Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

Μενέλαος Λουντέμης -Έκσταση (απόσπασμα)

 

Καλλιτεχνικοί Εικονογράφηση | Woman in a white dress by the sea |  Europosters

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, ΦΕΤΕΙΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, μεθυστικό, αθάνατο. Είσαι το τελευταίο! Πώς μπορεί ν’ αντέξει άνθρωπος σε τόση φωτιά δυο φορές; Φέτος θα πυρπολήσουμε τη ζωή μας.

Θα τραγουδήσουμε σαν τα τζιτζίκια σου, ώς τον αφανισμό μας. Θέλω να σε παινέψω πάνω σε τούτο το χαρτί κι είναι τα δάχτυλά μου μεθυσμένα. Καλοκαίρι, καλοκαίρι... Παράδεισε ακαταλόγιστε, λογικέ!

Χτες έπεσε απάνω μας μια πεταλούδα. Μόλις είχε αφήσει το λουλούδι. Κι ήταν τόσο μεθυσμένη, που έπεσε πάνω μας.

— Καίγεστε!! Καίγεστε!! μας φωνάζει.

— Αυτό πάμε να κάνουμε, αυτό. Να γίνουμε στάχτη.

Αχ, καλοκαίρι, καλοκαίρι!

Τρέχει, και το φουστάνι της φουσκώνει και κυματίζει απ’ τον αέρα. Δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από ένα ολόασπρο φουστάνι που ανεμίζει ο αέρας και το φουστάνι να ’ναι της αγαπημένης σου.

Τρέχει... Και τρέχουν μαζί της οι πεταλούδες και τ’ ανθοπέταλα. Το φουστάνι της κυματίζει σαν ανοιξιάτικη σημαία πάνω απ’ τα σπαρτά, κι οι παπαρούνες φυλλορροούν από ζήλια.

Την πιάνω πάνω απ’ την αυλακιά και δεν ξέρω τι να την κάνω απ’ αγάπη. Το στήθος της σπαρταρά σαν του μικρού πουλιού που κρατάς στην απαλάμη σου.

Το βράδυ κοιμόμαστε απάνω στα χαλίκια... Καίνε απ’ τον ήλιο κι απ’ τα κορμιά μας.

Τα μάτια της αγαπημένης είναι μεγάλα. Τώρα κοιμάται μέσα τους το φεγγάρι. Ουρανέ... Ψάξαμε για θεούς και δε βρήκαμε. Συχώρεσέ μας που γίναμε εμείς θεοί.

Τα κύματα χασκαρίζανε στα πόδια μας.

— Τι άσπρος αστράγαλος! λέει το ένα. Θα τον φιλήσω.

— Μη... το απαγορεύει ο Ποσειδώνας.

— Πφ! Τι είναι ο Ποσειδώνας; Αυτοί που βλέπεις είναι θεοί. Άκουσα να το λέει ένα φύλλο μιας δάφνης που ’πεσε χτες απ’ τα κεφάλια τους. Δεν μπορώ, θα τον φιλήσω!

— Μη! Μη...

— Ναι! Τον φίλησα!

Κείνη την ώρα έρχεται με το τρίχαλό του μουτρωμένος ο Ποσειδώνας.

— Τι είστε σεις; μας ρωτά. Εμένα πια δε μ’ ακούνε.

— Στάσου, υιέ της Ρέας, πετάγεται μια ψιλή φωνή απ’ το δάσος. Είμαι η Άρτεμις. Περίμενε. Θα φύγουμε μαζί. Νά, αφήνω και τη φαρέτρα μου. Όλο το δάσος ξελογιάστηκε μ’ αυτούς. Εμένα πια δε μ’ ακούνε. Πάμε.

Περνάει λίγη ώρα, έρχεται ο Δίας. Βαστά στα χέρια του κάτι κεραυνούς και τους ακουμπάει στον άμμο.

— Ελάτε στον Όλυμπο, μας λέει. Μου φύγανε δυο θεοί. Σας παίρνω στη θέση τους. Έρχεστε;

— Ναι, μετά χαράς ερχόμαστε. Μα... για ποιους θα ’μαστε θεοί, πατέρα Δία;

— Για τους ανθρώπους.

— Για τους ανθρώπους; Τότε δε δεχόμαστε. Νά, πάρε το τρίχαλο και τη φαρέτρα. Δε δεχόμαστε.

— Μα τότε τι θεοί είπατε πως είστε;

— Δε δεχόμαστε για τους ανθρώπους.

— Και για ποιους θέλετε;

— Εμείς είμαστε θεοί για τον εαυτό μας!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Όχι άλλο κάρβουνο

 

ευανάγνωστα