Jerome David Salinger
Ο φύλακας στη σίκαλη
Μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη
Εκδόσεις: ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ Αθήνα
Κεφάλαιο 1 (απόσπασμα)
ΑΝ θέλετε λοιπόν στ' αλήθεια να τ' ακούσετε, τότε πρώτο και κύριο μπορεί να περιμένετε πως θα σας πω πού γεννήθηκα, και τι φρίκη που ήτανε τα παιδικά μου χρόνια, και τι φτιάχνανε οι δικοί μου και τα ρέστα πριν με κάνουνε, κι ένα σωρό αηδίες και ξεράσματα καταπώς στο Δαβίδ Κόπερφηλντ, όμως δεν έχω όρεξη να πιάνω τέτοιες ιστορίες. Πριν απ' όλα, αυτά τα πράματα τα βαριέμαι όσο δεν παίρνει, κι έπειτα είναι κι οι γονείς μου, που θα κατεβάζανε από δυο αιμορραγίες ο καθένας αν έλεγα τίποτα πολύ προσωπικό για λόγου τους. Τσαντίζονται πολύ με κάτι τέτοια, ιδίως ο πατέρας μου. Δε λέω,είναι εντάξει να πούμε, αλλά μυγιάγγιχτοι του κερατά. Κι έπειτα, διάολε, δεν είπαμε να σας αραδιάσω ολόκληρη αυτοβιογραφία ή ξέρω γω τι. Θα σας μιλήσω μονάχα για κείνα τα τρελά που μου συμβήκανε γύρω στα περσινά Χριστούγεννα, και μετά με πήρε η κάτω βόλτα και με φέρανε δω πέρα να καλμάρω. Θέλω να πω, τα ίδια είπα και στο D.B., κι αυτός στο κάτω κάτω είναι αδερφός μου να πούμε. Μένει στο Χόλυγουντ. Δεν είναι και πολύ μακριά από τούτο το βρωμότοπο, και πετάγεται κάθε σαββατοκύριακο και με βλέπει. Θα με πάει σπίτι με τ' αμάξι του άμα γυρίσω σπίτι, μπορεί τον άλλο μήνα. Τώρα έχει τζάγκουαρ. Ένα από κείνα τα εγγλέζικα μαραφέτια που το πατάνε διακόσα μίλια την ώρα. Την πλήρωσε ένα διάολο λεφτά, κάπου τέσσερις χιλιάδες δολάρια. Όμως τώρα έχει παρά με ουρά. Όχι όπως άλλοτε. Τότε ήτανε μονάχα ένας κανονικός συγγραφέας, όταν έμενε ακόμα σπίτι. Είχε γράψει κι ένα τρομερό βιβλίο με διηγήματα, Το Μυστικό Χρυσόψαρο, αν δεν το 'χετε ακουστά. Το καλύτερο εκεί μέσα ήτανε «Το Μυστικό Χρυσόψαρο». Έλεγε για ένα πιτσιρίκι που δεν άφηνε κανένανε να κοιτάξει το χρυσόψαρό του, γιατί το 'χε αγοράσει με δικά του λεφτά. Με πέθανε.Τώρα είναι στο Χόλυγουντ, ο D.B., και κάνει την πουτάνα. Αν υπάρχει κάτι που σιχαίνομαι είναι ο σινεμάς. Ούτε να τον ακούω δε θέλω.
Λέω λοιπόν ν' αρχινίσω από κείνη τη μέρα που 'φυγα απ' το Πένσυ. Το Πένσυ είναι κείνο το σχολείο στο Έιτζερσταουν της Πενσυλβάνια. Μπορεί και να το ξέρετε. Τέλος πάντων, μπορεί να 'χει πάρει το
μάτι σας καμιά διαφήμιση. Το ρεκλαμάρουνε σε κάπου χίλια περιοδικά, και δείχνουνε πάντα ένα τύπο από κείνους τους φιγουρατζήδες πάνω στ' άλογο, που πηδάει ένα φράχτη. Λες και το μόνο που κάνεις στο Πένσυ είναι να παίζεις πόλο όλη την ώρα. Εγώ πάντως δεν είδα ούτε μισή φορά άλογο,έστω και κάπου εκεί κοντά. Και κάτω απ' τη φωτογραφία του τύπου με το άλογο λέει πάντα: «Από το- 1888 διαπλάθουμε τα αγόρια σε υπέροχους νέους άνδρες με καθαρή σκέψη». Αμάν, το μάτι μου!
Διάολε, απ' όσο ξέρω στο Πένσυ δε γίνεται καμιά διάπλαση παραπάνω από τ' άλλα σχολεία. Κι ούτε που γνώρισα εκεί πέρα κανέναν υπέροχο με καθαρή σκέψη. Μπορεί να 'χε κανά δυο παιδιά. Κι αυτά πολλά είναι. Όμως σίγουρα έτσι ήρθανε στο Πένσυ.
Τέλος πάντων, ήτανε το Σάββατο που είχαμε τον ποδοσφαιρικό αγώνα με το Σάξον Χωλ. Το ματς με το
Σάξον Χωλ το πιστεύανε για μεγάλη δουλειά σ' ολόκληρο το Πένσυ. Ήτανε το τελευταίο ματς της χρονιάς, κι αν το παλιο-Πένσυ δεν κέρδιζε, υποτίθεται πως έπρεπε ν' αυτοκτονήσεις ή κάτι τέτοιο.
Θυμάμαι λοιπόν, που γύρω στις τρεις εκείνο το απόγεμα στεκόμουνα στου διαόλου τη μάνα, στην κορφή του Τόμσεν Χιλ, δίπλα σε κείνο το ηλίθιο κανόνι, που το 'χανε από την Επανάσταση και τα ρέστα. Από κει έβλεπες όλο το γήπεδο και τις δυο ομάδες που χτυπιόντουσαν από δω κι από κει. Την εξέδρα δεν την ξεχώριζες καλά, όμως τους άκουγες που ουρλιάζανε όλοι τους, βαθιά και τρομερά, για το Πένσυ —κι ήτανε κει πέρα μαζεμένο όλο το σχολείο, εξόν από μένα— κι αδύνατα και μύξικα για το Σάξον Χωλ, γιατί οι ξένες ομάδες δεν το 'χανε συνήθειο να κουβαλάνε πολύ κόσμο μαζί τους.
Κορίτσια πολλά δεν ερχόντουσαν ποτέ στα ματς. Κορίτσι επιτρεπότανε να φέρνουν μόνο οι μεγάλοι.Απ' όπου κι αν το πιάσεις, ήτανε φρίκη σχολείο. Έμενα μ' αρέσει να 'μαι κάπου, που να μπορείς τουλάχιστο να βλέπεις και κανά κορίτσι εκεί γύρω καμιά φορά, μακάρι κι ας ξύνει τα μπράτσα του ήας φυσάει τη μύτη του, ή κι ας χαχανίζει μόνο ή ξέρω γω τι. Η παλιόφιλη η Σέλμα Θάρμερ — ήτανε η κόρη του διευθυντή— ερχότανε πολύ συχνά στα ματς, αλλά δεν ήτανε ακριβώς ο τύπος που σου τη δίνει μέχρι τρέλας, που λένε. Πάντως ήτανε πολύ εντάξει κορίτσι. Μια φορά είχα κάτσει δίπλα της στο λεωφορείο απ' το Έιτζερσταουν και πιάσαμε λιγάκι την κουβέντα. Μ' άρεσε. Είχε μια μυτάρα να και νύχια φαγωμένα ως κάτω και μπλαβιασμένα, και φόραγε από κείνα τα ψεύτικα βυζιά που ξεπετάγονται από δω κι από κει, ήτανε λίγο για λύπηση. Αυτό που της εκτίμησα περισσότερο, ήτανε πως δε σου γάνωνε το κεφάλι τι σπουδαίος που ήτανε ο πατέρας της. Μάλλον πρέπει να 'ξερε κι αυτή τι κάλπης και γουρούνι που ήτανε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου