Έβαλα τις παντούφλες μου και φόρεσα τη ρόμπα μου. Σκούπισα ένα δάκρυ που μου θόλωνε τα μάτια, γιατί στην προκυμαία φυσούσε παγωμένος βοριάς. Μια λαμπερή φωτιά έκαιγε στο τζάκι του γραφείου μου. Κρύσταλλα από πάγο, σαν φύλλα από φτέρες, απλώνονταν στα τζάμια και μου έκρυβαν τον Σηκουάνα, τα γεφύρια του και το Λούβρο των Βαλουά. Τράβηξα την πολυθρόνα μου και το μικρό κινητό μου τραπέζι κοντά στο τζάκι και πήρα τη θέση που καταδέχτηκε να μου παραχωρήσει ο Αμίλκας. Ο Αμίλκας είχε κουλουριαστεί μπροστά στη φωτιά, με τη μυτίτσα χωμένη μέσα στα πόδια του , πάνω σ’ ένα πουπουλένιο μαξιλάρι. Η ήρεμη αναπνοή του ανασήκωνε το πυκνό κι ελαφρύ του τρίχωμα. Καθώς πλησίαζα, οι αχάτινες κόρες των ματιών του μου έριξαν ένα κρυφό βλέμμα μέσα από τα μισόκλειστα βλέφαρά του, μα τα ξανάκλεισε σχεδόν αμέσως σαν να σκεφτόταν: « Δεν είναι τίποτα, είναι ο φίλος μου». «Αμίλκα» του είπα απλώνοντας τα πόδια « Αμίλκα, νυσταλέε πρίγκιπα της πολιτείας των βιβλίων, νυχτερινέ μου φύλακα! προστατεύεις από τα άθλια τρωκτικά τα χειρόγραφα και τα βιβλία που ο γερο- σοφός απέκτησε με τα φτωχά του μέσα και τον ακούραστο ζήλο του. Σ’ αυτή τη γαλήνια βιβλιοθήκη, που την υπερασπίζει η πολεμική σου αρετή, κοιμήσου, Αμίλκα, με τη νωχέλεια μιας σουλτάνας! Γιατί συνδυάζεις την όψη του τρομερού Τάρταρου πολεμιστή με τη βαριά χάρη της ανατολίτισσας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου