Ο Χότζας κατής (δικαστής)
Στο Μεγάλο Παζάρι της Πόλης είχε στήσει το μαγειριό του ένας τσιφούτης εστιάτορας ξακουστός για τις νόστιμες σούπες του. Όταν έβραζε η σούπα, η μυρωδιά της απλωνόταν σε ολόκληρη την Πόλη και, παρόλο που ο εστιάτορας τη χρέωνε σε αλμυρή τιμή, γινόταν ανάρπαστη. Έτυχε μια μέρα να περνάει από κει ένας ζητιάνος που κρατούσε μια μπαγιάτικη φραντζόλα ψωμί, πεσκέσι από ένα φούρναρη που ετοιμαζόταν να την πετάξει στις κότες. Μεθυσμένος από την ευωδία της σούπας, ο ζητιάνος πλησίασε το καζάνι που άχνιζε και κράτησε για λίγο τη φραντζόλα πάνω από τον ατμό να πάρει μυρωδιά. Σαν τον είδε ο τσιφούτης μάγειρας, τον άρπαξε από το μανίκι και του είπε απειλητικά:
-" Δώσε μου ένα γρόσι, τώρα αμέσως!
Ο ζητιάνος ζάρωσε από την τρομάρα του και ψέλλισε:
-" Μα εγώ δεν πείραξα τη σούπα σου. Λίγο άφησα το ψωμί μου από πάνω για να πάρει μυρωδιά".
Η κουβέντα ήταν αδιέξοδη κι ο οργισμένος εστιάτορας έσυρε τον άμοιρο ζητιάνο στο Χότζα που ήταν δικαστής ζητώντας να τον τιμωρήσει σαν κλέφτη.
Ο Χότζας άκουσε προσεκτικά την ιστορία με τα λόγια και των δυο που διαφωνούσαν για την πληρωμή, έξυσε το κεφάλι του, έβγαλε μερικούς παράδες από την τσέπη του και ζήτησε από τον τσιφούτη μάγειρα να σταθεί κοντά του. Έκλεισε τους παράδες στις χούφτες του, πλησίασε στο αυτί του μάγειρα κι άρχισε να τους κουδουνίζει. Κατόπιν είπε και στους δυο να φύγουν και η υπόθεση θεωρείται πως έληξε.
-" Μα δεν πληρώθηκα, πώς τον αφήνεις ελεύθερο το ζητιάνο;" γκρίνιαξε ο εστιάτορας.
- "Πήρες την αμοιβή σου και με το παραπάνω. Το κουδούνισμα των παράδων αξίζει όσο και η μυρωδιά από τη σούπα σου!" απάντησε ο Χότζας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου