Περικλής Κοροβέσης : Ο Ερωτας, η Ουτοπία, η Αριστερά
Οι ρίζες του Περικλή ποτίζονταν από αρχαία νερά. Δεν ήταν η ιδιαιτερότητα που τον χαρακτήριζε, αλλά η καθολικότητα, που έπρεπε να κυριαρχεί
Οταν ο Δημήτρης Μανιάτης μού έστειλε ένα μήνυμα να γράψω ένα άρθρο για τον Περικλή Κοροβέση, 850 λέξεις, σε μια μέρα ουσιαστικά, εγώ δίστασα. Ακολούθησε δεύτερο μήνυμά του, «το ξέρω, αλλά είναι ξόδι». Είπα, αμέσως, «ναι».
«Ξόδι». Από το εξόδιον μέλος της τραγωδίας. Η τραγωδία, συνήθως, αρχίζει με μια συγκλονιστική είδηση. Στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, μέσα στη βαθιά νύχτα, ο Φύλακας των ανακτόρων βλέπει μια λάμψη, είναι η πτώση της Τροίας, το διαλαλεί. Στο τέλος της τραγωδίας το εξόδιον μέλος, το πένθιμο πικρό ξόδι, του Χορού για τον χαμό του βασιλιά.
Η δημόσια ζωή του Περικλή Κοροβέση ξεκίνησε σε άγρια εποχή, έγινε με θόρυβο διεθνώς γνωστός, χάρη στο θάρρος, την αντίσταση και το ήθος του, που οδήγησαν το Συμβούλιο της Ευρώπης στην αποπομπή της χουντικής Ελλάδας. Και τώρα, σε άλλη και αλλιώς δίσεκτη εποχή, με απουσία όλου σχεδόν του Χορού από το εξόδιον μέλος, φεύγει αθόρυβα και σιωπηλά.
Ο Περικλής είχε μια ιδιαιτερότητα στην αφήγησή του. Μπορεί να μιλάει για τη δικτατορία του προλεταριάτου του Μαρξ και στην επόμενη φράση του να το γυρίσει «στο χαμόγελο της κομμώτριας». Ή να εξηγεί τη σημειολογία του δασκάλου του Roland Barthes και ξαφνικά να αναφερθεί «στη γοητεία του ποδόγυρου».
«Πριν από τέσσερα χρόνια», μου λέει τηλεφωνικά ένας φίλος υπαίθριος παλαιοπώλης, «είχαμε βρεθεί με τον Περικλή στο Τσέρκι, το ρεμπετάδικο, σηκώνεται ξαφνικά, αρπάζει δύο νέα κορίτσια κι αρχίζουν να χορεύουν ζεϊμπέκικο, ξεφάντωσαν όλοι. Οταν ξανακάθεται, γυρίζει και μου λέει: Θα το πηδήξουμε το σύστημα». Αν ζωγραφισθεί μια αγιογραφία του Περικλή, αντί για επιτραχήλιο θα φοράει κόκκινο κασκόλ, αντί για Ευαγγέλιο θα κρατάει ένα ποτήρι ουίσκι.
Κι όμως, αυτή η σχέση πολιτικής ή φιλοσοφίας με τον έρωτα δεν θα έπρεπε να ξενίζει. H δική μας γενιά, του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, παράτησε τα συγγράμματα κι έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα του Λένιν ή του Μάο. Ρίσκαρε στα αμφιθέατρα και στον δρόμο. Και την ίδια στιγμή ο καθένας έψαχνε με αγωνία «τα πιο ωραία γαλανά μάτια της Ιατρικής», η καθεμία «τον πιο αντάρτη του Πολυτεχνείου».
Αυτός ο ερωτισμός της πολιτικής που χαρακτηρίζει βαθιά τον Περικλή έχει ρίζες σε αρχαία νερά. «Ο Ερως γίνεται χειραγωγός προς την φιλοσοφίαν, λαχτάρα μαζί και χαρά, πόθος και όλβος του απολύτου», γράφει ο Ιωάννης Συκουτρής στην Εισαγωγή του Συμποσίου του Πλάτωνα (σ. 19, εκδόσεις Κολλάρος, 1949). «Το σύνηθες τέλος των συμποσίων αυτών ήτο να μεθύσουν ή να αποκοιμηθούν όλοι. Μισθωμένοι από τον οικοδεσπότη ενεφανίζοντο διάφοροι καλλιτέχναι, ιδιαιτέρως όμως αυλητρίδες, ψάλτριαι και ορχηστρίδες, αι οποίαι προσέφεραν εις τους συνδαιτυμόνας την τέχνην των, και συχνά όχι μόνον αυτήν» (σ. 34).
Οι ρίζες του Περικλή ποτίζονταν από αρχαία νερά. Δεν ήταν η ιδιαιτερότητα που τον χαρακτήριζε, αλλά η καθολικότητα, που έπρεπε να κυριαρχεί. Η επανάσταση, η τεχνολογική πρόοδος, η πολιτική δικαιοσύνη, η δημοκρατική κοινωνία, η οικολογική αφύπνιση, οι καρποί των τεχνών, ο έρωτας, όλα αυτά είναι διαπλεγμένα σε έναν ομαδικό χορό.
Κυνηγάμε την ουτοπία
Ο Κοροβέσης επανειλημμένα σε ομιλίες του, δημόσια ή ιδιωτικά, αναφερόταν στην ουτοπία. Ελεγε, κυνηγάμε την ουτοπία, για να φτάσουμε εκεί και να στήσουμε μια καινούργια ουτοπία. Αυτό τον έφερνε σε αντιπαράθεση με το κλασικό κείμενο του Ενγκελς «Εξέλιξη του Σοσιαλισμού από την Ουτοπία στην Επιστήμη», όπου η πρώτη είναι η πρώιμη, άωρη εφηβεία. Η άποψη του Περικλή δεν είναι μια φροϊδικού τύπου παλινδρόμηση στην παιδική ηλικία. Εξάλλου, συχνά το παιδί είναι πιο σοφό από τον μεγάλο. Εξάλλου, μεγάλο μέρος του λαού μας πιστεύει σε μια ουτοπία, τον Παράδεισο. Εξάλλου, όταν βασανιζόταν απάνθρωπα από τους «Ανθρωποφύλακες» και δεν βίωνε την ουτοπία της ελευθερίας, θα άντεχε;
Αυτή η ουτοπική αναζήτηση είναι ανάγκη των καιρών μας. Κανείς δεν ξέρει πώς θα είναι η ανθρωπότητα με την ιλιγγιώδη εξέλιξη της Artificial Intelligence, της βιοτεχνολογίας, της κβαντικής φυσικής. Για να μην το καθορίσει η Apple ή η Google, η ανθρωπότητα χρειάζεται το δικό της σχέδιο, το δικό της όραμα.
Ο Περικλής δεν πρότεινε την ουτοπία της φυγής, αλλά την ουτοπία της ανασυγκρότησης, για να χρησιμοποιήσουμε δύο όρους του Lewis Mumford.
Οχι της παρηγοριάς, αλλά της μάχης. Οχι της παραίτησης, αλλά της ρήξης. Είναι αυτό ένα από τα στοιχεία του που έφερναν τον Περικλή πάνω και πέρα από την Αριστερά. Κι ακόμα, η άποψή του ότι και στον υπόκοσμο υπάρχουν αξίες, όπως διαμάντια μέσα στα κάρβουνα. Ο περίπατός του σε βρώμικα νερά, όπου η γραφειοκρατική Αριστερά φοβόταν μη λεκιάσει το καθαρό μπλουτζίν της. Ο διάλογος με τους νέους της αναρχίας. Η γειτονιά του που ήταν ο κόσμος.
Η περίοδος της ζωής του Κοροβέση συνέπεσε να είναι μια φάση ιστορικής καθόδου και βαθιάς κρίσης της Αριστεράς. Κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης. Ηττα ή συμβιβασμός του απελευθερωτικού αντάρτικου. Ατλαντισμός των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών. Τρίτο μνημόνιο από μια αριστερής προέλευσης κυβέρνηση, εδώ.
Οταν ένας βοσκός βλέπει να έχουν ορμήσει στη στάνη του ορδές λύκων, εύχεται να έχει επιβιώσουν ένα κριάρι και έξι - επτά κατσίκες, για να δημιουργηθεί το νέο κοπάδι. Για την Αριστερά έχει ζωτική σημασία να επιβιώσουν ορισμένες, μεγάλες ή μικρές, εστίες γνησιότητας, ήθους, στοχασμού, αναζήτησης ιδανικών, εμψύχωσης. Μια απ' αυτές, πολύτιμη, είναι η πολιτική και λογοτεχνική κληρονομιά του Περικλή. Και δεν θα τον ξεχάσει ποτέ ο κόσμος. Γιατί η νεολαία θα τον ανακαλύπτει συνεχώς. Για τα φλογερά επαναστατικά συνθήματά του.
Με τον Περικλή Κοροβέση και τη Μαρία Κατεργάρη - που τον στήριξε όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια - μαζί με τη σύζυγό μου, με κοινές φίλες και φίλους, βρεθήκαμε κοντά. Και οι δυο μας είχαμε επιλέξει μοναχικές πορείες. Θυμάμαι τη μακαρονάδα του σε μελάνι σουπιάς. Ζούσε λιτά. Μοχθούσε για το εισόδημά τους. Ηταν ευαίσθητος. Αυτός, ο Μοναδικός, ο Μποέμ της καθημερινότητας, ο Σεμνός και Ευαίσθητος, ο Αγιος Πότης.
Την Τρίτη ήταν η κηδεία του. Είχα μια έντονη εσωτερική πάλη, ανήκω στις ευπαθείς ομάδες. Απαγορευόταν. Είπα θα μείνω έξω από το νεκροταφείο, δεν θα ανοίξω τα παράθυρα του αυτοκινήτου. Ομως, μετά σκέφθηκα: Και τι θα σκεφτεί η ηλικιωμένη, που μένει έναν μήνα κλειστή στο ημιυπόγειο, βλέποντάς με έξω; Δεν πήγα τελικά. Και η ερινύα με κυνηγά.
Και η τελευταία λέξη, που δεν έχω ξαναπεί για άνδρα. Τον Περικλή τον αγαπούσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου