Γιάννη Μαυρή: Παρεμποδίζοντας την Αποστασία. Ιουλιανά 1965: Κοινωνική Διαμαρτυρία και Αριστερά Πρόλογος στο βιβλίο του Κωνσταντίνου Λαμπράκη
Το βιβλίο του Κωνσταντίνου Λαμπράκη αποτελεί την πλέον συστηματική, αναλυτική και πρωτότυπη χαρτογράφηση της εκτεταμένης κοινωνικής διαμαρτυρίας, που συντάραξε την Ελλάδα τον Ιούλιο του 1965. Είναι προϊόν μακροχρόνιας και επίπονης έρευνας σε πολυάριθμες, πρωτογενείς ή αρχειακές πηγές, ανεκμετάλλευτες μέχρι σήμερα, όπως είναι -μεταξύ πολλών άλλων- η εξαντλητική αποδελτίωση και διασταύρωση του ημερήσιου πολιτικού τύπου της εποχής, τόσο εθνικής όσο και τοπικής εμβέλειας. Ως αποτέλεσμα και καλύπτοντας το υφιστάμενο ερευνητικό κενό, συγκρότησε μια μοναδική, αξιόπιστη και ολοκληρωμένη βάση εμπειρικών ποσοτικών δεδομένων για την καταγραφή των συμβάντων διαμαρτυρίας.
Η μελέτη του εξαντλεί την υπάρχουσα θεωρητική βιβλιογραφία σχετικά με τα κοινωνικά κινήματα και εντάσσει τα εμπειρικά δεδομένα που συγκέντρωσε σε ένα συνεκτικό ερμηνευτικό πλαίσιο. Η έρευνα του Κ. Λαμπράκη συνεισφέρει ουσιαστικά στην ιστορική μελέτη των Ιουλιανών, προσθέτοντας νέα στοιχεία, εμπλουτίζοντας και εμβαθύνοντας την ισχνή, σχετική επιστημονική συζήτηση. Ο συγγραφέας, ο οποίος διακρίνεται για το υποδειγματικό ήθος και τη σπάνια επιστημονική ευσυνειδησία του, είναι σε θέση να μελετήσει και να ακτινογραφήσει, λεπτομερειακά και σε βάθος, τα δρώντα κοινωνικά υποκείμενα, δηλαδή τα τρία βασικά κοινωνικά κινήματα που συγχωνεύονται στα Ιουλιανά: Το εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα, το φοιτητικό κίνημα και το κίνημα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Έχει τη δυνατότητα να εξετάσει, όχι μόνον τη χρονική εξέλιξη και τις επιμέρους μορφές της διαμαρτυρίας που εμφανίσθηκαν (συμβατικές και μη), αλλά και τη χωρική – γεωγραφική διασπορά, εκτός του πολεοδομικού συγκροτήματος της Πρωτεύουσας, καθώς και τις υπαρκτές διαφοροποιήσεις της κοινωνικής κινητοποίησης, στη διάρκεια των περίφημων «70 ημερών».
Στο βιβλίο διερευνώνται, διεξοδικά, τα ιδεολογικά και πολιτικά αποτελέσματα που προκάλεσε η αλληλεπίδραση που υπήρξε, ανάμεσα στα συμβάντα και τον χώρο της αριστεράς, κατά κύριο λόγο την ΕΔΑ, αλλά και των υπαρκτών κινήσεων, που η τελευταία αντιμετώπιζε από την (περιορισμένης εμβέλειας) αντιπολίτευση στα αριστερά της. Εκτός όμως από τη σχέση της μετεμφυλιακής/προδικτατορικής αριστεράς με τις κινητοποιήσεις των Ιουλιανών, ο Κ. Λαμπράκης έχει συμπεριλάβει στη διδακτορική του διατριβή και τη διερεύνηση των -εξίσου σημαντικών- επιπτώσεων των Ιουλιανών, στον πολιτικό χώρο του Κέντρου, στη ριζοσπαστικοποίησή του και στη διαμόρφωση του ρεύματος της Κεντροαριστεράς, υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου, πολιτική εξέλιξη που εγγράφεται στις προϋποθέσεις της μεταπολίτευσης.[1]
