Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δικαιοσύνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δικαιοσύνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2023

Ιστορίες με το Νασρεντίν Χότζα

  68 Nasreddin hoca Stock Illustrations | Depositphotos

Ο Χότζας κατής (δικαστής)

Στο Μεγάλο Παζάρι της Πόλης είχε στήσει το μαγειριό του ένας τσιφούτης εστιάτορας ξακουστός για τις νόστιμες σούπες του. Όταν έβραζε η σούπα, η μυρωδιά της απλωνόταν σε ολόκληρη την Πόλη και, παρόλο που ο εστιάτορας τη χρέωνε σε αλμυρή τιμή, γινόταν ανάρπαστη. Έτυχε μια μέρα να περνάει από κει ένας ζητιάνος που κρατούσε μια μπαγιάτικη φραντζόλα ψωμί, πεσκέσι από ένα φούρναρη που ετοιμαζόταν να την πετάξει στις κότες. Μεθυσμένος από την ευωδία της σούπας, ο ζητιάνος πλησίασε το καζάνι που άχνιζε και κράτησε για λίγο τη φραντζόλα πάνω από τον ατμό να πάρει μυρωδιά. Σαν τον είδε ο τσιφούτης μάγειρας, τον άρπαξε από το μανίκι και του είπε απειλητικά:

 -" Δώσε μου ένα γρόσι, τώρα αμέσως!

 Ο ζητιάνος ζάρωσε από την τρομάρα του και ψέλλισε:

-" Μα εγώ δεν πείραξα τη σούπα σου. Λίγο άφησα το ψωμί μου από πάνω για να πάρει μυρωδιά".

Η κουβέντα ήταν αδιέξοδη κι ο οργισμένος εστιάτορας έσυρε τον άμοιρο ζητιάνο στο Χότζα που ήταν δικαστής ζητώντας να τον τιμωρήσει σαν κλέφτη.

Ο Χότζας άκουσε προσεκτικά την ιστορία με τα λόγια και των δυο που διαφωνούσαν για την πληρωμή, έξυσε το κεφάλι του, έβγαλε μερικούς παράδες από την τσέπη του και ζήτησε από τον τσιφούτη μάγειρα να σταθεί κοντά του. Έκλεισε τους παράδες στις χούφτες του, πλησίασε στο αυτί του μάγειρα κι άρχισε να τους κουδουνίζει. Κατόπιν είπε και στους δυο να φύγουν και η υπόθεση θεωρείται πως έληξε.

-" Μα δεν πληρώθηκα, πώς τον αφήνεις ελεύθερο το ζητιάνο;" γκρίνιαξε ο εστιάτορας.

- "Πήρες την αμοιβή σου και με το παραπάνω. Το κουδούνισμα των παράδων αξίζει όσο και η μυρωδιά από τη σούπα σου!" απάντησε ο Χότζας

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2022

Σχήμα της απουσίας (Γιάννης Ρίτσος)

 


Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους,
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί –

Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα

σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή
καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.
Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι
κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο
και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο
που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ' τη στέρηση
μα απ’ την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους,
είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.

Γιάννης Ρίτσος, Σχήμα της απουσίας
Αθήνα, Φεβρουάριος – Μάρτης 1958

Ηλίας Βενέζης- Αιολική γη

    Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.  Κοιμη...

ευανάγνωστα