Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα Μιχάλης Γκανάς

Μιχάλη Γκανά, «Χριστουγεννιάτικη ιστορία»

  Κάθεται μόνος και καθαρίζει τ' όπλο του δίπλα στο τζάκι. Κανείς δε θά 'ρθει και το ξέρει, κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι, σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι. Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια. Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη. Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι, δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει. Στην τηλεόραση χιονίζει, το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι και στις παλιές φωτογραφίες, γνώριμα μάτια των νεκρών, που τον κοιτάζουν απ' το μέλλον. Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη και μόνο το δικό της βλέμμα έρχεται από τα περασμένα. Κοντεύουνε μεσάνυχτα και καθαρίζει τ' όπλο του απ' το πρωί. Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα», ευχές δε φθάνουν ώς εδώ, δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα, η σκέψη αρπάζεται απ' το κλαδί της μνήμης, μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του. Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά μ' όλα τα υλικά και δίχως λόγια. Κοντεύουν ξημερώματα κι ακόμη γυαλίζει τ' όπλ...

Αμνησία -Γκανάς Μιχάλης

  Η κάθε μέρα σαν τη γομολάστιχα σβήνει την προηγούμενη και πάει. Άλλοτε σβήνει την επόμενη, καμιά φορά ολόκληρη βδομάδα.   Βροχές θυμάμαι και πουλιά και ιστορίες που δεν έζησα ποτέ μου.   Τις νύχτες γράφεται το μέλλον μου, τα φοβερά καθέκαστα της επομένης, και πρέπει να ξυπνάω στις εφτά, με την ψυχή στα δόντια να γυρίζω, για να προλάβω τις παραγγελίες.   Χιόνια θυμάμαι και βουνά και εξορίες που δεν έζησα ποτέ μου.   Λησμόνησα τους ίδιους τους γονείς μου, πώς ήτανε και ποιοι και πόσοι. Κοιτάζω γράμματα, φωτογραφίες, δεν ξεχωρίζω ζωντανούς και πεθαμένους. Γριές και γέροι και παιδιά, μεσήλικες θλιμμένοι.   Μάτια θυμάμαι και φωνές, πρόσωπα που δε γνώρισα ποτέ μου. (από το  Γυάλινα Γιάννενα , Καστανιώτης 1989)

ΑΜΝΗΣΙΑ Μιχάλης Γκανάς

   ΑΜΝΗΣΙΑ Μιχάλης Γκανάς Η κάθε μέρα σαν τη γομολάστιχα σβήνει την προηγούμενη και πάει. Άλλοτε σβήνει την επόμενη, καμιά φορά ολόκληρη βδομάδα.   Βροχές θυμάμαι και πουλιά και ιστορίες που δεν έζησα ποτέ μου.   Τις νύχτες γράφεται το μέλλον μου, τα φοβερά καθέκαστα της επομένης, και πρέπει να ξυπνάω στις εφτά, με την ψυχή στα δόντια να γυρίζω, για να προλάβω τις παραγγελίες.   Χιόνια θυμάμαι και βουνά και εξορίες που δεν έζησα ποτέ μου.   Λησμόνησα τους ίδιους τους γονείς μου, πώς ήτανε και ποιοι και πόσοι. Κοιτάζω γράμματα, φωτογραφίες, δεν ξεχωρίζω ζωντανούς και πεθαμένους. Γριές και γέροι και παιδιά, μεσήλικες θλιμμένοι.   Μάτια θυμάμαι και φωνές, πρόσωπα που δε γνώρισα ποτέ μου.