Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Όσο μπορείς -Κωνσταντίνος Καβάφης

 New Van Gogh discovery: first version of despairing man that was bought for  £6—and then hidden away for more than a century

 

Όσο μπορείς

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, 

 τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: 

μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,  

 μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,  

γυρίζοντας συχνά κι εκθέτοντάς την 

στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινήν ανοησία,  

 ώσπου να γίνει σα μια ξένη φορτική.

Θά ’ρθει μια μέρα… Μανόλης Αναγνωστάκης

 

 cute a middle-aged couple walks through a corn field fantasy" - Playground

Θά ’ρθει μια μέρα…

Θά ’ρθει μια μέρα που δε θα ’χουμε πια τί να πούμε 

Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια  

Η σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε βρίσκω άλλο τρόπο να σ’ το πω Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε.

  Ο κόσμος ψάχνει σ’ όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο τον έρωτα, μα δε βρίσκει τίποτα. Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς. Απ’ την Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και στη Σαγκάη· είναι κάτι κι αυτό δεν μπορείς να το αμφισβητήσεις.

Καπνίσαμε —θυμήσου— ατέλειωτα τσιγάρα συζητώντας ένα βράδυ —Ξεχνώ πάνω σε τί— κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο μα τόσο ενδιαφέρον.

  Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου αλλά κι εκεί θά ’ρθεις και θα με ζητήσεις Δεν μπορεί, Θε μου, να φύγει κανείς ποτέ μοναχός του...

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2023

Η Πόλις - Καβάφης

 Κ. Καβάφης, ο μέγας ποιητής: "Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως  την θέλεις, μην την εξευτελίζεις μες στη πολλή συνάφεια του κόσμου..." |  eirinika.gr

Η ΠΟΛΙΣ

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θά βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες. 

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023

Ανθρωποφύλακες- Περικλή Κοροβέση (απόσπασμα)

 Το μαρτύριο της φάλαγγας και τα φριχτά βασανιστήρια στην Μπουμπουλίνας -  «Έργα» της Χούντας [video] | Alfavita

... Είχα σφιχτεί και περίμενα. Κοίταζα τον Κώστα. Ο Κώστας έφτυσε στα χέρια του, πήρε το ξύλο. Άρχισε.
Ο φάλαγγας είναι μια υπερβολικά μεγάλη δύναμη που ενεργεί πάνω σου. Σου δίνει την εντύπωση πως γλιστράς σε μια μεγάλη, επικλινή, γυαλιστερή επιφάνεια και πέφτεις πάνω σ' έναν σκληρό, γρανιτένιο τοίχο. Αν δεν ήξερες πως σε χτυπάνε στα πόδια, θα σου ήτανε αδύνατον να προσδιορίσεις από πού έρχεται. Τις κινήσεις του βασανιστή τις βλέπεις. Τα χτυπήματα είναι ο γρανιτένιος τοίχος. Η επικλινής επιφάνεια είναι τα διαστήματα ανάμεσα στα χτυπήματα. Όταν ο ρυθμός είναι κανονικός, είναι λιγότερο επώδυνος από τον ακανόνιστο ρυθμό.
Τη λεπτομέρεια αυτή την ξέρουνε και σε χτυπάνε μια γρήγορα μια αργά. Αρχίζουν να σε χτυπούν από κάτω προς τα πάνω και αντίστροφα. Ξέρουνε πως η πρώτη σου αντίδραση είναι να μαζέψεις λίγο τα πέλματα. Αυτό τους αφήνει αδιάφορους, γιατί ξέρουνε πως ύστερα από δέκα χτυπήματα το πόδι πρήζεται τόσο πολύ, που γεμίζει το παπούτσι.
Άρχισα να φωνάζω. Δεν ήξερα πόσο δυνατή είναι μια ανθρώπινη φωνή, Φώναξα τ' όνομά μου. Άκουγα τη φωνή μου, που ήταν αφύσικα δυνατή. Σταματήσανε. Μα θα ταν δεν θα ταν δέκα χτυπήματα, Δεν τόλμησα να κάνω καμιά σκέψη. Ο Σπανός με ρώτησε αν άλλαξα γνώμη. Δεν τον κοίταξα. Ο Κώστας ξανάρχισε, Φώναζα. Κάποιος φεύγει και πηγαίνει στο αποχωρητήριο και παίρνει το σφουγγαρόπανο. Κολλάει το σφουγγαρόπανο πάνω στο στόμα μου. Όλη εκείνη η αηδία κολλάει στον οισοφάγο μου. Το βαστάει σφιχτά και το πανί στραγγίζεται στο στόμα μου. Δεν μπορώ πια ν' αναπνεύσω.
Σκέφτηκα να κάνω γιόγκα, να κόψω τη μεταβίβαση του πόνου. Μάταιο. Σαν να θέλεις να βάλεις ένα χάρτινο φράγμα σ' έναν καταρράκτη. Τινάχτηκε στον αέρα η γιόγκα μου.
Δεν τελείωνε. Περίμενα να λιποθυμήσω. Είχα μια κτηνώδη αντοχή. Περίεργο, εγώ πού για να βάλω τροχό στο δόντι μου κάνανε ένεση, άντεχα. Δεν λέγανε να τελειώσουν. Πρέπει να σκέφτομαι κάτι άλλο. Ίσως αυτό ανακουφίζει. Αδύνατον. Τώρα το ξύλο δημιουργεί κι έναν ήχο. Σαν μια μεγάλη ξύλινη καμπάνα. Σαν να σαι μέσα στην καμπάνα. Ύστερα γλιστράς. Σκοτάδι, ησυχία, ανακούφιση Μον ρίχνουν νερά. Λιποθύμησα. Συνέρχομαι. Σχεδόν ήμουνα περήφανος που λιποθύμησα. Άμεση συνειδητοποίηση του χώρου. Η ελπίδα, ίσως σταματήσουν τώρα
Μπορεί να με λύσουν. Ο φάλαγγας κανονικά πρέπει να 'χει ένα τέλος. Έγινε πια ολόκληρος κύκλος, Τι θέλουνε; Ο Σπανός ρωτάει αν άλλαξα γνώμη. Δεν τον προσέχω. Ο Κώστας ξαναρχίζει. Μα μέχρι πότε; Αν έλεγα κάτι, θα μου έδινε την ευκαιρία να ξεφύγω για λίγο. Ο Κώστας συνέχιζε. Το πανί ξαναμπήκε στο στόμα μου. Αέρας, δεν υπήρχε αέρας. Πόσο μπορεί να ζήσεις χωρίς αέρας Περίμενα να ακούσω τον ήχο της καμπάνας. Πουθενά μόνο αυτά τα κύματα που ανεβαίνουν. Φαίνεται άρχισαν κάτι τινάγματα νευρικά στο κεφάλι. Ο Σπανός λέει:
«Σταμάτα, κάτι θέλει να πει».
Οι άλλοι το επιβεβαιώνουν. Ναι, θα μιλήσει. Ωρίμασε το πράγμα.Η καλή δουλειά φαίνεται. Κάποιος λέει στον Σπανό «Μην πας κοντά, κύριε προϊστάμενε, θα σε φτύσει»,
Μα τι γίνεται εδώ; Τους βασανίζουνε κι όχι μονάχα δεν μιλάνε, αλλά τους φτύνουν κι από πάνω. Μακάρι να μπορούσα να το κάνω κι εγώ.
Ο Σπανός αλλάζει γνώμη. Ο Κώστας ξαναρχίζει.
Πρέπει η ανθρώπινη αντοχή να 'χει όρια. Μια εφιαλτική υπερδιέγερση μου έδινε εκπληκτική διαύγεια. Τους παρατηρούσα. Ήτανε μα ζεμένοι γύρω γύρω, όπως μαζεύονται και κοιτάνε μια οικοδομή που κατεδαφίζεται. Ο Κώστας δεν χτύπαγε πια. Τώρα ήτανε κάποιος άλλος.
Είδα έναν που είχε φύγει από τον κύκλο και κοίταζε έξω από την πόρτα. Ίσως φρουρός, για να μην ανέβει κανείς απάνω. Ίσως δεν άντεχε να βλέπει. Πίστεψα το δεύτερο. Νέο κουράγιο. Κι εδώ ακόμα, κάποιος που δεν συμφωνεί. Αισθάνομαι φιλικά. Βλέπω γυρισμένη την πλάτη του. Το στομάχι μου πόναγε. Τ' αυτιά βουίζανε. Ένας ήχος διαπεραστικός, οξύς.
Μεγάλωνε. Ένα αίσθημα σαν να γκρεμίζομαι. Μια ταχύτητα, Στυφός ήχος, στριγκός, έτσι όπως σπάει το αεροπλάνο το φράγμα του ήχου. Κάπου θα πέσω. Λιβάδια.
Κάτω από τα νερά. Ένα αίσθημα ξεγνοιασιάς. Συνειδητοποίηση του χρόνου, Πάλι είχα λιποθυμήσει. Σαν να είχα σηκωθεί από αρρώστια. Μου φάνηκε πως ήμουν πολύ αδύνατος, διάφανος. Τους κοιτάζω. Αξύριστοι, άγρυπνοι, κουρασμένοι. Δεν ρωτάνε τίποτα πια. Όταν βλέπουνε πως μπορώ και στρέφω τα μάτια μου, ξαναρχίζουν. Δεν ξέρω πια τίποτε. Σκέφτομαι ένα σκυλί λεπριασμένο που του πετάνε πέτρες. Τα παιδιά στη γειτονιά μου του πετάνε πέτρες. Το σκυλί μου μοιάζει. Τρομάζω. Μπορεί να τρελαθώ, λέω. Ξέρω πως στην Μακρόνησο από τα βασανιστήρια είχανε γίνει τρελοί….

Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2023

Ο Μοναχικός – Φρίντριχ Νίτσε

 The Solitude of Soul: Loneliness. Everyone deals with some degree of… | by  Soy Prado | Medium

Ο Μοναχικός Φρίντριχ Νίτσε

 “Σιχαίνομαι ν’ ακολουθώ, σιχαίνομαι και να καθοδηγώ.

Να υπακούω; Όχι! Και να κυβερνώ; Ούτε και τούτο!

Όποιος δεν φοβάται τον εαυτό του, φόβο δεν προκαλεί.

Και μόνον όποιος φόβο προκαλεί, μπορεί να οδηγήσει άλλους.

Σιχαίνομαι ακόμα και να καθοδηγώ τον εαυτό μου!

Μ’ αρέσει, όπως στα ζώα του δάσους και της θάλασσας,

να χάνομαι για λίγο.

Nα κάθομαι ανακούρκουδα σε μια ερημιά

 και να στοχάζομαι,

να ξαναφέρνω πάλι πίσω τον εαυτό μου από μακριά,

πλανεύοντάς τον για να γυρίσει ξανά σ’ εμένα.”

Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2023

Ιστορίες με το Νασρεντίν Χότζα

  68 Nasreddin hoca Stock Illustrations | Depositphotos

Ο Χότζας κατής (δικαστής)

Στο Μεγάλο Παζάρι της Πόλης είχε στήσει το μαγειριό του ένας τσιφούτης εστιάτορας ξακουστός για τις νόστιμες σούπες του. Όταν έβραζε η σούπα, η μυρωδιά της απλωνόταν σε ολόκληρη την Πόλη και, παρόλο που ο εστιάτορας τη χρέωνε σε αλμυρή τιμή, γινόταν ανάρπαστη. Έτυχε μια μέρα να περνάει από κει ένας ζητιάνος που κρατούσε μια μπαγιάτικη φραντζόλα ψωμί, πεσκέσι από ένα φούρναρη που ετοιμαζόταν να την πετάξει στις κότες. Μεθυσμένος από την ευωδία της σούπας, ο ζητιάνος πλησίασε το καζάνι που άχνιζε και κράτησε για λίγο τη φραντζόλα πάνω από τον ατμό να πάρει μυρωδιά. Σαν τον είδε ο τσιφούτης μάγειρας, τον άρπαξε από το μανίκι και του είπε απειλητικά:

 -" Δώσε μου ένα γρόσι, τώρα αμέσως!

 Ο ζητιάνος ζάρωσε από την τρομάρα του και ψέλλισε:

-" Μα εγώ δεν πείραξα τη σούπα σου. Λίγο άφησα το ψωμί μου από πάνω για να πάρει μυρωδιά".

Η κουβέντα ήταν αδιέξοδη κι ο οργισμένος εστιάτορας έσυρε τον άμοιρο ζητιάνο στο Χότζα που ήταν δικαστής ζητώντας να τον τιμωρήσει σαν κλέφτη.

Ο Χότζας άκουσε προσεκτικά την ιστορία με τα λόγια και των δυο που διαφωνούσαν για την πληρωμή, έξυσε το κεφάλι του, έβγαλε μερικούς παράδες από την τσέπη του και ζήτησε από τον τσιφούτη μάγειρα να σταθεί κοντά του. Έκλεισε τους παράδες στις χούφτες του, πλησίασε στο αυτί του μάγειρα κι άρχισε να τους κουδουνίζει. Κατόπιν είπε και στους δυο να φύγουν και η υπόθεση θεωρείται πως έληξε.

-" Μα δεν πληρώθηκα, πώς τον αφήνεις ελεύθερο το ζητιάνο;" γκρίνιαξε ο εστιάτορας.

- "Πήρες την αμοιβή σου και με το παραπάνω. Το κουδούνισμα των παράδων αξίζει όσο και η μυρωδιά από τη σούπα σου!" απάντησε ο Χότζας

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023

Στο κολαστήριο της Μακρονήσου ( Άρης Αλεξάνδρου)

 Το βασανιστήριο της ορθοστασίας που εφαρμόστηκε στη Μακρόνησο. Πώς  υπογράφονταν οι δηλώσεις μετανοίας και οι επιστολές στον παπά, τον πρόεδρο  και τον δάσκαλο - ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Στη Μακρόνησο, μάς συντάξανε κατά εξάδες και μας οδήγησαν στην πλαγιά, όπου περίμεναν κιόλας τα συνεργεία διαφωτίσεως. Ένας ανθυπολοχαγός, περιστοιχισμένος από ροπαλοφόρους αλφαμίτες, μάς έβγαλε ένα σύντομο λογίδριο (οι Έλληνες από δω, οι Βούλγαροι από κει). Τα ρόπαλα είχαν μήκος 50 έκ. περίπου, με διάμετρο πάχους από 4 ως 5 εκ. αν δε με γελάει το οφθαλμόμετρό μου μικρότερη η διάμετρος στη λαβή, μεγάλωνε ομαλά και αποκτούσε το μέγιστο μήκος της στην άκρη. Ένας αλφαμίτης κράταγε μια χοντρή, φιδωτή ρίζα πουρναριού, πολύ μεγαλύτερη απ' τα ρόπαλα. Σιδερένιους λοστούς δεν είχανε. Μετά το τέλος του λογίδριου, δεν κουνήθηκε κανένας. Είπαν τότε στην πρώτη εξάδα να προχωρήσει και οι αλφαμίτες εφορμήσανε αμέσως και αρχίσανε να χτυπάνε με τα ρόπαλα, ένας ή και δυο τον κάθε κρατούμενο. Κοίταζα, θυμάμαι, να δω όσο το δυνατόν περισσότερα ανεβοκατεβάσματα των ροπάλων ταυτόχρονα, ήθελα να μη μου διαφύγει καμιά λεπτομέρεια, αλλά το μάτι δεν έχει βέβαια αυτή τη δυνατότητα, αναγκαζόμουνα να μετατοπίζω συνεχώς το βλέμμα μου και τελικά το κάρφωσα σε έναν και μόνο βασανιζόμενο, που είχε πέσει, όπως και οι άλλοι στο καταπράσινο χορτάρι - θα έπρεπε νάταν άνοιξη, είχε και αγριολούλουδα, αν δεν κάνω λάθος, λιακάδα, χαρά θεού και είχε κουβαριαστεί, σαν έμβρυο στην κοιλιά της μάνας του, για να αποφύγει τα χτυπήματα και άκουγα τους ξύλινους γδούπους πάνω στα κόκκαλα και που και που ένα ήχο διαφορετικό, κάτι σαν κρακ, όταν έσπαγε πιθανότατα κάποιο κόκκαλο παΐδι είτανε, καλάμι ή ωλένη;— και άκουγα τα ουρλιαχτά των βασανιζόμενων και είχα την εντύπωση πως το παρακάνουν, πως οι κραυγές τους δεν αντιστοιχούν επακριβώς στον πόνο, λες και θέλανε να δείξουν πως πονάνε περισσότερο απ’ ό,τι πράγματι πονούσαν, ελπίζοντας έτσι να προκαλέσουν τον οίκτο των βασανιστών τους, μα εκείνοι προσπαθούσαν να ουρλιάξουν ακόμα δυνατότερα, βρίζοντας όσο χυδαιότερα μπορούσαν και σήκωναν όσο περισσότερο μπορούσαν τα ρόπαλα, να διαγράψουν τα ρόπαλα μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη καμπύλη και να πέσουν έτσι με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη δύναμη πάνω στα κόκκαλα («θα υπογράψετε, παλιοπούστηδες, τί είμαστε εμείς, πουτάνες είμαστε πού υπογράψαμε;») φωνάζοντας και χτυπώντας, για να δει ό αξιωματικός (ανανήψας κι αυτός) με πόσο ζήλο εκτελούν το καθήκον τους και μόνο δυο τρεις χτυπάγανε με λιγότερη δύναμη, όπως μου φάνηκε, ίσως γιατί είταν κουρασμένοι, ίσως γιατί δεν είχαν μάθει ακόμα το νέο τους επάγγελμα και θυμάμαι πως την ώρα εκείνη μου πέρασε η σκέψη πως πριν από 100 χρόνια ακριβώς (το 1849) ο Ντοστογιέβσκη είχε βρεθεί σε μια παρόμοια εξάδα και είχε δει να δένουν τους συντρόφους του στους πασάλους για να τούς τουφεκίσουν (σκηνοθετημένα όλα αυτά όπως αποδείχτηκε) μα εδώ δεν επρόκειτο βέβαια για σκηνοθεσία και η ψυχρή μου λογική (ξέχασα να σημειώσω ότι παρακολουθούσα τον βασανισμό σαν ψύχραιμος παρατηρητής) μου υπέβαλε τη σκέψη πως δε θα το αντέξω (όχι τον πόνο, αν χτυπάγανε με κνούτο, θα το άντεχα, σκεφτόμουνα τότε και το σκέφτομαι ακόμα, έστω κι αν μου οργώνανε τις σάρκες μου στην πλάτη, κι ας γινόντουσαν κιμάς οι σάρκες) μα τα σπασμένα κόκκαλα, το σακάτεμα εφ’ όρου ζωής δε θα το άντεχα, δε θα δεχόμουνα να το ρισκάρω (είχα ακούσει και είδα αργότερα σακάτες, με σπασμένα χέρια και πόδια, είδα κατάκοιτους στα ατομικά αντίσκηνα, είδα τρελλούς) κ’ έτσι, όταν πέρασαν δυο εξάδες ακόμα (ο σωφρονισμός της κάθε εξάδας δεν κράταγε και πολύ, 5 με 7 λεφτά υπολογίζω κι ούτε θυμάμαι πόσοι υπέκυψαν και πόσοι άντεξαν εκείνη την πρώτη φορά, οι αλφαμίτες δεν βιαζόντουσαν, κάνανε ένα πρώτο κοσκίνισμα, είχαν όλον τον καιρό μπροστά τους) όταν έφτασε η σειρά της εξάδας μου, προχώρησα πεντέξη βήματα προς τα δεξιά, έφτασα στο τραπέζι με τις έντυπες δηλώσεις (ο αλφαμίτης που καθότανε μπροστά στο τραπέζι μου χαμογέλασε φιλικά και βιάστηκε να μου δώσει το μολύβι και το χαρτί, υποδείχνοντας μου που ακριβώς έπρεπε να υπογράψω) και πήρα τη δήλωση, τη διάβασα προσεχτικά και υπέγραψα φαρδιά-πλατιά και ευανάγνωστα, με το πραγματικό μου όνομα (δεν ξέρω τι θάκανα, μα μου φαίνεται πως αν μου ζητάγανε να αποκηρύξω τα ποιήματα μου θα αντιστεκόμουνα περισσότερο) αργότερα όμως δεν έγραψα επιστολές στις εφημερίδες ή στον Ιερέα του χωριού, να τις διαβάσει από άμβωνος την Κυριακή· κι ούτε ζήτησα από τους συντάκτες των Γραφείων Ηθικής Αγωγής να μου γράψουν την ομιλία μου (οι ομιλίες είχαν καταντήσει στερεότυπες και είχαμε πια βαρεθεί να τις ακούμε απ' τα μεγάφωνα και πολύ σπάνια διασκεδάζαμε, όπως λόγου χάρη τότε που ακούσαμε κάποιον να λέει ότι ανέβλεψε μόλις πέρασε την πύλη, ενώ ήτανε γνωστό ότι οι αλφαμίτες του είχανε βγάλει το δεξί του μάτι και είχε μείνει μονόφθαλμος και κάγχασε όλο το στρατόπεδο και γελάγανε ως και οι αλφαμίτες)...

 

Ο Άρης ανακάλεσε σε λίγο τη δήλωση του εγγράφως και έμεινε άλλα δυο χρόνια εξόριστος.

Σε άδειο θέατρο- Μάνος Ελευθερίου

  Σε άδειο θέατρο χωρίς τους θεατές μέσα στη νύχτα σαν καράβι ταξιδεύεις βρίσκεις λιμάνια που βουλιάξανε στο χθες και να βρεθείς ξανά στο χά...

ευανάγνωστα