Μας είπαν πως είναι ο καπετάν Άρης με τους αντάρτες του.
Πλησιάσαμε στο χωριό. Είχαν ειδοποιηθεί και μας περίμεναν. Μπήκαμε στη
γραμμή, τριάδες, και έδωσε αναφορά στον Άρη ο Θάνος. Ανταμώσαμε τώρα και
με τους αντάρτες του Άρη και αρχίσαμε τη συζήτηση. Ο Άρης είχε και τους
3 Εγγλέζους που είχαν πέσει στο Καρπενήσι. Ο ένας ήταν Έλληνας. Είχε
στολή λοχαγού. Αυτός ήξερε ελληνικά. Το μεσημέρι συγκεντρωθήκαμε όλοι
στην πλατεία. Θα ήμασταν περίπου 200 αντάρτες. Μας έβαλε σε ομάδες ο
Άρης. Η κάθε ομάδα είχε 15 άντρες. Εμένα με έβαλε στη 2η ομάδα
Παρνασσίδας. Το απόγευμα ήλθε και το αρχηγείο Ευρυτανίας με 80 περίπου αντάρτες. Στο αρχηγείο αυτό ήταν και ο θείος μου Σωκράτης Γκέκας ή καπετάν Άθως. Επίσης και οι χωριανοί μου Γιάννης Ντίκας και Πάνος Λάμπρος. Χαρές, φιλιά, τα είπαμε για λίγο. Προς το βραδάκι, πριν νυχτώσει, φωνάζουν η 1η και η 2η ομάδα Παρνασσίδας να μπουν στη γραμμή. Ετοιμαστείτε να φύγουμε. Αφού ετοιμαστήκαμε μας είπαν ότι θα συνοδεύσουμε τους Εγγλέζους και θα τους πάμε στην Γκιώνα, που έχουν πέσει και οι άλλοι με τον αρχηγό τους. Επικεφαλής των δύο ομάδων ήταν στρατιωτικός ο Νικηφόρος και πολιτικός ο Πελοπίδας, ομαδάρχες ήταν ο Λάμπρος και ο Νικηταράς. Μας μοίρασαν λίγο ψωμί και ξεκινήσαμε τον ίδιο δρόμο για το χωριό Βουτύρου. Ανεβήκαμε την ανηφοριά, φτάσαμε στη ράχη. Ο ουρανός σκοτείνιασε και σε λίγο άρχισε μια βροχή, κατακλυσμός. Αστραπές, βροντές, κεραυνοί, χαλούσε ο κόσμος. Μέσα στο σκοτάδι δεν έβλεπες πού πατούσες κι εμείς συνεχίζαμε να περπατάμε μ’ αυτόν τον χαλασμό. Πήραμε τον κατήφορο για το χωριό στον δρόμο, στα χαντάκια και μονοπάτια. Κυλούσανε νερά, από τα παπούτσια μου ξεκόλλησαν οι σόλες, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια στάζαμε νερό. Σαν να μην έφτανε αυτό χάσαμε και τον δρόμο και πέσαμε μέσα στα έλατα σε μια ρεματιά. Ευτυχώς πήγαν οι πρώτοι αντάρτες στο χωριό και τους είπαν ότι χαθήκαμε, ήλθαν οι χωριανοί και μας οδήγησαν στο χωριό. Μας βάλανε στα σπίτια, ανάψανε φωτιές να στεγνώσουμε τα ρούχα μας, μας δώσανε και φάγαμε, ξεκουραστήκαμε και κοιμηθήκαμε λίγο και μία ώρα πριν ξημερώσει φύγαμε για να περάσουμε το ποτάμι και τον αυτοκινητόδρομο νύχτα. Φτάσαμε στο ποτάμι που ήταν θολό, είχε πολύ νερό. Ξυπολυθήκαμε, βγάλαμε και τα παντελόνια και περάσαμε το ποτάμι. Πήραμε τον δρόμο για το Κλαψί, περάσαμε έξω και μακριά από το χωριό να μη μας δει κανείς. Ανηφορίσαμε για το Κρίκελο. Η ημέρα ευτυχώς ξημέρωσε καλά χωρίς βροχή. Κατά το μεσημεράκι φτάσαμε στο διάσελο του Κρίκελου. Εκεί μας έδειξε ο Νικηφόρος πού έγινε η μάχη, να μάθουμε εμείς που ήμασταν από άλλες ομάδες. Στη μάχη του Κρίκελου σκοτώθηκε ένας αντάρτης, ο Δασκαλάκης. Το επίθετό του Σαξώνης, δάσκαλος από τα Μάρμαρα. Ανεβήκαμε επάνω στην Οξιά. Εκεί βρήκαμε και το μέρος που είχαν στρατοπεδεύσει οι Ιταλοί. Φαινότανε ο καταυλισμός. Περπατώντας πάντα στην κορυφογραμμή της Γραμμένης Οξιάς το βραδάκι βρήκαμε ένα βαθούλωμα και ανάψαμε φωτιά για να μείνουμε το βράδυ. Ξύλα βρήκαμε αρκετά, αλλά ο τόπος ήταν μούσκεμα. Μαζέψαμε λίγα φύλλα ξερά και ξαπλώσαμε επάνω. Όταν κρυώναμε, ζεσταινόμασταν στη φωτιά, που πάντα έκαιγε. Εκείνο το βράδυ ήμουν και σκοπός. Μόλις ξημέρωσε, το πρωί, ξεκινήσαμε για την Γκιώνα. Εδώ ήταν βουνό και δεν υπήρχε κανείς να μας δει, περπατούσαμε μέρα. Περάσαμε αριστερά απ’ τα Βαρδούσια και νύχτα φτάσαμε στη Μουσουνίτσα έξω απ’ το χωριό. Ο Νικηφόρος πήγε σε κάποιο σπίτι, πήρε έναν οδηγό και κατηφορίσαμε για τη Στρώμη. Φτάσαμε στο ποτάμι. Έπρεπε να περάσουμε το γεφύρι. Στείλαμε ανιχνευτές μπροστά να δούμε τι γίνεται. Αφού πέρασαν το γεφύρι οι ανιχνευτές, σιγά σιγά και δυο δυό περάσαμε κι εμείς. Ανηφορίσαμε προς τη Στρώμη. Δεν περάσαμε μέσα απ’ το χωριό, αλλά ήλθε ένας οδηγός να μας οδηγήσει στη σπηλιά που ήταν οι Εγγλέζοι. Εν τω μεταξύ ξημέρωσε. Βαδίζαμε όλη μέρα και όλη νύχτα και είχαμε πολύ δρόμο ακόμη και ανήφορο. Ξεκουραστήκαμε λίγο και συνεχίσαμε το περπάτημα. Σχεδόν μεσημέρι φτάσαμε, επιτέλους, στον προορισμό μας. Μας πήγαν σε μια σπηλιά, που ήταν πιο πέρα απ’ αυτήν που ήταν οι Εγγλέζοι κι εκεί τακτοποιηθήκαμε. Ανάψαμε φωτιά και χωρέσαμε όλοι. Ήμασταν θεονήστικοι, από τη Βουτύρου που μας δώσανε λίγο ψωμί. Ψήσαμε ένα πρόβατο, στη Γραμμένη Οξιά, αλλά ήταν άνοστο και σχεδόν άψητο. Στην Γκιώνα μας είχαν δώσει οι τσοπαναρέοι κάτι πρόβατα. Δώσαμε και δύο στους Εγγλέζους, αλλά δεν είχαμε καθόλου ψωμί. Φάγαμε κρέας σκέτο. Την άλλη μέρα μας φέρανε λίγο ψωμί. Στη σπηλιά αυτή μείναμε αρκετές μέρες. Φυλάγαμε σκοπιά και 8 αντάρτες, μαζί με τον Λάμπρο, πήγαιναν κάθε μέρα στους Εγγλέζους και τους εκπαιδεύανε πώς θα τοποθετήσουν τους δυναμίτες στη γέφυρα. Αναρωτιόμασταν τι θα κάνουμε εδώ. Ο Πελοπίδας μας είπε ότι περιμένουμε να έλθει και ο Άρης, να κάνουμε κάποιο σαμποτάζ στη σιδηροδρομική γραμμή. |
(από το βιβλίο: Κώστας Γκέκας, Ένας ανταρτάκος από το Παλιόκαστρο, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VI, Βιβλιόραμα, 2006) |
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου