Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Η Δίκη - Φραντς Κάφκα (απόσπασμα)

  Το απόσπασμα που ακολουθεί μετεγγράφεται από αντίτυπο των εκδόσεων Γράμματα (Αθήνα, 1991) σε μετάφραση του Γιάννη Βαλούρδου.  “ Κάποιος πρέπει να είχε διαβάλει τον Γιόζεφ Κ., γιατί ένα πρωινό, δίχως να κάνει τίποτα κακό, ήρθαν και τον συνέλαβαν. Το ρολόι έδειχνε περασμένες οχτώ και η μαγείρισσα της κυρίας Γκρούμπαχ, της σπιτονοικοκυράς του, δεν είχε φέρει ακόμη το πρόγευμα όπως έκανε κάθε μέρα. Πρώτη φορά συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ο Κ. περίμενε λίγο ακόμα στο μαξιλάρι, με το βλέμμα στραμμένο προς τη γριά κυρία του απέναντι διαμερίσματος, που σήμερα τον παρατηρούσε με μεγαλύτερη περιέργεια απ’ ό,τι συνήθως, έπειτα όμως, μ’ ένα συναίσθημα δυσφορίας κι ανυπομονησίας να βάλει κάτι στο άδειο στομάχι του, χτύπησε το κουδούνι. Αμέσως, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και μπήκε ένας άντρας, που ο Κ. δεν είχε ξαναδεί ποτέ στην πανσιόν της κυρίας Γκρούμπαχ. Ήταν λεπτός αλλά γεροδεμένος. Το εφαρμοστό μαύρο κοστούμι που φορούσε θύμιζε πλήρη ταξιδιωτική εξάρτυση· εφοδιασμένο με διάφορες πιέ...

Το νούμερο 3165 -Ηλίας Βενέζης

    B ΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ στο 1922. Η μικρασιατική καταστροφή έχει συντελεστεί. Η ελληνική Ανατολή παραδόθηκε στο αίμα και στη φωτιά και οι Έλληνες έχασαν τις προαιώνιες εστίες τους. Όσοι γλίτωσαν από το θάνατο σύρθηκαν αιχμάλωτοι στα βάθη της Ασίας, για να δουλέψουν στα «εργατικά τάγματα». Ανάμεσά τους είναι και ο ίδιος ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου που για δεκατέσσερις μήνες έζησε τις δραματικές περιπέτειες που μας αφηγείται. Από το βιβλίο, μαζί με τη φρίκη και την καταδίκη της ανθρώπινης αγριότητας, βγαίνουν και εικόνες ζεστής ανθρωπιάς, συμπαράστασης και αλληλεγγύης. Πρωτοεκδόθηκε το 1931. Οι μαφαζάδες* που μας φυλάνε είναι μεγάλες ηλικίες. Όλοι απ' τα βαθιά της Ανατολής, στον καιρό του πολέμου το 'χαν σκάσει στα βουνά. Το κουβέρνο* τότες δεν μπορούσε να τους κυνηγήσει. Μα, τώρα που κάλμαρε το μέτωπο κι ο Έλληνας έφυγε, άνοιξαν τα παλιά κατάστιχα και τους μάζεψαν έναν έναν κι επειδή σε τέτοια ηλικία δεν ήταν πια βολετό ...

Μενέλαος Λουντέμης -Έκσταση (απόσπασμα)

  ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, ΦΕΤΕΙΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, μεθυστικό, αθάνατο. Είσαι το τελευταίο! Πώς μπορεί ν’ αντέξει άνθρωπος σε τόση φωτιά δυο φορές; Φέτος θα πυρπολήσουμε τη ζωή μας. Θα τραγουδήσουμε σαν τα τζιτζίκια σου, ώς τον αφανισμό μας. Θέλω να σε παινέψω πάνω σε τούτο το χαρτί κι είναι τα δάχτυλά μου μεθυσμένα. Καλοκαίρι, καλοκαίρι... Παράδεισε ακαταλόγιστε, λογικέ! Χτες έπεσε απάνω μας μια πεταλούδα. Μόλις είχε αφήσει το λουλούδι. Κι ήταν τόσο μεθυσμένη, που έπεσε πάνω μας. — Καίγεστε!! Καίγεστε!! μας φωνάζει. — Αυτό πάμε να κάνουμε, αυτό. Να γίνουμε στάχτη. Αχ, καλοκαίρι, καλοκαίρι! Τρέχει, και το φουστάνι της φουσκώνει και κυματίζει απ’ τον αέρα. Δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από ένα ολόασπρο φουστάνι που ανεμίζει ο αέρας και το φουστάνι να ’ναι της αγαπημένης σου. Τρέχει... Και τρέχουν μαζί της οι πεταλούδες και τ’ ανθοπέταλα. Το φουστάνι της κυματίζει σαν ανοιξιάτικη σημαία πάνω απ’ τα σπαρτά, κι οι παπαρούνες φυλλορροούν από ζήλια. Την πιάνω πάνω απ’ την αυλακιά και δεν ξέρω τι ...

Τα χέρια της μητέρας- Ράινερ Μαρία Ρίλκε

  Εσύ δεν είσαι πιο κοντά στο Θεό από ό,τι είμαστε εμείς. Είμαστε όλοι μας μακριά. Αλλά εσένα είναι θαυμάσια κι ευλογημένα τα χέρια σου. Προβάλλουν λαμπερά από το ρούχα σου,  φωτεινό το περίγραμμά τους: εγώ είμαι η δροσοσταλίδα, η ημέρα,  αλλά εσύ είσαι το δέντρο.

Είναι βάρβαρο μετά το Άουσβιτς να γράψει κανείς ποιήματα...

  Είναι βάρβαρο μετά το Άουσβιτς να γράψει κανείς ποιήματα... Η φράση αυτή του Τέοντορ Αντόρνο μαρτυρά το μέγεθος της ερήμωσης μπροστά στην οποία βρέθηκε η καλλιτεχνική δημιουργία μετά το Ολοκαύτωμα και, ειδικότερα, η ποίηση ως τέχνη υμνητική της ζωής. Ποιήματα, ωστόσο, συνέχισαν να γράφονται, επειδή η ποίηση είναι ακριβώς αυτό: Μια κραυγή απόγνωσης απέναντι και ενάντια σε κάθε χαλασμό. Η καταισχύνη και το όνειδος για το αναπόφευκτο παρελθόν φαίνεται να κατατρύχει εφιαλτικά και για μεγάλο χρονικό διάστημα τους γερμανόφωνους ποιητές και ποιήτριες. Η αναπνοή τους βαραίνει και εξωθούνται, ως άλλοι Κάιν, να βρουν στο στίχο καταφύγιο από το ανελέητο κυνήγι των Ερινυών. Και να δομήσουν, με υλικά τις λέξεις τους, μια νέα πραγματικότητα. "Μετά το Άουσβιτς" η ποίηση -όσο υπάρχει ανθρώπινη μνήμη- δεν θα μπορούσε να παραμείνει ίδια. Καθώς όμως ο χρόνος γιατρεύει τις πληγές και η καινούργια ζωή μπορεί αθώα να ξαναγελάσει, ο ποιητής απλώνει και πάλι το χέρι του προς το μέρος ...

Φωνές -Καβάφης Κωνσταντίνος

   Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους. Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε· κάποτε μες στην σκέψη τες ακούει το μυαλό. Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας – σα μουσική, την νύχτα, μακρινή, που σβήνει.  

“Τ’ Ουρανού τη φορεσιά…” -The Cloths of Heaven (W. B. Yeats)

    “Τ’ Ουρανού τη φορεσιά…” “Αν είχα τ’ ουρανού την κεντημένη φορεσιά τη σφυρηλατημένη από χρυσό κι από ασημένιο φως τη μελαγχολική, την αχνή, τη σκοτεινή τη φορεσιά από τη νύχτα και το φως, απ’ το ημίφως, θα σκόρπιζα τη φορεσιά κάτω απ’ τα πόδια σου. Όμως εγώ είμαι φτωχός κι έχω μόνο τα όνειρα μου. Έχω σκορπίσει τα όνειρα μου κάτω απ’ τ πόδια σου. Πάτα ελαφρά… γιατί πατάς στα όνειρα μου.” (Μετάφραση- προσεγγιση, Μαρία Τζανοπούλου)