Η φάτσα του ανθρώπου που καθότανε δίπλα του δεν του θύμιζε τίποτα, παρά την επίμονη αίσθηση πως κάπου αλλού τον συνάντησε, πως κάποτε είχε βρεθεί με τούτον τον άνθρωπο σε κάποια περίπλοκη και αξεδιάλυτη σχέση.
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου δεν του έλεγαν τίποτα, όλα κοινότατα άλλωστε, πλην της μύτης, που ενώ στρωτά κατηφόριζε, ξαφνικά απέληγε σ’ ένα υπερφυσικό κρικάκι κρεμάμενο ανάμεσα στα δυο του ρουθούνια. Ακόμα λοιπόν κι αυτή η τόσο χαρακτηριστική στην κατάληξη μύτη του ήτανε άγνωστη.
Εξάλλου, η επίμονη αίσθηση της γνωριμίας τον γράπωνε όταν ο άνθρωπος έστρεφε πλάτες να δει κάτι απ’ το παράθυρο έξω, όταν δεν έβλεπε πρόσωπο, παρά ένα μέρος του σβέρκου, το τριχωτό του κρανίου, το πώς πέφταν οι τρίχες και στρώνανε από την κορυφή προς τα κάτω.
Μυστήριο! Μέχρι τότε δεν τον είχε εξαπατήσει η μνήμη του. Βγαίνοντας έξω μετά είκοσι χρόνια φυλάκιση, με κανέναν δεν λάθεψε. Όταν συναντούσε στον δρόμο παλιούς φίλους, κι απλές γνωριμίες ακόμα, τους θυμότανε όλους. Με τον διπλανό του λεωφορείου τού ήταν αδύνατο.
Κι όμως σε κάθε στροφή του, μόλις έδειχνε σβέρκο και πλάτες, στου κεφαλιού μια ελάχιστη κλίση, κάτι έλεγε μέσα βαθιά του πως ο άνθρωπος ήτανε πολύ περισσότερο από μια περιστασιακή γνωριμία.
Τόλμησε:
— Με ξέρετε;
— Όχι, απόρησε ο άλλος.
Συστήθηκε.
— Έχω την εντύπωση πως σας γνωρίζω.
Είπε τ’ όνομά του κι ο άλλος.
— Εγώ τουλάχιστον όχι.
— Ίσως να λάθεψα.
— Καμιά φορά το παθαίνω κι εγώ. Τελικά νομίζω πως πρέπει να είμαστε άγνωστοι.
— Με συγχωρείτε πολύ.
— Μπα, τι λέτε; Παρά να παιδεύεσθε.
Κι έστρεφε πάλι στα δίπλα. Έστρεψε τελείως αυτή τη φορά, τόσο που είδε σχεδόν όλη την πλάτη, του κρανίου τα πίσω σαν ένα εκφραστικότατο δεύτερο πρόσωπο που τον γέμιζε σύγκρυο, μια γνωστή, γνωστότατη ανάστροφη όψη να τον κοιτάζει επίμονα προκαλώντας μια τρεμούλα ακατάσχετη, κυρίως στα πόδια, έτοιμα να ξεκινήσουν ακολουθώντας αυτό το πρόσωπο – σβέρκο – κρανίο που πισωπατούσε, αλάργευε, κι έπρεπε να το φτάσει σε μια απόσταση έξι βημάτων περίπου, με τα μάτια καρφωμένα στην πλάτη, δυνατός μαγνήτης τον τράβαγε πίσω της, και το χέρι με ιδρωμένη παλάμη στην τσέπη της καπαρντίνας, σφίγγοντας την παγωμένη λαβή ενός περιστρόφου Σμιθ.
Αυτό το περίστροφο του το πασάραν γεμάτο στη διασταύρωση επάνω, την τελευταία στιγμή και μετά από τα πίσω του δείξαν τον άνθρωπο:
«Αυτός.»
«Με τον αλύγιστο σβέρκο;»
«Αυτός. Μεγάλο κάθαρμα. Προχθές πυροβόλησε έναν δικό μας. Χαροπαλεύει ακόμα.»
Έσφιξε τη λαβή και προχώρησε μέσα στο πλήθος. Τώρα το χέρι του ασυναίσθητα δούλευε ψηλαφώντας τις σφαίρες, τις βολίδες που βγαίναν λίγο έξω απ’ τοn μύλο. Μόνο τις τέσσερες μπορούσε ν’ αγγίξει. Η πρώτη, εκείνη που θα ‘πεφτε στην αριστερή πλευρά της προπορευόμενης πλάτης, χανόταν πίσω από την ευθεία της κάνης. Ελευθέρωσε την ασφάλεια κι έπαιξε μιαν ιδέα τον μύλο. Τώρα ακουμπούσε το μολυβάκι εκείνο που αναπάντεχα θα σφηνώνονταν στην ανίδεη πλάτη. Έβλεπε κιόλας το τράνταγμα, το σβέρκο να γέρνει μπροστά, να λυγάνε τα πόδια, πριν προλάβει να πέσει η δεύτερη, τρίτη, ίσως και τέταρτη, αν χρειαζόταν, όλες στο ίδιο σημείο, αριστερά και στο κέντρο μέχρι που να σωριαζόταν μπρούμυτα πάνω στην άσφαλτο.
Ο δικός μας χαροπαλεύει», σκέφτηκε επίμονα, «εσύ κάθαρμα, ούτε άχνα δεν θα προλάβεις να βγάλεις». Βίασε το βήμα του και τον έφτασε σε μια απόσταση έξι βημάτων.
«Ένα καθαρματάκι λιγότερο.» Μαζί με το περίστροφο στα πεταχτά του είχαν πασάρει και τούτη τη σκέψη.
«Ένα καθαρματάκι λιγότερο.» Αυτή και μόνο η σκέψη δούλευε μέσα του και τον έσπρωχνε στη μελλούμενη πράξη.
«Καθαρματάκι», χτύπησε στον στεγνό ουρανίσκο πίσω από τα σφιγμένα του δόντια, καθώς έβλεπε ν’ αραιώνει το πλήθος. Το χέρι χούφτωνε γερά τη λαβή, ο δείχτης βρίσκονταν τσιγκελωτός στη σκανδάλη.
«Κα-θαρ-μα-τά-κι», φούντωσε και τον έφτασε στα τέσσερα βήματα μ’ ένα μουγκρητό μέσα του θυμωμένου μοτέρ, τον πλησίασε ακόμα, στο μέτρο, και τραβώντας αστραπή το περίστροφο πάτησε τη σκανδάλη με φούρια. Δεν άκουσε κρότο. Δεύτερο τράβηγμα – τσαφ -τρίτο, το ίδιο. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου είδε το σβέρκο να ξαφνιάζεται έτοιμος για τη στροφή. Λίγο ακόμα αν αδρανούσε θα γύριζε ο άλλος και ταχύς στο πιστόλι θα τον ξάπλωνε πρώτος. Δεν είχε καιρό να δοκιμάσει την τέταρτη σφαίρα. Σήκωσε ψηλά το περίστροφο και το κατάφερε με την κάνη στο τριχωτό του κρανίου. «Ωχ!», πρόλαβε ν’ ακούσει μια φωνή ένρινη κι έφυγε τρέχοντας αριστερά στον έρημο δρόμο.
— Τι έχετε; Ρώτησε με μια φωνή ένρινη ο άλλος βλέποντας την κατακίτρινη όψη του, τις μικρές συσπάσεις γύρω στο στόμα, το ιδρωμένο του μέτωπο.
— Με πειράζει το λεωφορείο, κατόρθωσε να πει «ιδίως στα τελευταία καθίσματα».
— Μήπως έχετε στομάχι;
— Αργά και που μ’ ενοχλεί, παραδέχθηκε.
— Το ρημάδι κι εμένα τα ίδια. Όταν είναι στο φόρτε του με ταράζει το άτιμο. Θα σας δώσω μια πρακτική συμβουλή. Δοκιμάστε πρωί νηστικός πέντε σταγόνες λεμόνι.
Σιγά-σιγά το πρόσωπό του γαλήνευε. Μόνο να μη γύριζε, να μην έδειχνε πλάτη, έτσι που να του προκαλεί αυτό το σπάσιμο της πέτρας στο στομάχι, εκείνο το μάγκωμα στην καρδιά κι η ασυναίσθητη κίνηση του χεριού προς την τσέπη όπως όταν μηχανικά αναζητάς αναπτήρα ενώ είσαι πιασμένος σε μια θυελλώδη συζήτηση, μια κίνηση που την είχε κάνει παρόμοια κάποτε, στον ίδιο ρυθμό, με τις ίδιες ψυχικές αντιδράσεις, σε μιαν άλλη ζωή ξεχασμένη στα κατάβαθα μέσα του που δεν ήθελε ποτέ πια να ξανάρθει.
«Μη γυρίζεις», είπε να του φωνάξει κι ένας βραχνάς, ένα κακό όνειρο εμπόδιζε τη φωνή του να βγει. Μην αποστρέφεις, του φάνηκε να ψελλίζει, το καινούριο σου πρόσωπο, εκείνο που γνώρισα τώρα, με το κρικάκι της μύτης που κάνει να πατάει το vι – νννηστικός πέννντε σταγόνννες λεμόνννι — δείξε μου το πραγματικό πρόσωπό σου, αυτή τη νέα σου όψη, όχι το σβέρκο που σκληραίνει το βλέμμα μου, που κάνει το χέρι μου να χώνεται βαθιά μέσα στην τσέπη αναζητώντας περίστροφο για μια φριχτή επανάληψη εκείνης της αποτυχημένης απόπειρας, φανέρωσέ μου την άλλη σου όψη που ελευθερώνει το χέρι μου για μια θερμή χειραψία».
Χούφτωσε τη δεξιά του παλάμη.
— Χαίρω πολύ, είπε με φωνή που μόλις ακουγόταν. Χαίρω για τη γνωριμία πάρα πολύ, επανέλαβε καθαρότερα τώρα.
Ο άλλος μισοχαμένος τον κοίταζε. Όπως τρανταζόταν το χέρι του σα να συνέρχονταν. Κατόρθωσε να ρωτήσει με κόπο:
— Εσύ;
— Ναι, ομολόγησε χωρίς δισταγμό. Όμως πλήρωσα είκοσι χρόνια περίπου φυλάκιση για μιαν άλλη υπόθεση που ήμουν ανίδεος. Όσο βρισκόμουνα μέσα ήταν σα να πλήρωνα τη δική σου περίπτωση άσχετα αν τελικά δεν είχε γίνει. Σήμερα που γνώρισα το πραγματικό πρόσωπό σου νιώθω σα να εξοφλώ την τελευταία μου δόση.
Μια θλίψη ανείπωτη ζωγραφίζονταν στην όψη του άλλου, μια πίκρα στων χειλιών του την άκρη.
— Εσύ γνώρισες το πραγματικό πρόσωπό μου. Εγώ πώς θα γνωρίσω του δικού σας, που πια δεν υπάρχει; Χαροπάλεψε μάταια. Πέθανε λίγες μέρες μετά. Έρχεται στα όνειρα πάντα μπρουμουτισμένος στην άσφαλτο, πάντα μια ράχη που σπάζει, τα πίσω ενός ανθρώπου που σωριάζεται κάτω, ποτέ ένα πρόσωπο, ποτέ ένα πρόσωπο.
Είχε στρέψει προς το παράθυρο πάλι, ίσως για να κρύψει τα μάτια, ίσως για ν’ αποφύγει τα μάτια του άλλου.
Ο άλλος έβλεπε πάλι το σβέρκο του, εκείνον τον άλλοτε άκαμπτο σβέρκο, να γεμίζει ρυτίδες πολλές, σιγά σιγά να λυγάει, ένα αδιόρατο τρέμουλο τον διαπερνούσε, έσπαγε, και μόνο το κολάρο κράταγε πια το κεφάλι να μην πέσει στο στήθος.
— Όσοι μπλεχτήκαμε τότε, συνέχισε με φωνή άχρωμη κοιτώντας προς το παράθυρο πάντα, βράζουμε στο ίδιο καζάνι.
Δεν μίλησε άλλο. Ίσως περίμενε μια συγκατάθεση στα λεγόμενά του για να στρέψει το πρόσωπο, κι ο άλλος σαν απάντηση έφερε ένα τρεμάμενο χέρι στο κεφάλι του πίσω, χάιδεψε απαλά τα μαλλιά του, έτσι όπως στρώναν από την κορφή προς τα κάτω, έσυρε την παλάμη εκεί στο σταφιδιασμένο του σβέρκο, έπειτα στο κολάρο και κει στάθηκε.
— Μια τρίχα, είπε, μια τρίχα πάνω στο κολάρο. Αφήστε να την πάρω.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου