Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα ποίηση

Άρχισε μια σιγανή βροχή…- Μανόλης Αναγνωστάκης

  Άρχισε μια σιγανή βροχή… Έπεφτε μια κίτρινη παλιά βροχή… Γ. Κ. Άρχισε μια σιγανή βροχή αργά προς το βράδυ. Στις πολιτείες ο ουρανός φαίνεται μιαν απέραντη λασπωμένη πεδιάδα Κι η βροχή είναι μια καλοσύνη, όσο να πεις, δε μοιάζει διόλου με το θάνατο Μπορείς να βαδίζεις κάποτε χωρίς κανένα σκοπό ή με σκοπό —σου είναι αδιάφορο— 5 Μιαν εποχή μακρινή και νεκρή σα μια βίαια σκισμένη πολυτέλεια. Εγώ συλλογίζομαι πώς και γιατί άραγε μια βροχή μπορεί να σου θυμίζει τόσα πράγματα —Χωρίς αμφιβολία είναι τόσο ανόητο να τα στοχάζεσαι όλα αυτά μια τέτοιαν ώρα— Συλλογίζομαι όμως στις ζεστές χειμωνιάτικες κάμαρες μιαν αλλιώτικη μυρουδιά Ύστερα από τις 6 με τα κλειστά παραθυρόφυλλα και τ’ αναμμένο φως 10 Ή μια γωνιά δίπλα στο τζάμι σ’ ένα μεγάλο καφενείο με τις αδιάφορες φωνές. Τα συλλογίζεσαι όλα αυτά με τον πιο απλούστερο τρόπο ολωσδιόλου παιδιάστικα Μπορείς να λησμονείς το κάθε τι, τί τάχα να γυρεύεις εδώ μια τέτοιαν ώρα Εσύ, ο διπλανός σου, όλος αυτός ο κόσμος που πορεύεται δίπλα σου μες στο σ...

Επιτύμβιον - Μανόλης Αναγνωστάκης

  Πέθανες — κι έγινες και συ: ο καλός. Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης. Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων, εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.   Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το 'ξερα τι κάθαρμα ήσουν, τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα. Κοιμού εν ειρήνη δε θα 'ρθω την ησυχία σου να ταράξω. (Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο). Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός, ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.   Δε θα 'σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.

Θα σε πάρω εγώ Παιδάκι μου όταν φτάσω- Φοίβος Δεληβοριάς

  Που είσαι τώρα φως μου Ήτανε γραμμένο Νάμαι εδώ για πάντα Να σε περιμένω   Όσο κι αν κρατήσει Να μην το ξεχάσεις Όταν φτάσεις πάρε Πάρε όταν φτάσεις   Θα το γράψει ο τοίχος Θα το γράψει ο βράχος Πως δεν ήταν μόνο Ενός ανθρώπου λάθος   Θα το πει η σημύδα Θα το πει κι ο κέδρος Πως εδώ σκοτώνει Όπου βρει το κέρδος   Θα το πει η λεβάντα Θα το πει η μυρσίνη Πως κυλάει στα μάτια Η δικαιοσύνη   Μάτια του παιδιού μου Που δεν θα φιλήσω Δεν υπάρχει τρόπος πια Να σταματήσω   Μέχρι νάρθει ο πήχης Και το χαλινάρι Μέχρι να ‘ρθει η Νέμεσις Και να τους πάρει   Αν δεν βρω το τέρμα Δεν θα ησυχάσω Δεν θα σταματήσω Δεν θα ξαποστάσω   Δεν θα κάνω πίσω Και δεν θα ξεχάσω Θα σε πάρω εγώ Παιδάκι μου όταν φτάσω

Πρωτοχρονιά- Κωστής Παλαμάς

    Αγάπες πρώιμες, όψιμες, αλαργινοί καιροί, τώρα και χτες, πληγές, χαρές, ω ριζικά του κόσμου, κι εσείς που κάπου ζήσατε, και λιώνετε νεκροί, κι εσείς με μάτια ολάνοιχτα που ζείτε ακόμα εμπρός μου, πατρίδα μου, πατρίδες μου, θύμησες, τόποι, νιάτα, κι εσείς ονείρατα άστρεχτα, κι η ελπίδα εσύ, και ο τρόμος κι η ορμή, κι εσείς που απάντησα και σύντυχα στη στράτα, ή καβαλάρης στης ζωής το διάβα ή πεζοδρόμος, καρποί που μαραγκιάσατε κι εσείς βλαστοί δροσάτοι, φαντάσματα και πλάσματα, χαρίστρα μου η ψυχή. Της ρήγισσας Πρωτοχρονιάς μεστό είναι το παλάτι, διάπλατα σας ανοίγεται, και πλούσιοι και φτωχοί. Ρήγας κι εγώ, στο ερημικό νησί μου πάντα, ορίζω το θησαυρό που δίνεται, και δε θε να στερέψει. —Ξένοι, δικοί μου, φίλοι μου και οχτροί μου, σας χαρίζω τη λυρική μου σκέψη!

Ντύλαν Τόμας - Σταύρος Κουγιουμτζής

    Τι κάθεσαι εδώ πέρα και σαπίζεις εδώ δεν έχει τόπο να σταθείς Ανήμπορος στον ήλιο αρμενίζεις Συντρίμμια και κουρέλια μιας ψυχής Συντρίμμια και κουρέλια μιας ψυχής   Τι κάθεσαι εδώ πέρα και πεθαίνεις Και ψάχνεις για καινούργιες προσευχές Το χάλασμα το βλέπεις και σωπαίνεις φθινόπωρο κι αρχίζουν οι βροχές    Τι κάθεσαι εδώ πέρα και σαπίζεις εδώ δεν αγαπάνε τους τρελούς Τις νύχτες ματωμένος φτερουγίζεις μ' ανύπαρκτα φτερά για τους πολλούς    Αυτά είπε σ' ένα ποιητή δικό μας Και τράβηξε για το φεγγάρι ο Ντύλαν Τόμας

Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία - Μιχάλης Γκανάς

Αφίσες με τραβούν απ’ το μανίκι,  Αθήνα μου γεμάτη καλλιστεία.  Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία,  είκοσι χρόνια σού πληρώνω νοίκι.  Στον ύπνο να περνούν βουνά και δάση,  νεράιδες φασκιωμένες μαύρα ρούχα.  Κάτι σαν άχτι μουλαριού που σου ’χα  σε ποιο λεωφορείο το ’χω χάσει.   Ποια τρέλα, πες μου, με χτυπάει στις φτέρνες  και φεύγω και κυλάω σαν το τόπι,  με γήπεδα μουγγά και με ταβέρνες  στα σωθικά. Οι άνθρωποι κι οι τόποι,  ξένοι που μοιάζουν στις φωτογραφίες  που βγάζαμε σε άλλες ηλικίες.

Μιχάλη Γκανά, «Χριστουγεννιάτικη ιστορία»

  Κάθεται μόνος και καθαρίζει τ' όπλο του δίπλα στο τζάκι. Κανείς δε θά 'ρθει και το ξέρει, κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι, σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι. Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια. Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη. Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι, δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει. Στην τηλεόραση χιονίζει, το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι και στις παλιές φωτογραφίες, γνώριμα μάτια των νεκρών, που τον κοιτάζουν απ' το μέλλον. Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη και μόνο το δικό της βλέμμα έρχεται από τα περασμένα. Κοντεύουνε μεσάνυχτα και καθαρίζει τ' όπλο του απ' το πρωί. Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα», ευχές δε φθάνουν ώς εδώ, δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα, η σκέψη αρπάζεται απ' το κλαδί της μνήμης, μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του. Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά μ' όλα τα υλικά και δίχως λόγια. Κοντεύουν ξημερώματα κι ακόμη γυαλίζει τ' όπλ...

Ο Δεκέμβρης του 1903- ΚωνσταντίνοςΚαβάφης

  Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω — αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη,  για τα μάτια· όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου, ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου, 5 οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν  στα όνειρά μου, τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω. [ 1904 ]

Σπασμένο καράβι- Γιάννης Σκαρίμπας

 Σπασμένο καράβι νάμαι, πέρα βαθιά –έτσι νάμαι–  με χώρις κατάρτια με χώρις πανιά να κοιμάμαι.  Νάν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική γύρω γύρω, με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί που θα γείρω. Νάν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά –έτσι νάναι!–  και τα βράχια κατάπληχτα και τ’ αστέρια μακριά να κυττάνε…  Δίχως χτύπο οι ώρες, και οι μέρες θλιβές –δίχως χάρη– κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μέσ’ σε νύχτες βουβές το φεγγάρι.   Έτσι νάμαι καράβι γκρεμισμένο, νεκρό –έτσι νάμαι–  σ’ αμμουδιά πεθαμένη και σε κούφιο νερό, να κοιμάμαι. Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/top-5-poiimata-tou-yanni-skariba-1/ ]

Ένας γέρος - Κωνσταντίνος Καβάφης

    Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος· με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά. Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια που είχε και δύναμι, και λόγο, κ' εμορφιά. Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει. Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό. Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα· και πώς την εμπιστεύονταν πάντα - τι τρέλλα! - την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό.» Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι κάθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει. ... Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Μικρές νοθείες- Οδυσσέας Ιωάννου

     Ποτέ του δεν κατάφερε να βγει σε μια λιακάδα και ζει με ό,τι περίσσεψε από ένα σκάρτο ποίημα τα πρωινά σηκώνεται με μια βαριά ζαλάδα και λέει πως τον ξύπνησε ένα μεγάλο κύμα   Κρεμάει τις αφίσες του στα παράθυρά του κρύβει το φως μα κρύβει κι όλα τ’ άλλα γιατί το μόνο που λαχτάρησε ως λάφυρά του είναι μια θάλασσα να φτάνει ως τη σκάλα   Βάζει σημάδια με στυλό πάνω στον τοίχο του μετράει το ύψος του που πόντο-πόντο χάνει μα κάθε βράδυ όταν βγαίνει απ’ τον ύπνο του στέκεται όρθιος και τρυπάει το ταβάνι   Είναι που ονειρεύεται πως φεύγει για ταξίδια  πως μπαίνει μέσα σε παλιές φωτογραφίες  ξέρει αν μπορούσε θα ’κανε μία απ’ τα ίδια  αλλά τι νόημα έχει το όνειρο χωρίς μικρές νοθείες

Μπαλάντα για τους ασφαλίτες - Βολφ Μπίρμαν

  Αισθήματα έχω αδελφικά για της ασφάλειας τα φτωχά λαγωνικά που με χιόνια και βροχές να με φυλάνε έχουν διαταγές   Μικρόφωνα βάζουν για ν' ακούν όσα από το στόμα μου περνούν τραγούδια και βρισιές κι αστεία στον καμπινέ και στην τραπεζαρία   Αδέρφια μου ασφαλίτες εσείς μόνο τον δικό μου ξέρετε τον πόνο   Εσείς ξέρετε πως η σκέψη μου είναι διαρκώς τρυφερή και παθιασμένη στον αγώνα αφιερωμένη   Λόγια που αλλιώς θα 'χαν χαθεί στα μαγνητόφωνά σας έχουνε γραφτεί Και για ύπνο όταν πάτε τα τραγούδια μου ξέρω τραγουδάτε   Ευχαριστώ γι αυτό πολύ συνεργάτες μου πιστοί

Σε άδειο θέατρο- Μάνος Ελευθερίου

  Σε άδειο θέατρο χωρίς τους θεατές μέσα στη νύχτα σαν καράβι ταξιδεύεις βρίσκεις λιμάνια που βουλιάξανε στο χθες και να βρεθείς ξανά στο χάος κινδυνεύεις   Παλιές αγάπες αγιασμένες και μικρές κι άλλες που μείναν στον κόσμο κολασμένες σαν καραμέλες μες στο στόμα μας πικρές μας ταξιδεύουν κάθε βράδυ στοιχειωμένες Κάτι αγάπες αγιασμένες και μικρές Παλιές αγάπες   Είχα μι' αγάπη τ' όνειρό μου ν' ακουμπώ κι έγινε θέατρο κι αυτό πυρπολημένο δεν έχει πόρτα μήτε είσοδο να μπω μονάχα ένα θεατή και μεθυσμένο μονάχα ένα θεατή και μεθυσμένο

Η μάνα μου αύριο - Αντώνης Φωστιέρης

  Μήνες και χρόνια Χρόνια πια συνήθισα Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου να φαντάζομαι Πώς θα ’ναι άραγε όταν αύριο Πάψω στ’ αλήθεια να σε βλέπω. Και συνήθισα Να ζω το σήμερα σα θύμηση του άλλοτε Με νοσταλγία παρόντος, τέλεια φθίνοντος, Αφού όσο μέλλον σου απομένει Όχι αργότερα Ήδη από τώρα λάμπει αθέατα Παρελθόν. Έτσι συνήθισα Καθώς περνάς από δωμάτιο σε δωμάτιο Και σκουντουφλάς και συγυρίζεις μες στα μαύρα σου Να ’σαι η σκιά που στην ανάμνηση μειλίχια Ίδια η φωνή σου χαμηλή κι όταν με μάλωνε Ποιος θα ξεχάσει το καρφί του ποιος το χάδι του Ώσπου γερόντιο ρουφηγμένο κι αφτιασίδωτο Μούμια μωρού να ολολύζει Απ’ τις φασκιές. Με αυτοσχέδιες ασκήσεις πια συνήθισα Να κλαίω για σένα ζωντανή κι ότι αναχώρησες Όμως μετά τί φωταψίες αναστάσεως Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου και φαντάζομαι Πως απ’ το αύριο γυρνάς γιατί μ’ αγάπησες Γιατί σ’ αγάπησα κι εγώ, κι αυτό το αύριο Θα περιμένει λίγο ακόμη – αυτό που αύριο Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου και φαντάζομαι Θα λάμψει γύρω σου απροκάλυπτα Παρόν.

Απόγευμα (Ντίνος Χριστιανόπουλος)

  Ήταν ωραίο εκείνο το απόγευμα με την ατελείωτη συζήτηση στο πεζοδρόμιο. Τα πουλιά κελαηδούσαν, οι άνθρωποι πέρναγαν, τ’ αυτοκίνητα τρέχανε. Στο απέναντι παράθυρο το ράδιο έπαιζε ρεμπέτικα και το κορίτσι του διπλανού μας τραγούδαγε το ντέρτι του. Φυλλοροούσε η ακακία κι ευωδίαζε το γιασεμί και μες στην Τάπια τα παιδιά παίζαν κρυφτούλι και τα κορίτσια γύρναγαν σκοινί— παίζαν στην Τάπια και δεν ξέραν απο θάνατο, παίζαν στην Τάπια και δεν ξέραν απο τύψη, κι εγώ τους αγάπησα πολύ τους ανθρώπους εκείνο το απόγευμα, δεν ξέρω γιατί, πολύ τους αγάπησα, σαν ένας μελλοθάνατος.

Αντώνης Φωστιέρης- «Η Αράχνη»

  Η Αράχνη - Νικόλαος Γύζης Καθόμουν ώρες μες στην πλήξη μου και χάζευα Όπως το κάνουν όλοι αυτοί που κουραστήκανε Από τα τόσα που ελπίζουν ότι ζήσανε Στο χλιαρό κενό τού να μη σκέφτομαι καθόμουνα Παρατηρώντας μιαν αράχνη που αιωρείτο. Εκείνη κάτι θα σκεφτότανε φαντάζομαι Γιατί όλο ανέβαινε το σιχαμένο ιστό της Έμενε ακίνητη συσπώντας τις κεραίες κι έπειτα Ακάθεκτη ορμούσε στο κενό. Μύγα ή ζωύφιο δεν πέρασε, όσο είδα. Όμως η θήρα προχωρούσε δίχως θήραμα Με τη σοφία εκείνου που γνωρίζει πως το ανύπαρκτο Θέλει δραστήρια τέχνη να το αδράξεις. Σοφία ωραία λιλιπούτειου τέρατος Που σε κλωστούλα σάλιου παραμόνευε Να παγιδέψει το άπιαστο Και με χαψιές μεγάλες τέλος καταβρόχθισε Τις ώρες μου, την πλήξη, το κενό. Φωστιέρης, Α. (2000). Η σκέψη ανήκει στο πένθος, Αθήνα: Καστανιώτης

ΑΛΕΚΟΣ ΛΟΥΝΤΖΗΣ- ΠΡΟΣΩΠΟΠΑΓΑΝΔΑ

  Σπουδαίοι άνθρωποι που ασχολούνται σοβαρά με τον εαυτό τους Τον αυτοβιογραφούν, τον ακονίζουν, τον συγχωρούν τον συστήνουν τον πωλούν Έσονται πρώτοι, σαν ψεύτικοι   Σπουδαίοι κι όσοι δεν το κάνουν, τόσο όμορφοι αυτοί οι τελευταίοι μοναχικοί, ανιδιοτελείς, ριζοσπάστες χωρίς εγωισμό και μικρότητα χωρίς ζωή, σαν αληθινοί   Έσονται πρώτοι, σαν να ’ταν τελευταίοι

Η θάλασσα – Ντίνος Χριστιανόπουλος

  “Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα: μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις. Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους – μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις, γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα, ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες. Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι. Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει. Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα: χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει.”

Μαγιακόφσκι -Νίκος Καρούζος

  Ὡραῖος ἀπ᾿ τὴ θύελλα τῆς βιομηχανίας ἀεροπόρος τῶν ἡλιόλουστων ἡμερῶν μεγάλο δάκρυ ποὺ κατεβαίνει ὡς τὰ χείλη γιὰ νὰ καίει τὶς ἀθάνατες Μαρίες ὁ Βλαντιμίρ. Ἴσως ἔπρεπε πρὶν ἀπ᾿ τὴν ἔνδοξη ταφὴ νὰ φωτίζεται μὲ προβολεῖς ὁ νεκρός του. Ἴσως ἀξίζει νὰ τὸν βλέπουμε σὰν καταρράκτη ἀνάμεσα στὴν ὁρμὴ τ᾿ οὐρανοῦ καὶ στὰ δάση. Ἴσως ἔπρεπε νὰ διευθύνει κοσμοδρόμια. Πάντως μ᾿ ἀρέσει ποὺ ἐπίασε τὴν παλιὰ Ρωσία ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ καὶ τὴν ἔστειλε στὸ διάβολο θρυμματίζοντας μία κιθάρα στὸ κεφάλι της. Μ᾿ ἀρέσει ποὺ δὲν θὰ πεθάνει ποτὲ γιατί δὲν ξεχώρισε τὴ συμφορὰ καὶ τὴν ποίηση. Μ᾿ ἀρέσει γιατὶ στάθηκε στὸ ὕψος του ὁ Βλαντιμίρ. Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔδινε στὸν Κουτούζωφ τὴ μυστηριώδη δύναμη. Αὐτὸς εἶναι ποὺ σκύλιαζε πραγματικὰ γιὰ τὸ μέλλον. Αὐτὸς ἔλαμπε στὴν κατάλευκη ὁρμὴ τοῦ Οὐλιάνωφ. Ἀπ᾿ τὴν ἄγνωστη χαραυγή μας, ἀπ᾿ τὰ σπήλαια, ἔτσι δείχνουν τὰ πράγματα. Ἡ ζωὴ θὰ πρέπει νὰ προσχωρήσει μαζί του ὁλάκερη καθὼς τὴ χάρισε στὴν καρδιὰ τῶν δικαίων. Ἡ ζωὴ θὰ χρειαστεῖ καὶ πάλι τοὺς χαρταετούς. Ἀπ᾿ τὸ βαρύ του ...

Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεχτικός -Άρης Αλεξάνδρου

  Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεχτικός όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν βαριά τραυματισμένο που κουβαλάς στον ώμο. Εκεί που προχωράς μέσα στη νύχτα μπορεί να τύχει να γλιστρήσεις στους κρατήρες των οβίδων μπορεί να τύχει να μπλεχτείς στα συρματοπλέγματα. Να ψαχουλεύεις στο σκοτάδι με τα γυμνά σου πόδια κι όσο μπορείς μη σκύβεις για να μη σούρνονται τα χέρια του στο χώμα. Βάδιζε πάντα σταθερά σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις πριν σταματήσει η καρδιά του. Να εκμεταλλεύεσαι κάθε λάμψη απ’ τις ριπές των πολυβόλων για να κρατάς σωστόν τον προσανατολισμό σου πάντοτε παράλληλα στις γραμμές των δυο μετώπων. Ξεπνοϊσμένος έτσι να βαδίζεις σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις εκεί στην άκρη του νερού εκεί στη πρωινή την πράσινη σκιά ενός μεγάλου δέντρου. Προς το παρόν, να ‘σαι πολύ προσεχτικός όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν μελλοθάνατο που κουβαλάς στον ώμο.