Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Γιάροσλαβ Χάσεκ, Μια τίμια γυναίκα

 Crime Puzzle (2021) Review — wine and a kdrama

Γιάροσλαβ Χάσεκ, Μια τίμια γυναίκα

 

Χαρακτηριστικό γνώρισμα των ανθρώπων, είναι να μην επιστρέφουν τα πράγματα που βρίσκουν. Οι άνθρωποι γενικά έχουν πολύ ελαστική συνείδηση, όταν βρίσκουν ξένα πράγματα. Δεν κάνουν καμιά προσπάθεια να τα επιστρέψουν. Τους τραβούν σαν μαγνήτες τα ξένα αυτά πράγματα. Τα νιώθουν δικά τους και πολύ δύσκολα μπορούν να τ' αποχωριστούν. Εξάλλου, το να χάνει κανείς κάτι έγινε καθημερινό φαινόμενο πια. Διαφορετικά η πρώτη φράση θα έχανε την αξία της.

Όταν ακόμα δεν υπήρχαν εφημερίδες κι η ανθρωπότητα βρισκόταν ακόμα σε πρωτόγονη κατάσταση, οι άνθρωποι έχαναν και τότε τα πράγματά τους όπως και σήμερα. Π.χ. ο κυνηγός των παλιών χρόνων έχανε το πέτρινο τσεκούρι του και άλλα αντικείμενα, που ξαναβρίσκονταν μετά από μερικές χιλιετηρίδες. Απ' αυτά τα ευρήματα γέμισαν τα Μουσεία και οι ιδιωτικές συλλογές.

Με την εξέλιξη του πολιτισμού κρίθηκε απαραίτητο να ρυθμιστεί και νομικώς η σχέση του πολίτη που χάνει κάτι μ' εκείνον που το βρίσκει. Έτσι λοιπόν έγινε ένας ειδικός νόμος, που τον ονόμασαν «απόκρυψη ευρέσεως χαμένων αντικειμένων». Για να απαλύνουν κάπως τις αυστηρές του διατάξεις, πρόσθεσαν και μια παράγραφο για αμοιβή του τίμιου ευρετού. Έκτοτε η τιμιότητα αμείβεται με το δέκα τοις εκατό της αξίας του χαμένου αντικειμένου, που βρέθηκε και παραδόθηκε στον κάτοχό του. Πριν από τον πόλεμο μου έτυχε κι εμένα μια τέτοια περίπτωση. Μόνο που οι αρχές -ίσως από άγνοια- δεν πρόσεξαν την παράγραφο, που προβλέπει την αμοιβή για τον τίμιο ευρετή. Το πράγμα έχει ως εξής:

Κάποτε σουλατσάροντας νύχτα στην Πράγα βρήκα ένα κέρμα των δέκα χέλερ. Αμέσως έτρεξα στο αστυνομικό τμήμα όπου και παρέδωσα ολόκληρο το ποσό στον αστυνομικό υπηρεσίας. Έπειτα εξέφρασα την επιθυμία να δημοσιευθεί τ' όνομά μου στις εφημερίδες και να πάρω την αμοιβή μου, δηλαδή ένα χέλερ. Κάλεσαν τότε, τον αστυνομικό επιθεωρητή. Μόλις με είδε φώναξε ότι με γνωρίζει καλά τι είμαι, και γι' αυτό θα με κρατούσε τη νύχτα εκεί. Το πρωί με παρουσίασαν σ' έναν κύριο στον πρώτο όροφο, που μου πήρε μια κατάθεση. Σύμφωνα με το «Νόμο», καταδικάστηκα σε πέντε κορόνες πρόστιμο, επειδή... κορόιδεψα τις αρχές. Σε περίπτωση, που δεν θα είχα χρήματα η ποινή θα μεταβαλλόταν σε σαρανταοκτώ ώρες κράτηση. Προτίμησα το δεύτερο. Ορκίστηκα τότε, ότι σε περίπτωση που θα 'βρισκα κάτι, δεν θα το παρέδιδα πια. Δυστυχώς δεν βρήκα από τότε τίποτε άλλο, εκτός από ένα μωρό αφημένο σ' ένα διάδρομο, όπου βρέθηκα για να σφίξω τη ζώνη μου. Το μωρό το άφησα εκεί που βρισκόταν.

Η Άννα Μπούκλοβα, παραδουλεύτρα από το Σεστρόβιτσε, πήγαινε κατά τις πέντε το πρωί προς την τοποθεσία «Αμπέλια», όπου θα έπλενε τα ρούχα μιας οικογενείας. Περνώντας όμως από τις γραμμές κοντά στο μοναστήρι, σκόνταψε πάνω σε κάτι. Ασυναίσθητα κοίταξε προς τα κάτω. Με την έμφυτη εξυπνάδα της διαπίστωσε αμέσως ότι ήταν ένα δερμάτινο πορτοφόλι. Το άνοιξε. Μέσα υπήρχαν λογής λογής χαρτιά, που δεν καταλάβαινε το περιεχόμενό τους. Επειδή όμως από τη φύση της ήταν μια καλόκαρδη και τίμια γυναίκα, έτρεξε γρήγορα στην αστυνομία και παρέδωσε το πορτοφόλι στον αστυνομικό υπηρεσίας. Αυτός εξέτασε το περιεχόμενό του και κιτρίνισε. Έπειτα σηκώθηκε και με φωνή που έτρεμε της είπε:

- Συγχαρητήρια! Βρήκατε εφτά εκατομμύρια οκτακόσιες ενενήντα έξι χιλιάδες κορόνες, σε τσεκ. Μπορούν να εξαργυρωθούν στην προεξοφλητική τράπεζα της Βοημίας.

Η Άννα Μπούκλοβα κοίταξε τον αστυνομικό με γουρλωμένα μάτια και επανέλαβε:

- Εφτά εκατομμύρια οκτακόσιες ενενήντα έξι χιλιάδες!

- Ναι, είπε πάλι ο αστυνομικός σοβαρά. Εφτά εκατομμύρια οκτακόσιες ενενήντα έξι χιλιάδες κορόνες! Καθίστε, θα πάρω την κατάθεσή σας.

- Αξιότιμε κύριε, για όνομα του Θεού, αφήστε με να πάω στη δουλειά μου, τον παρακαλούσε η Άννα Μπούκλοβα και άρχισε να κλαίει. Δεν φταίω για το πορτοφόλι. Πρέπει να πάω στην περιοχή των αμπελιών για να πλύνω κάτι ρούχα. Σκόνταψα από απροσεξία.

- Αγαπητή μου κυρία, μόνο για το τυπικό. Μια τέτοια περίπτωση πρέπει να την εξετάσει η υπηρεσία. Τ' όνομά σας θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες. Πώς λέγεστε;

-Χριστέ και Παναγία! Και η Άννα Μπούκλοβα ξέσπασε σε κλάματα. Τέτοια ντροπή! Ξυπνάω το πρωί τίμια γυναίκα και το βράδυ να φιγουράρω στις εφημερίδες. Παναγία μου, δεν θα τ' αντέξω. Σ' όλη μου τη ζωή τυραννιέμαι σαν το σκυλί. Από το Στρεζορίτσε πάω στ' Αμπέλια, από τ' Αμπέλια στο Λίμπεν. Παντού πλένω ρούχα. Από το Λίμπεν πάω στο Χλουμπότσεπι για να συγυρίσω τα σπίτια. Ο άντρας μου πίνει, τα παιδιά μου τριγυρίζουν με σχισμένα ρούχα κι εγώ φοράω το τελευταίο μου φόρεμα.

Η φωνή της πνίγηκε.

- Μα, κυρία μου, την καθησύχασε ο αστυνομικός˙ είναι καθήκον μου να σας πάρω κατάθεση και να την περάσω στο πρωτόκολλο. Μην κλαίτε, το βλέπετε ότι πρόκειται για εκατομμύρια.

- Θεέ μου, συνέχισε η Άννα Μπούκλοβα και το κλάμα της συνεχιζόταν πιο γοερό. Πρόκειται για εκατομμύρια! Εγώ όμως δεν έκανα τίποτε. Να μου τύχει τέτοιο κακό τώρα στα γεράματα! Μου φτάνει να κερδίζω με τον ιδρώτα μου λίγα χρήματα, τόσα όσα φτάνουν για ν' αγοράζω στα παιδιά μου λίγο ψωμί. Όλα ακρίβηναν κι αν ζητήσω μια κορόνα παραπάνω για σαπούνι θα με πετάξουν στο δρόμο. Τότε πρέπει να ψάχνω να βρω άλλη δουλειά. Δεν χάρηκα ποτέ στη ζωή μου, αλλά και δεν έκλεψα ποτέ. Έχω πλύνει τόσα πολλά ξένα ρούχα, που μου είναι αδύνατο να τα μετρήσω.

- Κυρία μου, ησυχάστε! Πρόκειται για το δέκα τοις εκατό.

- Δεν θέλω να έχω καμιά σχέση με ποσοστά, κύριε. Αφήστε με να πάω στο σπίτι! Δεν αντέχω πια. Στις εφτά πρέπει να βρίσκομαι στ' Αμπέλια, διαφορετικά τα ρούχα θα παραβράσουν.

Ο αστυνομικός την κοίταζε οργισμένος, χτύπησε το πορτοφόλι στο τραπέζι και φώναξε:

-Αρκετά ως εδώ. Πώς ονομάζεστε;

- Αννα Μπούκλοβα, απάντησε η τίμια γυναίκα ανάμεσα στ' αναφιλητά.

- Πού μένετε;

.- Στο Στρεζοβίτσε.

-Οδός;

- Κεντρική οδός.

-Αριθμός;

- Εξήντα εφτά.

- Γεννηθήκατε;

- Μάλιστα, κύριε, η συγχωρεμένη η μάνα μου...

- Σας ρωτώ, πότε γεννηθήκατε.

- Στα 1872.

-Πού;

- Στο σπίτι.

- Ναι, αλλά πού, στην Πράγα; Στην επαρχία;

- Στην επαρχία.

- Θεέ και κύριε, πού ακριβώς;

- Στο Ζράσλαβ, κοντά στην Πράγα.

- Περιφέρεια... Νομός... Μα τι έγινε; λιποθυμήσατε;

Μόλις συνήλθε η γυναικούλα, η ανάκριση συνεχίστηκε και τέλειωσε ως εξής:

- Έχετε αξιώσεις για το δέκα τοις εκατό; Να είστε σαφής.

- Θεός φυλάξει, κύριε. Αφήστε με να φύγω. Η μακαρίτισσα η μάνα μου έλεγε: Οι τίμιοι αμύνονται ως το τέλος.

-Αφού είναι έτσι, υπογράψτε τότε το πρωτόκολλο.

- Στ' όνομα του Πατρός και του Υιού, αναστέναξε η Άννα Μπούκλοβα και υπόγραψε με μια μονοκοντυλιά.

Τέσσερις ώρες αργότερα εμφανίστηκε στη διεύθυνση της αστυνομίας ένας νεαρός, που έδειχνε για Αμερικάνος.

- Έχω χάσει, είπε με σπασμένα γερμανικά, πορτοφόλι μου. Αυτό πρέπει να είναι από τσέπη μου πέσει τελευταία νύχτα. Ανάφερε το ποσόν και τον αριθμό των τσεκ.

Έπειτα συνέχισε, πως δεν ενδιαφέρεται και τόσο για τα λεφτά, όσο για τις σπουδαίες επαγγελματικές σημειώσεις, που περιέχει μέσα, για τη φτηνή αγορά εντοσθίων από χήνες. Του πήραν μια κατάθεση. Όταν του είπαν έπειτα ότι αυτή που βρήκε τα χρήματα παραιτήθηκε από την αμοιβή του δέκα τοις εκατό, ο βασιλιάς των εντοσθίων από χήνες είπε:

-Καλά, καλά.

Έπειτα έφυγε, αφού αρνήθηκε να σημειώσει τη διεύθυνση της Άννας Μπούκλοβα.

Οι βραδινές εφημερίδες αφιέρωσαν ολόκληρες στήλες για την τίμια γυναίκα, που δεν δέχθηκε ένα τόσο μεγάλο ποσό.

Η Άννα Μπούκλοβα, όμως, μεταφέρθηκε το βράδυ στο νοσοκομείο. Ο άντρας της την έκανε μαύρη στο ξύλο, όταν διάβασε στις βραδινές εφημερίδες το περιστατικό.

μτφρ. Λ Ολύμπιος

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τώρα είναι ήσυχα …- Κατερίνα Γώγου

    Τώρα είναι ήσυχα … Η θάλασσα λείπει μακριά και τα κοράκια δεν τρώνε σάπια συκώτια απ’ το ουίσκι. Μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι. Το κόμμα διασπάστηκε στα χίλια και ο Μπερλίνγκουερ έπλεξε με το βελονάκι κουβέρτα να κουκουλώσουμε τις ταξικές ανησυχίες μας. Η τάξη που θα ‘φερνε την αλλαγή αποκοιμήθηκε. Μπορούμε κι εμείς να παίξουμε την ηγεσία. Κοιμήσου … τώρα είναι ήσυχα. Η εποχή μας. Νάνι φαΐ και πήδημα. Οι τραμπούκοι προσεύχονται στο μαξιλάρι μας κι οι δολοφόνοι δουλεύουν για μας.

Ο Παναγιώτης Κονδύλης για την Αριστερά και τη Δεξιά

  « Όταν ανατέμνω τις ιδεολογικές ψευδαισθήσεις των δεξιών, πλείστοι όσοι με θεωρούν αριστερό· όταν υποβάλλω σε βάσανο τις αντίστοιχες αυταπάτες των αριστερών, πλείστοι όσοι με χαρακτηρίζουν δεξιό . Η δική μου τοποθέτηση παραμένει, βέβαια, αμετάβλητη και στις δύο περιπτώσεις. Γιατί και στις δύο χρησιμοποιώ τα ίδια αναλυτικά εργαλεία και στις δύο, πρόθεσή μου δεν είναι να προσφέρω πολεμικά επιχειρήματα στη μια πλευρά εναντίον της άλλης, αλλά να δω τα πράγματα σε μιαν ευρύτερη κι υπέρτερη προοπτική ­και μια τέτοια προοπτική είναι, ως γνωστόν, άχρηστη σε όσους μάχονται για τη παράταξή τους, μαχόμενοι ταυτόχρονα (ιδιοτελώς ή ανιδιοτελώς, αυτό δεν ενδιαφέρει εδώ) για τον εαυτό τους, ήτοι για τη ταυτότητα που τους επιτρέπει να προσανατολίζονται και να επιβιώνουν κοινωνικά. Ακριβώς η συνύφανση της πολιτικής ιδεολογίας με τις εκάστοτε ανάγκες της προσωπικής ταυτότητας προσδίδει στις διαμάχες μεταξύ φορέων των διαφόρων ιδεολογιών οξύτητα ασυμβίβαστη με μιαν διαφορισμένη θεώρηση του άλλου· γ...

Ερώτηση την Ευρωβουλή για τις κεραίες - ενημέρωση

 (Ενημέρωση από κα. Πίτσα Κάτσικα)   Αγαπητοί φίλοι, Κατατέθηκε στην Ευρωβουλή ερώτηση για τις κεραίες από τον Δημ. Παπαδημούλη και άλλους βουλευτές (η ερώτηση εδώ ). Για να διατυπώσουμε ερώτηση είχαμε ζητήσει κατ΄αρχάς συνεργασία του κ. Γεωργίου και κ. Μέτση. Προχθές είχαμε τη διαβούλευση στο Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής και Τηλεπικοινωνιών στις 12:30. Μας δέχθηκε η κα. Σγώρα Αγγελική ειδική σύμβουλος στον τομέα της ψηφιακής πολιτικής και ο κ. Σκούτας,χαχαχα Δ/ντής στο γραφείο του κ. Παππά. Από τη Διαδημοτική Δράση μας είχαμε πάει ο Αποστόλης Κατσόγιαννης, η Ελένη Δελώτη, η υπογράφουσα Πίτσα Κάτσικα, ο Θεόδωρος Μέτσης, και ο Γιώργος Τζιβελόπουλος, καθώς και ο Λουκάς Μαργαρίτης (καθηγητής κυτταροβιολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο). Από τη συλλογικότητα  Παναττική ήρθε η κα. Θεοδωροπούλου, ο Κώστας Διάκος δικηγόρος και στο τέλος ήρθε και η κα. Τζαμαλούκα. Επίσης ήρθε και η αντιδήμαρχος Αγ. Παρασκευής Ελ. Πετσατώδη καθώς και ο Τρύφων Κούτρας από ...