Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το πιο γνωστό ποίημα του Καβάφη—και το πιο παρεξηγημένο- του Βάιου Λιαπή Το πιο γνωστό ποίημα του Καβάφη—και το πιο παρεξηγημένο ΧΑΡΤΗΣ 68 {ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2024}


«Η Ιθάκη, το λιμάνι Βαθύ και η πρωτεύουσα». Έγχρωμη χαλκογραφία. Σχεδίασε ο Ed. Dodwell, χάραξε ο F.C. Lewis, χρωμάτισε ο W.H. Tims. Από την έκδοση «Views in Greece», Λονδίνο 1819. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη. «Τόπος και Εικόνα», τόμ. Στ΄, εκδ. Ολκός 1983
«Η Ιθάκη, το λιμάνι Βαθύ και η πρωτεύουσα». Έγχρωμη χαλκογραφία. Σχεδίασε ο Ed. Dodwell, χάραξε ο F.C. Lewis, χρωμάτισε ο W.H. Tims. Από την έκδοση «Views in Greece», Λονδίνο 1819. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη. «Τόπος και Εικόνα», τόμ. Στ΄, εκδ. Ολκός 1983



«Την Ιθά­κη, για πα­ρά­δειγ­μα, δεν υπάρ­χει μα­θη­τής στην Ελ­λά­δα που να μην την ξέ­ρει απέ­ξω. Εκεί ο Κα­βά­φης λέ­ει πως αυ­τό που με­τρά­ει δεν εί­ναι το φτά­σι­μο: εί­ναι το ν’ απο­κτή­σεις από το τα­ξί­δι όσο μπο­ρείς πιο πλού­σιες εμπει­ρί­ες. Έτσι λοι­πόν νιώ­θω κι εγώ για τη ζωή. Δεν ξέ­ρω αν υπάρ­χει ζωή με­τά τον θά­να­το, αλ­λά ας μην κά­νου­με σαν να υπάρ­χει, για­τί αλ­λιώς δεν θα νιώ­σου­με τον πλού­το και την πί­κρα και την έντα­ση της τω­ρι­νής στιγ­μής.»

Η πα­ρα­πά­νω δή­λω­ση ανή­κει στον Λουί ντε Μπερ­νιέρ, τον ευ­πώ­λη­το, ευα­νά­γνω­στο και ευ­πα­ρά­γρα­πτο πε­ζο­γρά­φο που έγι­νε διά­ση­μος, ένα φεγ­γά­ρι, στην Ελ­λά­δα και αλ­λού με Το Μα­ντο­λί­νο του Λο­χα­γού Κο­ρέλ­λι.[1] Η εύ­κο­λη σο­φία της δή­λω­σης αυ­τής συ­νο­ψί­ζει, απλοϊ­κά αλ­λά αντι­προ­σω­πευ­τι­κά, την ερ­μη­νευ­τι­κή ορ­θο­δο­ξία γύ­ρω από το πιο γνω­στό, και σχο­λι­κώς κα­θα­για­σμέ­νο, ποί­η­μα του Αλε­ξαν­δρι­νού — και ταυ­τό­χρο­να, θαρ­ρώ, το πιο πα­ρε­ξη­γη­μέ­νο του. Πριν από πολ­λά χρό­νια, ένας άν­θρω­πος, που δεν εί­χε δια­βά­σει άλ­λο κεί­με­νο του Κα­βά­φη εκτός από την «Ιθά­κη», μου τό­νι­σε μ’ έμ­φα­σι και πε­ποί­θη­σιν ότι θε­ω­ρού­σε τού­το το ποί­η­μα «φι­λο­σο­φι­κό». Κα­τα­λα­βαί­νει κα­νείς για­τί. Σε μια πρω­το­βάθ­μια ανά­γνω­ση, η «Ιθά­κη» μπο­ρεί πράγ­μα­τι να δώ­σει την εντύ­πω­ση κα­τα­στα­λαγ­μέ­νης θυ­μο­σο­φί­ας· έχει τα μοια­σί­δια ενός οδη­γού προς τους ναυ­τιλ­λο­μέ­νους του βί­ου, ενός ηδο­νι­στι­κού μα­νι­φέ­στου που μας προ­τρέ­πει να ρου­φή­ξου­με τη ζωή ώς το με­δού­λι της.
Αλ­λά και πριν από τον ντε Μπερ­νιέρ, μια άλ­λη δια­ση­μό­τη­τα, δια­φο­ρε­τι­κού βε­λη­νε­κούς και φυ­ρά­μα­τος, εί­χε βά­λει —με­τά θά­να­τον και εμ­μέ­σως— τη δι­κή της ιλου­στρα­σιόν σφρα­γί­δα εγκυ­ρό­τη­τας σε μια πα­ρο­μοί­ως ψυ­χω­φε­λή ερ­μη­νεία του ποι­ή­μα­τος. Η εν λό­γω δια­ση­μό­τη­τα εί­ναι η Ζα­κλίν Κέν­νε­ντυ-Ωνά­ση, γνω­στή και ως Τζά­κι Ω, στην κη­δεία της οποί­ας δια­βά­στη­κε η «Ιθά­κη», προ­φα­νώς ως απο­λο­γι­σμός του βί­ου της και ως δή­λω­ση αμε­τα­νοη­σί­ας. Γρά­φει σχε­τι­κά ο Γου­έιν Κέ­στεν­μπωμ:

«…ο Μω­ρίς Τέ­μπελ­σμαν, ο σύ­ντρο­φος της Τζά­κι […] δια­βά­ζο­ντας το ποί­η­μα του Κ. Π. Κα­βά­φη “Ιθά­κη”, […] έντε­χνα ξα­να­ζω­ντά­νε­ψε τα χρό­νια της στην Ελ­λά­δα, στο πλευ­ρό του Άρη [δη­λα­δή του Αρι­στο­τέ­λη Ωνά­ση]. Ήταν κά­τι που εξαί­σια αντι­στρα­τευό­ταν τον αι­σθη­μα­τι­σμό και την εξι­δα­νί­κευ­ση με την οποία κά­λυ­πταν [τον θά­να­το της Τζά­κι] τα μέ­σα ενη­μέ­ρω­σης: ο Εβραί­ος σύ­ντρο­φός της […] διά­λε­ξε ένα ποί­η­μα που με­γά­λυ­νε την ασω­τία και τον συ­βα­ρι­τι­σμό — αρε­τές για τις οποί­ες εί­χε γί­νει προ πολ­λού δια­βό­η­τη στις λαϊ­κές εφη­με­ρί­δες η Τζά­κι Ω. Ιδιαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον εί­χαν οι στί­χοι: “να στα­μα­τή­σεις σ’ εμπο­ρεία Φοι­νι­κι­κά, | και τες κα­λές πραγ­μά­τειες ν’ απο­κτή­σεις, | σε­ντέ­φια και κο­ράλ­λια, κε­χρι­μπά­ρια κι έβε­νους, | και ηδο­νι­κά μυ­ρω­δι­κά κά­θε λο­γής”. Το από­σπα­σμα τού­το επι­βε­βαί­ω­νε και ευ­λο­γού­σε την πλε­ο­νε­ξία για την οποία φη­μι­ζό­ταν η Τζά­κι — κά­τι που τα ΜΜΕ εί­χαν επι­λέ­ξει προ­σω­ρι­νά να αγνο­ή­σουν.»[2]

Δεν εί­ναι πά­ντως αλή­θεια ότι η «Ιθά­κη», όπως δια­βά­στη­κε από τον Τέ­μπελ­σμαν, πή­γαι­νε κό­ντρα στη δα­κρύ­βρε­χτην αι­σθη­μα­το­λο­γία των ημε­ρών. Διό­τι ο σύ­ντρο­φος της Τζά­κι εί­χε την ακα­λαι­σθη­σία να προ­σθέ­σει στο τέ­λος του ποι­ή­μα­τος γλυ­κε­ρούς στί­χους δι­κής του κο­πής: «Και τώ­ρα το τα­ξί­δι τέ­λειω­σε· ήτα­νε σύ­ντο­μο, αλί­μο­νο, σύ­ντο­μο πο­λύ. | Ήταν γε­μά­το πε­ρι­πέ­τειες και γνώ­σεις, γέ­λιο κι αγά­πη, αρ­χο­ντιά και χά­ρη. | Λοι­πόν, έχε γεια, έχε γεια.»[3] Αλ­λά ακό­μη κι αυ­τή η κα­κό­ζη­λη μί­μη­ση του Κα­βά­φη έχει τη ση­μα­σία της: δεί­χνει πό­σο δια­δε­δο­μέ­νη εί­ναι η αντί­λη­ψη πως η «Ιθά­κη» μάς κα­λεί να απο­λαύ­σου­με στα γε­μά­τα το σύ­ντο­μο τα­ξί­δι της ζω­ής.
Αφού δια­βά­στη­κε στην κη­δεία της Τζά­κι τον Μάιο του 1994, η «Ιθά­κη» ανα­δη­μο­σιεύ­τη­κε στους Τάιμς της Νέ­ας Υόρ­κης, στην κλα­σι­κή αγ­γλι­κή με­τά­φρα­ση του Έντμουντ Κή­λυ και του Φί­λιπ Σέ­ραρντ, που εί­χε πρω­το­εκ­δο­θεί το 1975. Το απο­τέ­λε­σμα ήταν να ση­μειω­θεί τέ­τοια ζή­τη­ση για τα με­τά­φρα­ση αυ­τή, ώστε οι Εκ­δό­σεις του Πα­νε­πι­στη­μί­ου του Πρίν­στον έσπευ­σαν να ανα­τυ­πώ­σουν τον τό­μο· και μέ­σα σε εί­κο­σι μέ­ρες που­λή­θη­καν σχε­δόν δι­πλά­σια αντί­τυ­πα από όσα τα προη­γού­με­να εί­κο­σι χρό­νια.[4] Ει­κά­ζει κα­νείς ότι έτσι πολ­λα­πλα­σιά­στη­καν οι άν­θρω­ποι που δια­βά­ζουν την «Ιθά­κη» σαν πα­ρα­βο­λή κα­τάλ­λη­λη για τα κα­τη­χη­τι­κά σχο­λεία του ξέ­βα­θου ηδο­νι­σμού.

* * *

Λοι­πόν, εί­ναι όντως η «Ιθά­κη» μια επι­το­μή πρα­κτι­κής βιο­σο­φί­ας; Εί­ναι πράγ­μα­τι ένα δι­δα­κτι­κό ποί­η­μα που μας δεί­χνει πώς να απο­λαύ­σου­με το τα­ξί­δι της ζω­ής μας στο έπα­κρο, δρέ­πο­ντας τους καρ­πούς της κά­θε μέ­ρας και σω­ρεύ­ο­ντας εμπει­ρί­ες, πε­ρι­πέ­τειες και γνώ­σεις; Λέ­γε­ται συ­χνά, και όχι άδι­κα, πως ο Κα­βά­φης εί­ναι ποι­η­τής δι­δα­κτι­κός. Υπάρ­χουν όμως λο­γιών-λο­γιών δι­δα­κτι­σμοί. Και αυ­τός που λέ­ει, λί­γο-πο­λύ, «ζή­σε την κά­θε μέ­ρα σαν να εί­ναι η τε­λευ­ταία σου» ή «το τα­ξί­δι εί­ναι πιο ση­μα­ντι­κό από τον προ­ο­ρι­σμό» δύ­σκο­λα θα διεκ­δι­κή­σει δάφ­νες βα­θιάς σο­φί­ας. Αν τέ­τοια εί­ναι η πα­ραί­νε­ση της «Ιθά­κης», τό­τε ας την αφή­σου­με να πά­ει στο κα­λό και ας στα­μα­τή­σου­με εδώ τη συ­ζή­τη­ση.

Ευ­τυ­χώς όμως υπάρ­χει, νο­μί­ζω, κι άλ­λος τρό­πος να δια­βά­σου­με αυ­τό το ποί­η­μα. Ίσως μπο­ρέ­σου­με να το ξε­κλει­δώ­σου­με μ’ ένα κλει­δί που φαί­νε­ται πως επί­τη­δες μας άφη­σε ο ίδιος ο Κα­βά­φης κά­τω απ’ το πα­τά­κι — δη­λα­δή στα αδη­μο­σί­ευ­τα γρα­πτά του, αυ­τά που ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης ονό­μα­σε «Κρυμ­μέ­να».[5] Το κρυμ­μέ­νο κα­βα­φι­κό κλει­δί για το οποίο μι­λώ εί­ναι ένα σύ­ντο­μο πε­ζό με τί­τλο «Τα Πλοία», που γρά­φτη­κε ίσως το 1895–1896.[6] Πρό­κει­ται για κεί­με­νο ποι­η­τι­κής με προ­δή­λως αλ­λη­γο­ρι­κό χα­ρα­κτή­ρα, στο οποίο η δια­δι­κα­σία της λο­γο­τε­χνι­κής δη­μιουρ­γί­ας —η δύ­σκο­λη πο­ρεία «Από την Φα­ντα­σί­αν έως εις το Χαρ­τί»— πα­ρου­σιά­ζε­ται σαν δρο­μο­λό­γιο, αβέ­βαιο και συ­χνά επι­ζή­μιο, εμπο­ρι­κού πλοί­ου. Το πα­ρα­θέ­τω αυ­τού­σιο:

Τ A   Π Λ O I A

Από την Φα­ντα­σί­αν έως εις το Χαρ­τί. Εί­ναι δύ­σκο­λον πέ­ρα­σμα, εί­ναι επι­κίν­δυ­νος θά­λασ­σα. Η από­στα­σις φαί­νε­ται μι­κρά κα­τά πρώ­την όψιν, και εν το­σού­τω πό­σον μα­κρόν τα­ξί­δι εί­ναι, και πό­σον επι­ζή­μιον ενί­ο­τε διά τα πλοία τα οποία το επι­χει­ρούν.
Η πρώ­τη ζη­μία προ­έρ­χε­ται εκ της λί­αν ευ­θραύ­στου φύ­σε­ως των εμπο­ρευ­μά­των τα οποία με­τα­φέ­ρουν τα πλοία. Εις τας αγο­ράς της Φα­ντα­σί­ας, τα πλεί­στα και τα κα­λύ­τε­ρα πράγ­μα­τα εί­ναι κα­τα­σκευα­σμέ­να από λε­πτάς υά­λους και κε­ρά­μους δια­φα­νείς, και με όλην την προ­σο­χήν του κό­σμου πολ­λά σπά­νουν εις τον δρό­μον, και πολ­λά σπά­νουν όταν τα απο­βι­βά­ζουν εις την ξη­ράν. Πά­σα δε τοιαύ­τη ζη­μία εί­ναι ανε­πα­νόρ­θω­τος, διό­τι εί­ναι έξω λό­γου να γυ­ρί­σει οπί­σω το πλοί­ον και να πα­ρα­λά­βη πράγ­μα­τα ομοιό­μορ­φα. Δεν υπάρ­χει πι­θα­νό­της να ευ­ρε­θή το ίδιον κα­τά­στη­μα το οποί­ον τα επώ­λει. Αι αγο­ραί της Φα­ντα­σί­ας έχουν κα­τα­στή­μα­τα με­γά­λα και πο­λυ­τε­λή, αλ­λ’ όχι μα­κρο­χρο­νί­ου διαρ­κεί­ας. Αι συ­ναλ­λα­γαί των εί­ναι βρα­χεί­αι, εκ­ποιούν τα εμπο­ρεύ­μα­τά των τα­χέ­ως, και δια­λύ­ουν αμέ­σως. Εί­ναι πο­λύ σπά­νιον έν πλοί­ον επα­νερ­χό­με­νον να εύ­ρη τους αυ­τούς εξα­γω­γείς με τα αυ­τά εί­δη.
Μία άλ­λη ζη­μία προ­έρ­χε­ται εκ της χω­ρη­τι­κό­τη­τος των πλοί­ων. Ανα­χω­ρούν από τους λι­μέ­νας των ευ­μα­ρών ηπεί­ρων κα­τα­φορ­τω­μέ­να, και έπει­τα όταν ευ­ρε­θούν εις την ανοι­κτήν θά­λασ­σαν ανα­γκά­ζο­νται να ρί­ψουν έν μέ­ρος εκ του φορ­τί­ου διά να σώ­σουν το όλον. Ού­τως ώστε ου­δέν σχε­δόν πλοί­ον κα­τορ­θώ­νει να φέ­ρη ακε­ραί­ους τους θη­σαυ­ρούς όσους πα­ρέ­λα­βε. Τα απορ­ρι­πτό­με­να εί­ναι βε­βαί­ως τα ολι­γο­τέ­ρας αξί­ας εί­δη, αλ­λά κά­πο­τε συμ­βαί­νει οι ναύ­ται, εν τη με­γά­λη των βία, να κά­μνουν λά­θη και να ρί­πτουν εις την θά­λασ­σαν πο­λύ­τι­μα αντι­κεί­με­να.
Άμα δε τη αφί­ξει εις τον λευ­κόν χάρ­τι­νον λι­μέ­να απαι­τού­νται νέ­αι θυ­σί­αι πά­λιν. Έρ­χο­νται οι αξιω­μα­τού­χοι του τε­λω­νεί­ου και εξε­τά­ζουν έν εί­δος και σκέ­πτο­νται εάν πρέ­πη να επι­τρέ­ψουν την εκ­φόρ­τω­σιν· αρ­νού­νται να αφή­σουν έν άλ­λο εί­δος να απο­βι­βα­σθή· και έκ τι­νων πραγ­μα­τειών μό­νον μι­κράν πο­σό­τη­τα πα­ρα­δέ­χο­νται. Έχει ο τό­πος τους νό­μους του. Όλα τα εμπο­ρεύ­μα­τα δεν έχουν ελευ­θέ­ραν εί­σο­δον και αυ­στη­ρώς απα­γο­ρεύ­ε­ται το λα­θρε­μπό­ριον. Η ει­σα­γω­γή των οί­νων εμπο­δί­ζε­ται, διό­τι αι ήπει­ροι από τας οποί­ας έρ­χο­νται τα πλοία κά­μνουν οί­νους και οι­νο­πνεύ­μα­τα από στα­φύ­λια τα οποία ανα­πτύσ­σει και ωρι­μά­ζει γεν­ναιο­τέ­ρα θερ­μο­κρα­σία. Δεν τα θέ­λουν διό­λου αυ­τά τα πο­τά οι αξιω­μα­τού­χοι του τε­λω­νεί­ου. Εί­ναι πά­ρα πο­λύ με­θυ­στι­κά. Δεν εί­ναι κα­τάλ­λη­λα δι’ όλας τας κε­φα­λάς. Εξάλ­λου υπάρ­χει μία εται­ρεία εις τον τό­πον, η οποία έχει το μο­νο­πώ­λιον των οί­νων. Κα­τα­σκευά­ζει υγρά έχο­ντα το χρώ­μα του κρα­σιού και την γεύ­σιν του νε­ρού, και ημπο­ρείς να πί­νης όλην την ημέ­ραν από αυ­τά χω­ρίς να ζα­λι­σθής διό­λου. Εί­ναι εται­ρεία πα­λαιά. Χαί­ρει με­γά­λην υπό­λη­ψιν, και αι με­το­χαί της εί­ναι πά­ντο­τε υπερ­τι­μη­μέ­ναι.
Αλ­λά πά­λιν ας εί­με­θα ευ­χα­ρι­στη­μέ­νοι όταν τα πλοία εμ­βαί­νουν εις τον λι­μέ­να, ας εί­ναι και με όλας αυ­τάς τας θυ­σί­ας. Διό­τι τέ­λος πά­ντων με αγρυ­πνί­αν και πολ­λήν φρο­ντί­δα πε­ριο­ρί­ζε­ται ο αριθ­μός των θραυο­μέ­νων ή ρι­πτο­μέ­νων σκευών κα­τά την διάρ­κειαν του τα­ξι­δί­ου. Επί­σης οι νό­μοι του τό­που και οι τε­λω­νεια­κοί κα­νο­νι­σμοί εί­ναι μεν τυ­ραν­νι­κοί κα­τά πολ­λά αλ­λ’ όχι και όλως απο­τρε­πτι­κοί, και μέ­γα μέ­ρος του φορ­τί­ου απο­βι­βά­ζε­ται. Οι δε αξιω­μα­τού­χοι του τε­λω­νεί­ου δεν εί­ναι αλάν­θα­στοι, και διά­φο­ρα από τα εμπο­δι­σμέ­να εί­δη περ­νούν εντός απα­τη­λών κι­βω­τί­ων που γρά­φουν άλ­λο από επά­νω και πε­ριέ­χουν άλ­λο, και ει­σά­γο­νται με­ρι­κοί κα­λοί οί­νοι διά τα εκλε­κτά συ­μπό­σια.
Θλι­βε­ρόν, θλι­βε­ρόν εί­ναι άλ­λο πράγ­μα. Εί­ναι όταν περ­νούν κά­τι πε­λώ­ρια πλοία, με κο­ράλ­λι­να κο­σμή­μα­τα και ιστούς εξ εβέ­νου, με ανα­πε­πτα­μέ­νας με­γά­λας ση­μαί­ας λευ­κάς και ερυ­θράς, γε­μά­τα με θη­σαυ­ρούς, τα οποία ού­τε πλη­σιά­ζουν καν εις τον λι­μέ­να εί­τε διό­τι όλα τα εί­δη τα οποία φέ­ρουν εί­ναι απη­γο­ρευ­μέ­να, εί­τε διό­τι δεν έχει ο λι­μήν αρ­κε­τόν βά­θος διά να τα δε­χθή. Και εξα­κο­λου­θούν τον δρό­μον των. Ού­ριος άνε­μος πνέ­ει επί των με­τα­ξω­τών των ιστί­ων, ο ήλιος υα­λί­ζει την δό­ξαν της χρυ­σής των πρώ­ρας, και απο­μα­κρύ­νο­νται ηρέ­μως και με­γα­λο­πρε­πώς, απο­μα­κρύ­νο­νται διά πα­ντός από ημάς και από τον στε­νό­χω­ρον λι­μέ­να μας.
Ευ­τυ­χώς εί­ναι πο­λύ σπά­νια αυ­τά τα πλοία. Μό­λις δύο, τρία βλέ­πο­μεν κα­θ’ όλον μας τον βί­ον. Τα λη­σμο­νώ­μεν δε ογρή­γο­ρα. Όσω λα­μπρά ήτο η οπτα­σία, τό­σω τα­χεία εί­ναι η λή­θη της. Και αφού πε­ρά­σουν με­ρι­κά έτη, εάν κα­μί­αν ημέ­ραν — ενώ κα­θή­με­θα αδρα­νώς βλέ­πο­ντες το φως ή ακού­ο­ντες την σιω­πήν — τυ­χαί­ως επα­νέλ­θουν εις την νο­ε­ράν μας ακο­ήν στρο­φαί τι­νες εν­θου­σιώ­δεις, δεν τας ανα­γνω­ρί­ζο­μεν κα­τ’ αρ­χάς και τυ­ραν­νώ­μεν την μνή­μην μας διά να εν­θυ­μη­θώ­μεν πού ηκού­σα­μεν αυ­τάς πριν. Με­τά πολ­λού κό­που εξυ­πνά­ται η πα­λαιά ανά­μνη­σις και εν­θυ­μώ­με­θα ότι αι στρο­φαί αύ­ται εί­ναι από το άσμα το οποί­ον έψαλ­λον οι ναύ­ται, ωραί­οι ως ήρω­ες της Ιλιά­δος, όταν επερ­νού­σαν τα με­γά­λα, τα θε­σπέ­σια πλοία και επρο­χώ­ρουν πη­γαί­νο­ντα — τίς ηξεύ­ρει πού.

Οι αλ­λη­γο­ρί­ες του κει­μέ­νου αυ­τού δεν εί­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο να απο­κρυ­πτο­γρα­φη­θούν.[7] Η ποι­η­τι­κή δη­μιουρ­γία απει­κο­νί­ζε­ται σαν τα­ξί­δι εμπο­ρι­κού πλοί­ου — ένα τα­ξί­δι που αρ­χι­κά φα­ντά­ζει σύ­ντο­μο, αλ­λά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι μα­κρό, δύ­σκο­λο και επι­κίν­δυ­νο. Την πρω­το­γε­νή ποι­η­τι­κή ιδέα, αδια­μόρ­φω­τη ακό­μη και ακα­τέρ­γα­στη, την προ­σπο­ρί­ζε­ται κα­νείς «εις τας αγο­ράς της Φα­ντα­σί­ας», όπου όμως τα εκλε­κτό­τε­ρα εμπο­ρεύ­μα­τα εί­ναι και τα πιο εύ­θραυ­στα και εφή­με­ρα: τα πιο πολ­λά κα­τα­στρέ­φο­νται κα­τά τη με­τα­φο­ρά ή την εκ­φόρ­τω­σή τους, ενώ άλ­λα (συ­νή­θως, αλ­λά όχι πά­ντα, κα­τώ­τε­ρης ποιό­τη­τας) απορ­ρί­πτο­νται από τους ίδιους τους με­τα­φο­ρείς τους. Πά­ει να πει πως, για διά­φο­ρους λό­γους, ελά­χι­στες εί­ναι οι γνή­σιες ποι­η­τι­κές εμπνεύ­σεις που κα­τα­λή­γουν να απο­τυ­πω­θούν στο χαρ­τί έτσι όπως τους πρέ­πει. Πό­σο φευ­γα­λέο πράγ­μα εί­ναι η ποι­η­τι­κή έμπνευ­ση, που έρ­χε­ται αιφ­νί­δια και απο­χω­ρεί ακα­ριαία, το πε­ρι­γρά­φει ο Κα­βά­φης και σε μιαν από τις ιδιω­τι­κές του ση­μειώ­σεις.[8]
Ακό­μη όμως και τα ποι­η­τι­κά εμπο­ρεύ­μα­τα που θα κα­τα­φέ­ρουν να φτά­σουν «εις τον λευ­κόν χάρ­τι­νον λι­μέ­να» θα υπο­στούν, σχε­δόν ανα­πό­φευ­κτα, νέ­αν απο­μεί­ω­ση: «οι αξιω­μα­τού­χοι του τε­λω­νεί­ου», εφαρ­μό­ζο­ντας τους κα­τά τό­πους «νό­μους», θα απα­γο­ρεύ­σουν την ει­σα­γω­γή των πιο με­θυ­στι­κών πο­τών, προ­κει­μέ­νου να προ­στα­τεύ­σουν την κυ­κλο­φο­ρία των το­πι­κών οί­νων, που αν και έχουν «το χρώ­μα του κρα­σιού και την γεύ­σιν του νε­ρού», θε­ω­ρού­νται μο­λα­ταύ­τα εκλε­κτοί (εξ ου και οι με­το­χές της εται­ρεί­ας που τους πα­ρά­γει «εί­ναι πά­ντο­τε υπερ­τι­μη­μέ­ναι»). Ὅ ἐστι με­θερ­μη­νευό­με­νον: η επί­ση­μη ή και η ανε­πί­ση­μη λο­γο­κρι­σία θα πα­ρε­μπο­δί­σει την κυ­κλο­φο­ρία των πιο «με­θυ­στι­κών», των πιο τολ­μη­ρών, λο­γο­τε­χνι­κών δη­μιουρ­γη­μά­των, που άλ­λω­στε «[δ]εν εί­ναι κα­τάλ­λη­λα δι’ όλας τας κε­φα­λάς»· και θα προ­κρί­νει άγευ­στες και ακίν­δυ­νες απο­μι­μή­σεις, που συμ­μορ­φώ­νο­νται με την τρε­χά­με­νη ηθι­κή και προ­ά­γουν κα­τε­στη­μέ­να συμ­φέ­ρο­ντα ποι­η­τι­κών με­τριο­τή­των. Η μό­νη άμυ­να του ποι­η­τή που απο­τολ­μά να πα­ρεκ­κλί­νει από την πε­πα­τη­μέ­νη εί­ναι το λα­θρε­μπό­ριο, η ποι­η­τι­κή κα­τα­δο­λί­ευ­ση, η συ­γκά­λυ­ψη του ποι­η­τι­κού τολ­μή­μα­τος κά­τω από ένα φαι­νο­με­νι­κά αθώο κέ­λυ­φος: «διά­φο­ρα από τα εμπο­δι­σμέ­να εί­δη περ­νούν εντός απα­τη­λών κι­βω­τί­ων που γρά­φουν άλ­λο από επά­νω και πε­ριέ­χουν άλ­λο, και ει­σά­γο­νται με­ρι­κοί κα­λοί οί­νοι διά τα εκλε­κτά συ­μπό­σια». Σ’ αυ­τήν την κα­τη­γο­ρία θα μπο­ρού­σε να εντά­ξει κα­νείς τους ερω­τι­κούς στί­χους του Κα­βά­φη που πα­ρου­σιά­ζο­νται με τον μαν­δύα του ιστο­ρι­κού ποι­ή­μα­τος.[9]

Υπάρ­χει όμως κι ένας άλ­λος κίν­δυ­νος, πο­λύ πιο σο­βα­ρός, που απει­λεί τον ασφα­λή ελ­λι­με­νι­σμό της ποι­η­τι­κής ιδέ­ας. Ο κίν­δυ­νος αυ­τός εί­ναι να φα­νούν προς στιγ­μή στον ορί­ζο­ντα και έπει­τα να απο­μα­κρυν­θούν διά πα­ντός «κά­τι πε­λώ­ρια πλοία, με κο­ράλ­λι­να κο­σμή­μα­τα και ιστούς εξ εβέ­νου, […] τα οποία ού­τε πλη­σιά­ζουν καν εις τον λι­μέ­να εί­τε διό­τι όλα τα εί­δη τα οποία φέ­ρουν εί­ναι απη­γο­ρευ­μέ­να, εί­τε διό­τι δεν έχει ο λι­μήν αρ­κε­τόν βά­θος διά να τα δε­χθή.» Ο αβα­θής λι­μήν εί­ναι ασφα­λώς ο αβα­θής στι­χο­πλό­κος, ο αδύ­να­μος και ανέ­τοι­μος να γί­νει υπο­δο­χέ­ας της υπερ­φυούς ποι­η­τι­κής ιδέ­ας. «Ευ­τυ­χώς» όμως, προ­σθέ­τει ο Κα­βά­φης, «εί­ναι πο­λύ σπά­νια αυ­τά τα πλοία». Για­τί «ευ­τυ­χώς»; Ίσως για­τί «τα με­γά­λα, τα θε­σπέ­σια πλοία», αν δεν εμ­φα­νί­ζο­νταν σαν πα­ρο­δι­κές οπτα­σί­ες κι αν δεν λη­σμο­νιού­νταν σχε­δόν αμέ­σως («Όσω λα­μπρά ήτο η οπτα­σία, τό­σω τα­χεία εί­ναι η λή­θη της»), θα κα­τέ­λη­γαν να στοι­χειώ­νουν τυ­ραν­νι­κά τον άνευ­ρο κι αναι­μι­κό γρα­φιά (ίσως τον ποι­η­τή της σει­ράς, ίσως τον ανώ­ρι­μο Κα­βά­φη), που δεν θα του δι­νό­τα­νε πο­τές η χά­ρη να ανα­με­τρη­θεί με τις με­γά­λες ποι­η­τι­κές εμπνεύ­σεις. Ίσως πά­λι τα σπά­νια πλοία να ει­κο­νί­ζουν τα με­γα­λώ­νυ­μα και πε­ρι­φα­νή ποι­η­τι­κά με­γέ­θη, τους με­γά­λους άρ­χο­ντες του λό­γου κα­θώς θα πει ο Σε­φέ­ρης, που απει­λούν να κα­τα­δυ­να­στεύ­σουν τον άπει­ρο ακό­μα ποι­η­τή και να τον με­τα­τρέ­ψουν σε πλα­δα­ρό μι­μη­τή τους.

* * *

Και η «Ιθά­κη», θ’ ανα­ρω­τη­θεί κα­νείς, πώς σχε­τί­ζε­ται με όλα αυ­τά; Αν εί­ναι αλή­θεια, όπως υπαι­νί­χθη­κα πιο πά­νω, ότι η «Ιθά­κη» δεν χω­ρά­ει στο τριμ­μέ­νο κο­στού­μι της εύ­κο­λης θυ­μο­σο­φί­ας που θέ­λουν να της φο­ρέ­σου­νε τό­σοι και τό­σοι, τό­τε τι λο­γής και­νούρ­γιο ρού­χο θα πρέ­πει άρα­γε να της ρά­ψου­με με το ύφα­σμα που ξη­λώ­σα­με από «Τα Πλοία»; Πριν απο­πει­ρα­θού­με ν’ απα­ντή­σου­με στο ερώ­τη­μα αυ­τό, ας ξα­να­θυ­μη­θού­με αυ­τό το ποί­η­μα του 1910,[10] όσο κι αν εί­ναι απί­θα­νο να το έχου­με ξε­χά­σει:

Ι Θ Α Κ Η

Σα βγεις στον πη­γαι­μό για την Ιθά­κη,
να εύ­χε­σαι να ’ναι μα­κρύς ο δρό­μος,
γε­μά­τος πε­ρι­πέ­τειες, γε­μά­τος γνώ­σεις.
Τους Λαι­στρυ­γό­νας και τους Κύ­κλω­πας,
τον θυ­μω­μέ­νο Πο­σει­δώ­να μη φο­βά­σαι,
τέ­τοια στον δρό­μο σου πο­τέ σου δεν θα βρεις,
αν μέ­ν’ η σκέ­ψις σου υψη­λή, αν εκλε­κτή
συ­γκί­νη­σις το πνεύ­μα και το σώ­μα σου αγ­γί­ζει.
Τους Λαι­στρυ­γό­νας και τους Κύ­κλω­πας,
τον άγριο Πο­σει­δώ­να δεν θα συ­να­ντή­σεις,
αν δεν τους κου­βα­νείς μες στην ψυ­χή σου,
αν η ψυ­χή σου δεν τους στή­νει εμπρός σου.

Να εύ­χε­σαι να ’ναι μα­κρύς ο δρό­μος.
Πολ­λά τα κα­λο­και­ρι­νά πρω­ιά να εί­ναι
που με τί ευ­χα­ρί­στη­σι, με τί χα­ρά
θα μπαί­νεις σε λι­μέ­νας πρω­τοει­δω­μέ­νους·
να στα­μα­τή­σεις σ’ εμπο­ρεία Φοι­νι­κι­κά,
και τες κα­λές πραγ­μά­τειες ν’ απο­κτή­σεις,
σε­ντέ­φια και κο­ράλ­λια, κε­χρι­μπά­ρια κ’ έβε­νους,
και ηδο­νι­κά μυ­ρω­δι­κά κά­θε λο­γής,
όσο μπο­ρείς πιο άφθο­να ηδο­νι­κά μυ­ρω­δι­κά·
σε πό­λεις Αι­γυ­πτια­κές πολ­λές να πας,
να μά­θεις και να μά­θεις απ’ τους σπου­δα­σμέ­νους.

Πά­ντα στον νου σου να ’χεις την Ιθά­κη.
Το φθά­σι­μον εκεί εί­ν’ ο προ­ο­ρι­σμός σου.
Αλ­λά μη βιά­ζεις το τα­ξί­δι διό­λου.
Κα­λύ­τε­ρα χρό­νια πολ­λά να διαρ­κέ­σει·
και γέ­ρος πια ν’ αρά­ξεις στο νη­σί,
πλού­σιος με όσα κέρ­δι­σες στον δρό­μο,
μη προσ­δο­κώ­ντας πλού­τη να σε δώ­σει η Ιθά­κη.

Η Ιθά­κη σ’ έδω­σε τ’ ωραίο τα­ξί­δι.
Χω­ρίς αυ­τήν δεν θα ’βγαι­νες στον δρό­μο.
Άλ­λα δεν έχει να σε δώ­σει πια.

Κι αν πτω­χι­κή την βρεις, η Ιθά­κη δεν σε γέ­λα­σε.
Έτσι σο­φός που έγι­νες, με τό­ση πεί­ρα,
ήδη θα το κα­τά­λα­βες η Ιθά­κες τί ση­μαί­νουν
.

Τα νή­μα­τα που συν­δέ­ουν την «Ιθά­κη» με «Τα Πλοία» δεν εί­ναι, νο­μί­ζω, δυσ­διά­κρι­τα. Ήδη το 1986, όταν πρω­το­πα­ρου­σί­α­σε «Τα Πλοία», ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης επι­σή­μα­νε με λα­κω­νι­κή πυ­κνό­τη­τα ότι η ο δι­δα­κτι­κός τό­νος που ακού­με στο πε­ζό αυ­τό ποί­η­μα εί­ναι κα­τά βά­θος «η πρώ­ι­μη φω­νή του δι­δά­χου της “Ιθά­κης”».[11] Η με­τα­φο­ρά του θα­λασ­σι­νού τα­ξι­διού δια­τρέ­χει και τα δύο ποι­ή­μα­τα· αυ­τή εί­ναι η πιο οφθαλ­μο­φα­νής ομοιό­τη­τα. Κι αν στα «Πλοία» το τα­ξί­δι εί­ναι προ­δή­λως εμπο­ρι­κό, η εμπο­ρία δεν απου­σιά­ζει ολό­τε­λα από την «Ιθά­κη», έστω κι αν συ­νυ­πάρ­χει με την επι­θυ­μία για πε­ρι­πέ­τειες και γνώ­σεις. Ο τα­ξι­δευ­τής της «Ιθά­κης» θα στα­μα­τή­σει «σ’ εμπο­ρεία Φοι­νι­κι­κά», που σχη­μα­τί­ζουν μιαν ει­κό­να πο­λύ πιο συ­γκε­κρι­μέ­νη και ζω­ντα­νή από ό,τι οι αφη­ρη­μέ­νες «αγο­ραί της Φα­ντα­σί­ας» που συ­να­ντή­σα­με στα «Πλοία». Και θα προ­μη­θευ­τεί «κα­λές πραγ­μά­τειες», με­τα­ξύ άλ­λων «κο­ράλ­λια […] κ’ έβε­νους» — δη­λα­δή ακρι­βώς εκεί­να τα πο­λύ­τι­μα υλι­κά που δεν εμ­φα­νί­ζο­νταν στα «Πλοία» πα­ρά μό­νο φευ­γα­λέα, σαν εφή­με­ρα ιν­δάλ­μα­τα: «κά­τι πε­λώ­ρια πλοία, με κο­ράλ­λι­να κο­σμή­μα­τα και ιστούς εξ εβέ­νου». Ό,τι λοι­πόν στα «Πλοία» ήταν από­μα­κρο και άπια­στο —οπτα­σί­ες που εξαϋ­λώ­νο­νταν και λη­σμο­νιού­νταν σχε­δόν αμέ­σως, ή εύ­θραυ­στα φορ­τία που κα­τα­στρέ­φο­νταν ή ρί­χνο­νταν στη θά­λασ­σα, ή εμπο­ρεύ­μα­τα που κα­τά­σχο­νταν από τους εκτε­λω­νι­στές— στην «Ιθά­κη» γί­νε­ται ευ­πρό­σι­το και χει­ρο­πια­στό. Εξάλ­λου, στα «Πλοία» η οπτι­κή γω­νία ήταν του στε­ρια­νού, που έβλε­πε πα­θη­τι­κά τα κα­ρά­βια να περ­νούν «πη­γαί­νο­ντα — τίς ηξεύ­ρει πού». Αντί­θε­τα, η «Ιθά­κη» απευ­θύ­νε­ται σε κά­ποιον που αρ­γά ή γρή­γο­ρα θα γί­νει τα­ξι­δευ­τής ο ίδιος («Σαν βγεις στον πη­γαι­μό…»)· κι αντί ρά­θυ­μα να με­λαγ­χο­λεί για τα θε­σπέ­σια πλοία που δεν κα­τόρ­θω­σαν ή δεν κα­τα­δέ­χτη­καν να ελ­λι­με­νι­στούν, θα απο­λαμ­βά­νει, «με τι ευ­χα­ρί­στη­σι, με τι χα­ρά», την προ­σόρ­μι­ση «σε λι­μέ­νας πρω­τοει­δω­μέ­νους». Ού­τε λό­γος πια για ξέ­βα­θα λι­μά­νια, που δεν μπο­ρούν να υπο­δε­χτούν τα «πε­λώ­ρια πλοία». Και ο αλ­λο­τι­νός φό­βος για το «δύ­σκο­λον πέ­ρα­σμα» και το «μα­κρόν τα­ξί­δι», το «επι­ζή­μιον ενί­ο­τε διά τα πλοία τα οποία το επι­χει­ρούν», έχει δώ­σει τώ­ρα τη θέ­ση του στην ευ­φρό­συ­νη προσ­δο­κία μα­κρο­χρό­νιων θα­λασ­σι­νών πε­ρι­πλα­νή­σε­ων: «να εύ­χε­σαι να ’ναι μα­κρύς ο δρό­μος, γε­μά­τος πε­ρι­πέ­τειες, γε­μά­τος γνώ­σεις. […] Αλ­λά μη βιά­ζεις το τα­ξί­δι διό­λου. Κα­λύ­τε­ρα χρό­νια πολ­λά να διαρ­κέ­σει».

* * *

Όποιος δια­βά­ζει την «Ιθά­κη» κα­τ’ αντι­πα­ρά­στα­ση προς «Τα Πλοία» δεν θ’ αρ­γή­σει να υπο­ψια­στεί πως το τα­ξί­δι της «Ιθά­κης» δεν εί­ναι το τα­ξί­δι του βί­ου, ή δεν εί­ναι μό­νο αυ­τό· εί­ναι κα­τά κύ­ριο λό­γο το τα­ξί­δι της ποι­η­τι­κής δη­μιουρ­γί­ας, το τα­ξί­δι που οδη­γεί «από την Φα­ντα­σί­αν έως εις το Χαρ­τί», από την πρώ­τη σύλ­λη­ψη της ποι­η­τι­κής ιδέ­ας έως την τε­λι­κή δια­μόρ­φω­ση και απο­τύ­πω­σή της. Βέ­βαια, για να εί­μα­στε ακρι­βείς, στην πε­ρί­πτω­ση του Κα­βά­φη το τα­ξί­δι του βί­ου συ­μπί­πτει, ώς ένα βαθ­μό, με το τα­ξί­δι της ποι­η­τι­κής εξέ­λι­ξης — θέ­λω να πω, με το τα­ξί­δι που τον οδή­γη­σε από τα αμή­χα­να πρω­τό­λεια στη σί­γου­ρη φω­νή της ποι­η­τι­κής του ωρι­μό­τη­τας. Θα προ­σπα­θή­σω να εξη­γή­σω τι εν­νοώ, έχο­ντας από δω και πέ­ρα για οδη­γό μου τον Σε­φέ­ρη και το εκ­πλη­κτι­κής οξυ­δέρ­κειας δο­κί­μιό του «Ακό­μη λί­γα για τον Αλε­ξαν­δρι­νό», που γρά­φτη­κε στα χρό­νια 1941 έως 1946.
Ο ποι­η­τής Κα­βά­φης ξε­κι­νά, κα­θώς λέ­ει ο Σε­φέ­ρης, «σαν ένας ασή­μα­ντος μα­θη­τής του Πα­παρ­ρη­γό­που­λου», που «γρά­φει αφη­ρη­μέ­να πράγ­μα­τα ή βυ­θί­ζε­ται σ’ ένα χυ­λό με­λαγ­χο­λί­ας», που κά­πο­τε «ρη­το­ρεύ­ει» και που εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει «δεν έχει ύφος· εί­ναι αφα­νής».[12] Το ξέ­ρει αυ­τό ο πρώ­ι­μος Κα­βά­φης, ή του­λά­χι­στον το υπο­ψιά­ζε­ται. Τα δι­κά του συ­ναι­σθή­μα­τα μα­ταί­ω­σης φαί­νε­ται να εκ­φρά­ζει ο νέ­ος ποι­η­τής Ευ­μέ­νης του «Πρώ­του Σκα­λιού» (1895, 1899),[13] ο ποι­η­τι­κός νε­οσ­σός «που κο­πιά­ζει, που δεν εί­ναι ευ­χα­ρι­στη­μέ­νος από τους καρ­πούς των κό­πων του, που απελ­πί­ζε­ται»[14] — και που δυ­σα­να­σχε­τεί για­τί βρί­σκε­ται ακό­μα στο «πρώ­το σκα­λί» και δεν ξέ­ρει αν πο­τέ του θα κα­τα­φέ­ρει ν’ ανε­βεί την υψη­λή σκά­λα της Ποι­ή­σε­ως. Έτσι και ο Κα­βά­φης: ο ποι­η­τής του καί­ριου και του ακα­ριαί­ου που γνω­ρί­ζου­με από τα ποι­ή­μα­τα της μέ­σης και κυ­ρί­ως της ύστε­ρης πε­ριό­δου του θα­λασ­σο­δάρ­θη­κε κά­μπο­σα χρό­νια ανα­ζη­τώ­ντας την ποι­η­τι­κή φυ­σιο­γνω­μία του άλ­λο­τε στον Συμ­βο­λι­σμό, άλ­λο­τε στον Παρ­νασ­σι­σμό και άλ­λο­τε στον Ρο­μα­ντι­σμό — ή, για την ακρί­βεια, «στην πο­λυ­λο­γία των ρο­μα­ντι­κών και των λο­γιο­τά­των»: λό­για του Σε­φέ­ρη,[15] ο οποί­ος ση­μειώ­νει επί­σης ότι «[γ]ια να βρει τε­λειω­τι­κά το δρό­μο του, θα πρέ­πει να πε­ρι­πλα­νη­θεί ακό­μη και να εγκα­τα­λεί­ψει κά­μπο­σα πράγ­μα­τα ο Κα­βά­φης».[16]
Κι όταν φτά­σει πια στην ποι­η­τι­κή ωρι­μό­τη­τα, ο Κα­βά­φης ού­τε ξε­χνά ού­τε απαρ­νιέ­ται τις πα­λιές πε­ρι­πλα­νή­σεις του: κα­τα­λα­βαί­νει πως χά­ρη σ’ αυ­τές έφτα­σε εκεί που έφτα­σε. Στην ώρι­μη πε­ρί­ο­δό του,

«δεν πα­ρα­πο­νιέ­ται πια, αλ­λά σί­γου­ρος για την τέ­χνη του, αφού ξε­πέ­ρα­σε τό­σα εμπό­δια, μοιά­ζει να θέ­λει να εξη­γή­σει, μο­νο­λο­γώ­ντας, το πώς έγι­νε το με­γά­λο αυ­τό ποι­η­τι­κό τα­ξί­δι. Και ο μύ­θος της “Ιθά­κης” εί­ναι θαρ­ρώ ποί­η­μα του “Πρώ­του σκα­λιού”».[17]

Ο μύ­θος της «Ιθά­κης»: ο προ­σω­πι­κός ποι­η­τι­κός μύ­θος του Κα­βά­φη, που για πολ­λά χρό­νια ψη­λά­φη­σε τον δρό­μο του με «χει­ρο­νο­μί­ες τυ­φλού», κα­θώς λέ­ει πά­λι ο Σε­φέ­ρης,[18] πα­σχί­ζο­ντας να βρει τη φω­νή του και την ποι­η­τι­κή του ιδιο­συ­γκρα­σία. Τον προ­ο­ρι­σμό αυ­τών των ψη­λα­φη­τών δια­δρο­μών δεν τον συ­νει­δη­το­ποιεί πα­ρά μό­νον όταν τε­λειώ­νει ο πρώ­τος πε­ρί­πλους του: εί­ναι η «πτω­χι­κή» Ιθά­κη. Πτω­χι­κή όμως δεν θα πει πα­ρα­κα­τια­νή: θα πει απο­γυ­μνω­μέ­νη από κα­θε­τί πε­ριτ­τό, από τις ρη­το­ρεί­ες, τις θο­λές και πο­μπώ­δεις αφαι­ρέ­σεις, τις εξε­ζη­τη­μέ­νες ρί­μες και τ’ άλ­λα τζο­βαϊ­ρι­κά που βά­ραι­ναν τις πρω­ι­μό­τε­ρες ποι­η­τι­κές δο­κι­μές του. Ας αφή­σου­με γι’ άλ­λη μια φο­ρά τον Σε­φέ­ρη να μι­λή­σει:

Με την “Ιθά­κη” τε­λειώ­νει ο πρώ­τος πε­ρί­πλους του Πρω­τέα· άρ­χι­σε στα 1886· εί­κο­σι πέ­ντε χρό­νια. Όπως εί­δα­με, από τον “Τυα­νέα γλύ­πτη” […] και πέ­ρα, ο τε­χνί­της παύ­ει να πα­ρα­πο­νιέ­ται· με το “Απο­λεί­πειν” μπαί­νει στην Αλε­ξάν­δρεια· με τα “Επι­κίν­δυ­να” […] δια­τυ­πώ­νει το κλί­μα του — το κλί­μα τού “εν μέ­ρει” ή των κρα­μά­των […] Αυ­τά τα ποι­ή­μα­τα δεί­χνουν, νο­μί­ζω, το τέ­λος του τα­ξι­διού:

    Έτσι σο­φός που έγι­νες, με τό­ση πεί­ρα…

Δεν υπάρ­χουν πια οι χει­ρο­νο­μί­ες τυ­φλού, όπως στο “Πα­ρά­θυ­ρα” […]· ο ποι­η­τής βλέ­πει τον εξω­τε­ρι­κό κό­σμο και πα­ρα­κι­νά τους άλ­λους να ιδούν:

                        Πολ­λά τα κα­λο­και­ρι­νά πρω­ιά να εί­ναι
                        
που με τι ευ­χα­ρί­στη­σι, με τι χα­ρά
                        
θα μπαί­νεις σε λι­μέ­νας πρω­τοει­δω­μέ­νους.

Η πα­λιά τυ­ραν­νία του φω­τός[19] έχει μεί­νει πί­σω, μα­ζί με τό­σα άλ­λα πράγ­μα­τα, κα­θώς εί­δα­με. Την τέ­χνη του τη βρή­κε επι­τέ­λους· εί­ναι “πτω­χι­κή”. […] Όπως έλε­γα αρ­χί­ζο­ντας […], κά­θε του προ­σπά­θεια που τον οδη­γεί προς την εξό­γκω­ση του λό­γου απο­τυ­χαί­νει. Έβα­λε κά­μπο­σα χρό­νια για να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει αυ­τή την πι­κρή εμπει­ρία. Έπρε­πε κά­πο­τε να πα­ρα­δε­χτεί —και εί­δα­με με ποια ψη­λα­φή­μα­τα το πα­ρα­δέ­χτη­κε— πως αφού ο λό­γος δεν ανα­βρύ­ζει από μέ­σα του, το μό­νο πράγ­μα που του από­με­νε ήταν να πια­στεί από ένα αντι­κεί­με­νο και να το εκ­φρά­σει όσο γί­νε­ται πιο στε­γνά, αντι­κα­θι­στώ­ντας τον ρη­μα­τι­κόν πλού­το, που δεν εί­χε, με τη με­γα­λύ­τε­ρη δυ­να­τήν ακρί­βεια· την ακρί­βεια μιας γυ­μνής Ιθά­κης. Οι με­γά­λοι άρ­χο­ντες του λό­γου εί­ναι άλ­λη φυ­λή· τους βλέ­πει τώ­ρα ωσάν φα­ντά­σμα­τα, ξορ­κι­σμέ­να επι­τέ­λους. Λαι­στρυ­γό­νες ή Κύ­κλω­πες του κε­ρα­μι­δέ­νιου και του φαύ­λου […]. Τους αντί­κρι­σε κά­πο­τε με δέ­ος· πή­γαν να του επι­βλη­θούν· δο­κί­μα­σε να τους μι­μη­θεί· ευ­τυ­χώς τους ξέ­φυ­γε.

                        Τους Λαι­στρυ­γό­νας και τους Κύ­κλω­πας,
                        
τον θυ­μω­μέ­νο Πο­σει­δώ­να μη φο­βά­σαι…
                        
αν μέ­ν’ η σκέ­ψις σου υψη­λή…

Δεν εί­ναι υπο­θή­κη εκ των προ­τέ­ρων αυ­τό —κα­θώς και ολό­κλη­ρο το ποί­η­μα, που μπο­ρεί να ση­μαί­νει και άλ­λα πολ­λά— εί­ναι ένα ορι­σμέ­νο συ­μπέ­ρα­σμα ύστε­ρ’ από δο­κι­μές και δο­κι­μα­σί­ες. “Αν μέ­ν’ η σκέ­ψις σου υψη­λή”· αν δεν απο­καρ­διω­θείς εύ­κο­λα, όπως εκεί­νος ο άλ­λος που έλα­βε την “άγου­σαν προς τα Σού­σα” […]. Και το πιο ση­μα­ντι­κό:

                        … αν εκλε­κτή
                        
συ­γκί­νη­σις το πνεύ­μα και το σώ­μα σου αγ­γί­ζει.»[20]

* * *

Νο­μί­ζω πως ο Σε­φέ­ρης εί­ναι ένας από τους ελά­χι­στους, ίσως και ο μό­νος, που με θαυ­μα­στήν οξύ­νοια —και μά­λι­στα χω­ρίς να γνω­ρί­ζει τα λαν­θά­νο­ντα τό­τε ακό­μη «Πλοία»— κα­τά­λα­βε και εί­πε με ήρε­μη σι­γου­ριά πως η «Ιθά­κη» εί­ναι ποί­η­μα ποι­η­τι­κής: σχό­λιο πά­νω στην ποι­η­τι­κή πο­ρεία και εξέ­λι­ξη του ίδιου του Κα­βά­φη. Ακό­μη και ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης, αυ­τός ο συ­νή­θως ευ­θύ­βο­λος ερ­μη­νευ­τής του Κα­βά­φη, στά­θη­κε μπρος στο ποί­η­μα αυ­τό με μιαν αμη­χα­νία που έφτα­νε ώς την αγα­νά­κτη­ση: το θε­ω­ρού­σε απο­τυ­χη­μέ­νη δο­κι­μή συμ­βο­λι­στι­κής ποί­η­σης, όπου τα σύμ­βο­λα απο­γυ­μνώ­νο­νται από την απα­ραί­τη­την υπο­βλη­τι­κό­τη­τα και κα­τα­λή­γουν απλές αλ­λη­γο­ρί­ες.[21] Αν όμως δια­βά­σου­με την «Ιθά­κη» σαν απο­λο­γι­σμό και απο­λο­γία ποι­η­τι­κού βί­ου, τό­τε (κα­θώς θα ’λε­γε ο Κα­βά­φης) «εί­ναι έξω λό­γου» ν’ αγα­να­κτού­με για την άτε­χνη, τά­χα, με­τά­πτω­ση του ποι­ή­μα­τος από τον συμ­βο­λι­σμό στην αλ­λη­γο­ρία. Αντί για συμ­βο­λι­σμό και αλ­λη­γο­ρία, εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρο να μι­λά­με για μύ­θο: «Μύ­θος, όπως λέ­με μύ­θος του Αι­σώ­που» θα πει ο Σε­φέ­ρης ίσα-ίσα γι’ αυ­τό το ποί­η­μα του Κα­βά­φη.[22] Έπει­τα, αν πα­ρα­κο­λου­θή­σει κα­νείς προ­σε­χτι­κά τού­τη τη σε­φε­ρι­κής κα­τα­γω­γής ανά­γνω­ση της «Ιθά­κης» που προ­σπα­θώ να συ­ναρ­μό­σω εδώ, θα μπο­ρέ­σει ίσως να δώ­σει απά­ντη­ση σ’ ένα καί­ριο πράγ­μα­τι ερώ­τη­μα που έθε­σε ο Σαβ­βί­δης — και που το άφη­σε ανα­πά­ντη­το, σαν έν­δει­ξη της κα­τ’ αυ­τόν απο­τυ­χί­ας του ποι­ή­μα­τος:

«Τέ­λος, ση­μειώ­νω πως [η “Ιθά­κη”] … χρη­σι­μο­ποιεί το “δι­δα­κτι­κό” δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο ενι­κού (όχι το “εις εαυ­τόν” που χρη­σι­μο­ποί­η­σε επι­τυ­χώς στα “Η Πό­λις”, “Η Σα­τρα­πεία”, “Μάρ­τιαι Ει­δοί”), θο­λώ­νο­ντας πλή­ρως την ει­κό­να. Θέ­λω να πω: ποιος μι­λά­ει και σε ποιον; Δεν αρ­κεί να απα­ντή­σει κα­νείς: Μα φυ­σι­κά ο Κα­βά­φης στον ανα­γνώ­στη (βλ. Ε. Π. Πα­πα­νού­τσου, Πα­λα­μάς-Κα­βά­φης-Σι­κε­λια­νός, 1971, σ. 204). Για­τί το σύμ­βο­λο, ή και η αλ­λη­γο­ρία, απαι­τεί συ­νέ­πεια. Τα­ξί­δι στην Ιθά­κη, προ­ϋ­πο­θέ­τει Οδυσ­σέα — πού ’ν’ τος; Η φω­νή που ακού­γε­ται στο ποί­η­μα, σχε­δόν μοιά­ζει να ανή­κει στον Οδυσ­σέα απευ­θυ­νό­με­νο στον Τη­λέ­μα­χο. Εκτός πια αν δε­χτού­με, χω­ρίς το πα­ρα­μι­κρό εν­δό­σι­μο, πως μι­λά­ει ο Τει­ρε­σί­ας ή η Αθη­νά — οι μό­νοι σο­φό­τε­ροι, μέ­σα στα πα­ρα­δο­σια­κά πλαί­σια του συμ­βό­λου ή της αλ­λη­γο­ρί­ας, που θα μπο­ρού­σαν να πά­ρουν αυ­τόν τον τό­νο μι­λώ­ντας προς τον Οδυσ­σέα.»[23]

Οι εν­στά­σεις του Σαβ­βί­δη, αν τις αντι­λαμ­βά­νο­μαι σω­στά, δεί­χνουν διά της εις άτο­πον απα­γω­γής ότι η «Ιθά­κη» δεν μπο­ρεί να δια­βα­στεί σαν αλ­λη­γο­ρία βί­ου. Ένα αλ­λη­γο­ρι­κό ποί­η­μα θα πρέ­πει να έχει μια στοι­χειώ­δη συ­νέ­πεια στην αντι­στοί­χι­ση ανά­με­σα στην αλ­λη­γο­ρού­σα ει­κό­να και στην αλ­λη­γο­ρού­με­νη έν­νοια. Αν ο βί­ος εί­ναι τα­ξί­δι προς την Ιθά­κη, τό­τε ο δι­δά­χος που μι­λά στο ποί­η­μα θα πρέ­πει να εί­ναι αυ­τός που έβα­λε προ­ο­ρι­σμό του την Ιθά­κη: ο Οδυσ­σέ­ας. Αλ­λά τι σόι Οδυσ­σέ­ας εί­ναι τού­τος, που δεν συ­νά­ντη­σε Κύ­κλω­πες και Λαι­στρυ­γό­νες, ή που στα­μά­τη­σε ποιος ξέ­ρει σε πό­σα εμπο­ρεία Φοι­νι­κι­κά για να αγο­ρά­σει κα­λές πραγ­μά­τειες, ή που δεν βιά­ζει το τα­ξί­δι διό­λου; Και σε ποιον μπο­ρεί να απευ­θύ­νει τις πα­ραι­νέ­σεις του ένας τέ­τοιος Οδυσ­σέ­ας; Όχι βέ­βαια στον Τη­λέ­μα­χο, που δεν μπο­ρεί να βγει «στον πη­γαι­μό για την Ιθά­κη», αφού εί­ναι ήδη εκεί. Αν πά­λι απο­δέ­κτης των πα­ραι­νέ­σε­ων εί­ναι γε­νι­κά και αφη­ρη­μέ­να ο ανα­γνώ­στης, τό­τε εί­χε δί­κιο ο Σαβ­βί­δης να δια­μαρ­τύ­ρε­ται ότι η ει­κό­να θο­λώ­νει ανυ­πό­φο­ρα. Για­τί τό­τε η οδυσ­σεια­κή με­τα­φο­ρά δεν έχει λό­γο ύπαρ­ξης: αχρη­στεύ­ε­ται επί της ου­σί­ας, κα­τα­ντά­ει άδειο κέ­λυ­φος, αφού μπο­ρεί να υπο­κα­τα­στα­θεί από μια οποιαν­δή­πο­τε άλ­λη με­τα­φο­ρά που πα­ρα­πέ­μπει στο βιο­τι­κό τα­ξί­δι. Πε­ρισ­σό­τε­ρα για το ζή­τη­μα αυ­τό σε λί­γο.
Μή­τε λοι­πόν ο Οδυσ­σέ­ας μι­λά­ει εδώ μή­τε ο Τει­ρε­σί­ας μή­τε η Αθη­νά. Η φω­νή που ακού­γε­ται στο ποί­η­μα εί­ναι η φω­νή του κα­τα­στα­λαγ­μέ­νου ποι­η­τή, που απευ­θύ­νε­ται στον νε­ό­τε­ρο εαυ­τό του, τον άπρα­γο κι αβέ­βαιο. Και τον κα­θη­συ­χά­ζει ανα­δρο­μι­κά, δια­βε­βαιώ­νο­ντάς τον πως οι αλ­λο­τι­νοί φό­βοι κι οι αμ­φι­βο­λί­ες του για το επι­κίν­δυ­νο τα­ξί­δι που ανοι­γό­ταν μπρο­στά του, οι πε­ρι­πλα­νή­σεις του που έμοια­ζαν να μην οδη­γούν που­θε­νά — όλα τού­τα ήταν τε­λι­κώς προ­γυ­μνά­σμα­τα, επί­πο­να αλ­λά απα­ραί­τη­τα, προ­κει­μέ­νου να φτά­σει στην Ιθά­κη της απο­κρυ­σταλ­λω­μέ­νης πια τέ­χνης του. Αυ­τό υπο­δη­λώ­νουν και οι αό­ρι­στοι ρη­μα­τι­κοί χρό­νοι που, κα­θώς πα­ρα­τή­ρη­σε ο Σαβ­βί­δης, κυ­ριαρ­χούν στους τε­λευ­ταί­ους στί­χους του ποι­ή­μα­τος —«σ’ έδω­σε», «δεν σε γέ­λα­σε», «έτσι σο­φός που έγι­νες»— και που έρ­χο­νται σε αντί­θε­ση με τις μελ­λο­ντι­κές εγκλί­σεις που δια­τρέ­χουν το υπό­λοι­πο ποί­η­μα («δεν θα βρεις», «θα μπαί­νεις» κτλ.). Οι αό­ρι­στοι χρό­νοι θα πρέ­πει να εκλη­φθούν ως επι­τε­λε­στι­κοί ρη­μα­τι­κοί δεί­κτες: όπως λέ­ει πά­λι ο Σαβ­βί­δης, «η εμπει­ρία του τα­ξι­διού προς την Ιθά­κη σαν να συ­ντε­λέ­στη­κε “με τα λό­για”, την ώρα που διά­βα­ζες το ποί­η­μα».[24]

* * *

Ας επα­νέλ­θω όμως σ’ ένα ερώ­τη­μα που εν πα­ρό­δω και υπαι­νι­κτι­κά έθε­σα λί­γο πα­ρα­πά­νω. Για­τί ο Κα­βά­φης με­τα­χει­ρί­στη­κε στην «Ιθά­κη» τον μύ­θο, συ­γκε­κρι­μέ­να, της Οδύσ­σειας σαν με­τα­φο­ρά για να υπο­δη­λώ­σει το τα­ξί­δι προς την ποι­η­τι­κή ωρι­μό­τη­τα; Για­τί δεν χρη­σι­μο­ποί­η­σε, αίφ­νης, τη γε­νι­κό­τε­ρη με­τα­φο­ρά των εμπο­ρι­κών σκα­φών που εί­δα­με ότι δια­τρέ­χει «Τα Πλοία»; Η εξή­γη­ση βρί­σκε­ται, νο­μί­ζω, στον ίδιο τον τί­τλο του ποι­ή­μα­τος. Σε αντί­θε­ση με τον ανώ­νυ­μο, αφη­ρη­μέ­νο λι­μέ­να των «Πλοί­ων», η Ιθά­κη εί­ναι ένας τό­πος με όνο­μα και υπό­στα­ση· συ­νι­στά φυ­σι­κή οντό­τη­τα, αλ­λά και δια­θέ­τει ει­δι­κό μυ­θο­λο­γι­κό βά­ρος. Ο τα­ξι­δευ­τής ξέ­ρει ότι στον τό­πο αυ­τόν μπο­ρεί κά­πο­τε να φτά­σει — και να φτά­σει έπει­τα από ένα τα­ξί­δι που δεν θα κά­μει πο­τέ ο αδρα­νής πα­ρα­τη­ρη­τής των «Πλοί­ων»· ένα τα­ξί­δι στο οποίο, αντί­θε­τα απ’ ό,τι θέ­λει η Οδύσ­σεια, όχι μό­νο δεν θα κιν­δυ­νέ­ψει από Λαι­στρυ­γό­νες, Κύ­κλω­πες και Πο­σει­δώ­νες, αλ­λά και θ’ απο­κτή­σει κα­λές πραγ­μά­τειες και ηδο­νι­κά μυ­ρω­δι­κά, όσα δεν από­κτη­σε πο­τέ ο Οδυσ­σέ­ας. Η οδυσ­σεια­κή λοι­πόν με­τα­φο­ρά επι­τε­λεί διτ­τή λει­τουρ­γία, που ελέγ­χε­ται αντι­νο­μι­κή αλ­λά όχι και αυ­το­α­ναι­ρού­με­νη: ταυ­τό­χρο­να επι­κυ­ρώ­νει και ανα­σκευά­ζει τον ομη­ρι­κό μύ­θο. Αφε­νός δη­λα­δή εγκα­θι­στά μια στέ­ρεη και ανα­γνω­ρί­σι­μη Ιθά­κη σαν με­τω­νυ­μία του προ­ο­ρι­σμού· αφε­τέ­ρου όμως βά­ζει στη θέ­ση του τα­ξι­δευ­τή όχι τον Οδυσ­σέα, αλ­λά έναν κά­ποιον Οδυσ­σέα, ρι­ζι­κά πα­ραλ­λαγ­μέ­νον, έναν Οδυσ­σέα που μπο­ρεί να εί­ναι ο ίδιος ο Κα­βά­φης ή ένας ομό­λο­γός του — πά­ντως εί­ναι ο απο­δέ­κτης της πα­ρα­μυ­θη­τι­κής υπό­δει­ξης ότι οι πε­ρι­πέ­τειες του τα­ξι­διού δεν εί­ναι κίν­δυ­νοι που απει­λούν να μα­ταιώ­σουν τον νό­στο, πα­ρά εί­ναι μέ­σο ανα­γκαίο για την ποι­η­τι­κή τε­λεί­ω­ση. Όπως γρά­φει ο Μα­ρω­νί­της, «η απρο­κά­λυ­πτη πα­ραί­νε­ση μα­κράς πα­ρά­τα­σης του πη­γαι­μού […] φαί­νε­ται να κλο­νί­ζει βα­σι­κά ερεί­σμα­τα της ομη­ρι­κής Οδύσ­σειας· όπου ο πό­θος του άμε­σου νό­στου συ­νε­χώς βα­σα­νί­ζει τον ήρωα, ενώ τα εν­διά­με­σα πά­θη που τον ανα­στέλ­λουν θε­ω­ρού­νται εξω­τε­ρι­κά και ανε­πι­θύ­μη­τα εμπό­δια.»[25]

Οι πα­ρα­πά­νω σκέ­ψεις μάς βοη­θούν, νο­μί­ζω, να απα­ντή­σου­με και σ’ ένα άλ­λο ερώ­τη­μα, που μου το έθε­σαν με­τ’ επι­τά­σε­ως σο­φοί φί­λοι — και που ίσως τώ­ρα να στρι­φο­γυρ­νά στο μυα­λό κά­ποιων ανα­γνω­στών μου. Αν δε­χτού­με πως η «Ιθά­κη» εί­ναι πρω­τί­στως ποί­η­μα ποι­η­τι­κής, τό­τε πώς να εξη­γή­σου­με το ότι τό­σοι και τό­σοι ανα­γνώ­στες διά­βα­σαν το ποί­η­μα σαν πα­ρα­βο­λή της πε­ρι­πέ­τειας του βί­ου; Έπε­σαν άρα­γε τό­σο έξω όλοι αυ­τοί; Στο κά­τω-κά­τω, ο ίδιος ο Κα­βά­φης φέ­ρε­ται να εν­θάρ­ρυ­νε μια τέ­τοια βιο­σο­φι­κή ερ­μη­νεία, σχο­λιά­ζο­ντας την «Ιθά­κη» στον Γ. Λε­χω­νί­τη:

«Το νό­η­μα του ποι­ή­μα­τος τού­του εί­ναι απλούν και σα­φές. Ο άν­θρω­πος εις την ζω­ήν του επι­διώ­κων ένα σκο­πόν (την Ιθά­κην) απο­κτά πεί­ραν, γνώ­σεις και ενί­ο­τε αγα­θά ανώ­τε­ρα του σκο­πού αυ­τού κα­θ’ εαυ­τού.»[26]

Ιδού λοι­πόν, θα πουν κά­ποιοι: αυ­θε­ντι­κή ερ­μη­νεία, συ­ζή­τη­ση κομ­μέ­νη.
Να εί­ναι άρα­γε τό­σο απλά τα πράγ­μα­τα; Δεν μου φαί­νε­ται τό­σο μο­νο­σή­μα­ντο το κα­βα­φι­κό αυ­το­σχό­λιο που δια­σώ­ζει ο Λε­χω­νί­της. Για­τί μ’ εκεί­νο το «απλούν και σα­φές», σά­μπως και αυ­το­ϋ­πο­νο­μεύ­ε­ται ευ­θύς εξαρ­χής η αυ­θε­ντι­κή, υπο­τί­θε­ται, ερ­μη­νεία του ποι­ή­μα­τος. Εγώ του­λά­χι­στον μο­νά­χα σαν προει­δο­ποι­η­τι­κήν ει­ρω­νεία μπο­ρώ να εν­νο­ή­σω αυ­τή την εναρ­κτή­ρια συρ­ρί­κνω­ση του νο­ή­μα­τος σε κά­τι «απλούν και σα­φές» — μια συρ­ρί­κνω­ση που φαί­νε­ται να κα­θι­στά εκ προ­οι­μί­ου πε­ριτ­τή οποιαν­δή­πο­τε από­πει­ρα εξή­γη­σης, της κα­βα­φι­κής συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης. Έχω την εντύ­πω­ση ότι κά­πως αλ­λιώς θα πρέ­πει να δια­βά­σου­με το κα­βα­φι­κό αυ­το­σχό­λιο. Μου φαί­νε­ται πως ο Αλε­ξαν­δρι­νός μάς εν­στα­λά­ζει ανε­παί­σθη­τα την ανη­συ­χία της πο­λυ­ση­μί­ας την ώρα ακρι­βώς που προ­σποιεί­ται πως μας κα­θη­συ­χά­ζει προ­σα­να­το­λί­ζο­ντάς μας προς την ερ­μη­νευ­τι­κή μο­νο­ση­μία του «απλού» και του «σα­φούς». Θέ­λω να πω: εί­ναι πο­λύ εύ­κο­λο —ίσως μά­λι­στα πα­ρα­εί­ναι εύ­κο­λο— να δια­βά­σει κα­νείς την «Ιθά­κη» σαν αλ­λη­γο­ρία του βί­ου εφαρ­μό­σι­μη σε κά­θε άν­θρω­πο («Ο άν­θρω­πος εις την ζω­ήν του…»). Ετού­τη η ευ­κο­λία εί­ναι προ­φα­νώς σκό­πι­μη: το ίδιο το ποί­η­μα μας κα­λεί να το δια­βά­σου­με, του­λά­χι­στον σε μια πρώ­τη μα­τιά, σαν βιο­σο­φι­κή δι­δα­χή. Όποιος όμως ακο­λου­θή­σει έως το τέ­λος μια τέ­τοιαν ανά­γνω­ση ασφα­λώς θα κο­ντο­στα­θεί στον τε­λευ­ταίο στί­χο: «ήδη θα το κα­τά­λα­βες η Ιθά­κες τί ση­μαί­νουν». Αλή­θεια, τι ση­μαί­νουν «η Ιθά­κες» σ’ ένα ποί­η­μα που εκ πρώ­της όψε­ως μοιά­ζει με ηδο­νι­στι­κή δια­κή­ρυ­ξη πε­ρί του βί­ου; Τι άλ­λο να ση­μαί­νουν αν όχι το προ­φα­νές και κοι­νό­το­πο: ο προ­ο­ρι­σμός του τα­ξι­διού μπο­ρεί να απο­δει­χτεί πτω­χι­κός, αλ­λά ο τα­ξι­δευ­τής έχει ήδη λά­βει την αντα­μοι­βή του από «τ’ ωραίο τα­ξί­δι» που του χά­ρι­σε η Ιθά­κη.[27]
Κά­ποιοι από μας πά­ντως θα βρουν αρ­κε­τά πτω­χι­κήν μια τέ­τοιαν ερ­μη­νεία· και θ’ ανα­ρω­τη­θούν (όπως ανα­ρω­τιέ­μαι κι εγώ από την αρ­χή τού­του του κει­μέ­νου) μή­πως η «Ιθά­κη» δεν έχει γε­νι­κή στό­χευ­ση, δεν κη­ρύσ­σει δη­λα­δή μια βιο­σο­φία κα­θο­λι­κής ισχύ­ος, αλ­λά εί­ναι ποί­η­μα εξει­δι­κευ­μέ­νης σκο­πο­θε­σί­ας, του­τέ­στιν απο­λο­γι­σμός μιας ποι­η­τι­κής πο­ρεί­ας που δεν ήταν εξαρ­χής βέ­βαιο ότι θα έφτα­νε κά­πο­τε σ’ ένα τέρ­μα. Σ’ αυ­τούς τους κά­ποιους η «Ιθά­κη» θα μι­λή­σει αλ­λιώ­τι­κα: όχι πια σαν λό­γος κα­τη­χη­τι­κός πε­ρί βιο­τι­κού ηδο­νι­σμού, αλ­λά σαν προ­τρο­πή για ποι­η­τι­κή δρά­ση και δια­κιν­δύ­νευ­ση — κι ακό­μα πα­ρα­πέ­ρα, σαν επι­τε­λε­στι­κή πρά­ξη, η οποία (κα­θώς μας έδει­ξε ο Σαβ­βί­δης) πραγ­μα­το­ποιεί την εμπει­ρία του τα­ξι­διού προς την Ιθά­κη «με τα λό­για», την ώρα που δια­βά­ζου­με το ποί­η­μα.[28]
Αυ­τή ακρι­βώς η επι­τε­λε­στι­κή διά­στα­ση του ποι­ή­μα­τος εί­ναι το απο­φα­σι­στι­κό κρι­τή­ριο. Η επι­τε­λε­στι­κή δυ­να­μι­κή της «Ιθά­κης» ενερ­γο­ποιεί­ται πλή­ρως μό­νον αν τη δια­βά­σου­με σαν ποί­η­μα ποι­η­τι­κής — και συ­γκε­κρι­μέ­να σαν ποί­η­μα ποι­η­τι­κής που συ­ντε­λεί­ται την ίδιαν ώρα που αφη­γεί­ται την ιστο­ρία της συ­ντέ­λε­σής του. Η εξι­στό­ρη­ση του τα­ξι­διού προς την Ιθά­κη εί­ναι η εξι­στό­ρη­ση της πο­ρεί­ας που οδή­γη­σε στην ποι­η­τι­κή κρυ­στάλ­λω­ση της «Ιθά­κης»: το ποί­η­μα αυ­το­πραγ­μα­τώ­νε­ται ενό­σω πε­ρι­γρά­φει την επί­πο­νη προϊ­στο­ρία της πραγ­μά­τω­σής του. Ας θυ­μη­θού­με ξα­νά τα λό­για του Σε­φέ­ρη: «Δεν εί­ναι υπο­θή­κη εκ των προ­τέ­ρων αυ­τό […] εί­ναι ένα ορι­σμέ­νο συ­μπέ­ρα­σμα ύστε­ρ’ από δο­κι­μές και δο­κι­μα­σί­ες.» Αν τώ­ρα, πα­ρά τις συ­στά­σεις του Σε­φέ­ρη, επι­μεί­νου­με ότι η «Ιθά­κη» εί­ναι βιο­τι­κή «υπο­θή­κη εκ των προ­τέ­ρων», τό­τε της στε­ρού­με αυ­τήν ακρι­βώς αυ­τή την επι­τε­λε­στι­κή δυ­να­τό­τη­τα, που μπο­ρεί να πολ­λα­πλα­σιά­σει την ποι­η­τι­κή ενέρ­γειά της: διό­τι την υπο­βι­βά­ζου­με σε ηθι­κή δι­δα­χή, η οποία εξ ορι­σμού με­τα­θέ­τει την υλο­ποί­η­σή της σε ένα ακα­θό­ρι­στο μέλ­λον και την ανα­θέ­τει σε ακα­θό­ρι­στους συ­ντε­λε­στές.

«Η Ιθά­κη. Άπο­ψη της πό­λης από το λι­μά­νι Βα­θύ». Έγ­χρω­μη χαλ­κο­γρα­φία. Σχε­δί­α­σε ο J. Cartwright, χά­ρα­ξαν και χρω­μά­τι­σαν οι R. Havell και υιός. Από την έκ­δο­ση «Views in the Ionian Islands», Λον­δί­νο 1821. Γεν­νά­δειος Βι­βλιο­θή­κη. «Τό­πος και Ει­κό­να», τόμ. Στ΄, εκδ. Ολ­κός 1983


Υστε­ρό­γρα­φο.
Το 1984 ήρ­θε στο φως ένα λαν­θά­νον ποί­η­μα του Κα­βά­φη, με τον τί­τλο «Δευ­τέ­ρα Οδύσ­σεια», το οποίο εί­χε γρα­φτεί ενε­νή­ντα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, τον Ια­νουά­ριο του 1894.[29] Το κρυμ­μέ­νο αυ­τό ποί­η­μα, που θα πρέ­πει να δια­βα­στεί πα­ράλ­λη­λα με «Το τέ­λος του Οδυσ­σέ­ως», ένα κρι­τι­κό δο­κί­μιο που έγρα­ψε ο Κα­βά­φης τον ίδιο πε­ρί­που και­ρό,[30] συν­δια­λέ­γε­ται ομο­λο­γη­μέ­να με το 26ο Canto της Κό­λα­σης του Δά­ντη και με τον «Ulysses» του Τέν­νυ­σον.[31] Στον Δά­ντη, ο Οδυσ­σέ­ας αντι­στέ­κε­ται στον πει­ρα­σμό της επι­στρο­φής στην Ιθά­κη και, συ­νε­χί­ζο­ντας τη θα­λασ­σο­πο­ρία του, ξα­νοί­γε­ται σε αχαρ­το­γρά­φη­τους ωκε­α­νούς, όπου ναυα­γεί και πνί­γε­ται. Στον Τέν­νυ­σον, ο Οδυσ­σέ­ας, έχο­ντας επι­στρέ­ψει στην Ιθά­κη, απο­φα­σί­ζει να ξα­να­φύ­γει, για­τί δεν αντέ­χει στη σκέ­ψη ότι αυ­τός, ο ξα­κου­στός θα­λασ­σο­πό­ρος, θα πε­ρά­σει την υπό­λοι­πη ζωή του «πε­ριο­ρι­σμέ­νος εν μι­κρά νή­σω και ασχο­λού­με­νος πε­ρί μι­κρά έρ­γα» (αντι­γρά­φω από τη σύ­νο­ψη του Κα­βά­φη).[32] Η κα­βα­φι­κή «Δευ­τέ­ρα Οδύσ­σεια» συν­δυά­ζει και προ­ε­κτεί­νει τις συλ­λή­ψεις του Δά­ντη και του Τέν­νυ­σον: πα­ρου­σιά­ζει έναν Οδυσ­σέα που φτά­νει επι­τέ­λους στην Ιθά­κη, αλ­λά τη βρί­σκει υπερ­βο­λι­κά μι­κρή και πλη­κτι­κή (όπως στον Τέν­νυ­σον)· οπό­τε ανα­χω­ρεί εκ νέ­ου για να απε­λευ­θε­ρω­θεί από «τα επα­χθή δε­σμά γνω­στών πραγ­μά­των και οι­κια­κών» και να νιώ­σει ότι «έζη πά­λιν»· έτσι, απο­λαμ­βά­νει ξα­νά την ελευ­θε­ρία της τυ­χο­διω­κτι­κής πε­ρι­πλά­νη­σης (όπως στον Δά­ντη), που εί­ναι όμως μια ελευ­θε­ρία αδυ­σώ­πη­τη, «κε­νή αγά­πης». Ταυ­τό­χρο­να, ο Κα­βά­φης απο­κλί­νει από τα δύο πα­λιό­τε­ρα κεί­με­να κα­τά το ότι ο δι­κός του Οδυσ­σέ­ας και επι­στρέ­φει στην Ιθά­κη και ανα­χω­ρεί για δεύ­τε­ρη φο­ρά από εκεί· αντί­θε­τα, στον Δά­ντη ο Οδυσ­σέ­ας δεν επι­στρέ­φει πο­τέ στην Ιθά­κη, ενώ στον Τέν­νυ­σον η δεύ­τε­ρη ανα­χώ­ρη­σή του από το νη­σί απλώς προ­α­ναγ­γέλ­λε­ται.
Η «Δευ­τέ­ρα Οδύσ­σεια» πε­ριέ­χει ένα πρό­πλα­σμα τριών στί­χων της «Ιθά­κης» («Πολ­λά τα κα­λο­και­ρι­νά πρω­ϊά να εί­ναι | που με τι ευ­χα­ρί­στη­σι, με τι χα­ρά | θα μπαί­νεις σε λι­μέ­νας πρω­τοει­δω­μέ­νους»), το οποίο θα μπο­ρού­σε εκ πρώ­της όψε­ως να δώ­σει την εντύ­πω­ση πως το νε­ό­τε­ρο ποί­η­μα εί­ναι με­τε­ξέ­λι­ξη του πα­λαιό­τε­ρου:

Η νο­σταλ­γία τον κα­τέ­λα­βε
των τα­ξι­δί­ων, και των πρω­ι­νών
αφί­ξε­ων εις τους λι­μέ­νας όπου,
με τι χα­ράν, πρώ­την φο­ράν εμ­βαί­νεις.

Μια τέ­τοια εντύ­πω­ση όμως θα ήταν πέ­ρα για πέ­ρα σφα­λε­ρή. Άλ­λο το κλί­μα της «Ιθά­κης» και άλ­λο της «Δευ­τέ­ρας Οδυσ­σεί­ας». Στο νε­ό­τε­ρο ποί­η­μα, η Ιθά­κη ορί­ζε­ται κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά ως ο απα­ρα­σά­λευ­τος προ­ο­ρι­σμός του τα­ξι­διού, έστω κι αν απο­δει­κνύ­ε­ται εντέ­λει «πτω­χι­κή» — ή μάλ­λον επει­δή απο­δει­κνύ­ε­ται «πτω­χι­κή». Εί­ναι ο προ­ο­ρι­σμός που δι­καιώ­νει ανα­δρο­μι­κά το τρα­χύ αλ­λά «ωραίο τα­ξί­δι» προς την ποι­η­τι­κή ωρι­μό­τη­τα. Αντί­θε­τα, στο πα­λιό­τε­ρο ποί­η­μα, η «μι­κρά» Ιθά­κη εί­ναι, ίσα-ίσα, ο τό­πος από τον οποίο αγω­νιά να απο­δρά­σει ο Οδυσ­σέ­ας, για­τί τον «εβα­ρύν­θη» — και το πε­τυ­χαί­νει, κερ­δί­ζο­ντας έτσι μια ψυ­χρή ευ­φρο­σύ­νη, «κε­νή αγά­πης». Στην «Ιθά­κη» ο Κα­βά­φης όχι μό­νο δεν προ­ε­κτεί­νει το θέ­μα της «Δευ­τέ­ρας Οδυσ­σεί­ας», αλ­λά αντι­θέ­τως μοιά­ζει να απο­κη­ρύσ­σει εκεί­νο το ποί­η­μα και μα­ζί μ’ αυ­τό να απορ­ρί­πτει και ολό­κλη­ρη την ποι­η­τι­κή πα­ρά­δο­ση του Δά­ντη και του Τέν­νυ­σον, όπου η Ιθά­κη εί­ναι, το πο­λύ-πο­λύ, προ­σω­ρι­νός σταθ­μός και όχι τε­λι­κός προ­ο­ρι­σμός.[33] Αν η «Δευ­τέ­ρα Οδύσ­σεια» προ­ε­ξαγ­γέλ­λει κά­ποιο ποί­η­μα του κα­βα­φι­κού κα­νό­να, αυ­τό δεν εί­ναι η «Ιθά­κη», αλ­λά η «Πό­λις», που η πρώ­τη μορ­φή της (με τί­τλο «Πά­λι στην ίδια πό­λι») γρά­φτη­κε τον Αύ­γου­στο του 1894, δη­λα­δή λί­γους μή­νες με­τά τη «Δευ­τέ­ρα Οδύσ­σεια».[34] Τό­σο η «Δευ­τέ­ρα Οδύσ­σεια» όσο και «Η Πό­λις» δια­πνέ­ο­νται από το ίδιο βα­ρύ­θυ­μο ήθος: η από­δρα­ση από τον αδρα­νή μα­ρα­σμό και την ψυ­χι­κή κα­χε­ξία δεν οδη­γεί πα­ρά σε μιαν άφι­λη αυ­το­νο­μία («Δευ­τέ­ρα Οδύσ­σεια») ή, ακό­μη χει­ρό­τε­ρα, στη συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ότι κα­μία από­δρα­ση δεν εί­ναι δυ­να­τή («Η Πό­λις»). Άβυσ­σος χω­ρί­ζει τον σκυ­θρω­πό πε­σι­μι­σμό των ποι­η­μά­των αυ­τών από την πα­νη­γυ­ρι­κή ευ­φρο­σύ­νη του τα­ξι­διού που οδη­γεί προς τον προ­ο­ρι­σμό της «Ιθά­κης».


ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Ευ­χα­ρι­στώ θερ­μά τον Μι­χά­λη Καρ­δα­μί­τση, τον Γιάν­νη Κων­στα­ντά­κο και την Gonda Van Steen, που διά­βα­σαν το δο­κί­μιο αυ­τό και με τις πα­ρα­τη­ρή­σεις τους με βο­ή­θη­σαν να το βελ­τιώ­σω. Δεν πρέ­πει να θε­ω­ρη­θεί πως οι τρεις αυ­τοί ανα­γνώ­στες συμ­φω­νούν κα­τ’ ανά­γκη με όλες τις θέ­σεις που εκ­φρά­ζω εδώ. Εί­ναι βε­βαί­ως αυ­το­νό­η­το πως εγώ φέ­ρω ακέ­ραιη την ευ­θύ­νη για όσα λά­θη και αστο­χί­ες απο­μέ­νουν. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Παναγιώτης Κονδύλης για την Αριστερά και τη Δεξιά

  « Όταν ανατέμνω τις ιδεολογικές ψευδαισθήσεις των δεξιών, πλείστοι όσοι με θεωρούν αριστερό· όταν υποβάλλω σε βάσανο τις αντίστοιχες αυταπάτες των αριστερών, πλείστοι όσοι με χαρακτηρίζουν δεξιό . Η δική μου τοποθέτηση παραμένει, βέβαια, αμετάβλητη και στις δύο περιπτώσεις. Γιατί και στις δύο χρησιμοποιώ τα ίδια αναλυτικά εργαλεία και στις δύο, πρόθεσή μου δεν είναι να προσφέρω πολεμικά επιχειρήματα στη μια πλευρά εναντίον της άλλης, αλλά να δω τα πράγματα σε μιαν ευρύτερη κι υπέρτερη προοπτική ­και μια τέτοια προοπτική είναι, ως γνωστόν, άχρηστη σε όσους μάχονται για τη παράταξή τους, μαχόμενοι ταυτόχρονα (ιδιοτελώς ή ανιδιοτελώς, αυτό δεν ενδιαφέρει εδώ) για τον εαυτό τους, ήτοι για τη ταυτότητα που τους επιτρέπει να προσανατολίζονται και να επιβιώνουν κοινωνικά. Ακριβώς η συνύφανση της πολιτικής ιδεολογίας με τις εκάστοτε ανάγκες της προσωπικής ταυτότητας προσδίδει στις διαμάχες μεταξύ φορέων των διαφόρων ιδεολογιών οξύτητα ασυμβίβαστη με μιαν διαφορισμένη θεώρηση του άλλου· γ...

Μενέλαος Χαραλαμπίδης: «Οι δωσίλογοι δεν τιμωρήθηκαν, στελέχωσαν τον κρα...

Γιάννη Μαυρή: Παρεμποδίζοντας την Αποστασία. Ιουλιανά 1965: Κοινωνική Διαμαρτυρία και Αριστερά Πρόλογος στο βιβλίο του Κωνσταντίνου Λαμπράκη

   Το βιβλίο του Κωνσταντίνου Λαμπράκη αποτελεί την πλέον συστηματική, αναλυτική και πρωτότυπη χαρτογράφηση της εκτεταμένης κοινωνικής διαμαρτυρίας, που συντάραξε την Ελλάδα τον Ιούλιο του 1965. Είναι προϊόν μακροχρόνιας και επίπονης έρευνας σε πολυάριθμες, πρωτογενείς ή αρχειακές πηγές, ανεκμετάλλευτες μέχρι σήμερα, όπως είναι -μεταξύ πολλών άλλων- η εξαντλητική αποδελτίωση και διασταύρωση του ημερήσιου πολιτικού τύπου της εποχής, τόσο  εθνικής  όσο και  τοπικής εμβέλειας . Ως αποτέλεσμα και καλύπτοντας το υφιστάμενο ερευνητικό κενό, συγκρότησε μια μοναδική, αξιόπιστη και ολοκληρωμένη βάση εμπειρικών ποσοτικών δεδομένων για την καταγραφή των συμβάντων διαμαρτυρίας. Η μελέτη του εξαντλεί την υπάρχουσα θεωρητική βιβλιογραφία σχετικά με τα κοινωνικά κινήματα και εντάσσει τα εμπειρικά δεδομένα που συγκέντρωσε σε ένα συνεκτικό ερμηνευτικό πλαίσιο. Η έρευνα του Κ. Λαμπράκη συνεισφέρει ουσιαστικά στην ιστορική μελέτη των Ιουλιανών, προσθέτοντας νέα στοιχεία, εμπλουτίζ...