη της επανάστασης (Από την εφημερίδα ΕΘΝΟΣ -Μάης του '85)

'Ενα κείμενο του δημοσιογράφου, συγγραφέα, κριτικού κινηματογράφου Βασίλη Ραφαηλίδη, δημοσιευμένο στο Έθνος' τον Μάιο του 1985, με αφορμή το ντοκιμαντέρ του Ρομέν Γκουπίλ «Να Πεθαίνεις στα 30».

 

Να Πεθαίνεις στα Τριάντα Σου, του Βασίλη Ραφαηλίδη («Εθνος», 26-5-1985)

Η έλλειψη θεωρητικής κατάρτισης είναι κανόνας, όχι μόνο στην αριστερή βάση, αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος της αριστερής η­γεσίας. Είναι πάρα πολλοί αυτοί που απλώς δήλωσαν μαρξιστές ή κομμουνιστές, και κα­τόπιν τούτου έγιναν δεκτοί σ’ ένα κόμμα που δεν πολυνοιάζεται να ελέγξει την ποιό­τητα και τη βαρύτητα της δηλώσεως. Δε δί­νεις εξετάσεις για να μπεις π.χ. στο Κομμου­νιστικό Κόμμα, διότι, απλούστατα, το Κόμ­μα δεν είναι Πανεπιστήμιο, αν και θα έπρεπε να είναι και τέτοιο προκειμένου να μην κα­τακλυστεί από τους πάντα επικίνδυνους και αμφιρρέποντες ακτιβιστές, που μάλλον δρουν ως πρόσκοποι παρά ως κομμουνιστές. Η θεωρία είναι τόσο αναγκαία στο μαρξισμό όσο και η πράξη, κι αυτό οι κλασικοί του μαρξισμού δεν κουράστηκαν να το τονίζουν ακατάπαυστα.

Είναι καθαρή αφέλεια να πιστεύεις πως γί­νεται κάποιος μαρξιστής, επαναστάτης ή α­πλά αριστερός γιατί συνειδητοποίησε και α­ποδέχθηκε πως η Ιστορία κινείται βάσει κά­ποιων αντικειμενικών νόμων που βρίσκο­νται σε σχέση διαλεκτική με τα δρώντα υπο­κείμενα της Ιστορίας. (Σύμφωνα με το μαρ­ξισμό, ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα το υπο­κείμενο και το αντικείμενο της Ιστορίας: κά­νει την Ιστορία αλλά και την υφίσταται.) Πέρα απ’ το γεγονός πως δεν είναι όλοι οι ε­ξεγερμένοι και οι επαναστάτες μαρξιστές, εί­ναι κάτι παραπάνω από βέβαιο πως και τα μαρξιστικά κόμματα δεν αποτελούνται καθ’ ολοκληρίαν από μέλη που «έφαγαν το μαρξι­σμό με το κουτάλι», κατά το δη λεγόμενον. Βέβαια, κανείς κομμουνιστής δεν απορρί­πτει τη θεωρία, προκειμένου να είναι συνε­πής προς την πρώτη και κύρια αρχή τού μαρξισμού σύμφωνα με την οποία η θεωρία είναι ο οδηγός της πράξης και η πράξη ο δη­μιουργός της θεωρίας. Οι δύο πόλοι της δια­λεκτικής σχέσης βρίσκονται σε μια ατέρμο­νη αλληλεξάρτηση, όπου δεν μπαίνει πρό­βλημα σαφούς προτεραιότητας της πράξης ή της θεωρίας, παρά το γεγονός πως η θεωρία στηρίζεται πάντα σε μια πράξη, παρά το γε­γονός ακόμα πως στην επιστήμη το πείραμα και η παρατήρηση προηγούνται, ιστορικά και λογικά, του θεωρήματος.

Όπως και να το κάνουμε, η μαρξιστική πράξη είναι ευκολότερη από τη μαρξιστική θεωρία, αλλά μόνο σε ειρηνικές περιόδους ό­ταν ο επαναστάτης δεν παίζει καθημερινά τη ζωή του κορόνα-γράμματα. (Ο θεολογίζων υπαρξιστής Γκαμπριέλ Μαρσέλ λέει πως, αν οι κομμουνιστές έχουν μια πιθανότητα να κερδίσουν τελικά στο παιχνίδι της Ιστορίας, τη χρωστάν κυρίως στο γεγονός πως είναι οι μόνοι στις μέρες μας που μπορούν να πεθαί­νουν εύκολα για μια υπόθεση που δεν είναι προσωπική.) Σε περιόδους επαναστατικές εί­ναι φυσικό να μη διυλίζει κανείς θεωρητικά τα προβλήματα. Όταν ο εχθρός έχει σηκω­μένο το όπλο και σε σημαδεύει δεν μπορείς να του πεις «περίμενε ν’ ανοίξω τα κιτάπια για να δω αν πρέπει ή δεν πρέπει να πατήσω πρώτος τη σκανδάλη». Ούτε ηθικολογεί ού­τε θεωρητικολογεί κανείς στο πεδίο της μά­χης. Κι απ’ αυτή την άποψη, οι παλιοί αγω­νιστές, που πέρασαν ολόκληρη τη ζωή τους κυνηγημένοι ή αγωνιζόμενοι, είναι φυσικό να κουτσαίνουν απ’ το αριστερό (θεωρητι­κό) πόδι.

Όμως, τι θα γίνει με τους καινούργιους και τους νεοπροσήλυτους, που παριστάνουν κι αυτοί τους υπεραπασχολημένους αγωνι­στές, τόσο υπεραπασχολημένους που δεν προλαβαίνουν, λέει, να πιάσουν στο χέρι τους και κανένα μαρξιστικό κείμενο, έστω και μόνο για να είναι τυπικά συνεπείς με τη βασική απαίτηση του μαρξισμού για θεωρη­τική κατάρτιση του επαναστάτη;

Και τι σόι επανάσταση μπορούν να κά­νουν άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν πως η κατάληψη της εξουσίας από το προλετα­ριάτο δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο για την κατάργηση της εξουσίας, όταν δημιουρ­γηθούν οι κατάλληλες συνθήκες που θα κά­νουν δυνατή αυτή την κατάργηση; Ένα τέ­τοιο αίτημα μπορεί βέβαια να μην είναι για αύριο, αλλά αυτό δε σημαίνει πως έπαψε να είναι ο κύριος στόχος του μαρξισμού τού Μαρξ.

Mourir a 30 Ans 607

Λοιπόν, η «συναισθηματική στράτευση» στην Αριστερά είναι μια κατάσταση που ευ­θύνεται για όλα τα δεινά της, όπως θέλει να πιστεύει ο Βίλχελμ Ράιχ. Δεν είναι δυνατόν να στρατεύεται κανείς για λόγους συναισθη­ματικούς. Γιατί η σχέση με το κόμμα δεν εί-ναι σχέση ερωτική. Είναι σχέση Λογική με την Ιστορία. (Το περίφημο «ραντεβού με την Ιστορία» καθυστερεί λόγω υπερβάλλο­ντος συναισθηματισμού απ’ τη μεριά εκεί­νων που περισσότερο ουρλιάζουν για την «κοινωνική δικαιοσύνη» και λιγότερο δου­λεύουν για να ‘ρθει, και μελετούν ώστε να ‘ρθει από το σωστό δρόμο.)

Αν η συναισθηματική στράτευση είναι μια πανούκλα, και είναι σίγουρα, κανείς δε θα τολμούσε να υποτιμήσει ωστόσο τον ιστορι­κό της ρόλο, όπως κάνει ο Ράιχ που εισηγή­θηκε τον όρο. Έτσι κι αλλιώς, οι θεωρητικοί θα είναι πάντα λιγότεροι από τους πρακτι­κούς, και οι πρακτικοί θα συνεχίζουν να μη διαβάζουν τον Μαρξ, πράγμα που δεν αποτε­λεί υποχρεωτικό λόγο για τη διαγραφή τους απ’ το κόμμα. Μπορεί να μη σκέφτονται και τόσο μαρξιστικά, αλλά δρουν ή προσπαθούν να δράσουν μαρξιστικά, κουτσά στραβά έ­στω, αλλά πάντως χωρίς να μένουν έξω από τη δράση, όπως κάποιοι άλλοι που εν ονόμα­τι μιας θεωρίας με την οποία άλλωστε έχουν πολύ μικρή θεωρητική σχέση, ξεχνούν και την πράξη. Κι όποιος παραγνωρίζει και την πράξη και τη θεωρία, και διατείνεται παρ’ ό­λα ταύτα πως είναι μαρξιστής, αυτό που εί­ναι στην πραγματικότητα είναι, είτε φωνα­κλάς στην καλύτερη περίπτωση, είτε απατε­ώνας στη χειρότερη.

Στους νέους σε ηλικία ανθρώπους, η συ­ναισθηματική στράτευση είναι αναγκαία προϋπόθεση, όπως πιστεύει ο Λούκατς. Δεν μπορείς να ζητάς από τους νέους πρώτα να κατανοήσουν τους νόμους της Ιστορίας κι ύστερα να δουλέψουν για την Ιστορία. Διότι, απλούστατα, ο ακτιβισμός είναι ίδιον της νεότητας. Άλλωστε, η ηλικία δεν επιτρέπει στους νεαρούς επαναστάτες να έχουν πλήρη, σωστή και υπεύθυνη θεωρητική ενημέρωση. Αυτή, θα έρθει με την ηλικία — αν έρθει. Γιατί, όπως είδαμε, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έρχεται, και οι παλιοί αγω­νιστές παραμένουν νεολαίοι έως θανάτου.

Ένας ανενεργός και αναγκαστικά χειμα­ζόμενος επαναστάτης, είναι ένα πρόσωπο τραγικό: ο χωρίς επανάσταση επαναστάτης είναι σαν το λιοντάρι το κλεισμένο στο κλουβί του ζωολογικού κήπου: δεν μπορεί να δαγκώσει γιατί δεν υπάρχει τίποτα για δάγκωμα γύρω του. Άλλωστε, έχουσιν γνώση οι φύλακες (του ζωολογικού κήπου). τέτοιος σε περίοδο επαναστατική δεν είναι μόνο ένα πρόσωπο τραγικό, αλλά και εξ ορι­σμού κατεστραμμένο, στις περισσότερες πε­ριπτώσεις: δεν έχει περιθώρια προσαρμογής στην καινούργια «ειρηνική» κατάσταση, ε­φόσον, βέβαια, η επαναστατικότητά του δεν ήταν σκέτος νεανικός προσκοπισμός, πράγ­μα που συμβαίνει πάρα πολύ συχνά. (Αν όλα τα μέλη των νεολαιών των αριστερών κομ­μάτων παρέμεναν αριστερά μεγαλώνοντας, το πρόβλημα της κατάληψης της εξουσίας α­πό την Αριστερά θα είχε λυθεί προ πολλού με τον πιο αναίμακτο και ειρηνικό τρόπο. Δυστυχώς, μόλις βρουν νύφη ή μόλις πά­ρουν το δίπλωμα, οι περισσότεροι αριστεροί νεολαίοι αστοποιούνται απότομα και, το χει­ρότερο, γενικεύουν την προσωπική τους α­νεπάρκεια και την ανάγουν κεντροθετικά σε «κριτική».)

Mourir a 30 Ans 607 Σκηνή από το «Να Πεθαίνεις στα Τριάντα» του Ρομέν Γκουπίλ

Ο Μισέλ Ρεκανατί, ένας από τους πιο με­γάλους σε αξία και τους πιο μικρούς σε ηλι­κία ηγέτες του γαλλικού Μάη του ’68, αυτο­κτόνησε το 1978, δέκα ολόκληρα χρόνια με­τά την καταστροφή του οράματος του από την αστυνομία του Ντε Γκολ. Δε συμβιβά­στηκε, αλλά και δεν πίστεψε πως τόσος εν­θουσιασμός και τέτοιος μεγαλειώδης αγώνας θα μπορούσαν να πέσουν στο κενό. Κι ωστό­σο, όλοι ξέρουν, από την εποχή της Κομμού­νας του Παρισιού και μετά, πως δεν έχουν αίσιον πέρας όλοι οι κοινωνικοί αγώνες, και πως η ήττα είναι κι αυτή μέσα στη λογική του παιχνιδιού. Αν όλοι οι στρατευμένοι αρι­στεροί ήξεραν απ’ την αρχή πως η στράτευ­ση τους θα οδηγείται οπωσδήποτε σε νίκη μέσα σε τακτά όρια, θα στρατεύονταν στην Αριστερά ακόμη και οι δεξιοί, προκειμένου να εξασφαλίσουν πρώιμα έναν αριστερισμό που συνήθως τον εκδηλώνουν όψιμα και α­φού άλλοι βγάλουν το φίδι απ’ την τρύπα. (Όσο πιο χαλαρό ιδεολογικά και οργανωτι­κά είναι ένα αριστερό κόμμα τόσο ευκολότε­ρα κατακλύζεται από τους οπορτουνιστές ό­ταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, όταν, π.χ., κερδηθούν οι εκλογές.)

Λοιπόν, ο Μισέλ Ρεκανατί δεν ήταν ούτε πρόσκοπος ούτε οπορτουνιστής. Ήταν μια εκπληκτική μορφή αγνού και έντιμου αγω­νιστή, που αυτοκτόνησε για να μην προδώ­σει το όραμα του: για να μη γίνει τραπεζικός υπάλληλος κι αρχίσει κι αυτός τις συντε­χνιακές απεργιούλες για τα «συμφέροντα» πάντα με τα συμφέροντα όλων των εργαζο­μένων. (Αυτός είναι ο συντεχνισμός, πάνω στον οποίο ο Μουσολίνι οργάνωσε το συντε-χνιακό-φασιστικό του κράτος.)

Δεν έχει σημασία που ο Ρεκανατί και οι ό­μοιοι του ήταν περισσότερο ρομαντικοί απ’ όσο θα έπρεπε. Το κίνημα τους (ο Μάης του «68) ήταν νεολαιίστικο και συνεπώς εξ ορι­σμού ρομαντικό, ήταν αυθόρμητο και συνε­πώς εξ αρχής επιρρεπές στην αποτυχία. Ο ε­παναστατικός αυθορμητισμός είναι, βέβαια, μια πραγματικότητα, που μάλιστα η Ρόζα Λούξεμπουργκ την ανήγαγε σε δόγμα με συ­νέπεια να έρθει σε σύγκρουση με τον Λένιν, αλλά δε συνιστά εχέγγυο για την έκβαση του αγώνα. Όλοι μας γελαστήκαμε δίνοντας την αμέριστη υποστήριξη μας στον αυθόρ­μητο αγώνα του περσικού λαού, όταν άρχισε την επανάσταση του ενάντια στον Σάχη και τα τσιράκια του, αλλά τότε δεν ξέραμε ακό­μα τι σήμαινε χομεϊνισμός και πού θα μπο­ρούσε να οδηγήσει αυτόν τον ολικά επανα­στατημένο λαό ένας μουσουλμάνος παπάς. Καλά να πάθουμε, αφού πιστέψαμε πως οι παπάδες μπορούν να κάνουν κάτι σοβαρότε­ρο από το να ψέλνουν στις εκκλησίες τους. Ο εγγενής στη νεολαιίστικη εξέγερση του Μάη του ’68 ρομαντισμός δεν την κάνει ω­στόσο λιγότερο συμπαθή. Εντελώς το αντί­θετο: είναι τραγικό να συντρίβεσαι γιατί πί­στεψες με νεανικό πάθος πως θα παρασύρεις στην «αλλαγή» και το δύσκαμπτο πατέρα σου, ο οποίος, λόγω ηλικίας και λόγω παθη­μάτων, έχει γίνει πολύ επιφυλακτικός και προσεκτικός. Ο «βιολογικός συντηρητι­σμός» δεν έκανε ποτέ καλή παρέα με τη «νε­ανική προοδευτικότητα». Άλλωστε, όλοι οι νέοι μεγαλώνουν κάποτε, οπότε το κλασικό σόφισμα «εχω γυναίκα και παιδιά» ανασύρεται από τη ναφθαλίνη και ε­πιδεικνύεται σε πρώτη ζήτηση ως άλλοθι της νωθρότητας και του φό­βου. (Ασε κι αυτοί που αγωνίζονται έχουν κό­τες και αβγουλάκια, κι όχι γυναίκες και παι­διά.)

Λοιπόν, τους επανα­στατημένους νέους μπορείς να τους αγαπή­σεις απεριόριστα, αλλά δεν μπορείς να τους εμπιστευτείς απεριόρι­στα τις τύχες του κόσμου. Διότι δεν αυτο­κτονούν όλοι οι επαναστατημένοι νέοι στα τριάντα τους, όπως ο Μισέλ Ρεκανατί, όταν διαπιστώσουν πως ο παλιός αγώνας χάθηκε, κι ένας καινούργιος πρέπει ν’ αρχίσει. Δυ­στυχώς, οι ήρωες κουράζονται πολύ σύντο­μα και για την ανάπαυση του πολεμιστή πά­ντα θα υπάρχει μια γυναίκα, έτοιμη να του κάνει παιδιά — και άλλοθι. Οι Μισέλ Ρεκα­νατί δεν περισσεύουν σ’ αυτόν τον κόσμο. Κι αν δεν το πιστεύετε, κρατήστε σημειώ­σεις: κάποιοι «επαναστατημένοι νέοι», που όπου να ‘ναι παντρεύονται και συνεπώς α­ποκτούν όλα τα εχέγγυα να γίνουν καλοί και τίμιοι νοικοκυραίοι, μέσα σ’ έναν κόσμο βρόμικο και ανέντιμο.

Η λαμπρή αστική καριέρα του Ρεζί Ντεμπρέ και του Κον Μπεντίτ δεν αφήνουν πια κανένα περιθώριο να θαυμάζουμε και σήμε­ρα τα παλιά τους λαμπρά κατορθώματα. Φαίνεται πως οι ήρωες κουράζονται τόσο πιο εύκολα όσο πιο νέοι είναι.

Λοιπόν, τόπο στα νιάτα, αλλά ας βάλουμε και ένα ηλικιακό όριο ασφαλείας, ας πούμε τα τριάντα χρόνια. Σ’ αυτή την ηλικία αυτο­κτόνησε ο Μισέλ Ρεκανατί, ο Σεν Ζιστ μιας επανάστασης που δεν μπόρεσε να καρατομή­σει κανένα βασιλιά. Όχι τόσο γιατί δεν υ­πήρχαν βασιλιάδες όσο διότι δεν υπήρχαν καρμανιόλες: ο Ντε Γκολ επιβίωσε τελικά του γαλλικού Μάη. Και ο γκολισμός επιβίω­σε και του Ντε Γκολ, όπως περίπου ο καρα-μανλισμός του Καραμανλή.

Ο Μισέλ Ρεκανατί έτυχε να έχει έναν στε­νό και καλό φίλο, τον Ρομέν Γκουπίλ, που έ­τυχε να είναι κινηματογραφιστής. Τύχη α­γαθή, γιατί από τούτη τη φιλία γεννήθηκε ένα σπουδαίο φιλμ, το «Να Πεθαίνεις στα Τριάντα σου», απ’ άπου και βγάλαμε το παραπάνω κείμενο. Ο Γκουπίλ, βοηθός του Γκοντάρ και του Πολάνσκι αργότερα, και μέλος της γκοσίστικης κινηματογραφικής ομάδας του Μάριν Κάρμιτς, είχε στη διάθεση του ένα τε­ράστιο σε όγκο κινηματογραφικό υλικό που το τράβηξε ο ίδιος πριν, μετά και κατά τη διάρκεια του Γαλλικού Μάη. Φυσικά, πρω­ταγωνιστής σ’ αυτά τα καυτά μονταρισμένα επίκαιρα μιας ανεπίκαιρης πια εποχής είναι ο φίλος του, στη μνήμη του οποίου είναι α­φιερωμένη η ταινία. Που, ωστόσο, δεν έγινε δίκην μνημόσυνου, αλλά για να δοθεί με τον τρόπο και τα μέσα του κινηματογράφου μια απάντηση στο ερώτημα γιατί αυτοκτόνησε ο Μισέλ Ρεκανατί και τι σημαίνει να πεθαίνεις στα τριάντα σου όχι σε αυτοκινητικό δυστύχημα, ούτε σε κάποια Θύρα 7 κάποιου γηπέ­δου ούτε από εξάντληση ύστερα από μια ε­βδομάδα συνεχούς χορού σε κάποια ντισκο­τέκ, αλλά από μια απογοήτευση, που είναι περίπου ερωτική: όταν σε προδώσει η ερω­μένη σου, η επανάσταση, σκοτώνεις τον ε­αυτό σου, αφού δεν μπορείς να σκοτώσεις την επανάσταση. Γιατί οι σχέσεις του Μισέλ Ρεκανατί με την επανάσταση ήταν περίπου ερωτικές. Όπως κι όλων των συναισθηματι­κά στρατευμένων σε μια Αριστερά που δεν μπόρεσε ποτέ ν’ απαλλαγεί από έναν αυτο­κτονικό συναισθηματισμό. Πρέπει κι εμείς κάποτε να γίνουμε τόσο σκληροί συναισθη­ματικά όσο τουλάχιστον και ο πάσχων από μόνιμη ελεφαντίαση ταξικός μας εχθρός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Όχι άλλο κάρβουνο

 

ευανάγνωστα