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα Ιουλιανά γεγονότα του 1965 αποτελούν κορυφαία ιστορική στιγμή στη μετεμφυλιακή περίοδο του σύγχρονου ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Οι εξελίξεις που πυροδότησαν, δεν επηρέασαν μόνον άμεσα τις τάσεις της προδικτατορικής πολιτικής σκηνής, στην πορεία προς την επιβολή της δικτατορίας (περίοδος 1965-1967), αλλά και, μακροπρόθεσμα, επηρέασαν τη συγκρότηση των μεταπολιτευτικών πολιτικών δυνάμεων, στο πλαίσιο του μεταπολιτευτικού πολιτικού καθεστώτος. Όμως, παρά την καθοριστική σημασία τους, διόλου τυχαία, δεν έχουν αποτελέσει, στην έκταση που αρμόζει, αντικείμενο της ιστορικής διερεύνησης. Ως κοινωνική έκρηξη, τα Ιουλιανά δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν όπως το Πολυτεχνείο. Kαι αυτό, διότι ενώ η κυρίαρχη ιδεολογία κατόρθωσε στη μεταπολίτευση, σχετικά ευκολότερα, να αμβλύνει το «μήνυμα» του Πολυτεχνείου, να το εμφανίσει ως απλή «φοιτητική» αντιδικτατορική εξέγερση για την «αποκατάσταση» της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, δεν συμβαίνει το ίδιο και με ό,τι διαδραματίσθηκε, επί μήνες, το καλοκαίρι του 1965. Εδώ ακριβώς έγκειται και μια από τις διαφορές των δύο ιστορικών εμπειριών κοινωνικής διαμαρτυρίας. Τόσο στο Πολυτεχνείο (όπου βέβαια η λαϊκή συμμετοχή, λόγω της ανοιχτής στρατιωτικής καταστολής υπήρξε ασύγκριτα μικρότερη), όσο και στα Ιουλιανά, το στοιχείο της άμεσης και αδιαμεσολάβητης παρέμβασης των λαϊκών μαζών στην πολιτική σκηνή, που ανατρέπει τα πολιτικά δεδομένα, είναι κοινό. Ωστόσο, ενώ στην περίπτωση του Πολυτεχνείου η «εκτροπή» και το «πεζοδρόμιο», δηλαδή η κοινωνική έκρηξη, συντελείται σε συνθήκες δικτατορίας, στην περίπτωση των Ιουλιανών εμφανίζεται σε συνθήκες, περιορισμένου έστω, κοινοβουλευτισμού. Στην πραγματικότητα, τη συγκεκριμένη αυτή πολιτική μορφή τείνει να αποσταθεροποιήσει. H διαφορά είναι σημαντική και εξηγεί, ως ένα βαθμό, και τη διαφορετική στάση του πολιτικού κόσμου απέναντι στα δυο γεγονότα.
Άξιο λόγου είναι όμως και το γεγονός, ότι και η στάση των μεταπολιτευτικών κοινοβουλευτικών αριστερών πολιτικών δυνάμεων απέναντι στα Ιουλιανά δεν υπήρξε διαφορετική: υποτίμηση, αποσιώπηση ή λήθη. Διόλου τυχαία, εφόσον αποτέλεσαν και για την τότε επίσημη αριστερά μια «δύσκολη» εμπειρία. Η ΕΔΑ, ως βασικός εκφραστής της αριστεράς της εποχής είναι παρούσα, επιδρά πολιτικά στα γεγονότα και ο συγγραφέας του παρόντος εξηγεί αναλυτικά τις μορφές που λαμβάνει αυτή η επίδραση. Όμως, δεν ενίσχυσε περαιτέρω τη λαϊκή δυναμική, ούτε της προσέδωσε ριζοσπαστική διέξοδο. Η ΕΔΑ παρέμεινε πολιτικά και ιδεολογικά εγκλωβισμένη στη στρατηγική της «μη-ρήξης». Τα επιστημολογικά εμπόδια, που δεν της επέτρεψαν να κατανοήσει τη σημασία των γεγονότων είναι γνωστά. Πρόκειται κυρίως για την ιστορική κουλτούρα της ήττας, που διαμόρφωσε η αριστερά στην Ελλάδα μετά τον εμφύλιο, που κωδικοποιήθηκε στο τρίπτυχο «αμυντισμός, κοινοβουλευτισμός, εκλογικισμός». Στα χρόνια μετά τον εμφύλιο, η προβληματική της κοινωνικής ανατροπής απωθήθηκε βαθιά στο αριστερό υποσυνείδητο. Έτσι στη συνείδηση της επίσημης κοινοβουλευτικής αριστεράς, τα Ιουλιανά παρέμειναν συχνά κάτι ομιχλώδες, ανάμεσα στην κρατική προβοκάτσια («τα κόκκινα πουκάμισα») και στον φόβο της «πολιτικής ανωμαλίας».
Όπως τονίζει στα προλεγόμενά του, ο συγγραφέας του βιβλίου συμμερίζεται τη θέση ότι τα Ιουλιανά αποτελούν τη μεγαλύτερη έκρηξη της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, μετά την ΕΑΜική εμπειρία της κατοχής. Τα γεγονότα εντάσσονται οργανικά και συντονίζονται με τον κύκλο ανάπτυξης των κοινωνικών αγώνων που σημειώθηκε, σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, κατά τη δεύτερη μεταπολεμική δεκαετία, αγώνων που συμβολικά έχουν καταγραφεί ως «’68», σημείο κορύφωσης της παγκόσμιας έκρηξης. Τα Ιουλιανά, εντούτοις, δεν περιλαμβάνονται συνήθως στις αναφορές για το ’68. Υπάρχει επιφανειακά ένας λόγος: η διαφορά του ρεπερτορίου και των συνθημάτων. Στα Ιουλιανά, δεν θα τεθεί θέμα «σοσιαλισμού», «επανάστασης» ή «εργατικής εξουσίας». Θα τεθεί θέμα «Αποστασίας», «Μοναρχίας» και «Δημοκρατίας», «αποκατάστασης του κοινοβουλευτισμού». H διαφορά λοιπόν από το ευρωπαϊκό ή το παγκόσμιο ’68, θα υποστήριζαν πολλοί, είναι σαφής και ο παραλληλισμός ατυχής.
Και όμως, τα Ιουλιανά συνιστούν τη μοναδική μορφή που θα μπορούσε να πάρει (και πήρε) μια κοινωνική έκρηξη στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Είναι το παράγωγο μιας ηττημένης επανάστασης (της ΕΑΜικής) και των αντιθέσεων που συσσωρεύτηκαν και οξύνθηκαν στη δεκαπενταετία μετά τον εμφύλιο πόλεμο – δημιουργώντας μια εμπρηστική κοινωνική συγχώνευση. H αναγκαστική διαφορά που εμφανίζεται στη μορφή -με κυρίαρχο το αίτημα του εκδημοκρατισμού- συγκριτικά με τις αντίστοιχες κοινωνικές εντάσεις που εκδηλώνονται σε ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο, κατά τη δεκαετία αυτή, δεν οφείλεται σε κάποια δήθεν «υπανάπτυξη» του ελληνικού καπιταλισμού, στην ταξική «ασάφεια» της ελληνικής κοινωνίας, στην «καθυστέρηση» του πολιτικού συστήματος, κ.λπ. Είναι προϊόν και ιστορικό αποτέλεσμα της συγκεκριμένης έκβασης της πάλης των τάξεων που διεξάχθηκε στον κοινωνικό σχηματισμό, κατά τη δεκαετία του ’40, δηλαδή της νίκης των κυρίαρχων τάξεων-συντριβής του ΕΑΜικού λαϊκού μπλοκ και της επιβολής μετεμφυλιακά «κράτους έκτακτης ανάγκης», δηλαδή μιας έκτακτης μορφής αστικού κράτους, «μη-κανονικής».[2]
H ελληνική ιδιομορφία έγκειται στο εξής: Κατά τη διάρκεια της κατοχής, συντελέστηκε στην Ελλάδα μια κοινωνική επανάσταση. Με το EAM τέθηκε ζήτημα εξουσίας. Αυτή η προοπτική ακυρώθηκε, με τη συντριβή των κυριαρχούμενων τάξεων στον εμφύλιο. Η «αντεπαναστατική» περίοδος που ακολούθησε, θα διαρκέσει σχεδόν μια δεκαετία. Ωστόσο, η δεκαετία του ’60, θα αποδειχθεί διαφορετική (και) για την Ελλάδα. Μόλις δεκαπέντε χρόνια χρειάστηκαν, για να αποδειχθεί εκείνο που ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος έχει αναγνωρίσει επιγραμματικά το 1985, ότι δηλαδή «η νίκη που συντελείται με τα όπλα δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην και ηθική νίκη. Και η ήττα που οφείλεται στα όπλα δεν σημαίνει πάντοτε ηθική ήττα. Αυτό είναι ένας γενικός κανόνας». H ταξική κυριαρχία που επιβλήθηκε, δεν ξεπέρασε ποτέ τον αδύναμό της χαρακτήρα. H μετεμφυλιακή ηγεμονία των κυρίαρχων τάξεων υπήρξε ασταθής και υπονομευμένη. Σε μια συζήτηση για την κρίση εξουσίας στην Ελλάδα, που είχε διοργανώσει το 1975 το περιοδικό Aντί, ο Nίκος Πουλαντζάς παρατηρούσε: Στην Ελλάδα […] η άρχουσα τάξη μπορεί να κατάφερε να σιωπήσουν οι αρχόμενοι, αλλά δεν κατάφερε αυτό που έγινε στη Γαλλία, τη Γερμανία, π.χ., κ.λπ., να επιβάλει το λόγο της. Εκείνο που χαρακτηρίζει τις αρχόμενες τάξεις εδώ στην Ελλάδα είναι όχι το ότι εκφράζονται με το λόγο της άρχουσας τάξης, αλλά ότι δεν εκφράζονται καν. Δεν έχουν λόγο. Στη Γαλλία π.χ. υπάρχει ένας λόγος της κυρίαρχης τάξης που γίνεται κατανοητός. Eδώ πέρα είναι τέτοιο το χάσμα, –και αποτελεί και αυτό μία κρίση της κυρίαρχης ιδεολογίας– ώστε δεν κατάφερε ποτέ η ιδεολογία αυτή να γίνει ηγεμονική, διότι δεν κατάφερε να επιβάλει το λόγο της ποτέ».[3]
