Το απόσπασμα που ακολουθεί μετεγγράφεται από αντίτυπο των εκδόσεων Γράμματα (Αθήνα, 1991) σε μετάφραση του Γιάννη Βαλούρδου.
“Κάποιος πρέπει να είχε διαβάλει τον Γιόζεφ Κ., γιατί ένα πρωινό, δίχως να κάνει τίποτα κακό, ήρθαν και τον συνέλαβαν. Το ρολόι έδειχνε περασμένες οχτώ και η μαγείρισσα της κυρίας Γκρούμπαχ, της σπιτονοικοκυράς του, δεν είχε φέρει ακόμη το πρόγευμα όπως έκανε κάθε μέρα. Πρώτη φορά συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ο Κ. περίμενε λίγο ακόμα στο μαξιλάρι, με το βλέμμα στραμμένο προς τη γριά κυρία του απέναντι διαμερίσματος, που σήμερα τον παρατηρούσε με μεγαλύτερη περιέργεια απ’ ό,τι συνήθως, έπειτα όμως, μ’ ένα συναίσθημα δυσφορίας κι ανυπομονησίας να βάλει κάτι στο άδειο στομάχι του, χτύπησε το κουδούνι. Αμέσως, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και μπήκε ένας άντρας, που ο Κ. δεν είχε ξαναδεί ποτέ στην πανσιόν της κυρίας Γκρούμπαχ. Ήταν λεπτός αλλά γεροδεμένος. Το εφαρμοστό μαύρο κοστούμι που φορούσε θύμιζε πλήρη ταξιδιωτική εξάρτυση· εφοδιασμένο με διάφορες πιέτες, τσέπες, αγκράφες, κουμπιά και μια ζώνη, έμοιαζε ιδιαιτέρως πρακτικό, αν και στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν φανερό σε τι εξυπηρετούσε κάτι τέτοιο. “Ποιος είστε;” ρώτησε ο Κ., ανακαθίζοντας απότομα στο κρεβάτι. Εκείνος, αγνοώντας την ερώτηση, λες και η παρουσία του στο δωμάτιο έπρεπε να θεωρηθεί αυτονόητη, ρώτησε απλώς με τη σειρά του: “Χτυπήσατε το κουδούνι;” “Ναι, για να μου φέρει η Άννα το πρωινό” αποκρίθηκε ο Κ. Στη συνέχεια, προτίμησε να μείνει σιωπηλός κι αναρωτήθηκε, παρατηρώντας με προσοχή τον άγνωστο, ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος και τι γύρευε στο δωμάτιό του. Ωστόσο, εκείνος δεν εξέθεσε για πολύ τον εαυτό του στο ερευνητικό βλέμμα του Κ. Στράφηκε προς την πόρτα, την άνοιξε λίγο και είπε σε κάποιον, που προφανώς περίμενε από πίσω: “Λέει ότι θέλει να του φέρει η Άννα το πρωινό”. Απ’ το διπλανό δωμάτιο ακούστηκαν κοροϊδευτικά γέλια, που ήταν δύσκολο να συμπεράνει κανείς αν προέρχονταν από ένα ή περισσότερα άτομα. Μολονότι αυτού του είδους η απάντηση δε γνωστοποιούσε φυσικά στον ξένο κάτι καινούργιο, εκείνος έσπευσε να δηλώσει με επίσημο τόνο: “Αυτό είναι αδύνατον”. “Καλό και τούτο” ξέσπασε ο Κ. Πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι και φόρεσε βιαστικά το παντελόνι του. “Πολύ θα ήθελα να μάθω ποιοι βρίσκονται στο διπλανό δωμάτιο και τι δικαιολογία θα βρει η κυρία Γκρούμπαχ γι’ αυτή την αναστάτωση” πρόσθεσε, ενώ την ίδια στιγμή του πέρασε απ’ το μυαλό ότι, απευθύνοντας το λόγο στον ξένο, ήταν σαν να του παραχωρούσε κάποια δικαιώματα ελέγχου. Έδιωξε την σκέψη σαν να μην είχε ιδιαίτερη σημασία. Εντούτοις, ο ξένος, ερμηνεύοντας με παρόμοιο τρόπο το γεγονός ότι ο Κ. του μίλησε, είπε: “Νομίζω πως θα ’ταν καλύτερα να μείνετε στο δωμάτιό σας”. “Ούτε στο δωμάτιό μου θέλω να μείνω, ούτε ν’ ανοίξω διάλογο μαζί σας, εφόσον δε μου έχετε πει ακόμα ποιος είστε”. “Εγώ για το καλό σας το είπα” διαμαρτυρήθηκε ο άλλος, και του άνοιξε πρόθυμα την πόρτα να περάσει. Ασυναίσθητα ο Κ. κοντοστάθηκε λίγο πριν μπει στο διπλανό δωμάτιο, όπου εκ πρώτης όψεως δεν είχε αλλάξει τίποτα από το προηγούμενο βράδυ. Ήταν το σαλόνι της κυρίας Γκρούμπαχ, ένα δωμάτιο παραφορτωμένο με διάφορα έπιπλα, καλύμματα, πορσελάνες και φωτογραφίες, που σήμερα έμοιαζε λίγο πιο άδειο απ’ ό,τι συνήθως, αν και δεν ήταν εύκολο να το διαπιστώσεις με την πρώτη ματιά. Η βασική αλλαγή συνοψιζόταν στην παρουσία ενός ανθρώπου καθισμένου δίπλα στο παράθυρο μ’ ένα βιβλίο στα χέρια, απ’ το οποίο σήκωσε αμέσως τα μάτια μόλις αντιλήφθηκε την είσοδο του Κ. “Τι γυρεύετε εδώ; Δε σας είπε ο Φραντς ότι έπρεπε να μείνετε στο δωμάτιό σας;” “Ναι, αλλά αυτό που δεν μου είπε, είναι τι θέλετε τέλος πάντων από μένα” απάντησε εκείνος, στρέφοντας το βλέμμα απ’ την καινούργια του γνωριμία στον άλλον, με το όνομα Φραντς, που έστεκε ακόμη δίπλα στην πόρτα, κι έπειτα πάλι στον πρώτο. Μες’ απ’ το ανοιχτό παράθυρο διέκρινε ξανά τη γριά που, με όλη την αδιακρισία των ανθρώπων της ηλικίας της, είχε πάρει τώρα θέση απέναντι στο σαλόνι για να μη χάσει τίποτε από το θέαμα. “Πάω αμέσως στην κυρία Γκρούμπαχ και -” δήλωσε ο Κ., κάνοντας μια κίνηση προς την πόρτα σαν να ήθελε να ξεφύγει από τους δύο άντρες, αν και εκείνοι έστεκαν αρκετά μακριά του. “Όχι!” φώναξε αυτός που καθόταν δίπλα στο παράθυρο, και σηκώθηκε ρίχνοντας το βιβλίο ς’ ένα τραπεζάκι. “Δεν επιτρέπετε να φύγετε, είστε υπό κράτησιν”. “Όλα αυτό δείχνουν” είπε ο Κ. “Μήπως θα μπορούσα όμως να μάθω το λόγο;” “Δεν είμαστε εμείς αρμόδιοι να σας απαντήσουμε. Παρακαλώ, πηγαίνετε στο δωμάτιό σας και περιμένετε εκεί. Για την ώρα, φτάνει να ξέρετε ότι κινήθηκε η διαδικασία εναντίον σας. Τα υπόλοιπα θα τα πληροφορηθείτε εν καιρώ. Ήδη υπερβαίνω τα όρια των καθηκόντων μου με τις φιλικές συμβουλές που σας δίνω. Ελπίζω να μη μας ακούει κανείς άλλος εκτός απ’ τον Φραντς, ο οποίος διάκειται εξίσου φιλικά απέναντί σας, παρά τους αυστηρούς κανονισμούς της υπηρεσίας. Αν η τύχη εξακολουθήσει να σας χαμογελά το ίδιο ευνοϊκά όπως στην επιλογή των φυλάκων σας, δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα ως προς την έκβαση αυτής της υπόθεσης”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου