Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Μονάκριβή μου- Ναζίμ Χικμέτ -μετ. Γιάννης Ρίτσος

    Μ Ο Ν Α Κ Ρ Ι Β Η  Μ Ο Υ  του Ναζίμ Χικμέτ — Μονάκριβή μου εσύ στον κόσμο μου λες στο τελευταίο σου γράμμα: «πάει να σπάσει το κεφάλι μου, σβήνει η καρδιά μου, Αν σε κρεμάσουν, αν σε χάσω θα πεθάνω». Θα ζήσεις, καλή μου, θα ζήσεις, Η ανάμνησή μου σαν μαύρος καπνός θα διαλυθεί στον άνεμο. Θα ζήσεις, αδελφή με τα κόκκινα μαλλιά της καρδιάς μου Οι πεθαμένοι δεν απασχολούν πιότερο από ῾να χρόνο τους ανθρώπους του εικοστού αιώνα. Ο θάνατος Ένας νεκρός που τραμπαλίζεται στην άκρη του σκοινιού σε τούτον ῾δω το θάνατο δεν αντέχει η καρδιά μου. Μα νά ῾σαι σίγουρη, πολυαγαπημένη μου, αν το μαύρο και μαλλιαρό χέρι ενός φουκαρά ατσίγγανου περάσει στο λαιμό μου τη θηλειά άδικα θα κοιτάνε μες στα γαλάζια μάτια του Ναζίμ να δουν το φόβο. Στο σούρπωμα του στερνού μου πρωινού θα δω τους φίλους μου και σένα. Και δε θα πάρω μαζί μου κάτου από το χώμα παρά μόνο την πίκρα ενός ατέλειωτου τραγουδιού. Γυναίκα μου Μέλισσά μου με τη χρυσή καρδιά Μέλισσά μου με τ...

Ανατόλ Φρανς Το έγκλημα του Σιλβέστρου Μπονάρ (απόσπασμα) – Μετάφραση: Φάνης Κωστόπουλος

    Έβαλα τις παντούφλες μου και φόρεσα τη ρόμπα μου. Σκούπισα ένα δάκρυ που μου θόλωνε τα μάτια, γιατί στην προκυμαία φυσούσε παγωμένος βοριάς. Μια λαμπερή φωτιά έκαιγε στο τζάκι του γραφείου μου. Κρύσταλλα από πάγο, σαν φύλλα από φτέρες, απλώνονταν στα τζάμια και μου έκρυβαν τον Σηκουάνα, τα γεφύρια του και το Λούβρο των  Βαλουά. Τράβηξα την πολυθρόνα μου και το μικρό κινητό μου τραπέζι κοντά στο τζάκι και πήρα τη θέση που καταδέχτηκε να μου παραχωρήσει ο Αμίλκας. Ο Αμίλκας είχε κουλουριαστεί μπροστά στη φωτιά, με τη μυτίτσα χωμένη μέσα στα πόδια του , πάνω σ’ ένα πουπουλένιο μαξιλάρι. Η ήρεμη αναπνοή του ανασήκωνε το πυκνό κι ελαφρύ του τρίχωμα. Καθώς πλησίαζα, οι αχάτινες κόρες των ματιών του μου έριξαν ένα κρυφό βλέμμα μέσα από τα μισόκλειστα βλέφαρά του, μα τα ξανάκλεισε σχεδόν αμέσως σαν να σκεφτόταν: « Δεν είναι τίποτα, είναι ο φίλος μου». «Αμίλκα» του είπα απλώνοντας τα πόδια « Αμίλκα, νυσταλέε πρίγκιπα της πολιτείας των βιβλίων, νυχτερινέ μου φύλα...

Ο Πιο Φτωχός Πρόεδρος Στον Κόσμο | Χοσέ Μουχίκα

Το Νούμερο 31328- Ηλίας Βενέζης (απόσπασμα)

    Είναι όλοι, ο γέρο-πατέρας, η μητέρα μου, η Ανθίππη, η Σοφία, η Αγάπη, η Λένα, όλοι. Μ’ αγκαλιάζουν πρώτα και με φιλούν τα παιδιά […]. Με πιάνει από τους ώμους ο πατέρας μου. Δεν τον είχα δει να κλάψει ποτές. […] ύστερα σκύβει και με φιλά στο μέτωπο […]. ΄0μως, η μητέρα μου, που έρχεται τελευταία, δε θέλει να ξεκολλήσει από πάνω μου. Είμαστε εκεί μια μάζα, έχω χώσει το κεφάλι μου μες στο μαραμένο κόρφο της, να κρατήσω για τελευταία φορά αυτή τη ζέστη πάνω στο μάγουλό μου. Με σφίγγει, δε θέλει να μ’ αφήσει. Τα δάκρυά της μποδίζουν τα λόγια να βγουν καθαρά. Μόλις καταλαβαίνω πως λέει πως δε θα το βαστάξει και θα πεθάνει γρήγορα. Το ξαναλέει, σα να είναι κάτι που μου το υπόσχεται. Σηκώνει το πρόσωπό της, πιάνει το δικό μου με τα χέρια της και με κοιτάζει σα μια εικόνα που δεν πρόκειται να τη δει ποτές πια, σκύβει πάλι, μου μαζεύει το σακάκι, ασυναίσθητα, να με κουμπώσει μην κρυώνω, σαν που ήμουν παιδάκι. Ο πατέρας μου την τραβά. – Δε θα προφτάσουμε το βαπόρι… μ...

Μετά από μια αποτυχία, σπείρε για την αυριανή επιτυχία

  Σπέρνεις μια σκέψη, θερίζεις μια πράξη. Θερίζεις μια πράξη, σπέρνεις μια συνήθεια. Σπέρνεις μια συνήθεια, θερίζεις ένα χαρακτήρα. Σπέρνεις ένα χαρακτήρα, θερίζεις το πεπρωμένο σου.

Κι όμως μπορεί να αλλάξει η κατάσταση έστω και για ένα... (Δημήτρης Κανταλής)

 Κι όμως αλλάζει Ήταν κάποτε ένας παππούς που περπατούσε στην παραλία με τον εγγονό του. Ο μικρός κάθε τόσο έσκυβε, έπιανε κάποιον αστερία που το κύμα τον είχε "ξεβράσει" και τον πετούσε ξανά στο νερό να του σώσει τη ζωή. "Βρε παιδάκι μου" είπε ο παππούς, " αυτή η παραλία είναι ατέλειωτη κι είναι τόσοι πολλοί αστερίες που έχει ξεβράσει το κύμα... Δεν αλλάζει η κατάσταση με αυτό που κάνεις"  Το παιδί κοίταξε τον αστερία που κρατούσε στο χέρι του, τον πέταξε στο νερό και απάντησε: " Γι αυτόν τον αστερία αλλάζει η κατάσταση!"

Σώπα, μη μιλάς – Αζίζ Νεσίν

  Σώπα, μη μιλάς , είναι ντροπή κόψ’ τη φωνή σου  σώπασε επιτέλους κι αν ο λόγος είναι αργυρός η σιωπή ειναι χρυσός. Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε:   «σώπα». Στο σχολείο μού κρύψαν την αλήθεια τη μισή, μου λέγανε: «εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!» Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε: «κοίτα μην πείς τίποτα, σσσσ… σώπα!» Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε. Κι αυτό βάσταξε μέχρι τα εικοσί μου χρόνια. Ο λόγος του μεγάλου  η σιωπή του μικρού. Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο, «Τι σε νοιάζει εσένα;», μου λέγανε, «θα βρείς το μπελά σου, σώπα». Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι «Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,  κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα» Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά ,  η γυναίκά μου ήταν τίμια κι εργατική και  ήξερε να σωπαίνει. Είχε μάνα συνετή, που της έλεγε «σώπα». Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε: «Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα» Μπορεί να μην είχαμε με ...