Η κρίση-αδυναμία αστικής ηγεμονικής ιδεολογίας, ικανής να ενσωματώσει τις ηττημένες λαϊκές τάξεις μετά από τη στρατιωτική τους συντριβή αποτέλεσε την άλλη όψη του «κουτσουρεμένου» (υπό όρους) μετεμφυλιακού κοινοβουλευτισμού και της ανυπαρξίας θεσμών αντιπροσώπευσης (μαζικών αστικών κομμάτων και συνδικάτων). H συγκεκριμένη, πολιτικοποιημένη και ανελαστική-αυταρχική μορφή του κράτους («Κράτος των εθνικοφρόνων»), όχι μόνον δεν θα σταθεί ικανή να αποφύγει την άμεση πολιτικοποίηση των νέων κοινωνικών αγώνων που ξεσπούν, αλλά θα συνεισφέρει καθοριστικά σε αυτήν. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους δεν θα μπορέσουν να τους απορροφήσουν. Δεν θα καταστεί δυνατό να χειραγωγηθεί η ένταση που κυοφορείται. Η συγκεκριμένη μορφή του κράτους που εγκαθιδρύθηκε, ελλείψει μηχανισμών αντιπροσώπευσης-ενσωμάτωσης, αφήνει έδαφος, το καλοκαίρι του 1965, για να εκδηλωθεί αδιαμεσολάβητη η έκρηξη των κοινωνικών αντιθέσεων και η δράση των μαζών.
Κατά συνέπεια, για τον ερευνητή της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας, που έχει υπ’ όψη του τις ισχύουσες ιστορικά κοινωνικές προϋποθέσεις, η εκδήλωση των Ιουλιανών γεγονότων δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Η κοινωνική κρίση ωριμάζει εδώ και καιρό. Στη διαδικασία ανασύνταξης του ΕΑΜογενούς λαϊκού μπλοκ, οι εκλογές του 1958 υπήρξαν κομβικές. Αποδείχθηκαν η απαρχή και ένας σαφής οιωνός, για την πολιτική εξέλιξη που θα ακολουθήσει. Ένα γράμμα που απευθύνει, μετά από αυτές, ο Σεραφείμ Μάξιμος στην ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος (σε μια προσπάθεια να επανασυνδεθεί μαζί της), μέλλει να αποδειχθεί προφητικό: «Oι μάζες του Έθνους στέκουνται πολύ πέρα από ό,τι το επίσημο κράτος προστάζει και από ό,τι η νομιμότητα παρέχει ως κάτι το δυνατό. Σε μια χώρα όπου ύστερα από 8 χρόνων εμφύλιους πολέμους το επαναστατικό κόμμα συγκεντρώνει το 25% των ψήφων δεν είναι καθόλου φαντασίωση να υποθέσει κανείς ή να προβλέψει ότι με μια ανασύνταξη και διεύρυνση των πλαισίων αυτό το 25% μπορεί να γίνει 40 ή και περισσότερο […] Όμως επειδή οι συσχετισμοί των δυνάμεων ταξικά παρμένοι δίνουν άλλες δυνατότητες ημπορεί η ίδια αυτή πολιτική: Για τη συνταγματική νομιμότητα […] να φέρει στο προσκήνιο δυνάμεις τέτοιας σύνθεσης και τέτοιας ανομοιογένειας ώστε να μας φέρει και πάλι μπροστά στην εξουσία».[4]
Η ανάκαμψη της αριστεράς και η άνοδος των κοινωνικών αγώνων, από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, θα προκαλέσει την αντίδραση των κυρίαρχων τάξεων. Αυτή εκδηλώνεται με τη «στρατηγική της έντασης», αμέσως μετά τις εκλογές του 1958: Επανεργοποίηση των παρακρατικών οργανώσεων, οργάνωση της κρατικής προπαγάνδας, ίδρυση της Ενώσεως Κέντρου, ως αστικής εναλλακτικής λύσης, εφαρμογή του σχεδίου Περικλής για άσκηση βίας και νοθείας στις βουλευτικές εκλογές του 1961, δολοφονία Λαμπράκη, βομβιστική ενέργεια στο Γοργοπόταμο, ενώ μετά την εκλογική νίκη της ΕΚ το 1964, με την εκστρατεία για την ανατροπή της κυβέρνησής της, που θα επιτευχθεί με το βασιλικό πραξικόπημα και την Αποστασία.
Η κλιμάκωση της κοινωνικής και πολιτικής έντασης, που διαμορφώνεται σταδιακά στην Ελλάδα μετά το ’60, βρίσκει το σημείο κορύφωσής της στα Ιουλιανά. Στα μέσα της δεκαετίας, έχουν συσσωρευτεί όλες οι κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις της έκρηξης. Η διατήρηση της εξαθλίωσης ευρύτατων στρωμάτων, παρά την εκτονωτική δικλείδα της μετανάστευσης, προδικάζει ότι το κοινωνικό υπέδαφος είναι ώριμο. Υπάρχει, αφ’ ετέρου, η ιστορική ιδεολογική προϋπόθεση της ΕΑΜικής τομής. Οι εμπειρίες των περίφημων «70 ημερών» αποτέλεσαν «αναβίωση» μιας άλλης εποχής και ξανάφεραν στην επιφάνεια όλον τον αγωνιστικό-ενωτικό πλούτο της κατοχικής εποχής. Υπάρχει, τέλος και η πολιτική προϋπόθεση: η δομή του μετεμφυλιακού κράτους, που εξηγεί με τη σειρά της τις ιδιαίτερες μορφές που έλαβε η έκρηξη των Ιουλιανών. H διαφορά της μορφής του μετεμφυλιακού κράτους στην Ελλάδα, από τις δυτικές αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες, έχει ως αποτέλεσμα να προκληθούν σε αυτό, μεγαλύτεροι τριγμοί και ρωγμές από ό,τι ενδεχόμενα θα προκαλούσε μια κρίση της «ίδιας έντασης» –ας επιτραπεί η αυθαιρεσία– σε κάποιο άλλο δυτικό πολιτικό σύστημα.
Tα Ιουλιανά σηματοδότησαν τη μετωπική σύγκρουση των κυριαρχούμενων τάξεων, με τη συγκεκριμένη μορφή που είχε λάβει η προδικτατορική δομή της κρατικής εξουσίας. Ενέγραψαν την τάση ανατροπής της, πρωταρχικά την κατάργηση της Μοναρχίας. Εδώ έγκειται και η δυναμική των Ιουλιανών γεγονότων. Το καθεστωτικό, δηλαδή ο αντιμοναρχικός αγώνας, αποτέλεσε την αιχμή της κοινωνικής διαμαρτυρίας. H κατάργηση της Μοναρχίας, με όρους λαϊκής κινητοποίησης, ήταν μια ορατή και ιστορικά πιθανή εξέλιξη. Επιβεβαιώθηκε, άλλωστε, με όσα ακολούθησαν και επικυρώθηκε τυπικά, εννέα χρόνια μετά, στο δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου 1974. Μέσα όμως στη διαμορφωμένη, μετεμφυλιακά, δομή εξουσίας, το σύνθημα ανατροπής της Μοναρχίας αποκτούσε ανεξάρτητα από τη βούληση των δρώντων φορέων «επαναστατικό» περιεχόμενο. Δεν είναι δύσκολα κατανοητό, γιατί η υλοποίησή του, κάτω από τους όρους μιας αντιπαράθεσης με τις καθεστωτικές δυνάμεις, θα προσέδιδε ασφαλώς διαφορετική δυναμική στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες στην Ελλάδα. Αυτή η ανεξέλεγκτη δυναμική του αντιμοναρχικού αγώνα, κάθε άλλο παρά δυσδιάκριτη ή μακρινή φαινόταν.
Το ιστορικό «παράδοξο» με τα Ιουλιανά είναι, ότι η επιβολή του κράτους δικαίου και η κατάργηση του «έκτακτου» εμφυλιακού νομικού οπλοστασίου, η κατάργηση της Μοναρχίας, ο περιορισμός του πολιτικού ρόλου του στρατού και η πειθάρχησή του στην κοινοβουλευτική νομιμότητα, ο περιορισμός της επιρροής του αμερικάνικου παράγοντα, κ.λπ., όλα δηλαδή τα βασικά αιτήματα του εκδημοκρατισμού, που τέθηκαν σε εκείνη την πολιτική συγκυρία, δεν θα υλοποιηθούν τότε, αλλά αργότερα, στη Μεταπολίτευση. Θα πραγματοποιηθούν όμως τώρα πια, χωρίς την ενεργό παρουσία των μαζών, «από τα πάνω», ως πολιτική γραμμή των κυρίαρχων τάξεων. Οι πολιτικές διεκδικήσεις των Ιουλιανών θα γίνουν πραγματικότητα, όχι σε ρήξη με τις δυνάμεις του καθεστώτος, αλλά υπαγμένες πλέον σε ένα διαφορετικό πολιτικό σχέδιο, εκείνο του αστικού εκσυγχρονισμού, που θα επιβάλλει τώρα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλέπε σχετικά: Λαμπράκης, Κωνσταντίνος. «Ιουλιανά 1965: Η κοινωνική διαμαρτυρία, οι προϋποθέσεις της και η πολιτική της διαμεσολάβηση», κεφ.7: «Το Κέντρο πριν και μετά τα Ιουλιανά», σ.393-492. Διδακτορική διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 2021.
[2] Ο Γιώργος Κατηφόρης περιγράφει το καθεστώς που επικρατεί στην Ελλάδα στην περίοδο 1945-1967, με τον όρο «ατελής δικτατορία», ενώ ο Φοίβος Γρηγοριάδης ως «βασιλευόμενη στρατοκρατία» και ο Θανάσης Ξηρός ως «κηδεμονευόμενο και προκρούστειο κοινοβουλευτισμό». Διαφορετικός είναι ο όρος «καχεκτική δημοκρατία», που χρησιμοποιεί ο Ηλίας Νικολακόπουλος ως τίτλο στο ομώνυμο βιβλίο του. Βλέπε σχετικά, Γιώργος Κατηφόρης, Η Νομοθεσία των Βαρβάρων (Αθήνα: Θεμέλιο, 1975), 54· Φοίβος Γρηγοριάδης, Βασιλευόμενη Στρατοκρατία (Αθήνα: Νεόκοσμος, 1976)· Ηλίας Νικολακόπουλος, Η καχεκτική δημοκρατία. Κόμματα και εκλογές, 1946-1967 (Αθήνα: Πατάκης, 2001)· Θανάσης Ξηρός, Κηδεμονευόμενος και Προκρούστειος Κοινοβουλευτισμός. Από το Σύνταγμα του 1952 στη Δικτατορία των Συνταγματαρχών (Αθήνα: Σαββάλας, 2008).
[3] «Οι: Γ.Βέλτσος, Κ.Βεργόπουλος, Ν.Πουλαντζάς, Κ.Τσουκαλάς και το «Αντί» συζητούν για την Κρίση εξουσίας στην Ελλάδα», περιοδικό Aντί, τ. 24, 2 Αυγούστου, 1975, σ.34.
[4] Γράμμα προς την KE του KKE, 1959. Περιοδικό Αντί, τ.75, Σάββατο 9 Ιουλίου 1977, σ.36. Διατίθεται διαδικτυακά στη διεύθυνση: http://pandemos.panteion.gr/index.php?lang=el&op=record&type &q&page=0&pid=cid:486 .
* Το βιβλίο “Παρεμποδίζοντας την Αποστασία. Ιουλιανά 1965: Κοινωνική Διαμαρτυρία και Αριστερά” του Κωνσταντίνου Λαμπράκη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος
* Η ομιλία του Γιάννη Μαυρή στην παρουσίαση του βιβλίου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου