Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα ποίηση

Ο Δεκέμβρης του 1903- ΚωνσταντίνοςΚαβάφης

  Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω — αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη,  για τα μάτια· όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου, ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου, 5 οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν  στα όνειρά μου, τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω. [ 1904 ]

Σπασμένο καράβι- Γιάννης Σκαρίμπας

 Σπασμένο καράβι νάμαι, πέρα βαθιά –έτσι νάμαι–  με χώρις κατάρτια με χώρις πανιά να κοιμάμαι.  Νάν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική γύρω γύρω, με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί που θα γείρω. Νάν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά –έτσι νάναι!–  και τα βράχια κατάπληχτα και τ’ αστέρια μακριά να κυττάνε…  Δίχως χτύπο οι ώρες, και οι μέρες θλιβές –δίχως χάρη– κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μέσ’ σε νύχτες βουβές το φεγγάρι.   Έτσι νάμαι καράβι γκρεμισμένο, νεκρό –έτσι νάμαι–  σ’ αμμουδιά πεθαμένη και σε κούφιο νερό, να κοιμάμαι. Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/top-5-poiimata-tou-yanni-skariba-1/ ]

Ένας γέρος - Κωνσταντίνος Καβάφης

    Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος· με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά. Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια που είχε και δύναμι, και λόγο, κ' εμορφιά. Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει. Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό. Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα· και πώς την εμπιστεύονταν πάντα - τι τρέλλα! - την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό.» Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι κάθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει. ... Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Μικρές νοθείες- Οδυσσέας Ιωάννου

     Ποτέ του δεν κατάφερε να βγει σε μια λιακάδα και ζει με ό,τι περίσσεψε από ένα σκάρτο ποίημα τα πρωινά σηκώνεται με μια βαριά ζαλάδα και λέει πως τον ξύπνησε ένα μεγάλο κύμα   Κρεμάει τις αφίσες του στα παράθυρά του κρύβει το φως μα κρύβει κι όλα τ’ άλλα γιατί το μόνο που λαχτάρησε ως λάφυρά του είναι μια θάλασσα να φτάνει ως τη σκάλα   Βάζει σημάδια με στυλό πάνω στον τοίχο του μετράει το ύψος του που πόντο-πόντο χάνει μα κάθε βράδυ όταν βγαίνει απ’ τον ύπνο του στέκεται όρθιος και τρυπάει το ταβάνι   Είναι που ονειρεύεται πως φεύγει για ταξίδια  πως μπαίνει μέσα σε παλιές φωτογραφίες  ξέρει αν μπορούσε θα ’κανε μία απ’ τα ίδια  αλλά τι νόημα έχει το όνειρο χωρίς μικρές νοθείες

Μπαλάντα για τους ασφαλίτες - Βολφ Μπίρμαν

  Αισθήματα έχω αδελφικά για της ασφάλειας τα φτωχά λαγωνικά που με χιόνια και βροχές να με φυλάνε έχουν διαταγές   Μικρόφωνα βάζουν για ν' ακούν όσα από το στόμα μου περνούν τραγούδια και βρισιές κι αστεία στον καμπινέ και στην τραπεζαρία   Αδέρφια μου ασφαλίτες εσείς μόνο τον δικό μου ξέρετε τον πόνο   Εσείς ξέρετε πως η σκέψη μου είναι διαρκώς τρυφερή και παθιασμένη στον αγώνα αφιερωμένη   Λόγια που αλλιώς θα 'χαν χαθεί στα μαγνητόφωνά σας έχουνε γραφτεί Και για ύπνο όταν πάτε τα τραγούδια μου ξέρω τραγουδάτε   Ευχαριστώ γι αυτό πολύ συνεργάτες μου πιστοί

Σε άδειο θέατρο- Μάνος Ελευθερίου

  Σε άδειο θέατρο χωρίς τους θεατές μέσα στη νύχτα σαν καράβι ταξιδεύεις βρίσκεις λιμάνια που βουλιάξανε στο χθες και να βρεθείς ξανά στο χάος κινδυνεύεις   Παλιές αγάπες αγιασμένες και μικρές κι άλλες που μείναν στον κόσμο κολασμένες σαν καραμέλες μες στο στόμα μας πικρές μας ταξιδεύουν κάθε βράδυ στοιχειωμένες Κάτι αγάπες αγιασμένες και μικρές Παλιές αγάπες   Είχα μι' αγάπη τ' όνειρό μου ν' ακουμπώ κι έγινε θέατρο κι αυτό πυρπολημένο δεν έχει πόρτα μήτε είσοδο να μπω μονάχα ένα θεατή και μεθυσμένο μονάχα ένα θεατή και μεθυσμένο

Η μάνα μου αύριο - Αντώνης Φωστιέρης

  Μήνες και χρόνια Χρόνια πια συνήθισα Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου να φαντάζομαι Πώς θα ’ναι άραγε όταν αύριο Πάψω στ’ αλήθεια να σε βλέπω. Και συνήθισα Να ζω το σήμερα σα θύμηση του άλλοτε Με νοσταλγία παρόντος, τέλεια φθίνοντος, Αφού όσο μέλλον σου απομένει Όχι αργότερα Ήδη από τώρα λάμπει αθέατα Παρελθόν. Έτσι συνήθισα Καθώς περνάς από δωμάτιο σε δωμάτιο Και σκουντουφλάς και συγυρίζεις μες στα μαύρα σου Να ’σαι η σκιά που στην ανάμνηση μειλίχια Ίδια η φωνή σου χαμηλή κι όταν με μάλωνε Ποιος θα ξεχάσει το καρφί του ποιος το χάδι του Ώσπου γερόντιο ρουφηγμένο κι αφτιασίδωτο Μούμια μωρού να ολολύζει Απ’ τις φασκιές. Με αυτοσχέδιες ασκήσεις πια συνήθισα Να κλαίω για σένα ζωντανή κι ότι αναχώρησες Όμως μετά τί φωταψίες αναστάσεως Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου και φαντάζομαι Πως απ’ το αύριο γυρνάς γιατί μ’ αγάπησες Γιατί σ’ αγάπησα κι εγώ, κι αυτό το αύριο Θα περιμένει λίγο ακόμη – αυτό που αύριο Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου και φαντάζομαι Θα λάμψει γύρω σου απροκάλυπτα Παρόν.

Απόγευμα (Ντίνος Χριστιανόπουλος)

  Ήταν ωραίο εκείνο το απόγευμα με την ατελείωτη συζήτηση στο πεζοδρόμιο. Τα πουλιά κελαηδούσαν, οι άνθρωποι πέρναγαν, τ’ αυτοκίνητα τρέχανε. Στο απέναντι παράθυρο το ράδιο έπαιζε ρεμπέτικα και το κορίτσι του διπλανού μας τραγούδαγε το ντέρτι του. Φυλλοροούσε η ακακία κι ευωδίαζε το γιασεμί και μες στην Τάπια τα παιδιά παίζαν κρυφτούλι και τα κορίτσια γύρναγαν σκοινί— παίζαν στην Τάπια και δεν ξέραν απο θάνατο, παίζαν στην Τάπια και δεν ξέραν απο τύψη, κι εγώ τους αγάπησα πολύ τους ανθρώπους εκείνο το απόγευμα, δεν ξέρω γιατί, πολύ τους αγάπησα, σαν ένας μελλοθάνατος.

Αντώνης Φωστιέρης- «Η Αράχνη»

  Η Αράχνη - Νικόλαος Γύζης Καθόμουν ώρες μες στην πλήξη μου και χάζευα Όπως το κάνουν όλοι αυτοί που κουραστήκανε Από τα τόσα που ελπίζουν ότι ζήσανε Στο χλιαρό κενό τού να μη σκέφτομαι καθόμουνα Παρατηρώντας μιαν αράχνη που αιωρείτο. Εκείνη κάτι θα σκεφτότανε φαντάζομαι Γιατί όλο ανέβαινε το σιχαμένο ιστό της Έμενε ακίνητη συσπώντας τις κεραίες κι έπειτα Ακάθεκτη ορμούσε στο κενό. Μύγα ή ζωύφιο δεν πέρασε, όσο είδα. Όμως η θήρα προχωρούσε δίχως θήραμα Με τη σοφία εκείνου που γνωρίζει πως το ανύπαρκτο Θέλει δραστήρια τέχνη να το αδράξεις. Σοφία ωραία λιλιπούτειου τέρατος Που σε κλωστούλα σάλιου παραμόνευε Να παγιδέψει το άπιαστο Και με χαψιές μεγάλες τέλος καταβρόχθισε Τις ώρες μου, την πλήξη, το κενό. Φωστιέρης, Α. (2000). Η σκέψη ανήκει στο πένθος, Αθήνα: Καστανιώτης

ΑΛΕΚΟΣ ΛΟΥΝΤΖΗΣ- ΠΡΟΣΩΠΟΠΑΓΑΝΔΑ

  Σπουδαίοι άνθρωποι που ασχολούνται σοβαρά με τον εαυτό τους Τον αυτοβιογραφούν, τον ακονίζουν, τον συγχωρούν τον συστήνουν τον πωλούν Έσονται πρώτοι, σαν ψεύτικοι   Σπουδαίοι κι όσοι δεν το κάνουν, τόσο όμορφοι αυτοί οι τελευταίοι μοναχικοί, ανιδιοτελείς, ριζοσπάστες χωρίς εγωισμό και μικρότητα χωρίς ζωή, σαν αληθινοί   Έσονται πρώτοι, σαν να ’ταν τελευταίοι

Η θάλασσα – Ντίνος Χριστιανόπουλος

  “Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα: μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις. Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους – μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις, γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα, ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες. Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι. Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει. Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα: χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει.”

Μαγιακόφσκι -Νίκος Καρούζος

  Ὡραῖος ἀπ᾿ τὴ θύελλα τῆς βιομηχανίας ἀεροπόρος τῶν ἡλιόλουστων ἡμερῶν μεγάλο δάκρυ ποὺ κατεβαίνει ὡς τὰ χείλη γιὰ νὰ καίει τὶς ἀθάνατες Μαρίες ὁ Βλαντιμίρ. Ἴσως ἔπρεπε πρὶν ἀπ᾿ τὴν ἔνδοξη ταφὴ νὰ φωτίζεται μὲ προβολεῖς ὁ νεκρός του. Ἴσως ἀξίζει νὰ τὸν βλέπουμε σὰν καταρράκτη ἀνάμεσα στὴν ὁρμὴ τ᾿ οὐρανοῦ καὶ στὰ δάση. Ἴσως ἔπρεπε νὰ διευθύνει κοσμοδρόμια. Πάντως μ᾿ ἀρέσει ποὺ ἐπίασε τὴν παλιὰ Ρωσία ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ καὶ τὴν ἔστειλε στὸ διάβολο θρυμματίζοντας μία κιθάρα στὸ κεφάλι της. Μ᾿ ἀρέσει ποὺ δὲν θὰ πεθάνει ποτὲ γιατί δὲν ξεχώρισε τὴ συμφορὰ καὶ τὴν ποίηση. Μ᾿ ἀρέσει γιατὶ στάθηκε στὸ ὕψος του ὁ Βλαντιμίρ. Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔδινε στὸν Κουτούζωφ τὴ μυστηριώδη δύναμη. Αὐτὸς εἶναι ποὺ σκύλιαζε πραγματικὰ γιὰ τὸ μέλλον. Αὐτὸς ἔλαμπε στὴν κατάλευκη ὁρμὴ τοῦ Οὐλιάνωφ. Ἀπ᾿ τὴν ἄγνωστη χαραυγή μας, ἀπ᾿ τὰ σπήλαια, ἔτσι δείχνουν τὰ πράγματα. Ἡ ζωὴ θὰ πρέπει νὰ προσχωρήσει μαζί του ὁλάκερη καθὼς τὴ χάρισε στὴν καρδιὰ τῶν δικαίων. Ἡ ζωὴ θὰ χρειαστεῖ καὶ πάλι τοὺς χαρταετούς. Ἀπ᾿ τὸ βαρύ του ...

Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεχτικός -Άρης Αλεξάνδρου

  Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεχτικός όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν βαριά τραυματισμένο που κουβαλάς στον ώμο. Εκεί που προχωράς μέσα στη νύχτα μπορεί να τύχει να γλιστρήσεις στους κρατήρες των οβίδων μπορεί να τύχει να μπλεχτείς στα συρματοπλέγματα. Να ψαχουλεύεις στο σκοτάδι με τα γυμνά σου πόδια κι όσο μπορείς μη σκύβεις για να μη σούρνονται τα χέρια του στο χώμα. Βάδιζε πάντα σταθερά σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις πριν σταματήσει η καρδιά του. Να εκμεταλλεύεσαι κάθε λάμψη απ’ τις ριπές των πολυβόλων για να κρατάς σωστόν τον προσανατολισμό σου πάντοτε παράλληλα στις γραμμές των δυο μετώπων. Ξεπνοϊσμένος έτσι να βαδίζεις σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις εκεί στην άκρη του νερού εκεί στη πρωινή την πράσινη σκιά ενός μεγάλου δέντρου. Προς το παρόν, να ‘σαι πολύ προσεχτικός όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν μελλοθάνατο που κουβαλάς στον ώμο.

Κι ήθελε ακόμη… Μανόλης Αναγνωστάκης

  Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες. Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία Καρφώσατε σʼ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα Η πρόγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις. Εκεί, προσεχτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη, Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω. Όρθιος, και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.

Ποιητική Αναγνωστάκης Μανόλης

  ― Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις, Tην ιερότερη εκδήλωση του Aνθρώπου Tην χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον Tων σκοτεινών επιδιώξεών σας Eν πλήρει γνώσει της ζημίας που προκαλείτε Mε το παράδειγμά σας στους νεωτέρους. ― Tο τί δ ε ν πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις Eσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια, Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια Kαι μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αυτιά N' ακούτε,  με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε. Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε; Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις. Έ ναι λοιπόν! Kηρύγματα και ρητορείες. Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις Nα μην τις παίρνει ο άνεμος. (από το  Όμως γιατί ξαναγυρίζουμε κάθε φορά χωρίς σκοπό στον ίδιο τόπο , Eρμής 2000)  

Κεριά (1899) -Κωνσταντίνος Καβάφης

  Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας σα μιά σειρά κεράκια αναμένα – χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια. Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν, μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων· τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη, κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά. Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των, και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι. Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά. Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

Τείχη (1897) -Kωνσταντίνος Καβάφης

  Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη. Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ. Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη· διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον. Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω. Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Για τον ΠαύλοΦύσσα (του Σταμάτη Κραουνάκη)

Είσαι αδερφός μου Παύλο Φύσσα,  Τώρα σε βλέπω απ’ την αφίσα, Με την πληγή, Η μνήμη που κρατάει μαχαίρι Οπλίζει τώρα κι άλλο χέρι Και καίει τη γη ζωές ζητάει να αποτελειώσει  Ο φασισμός πουλάει τη δόση Κι ο καναπές την αγοράζει  Στις γειτονιές των ηττημένων Το τέρας στέκεται στημένο Σπίτια ρημάζει Είσαι αδελφός μου Παύλο Φύσσα  Αν είσαι αέρας τώρα φύσα Να σηκωθούμε Με ένα ορφανό τραγούδι Παύλο Το πλήρωσες εσύ το ναύλο  Χωρίς επιστροφή να πούμε Είσαι αδελφός μας Παύλο Φύσσα  Αν είσαι αέρας τώρα φύσα! 

Μεταμέλεια -Βιζυηνός Γεώργιος

  Ανάθεμα την πρώτ' αρχή, που μ' είπαν να πιστέψω, πως δεν μου σώζετ' η ψυχή, σαν δεν καλογερέψω! Απ' την ζωής την Πασχαλιά μ' έκαμαν να ξεπέσω· ν' αφήσω μακριά μαλλιά και ράσο να φορέσω. Να ζω με το ξερό ψωμί, με το νερό μονάχα· για να παιδέψω το κορμί, και για ν' αγιάσω τάχα!… Καλόγεροι, σας προσκυνώ, και σας φιλώ τα χέρια. Και σας πετώ τον ουρανό και τα χρυσά τ' αστέρια. Πετώ τον σκούφο στο κελί, το ράσο στο ντουλάπι· τον νου μου – μόνο στο φιλί και μόνο στην αγάπη. Θωρώ πουλάκια στην αυλή, που παίζουν ταίρι ταίρι, και λέγω: νάμουνα πουλί! Να ήμουν περιστέρι! Θωρώ κοπέλες που περνούν να παν στο περιβόλι κι αυτού που κοντοπροσκυνούν– με παίρνουν οι Διαβόλοι!… (από  Tο τέλος του παραμυθιού ή η αρχή του ονείρου , Eρμής 2001)

Αμνησία -Γκανάς Μιχάλης

  Η κάθε μέρα σαν τη γομολάστιχα σβήνει την προηγούμενη και πάει. Άλλοτε σβήνει την επόμενη, καμιά φορά ολόκληρη βδομάδα.   Βροχές θυμάμαι και πουλιά και ιστορίες που δεν έζησα ποτέ μου.   Τις νύχτες γράφεται το μέλλον μου, τα φοβερά καθέκαστα της επομένης, και πρέπει να ξυπνάω στις εφτά, με την ψυχή στα δόντια να γυρίζω, για να προλάβω τις παραγγελίες.   Χιόνια θυμάμαι και βουνά και εξορίες που δεν έζησα ποτέ μου.   Λησμόνησα τους ίδιους τους γονείς μου, πώς ήτανε και ποιοι και πόσοι. Κοιτάζω γράμματα, φωτογραφίες, δεν ξεχωρίζω ζωντανούς και πεθαμένους. Γριές και γέροι και παιδιά, μεσήλικες θλιμμένοι.   Μάτια θυμάμαι και φωνές, πρόσωπα που δε γνώρισα ποτέ μου. (από το  Γυάλινα Γιάννενα , Καστανιώτης 1989)