Γεννήθηκε λοιπόν στο Μόναχο και ο πατέρας της Χανς ήταν κινηματογραφιστής των ναζί. Βοηθός της γνωστής προσωπικής φωτογράφου του Αδόλφου Χίτλερ, Έλενα Μπέρτα Αμάλιε «Λένι» Ρίφενσταλ. Ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους του καθεστώτος που επισκέπτονταν το σπίτι της ήταν και ο μετέπειτα «χασάπη της Λυών, Κλάους Μπάρμπι. Η μικρή Μόνικα μάλιστα τον αποκαλούσε «θείο».
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πατέρας της, όπως πολλοί άλλοι ναζί, ακολούθησε το «μονοπάτι» για την Νότια Αμερική. Βρέθηκε λοιπόν στην Βολιβία. Το 1954 τον ακολούθησε και η 17χρονη πια, Μόνικα. Ο [πατέρας της τής έμαθε να φωτογραφίζει αλλά και να χρησιμοποιεί όπλα.
Παντρεύτηκε έναν Γερμανοβολιβιανό μεγαλοαστό, αλλά όταν ήρθε σε επαφή με τα επαναστατικά κινήματα της Βολιβίας, δεν ήθελε πια να είναι σύζυγός, αλλά επαναστάτρια. Πέρασε στην παρανομία και έγινε μέλος των επαναστατικών κινημάτων. Νωρίτερα το 1967, ο Τσε Γκεβάρα δολοφονήθηκε στην χώρα. Το γεγονός αυτό ήταν η αφορμή για την Μόνικα Ερτλ να πάρει την απόφαση να αλλάξει ζωή. Έγινε ζευγάρι με τον συνεχιστή του Τσε, Ιντι Περέδο.
Ο «άνθρωπος με το μουστάκι, Ρομπέρο Κιντανίγια, που είχε ποζάρει περήφανα δίπλα από του πτώμα του Τσε Γκεβάρα και έδωσε διαταγή να κοπούν τα χέρια του, ήταν επίσης υπεύθυνος για την δολοφονία του αγαπημένου της. Η Μόνικα είχε πάρει πλέον την απόφασή της για εκδίκηση.
Συγκλονισμένη από τον θάνατο του Τσε Γκεβάρα, έκανε σκοπό της ζωής της να εντοπίσει τον δολοφόνο του και να εκδικηθεί. Όταν, μάλιστα συλλαμβάνεται και δολοφονείται από τον ίδιο άνθρωπο και ο διάδοχός του «κομαντάντε», Ίντι Παρέδο, με τον οποίο είναι ζευγάρι, δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα άλλο. Η εκδίκηση μετατρέπεται σε εμμονή και η Μόνικα απλά περιμένει τον εντοπισμό του και την κατάλληλη ευκαιρία.
Η εκτέλεση
Όταν πληροφορείται πως ο Ρομπέρτο Κιντανίγια, ο άνθρωπος με το μουστάκι που καμαρώνει αυτάρεσκα δίπλα στη σορό του Τσε, βρίσκεται στο Αμβούργο ως πρόξενος, ξέρει πολύ καλά τι πρέπει να κάνει. Εφοδιάζεται με ένα πιστόλι τύπου colt cobra 38 special, το οποίο της δίνει ο ακτιβιστής Τζιάκομο Φελτρινέλι στη Ζυρίχη κι εμφανίζεται στο προξενείο με την δικαιολογία πως έχει κάποιο πρόβλημα με τη βίζα της.
Η ομορφιά και το εντυπωσιακό παρουσιαστικό της πείθουν τον δολοφόνο πως αυτή η γυναίκα δεν αποτελεί κίνδυνο. Ίσως στο μυαλό του να υπάρχει η ιδέα πως μια μικρή εξυπηρέτηση μπορεί να του δώσει την ευκαιρία να την… γνωρίσει καλύτερα. Όποιες κι αν ήταν οι σκέψεις του, διακόπηκαν τη στιγμή που οι σφαίρες από το πιστόλι της Μόνικα κόβουν μια για πάντα το νήμα της ζωής του.
Μετά την εκτέλεση η Μόνικα θα καταφέρει να φτάσει μέχρι την Κούβα και στη συνέχεια πληροφορείται από τον Ρεζίς Ντεμπρέ, πολύ στενό φίλο και συνεργάτη του Τσε, ότι στην Βολιβία βρίσκεται ακόμη ένας καταζητούμενος. Είναι ο «θείος Κλάους», ο οποίος πλέον «πουλάει» την τεχνογνωσία του σε βασανισμούς και εκτελέσεις στο στρατιωτικό καθεστώς της χώρας. Είναι η δική της ευκαιρία να τελειώσει μια για πάντα με τα ναζιστικά κατάλοιπα του παρελθόντος.
Στόχος της είναι να τον απαγάγει και να τον οδηγήσει ενώπιον της δικαιοσύνης ώστε να τιμωρηθεί για τα φρικτά εγκλήματά του. Τελικά, κάποιος την προδίδει. Ο «θείος» στέλνει στρατιώτες να της στήσουν ενέδρα, όπου εκτελείται με συνοπτικές διαδικασίες και πεθαίνει σε ηλικία μόλις 36 ετών. Τουλάχιστον πρόλαβε να εκδικηθεί για τον φόνο του Τσε. Όσο για τον «χασάπη της Λυών», συνάντησε τη δική του Νέμεση χρόνια αργότερα, όταν το 1983 εκδόθηκε τελικά στη Γαλλία όπου καταδικάστηκε για τις θηριωδίες του και πέθανε έγκλειστος στις φυλακές της πόλης την οποία ο ίδιος είχε αιματοκυλήσει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου