Στη Μακρόνησο, μάς συντάξανε κατά εξάδες και μας
οδήγησαν στην πλαγιά, όπου περίμεναν κιόλας τα συνεργεία διαφωτίσεως. Ένας
ανθυπολοχαγός, περιστοιχισμένος από ροπαλοφόρους αλφαμίτες, μάς έβγαλε ένα
σύντομο λογίδριο (οι Έλληνες από δω, οι Βούλγαροι από κει). Τα ρόπαλα είχαν
μήκος 50 έκ. περίπου, με διάμετρο πάχους από 4 ως 5 εκ. αν δε με γελάει το
οφθαλμόμετρό μου – μικρότερη η διάμετρος στη
λαβή, μεγάλωνε ομαλά και αποκτούσε το μέγιστο μήκος της στην άκρη. Ένας
αλφαμίτης κράταγε μια χοντρή, φιδωτή ρίζα πουρναριού, πολύ μεγαλύτερη απ' τα
ρόπαλα. Σιδερένιους λοστούς δεν είχανε. Μετά το τέλος του λογίδριου, δεν
κουνήθηκε κανένας. Είπαν τότε στην πρώτη εξάδα να προχωρήσει και οι αλφαμίτες
εφορμήσανε αμέσως και αρχίσανε να χτυπάνε με τα ρόπαλα, ένας ή και δυο τον κάθε
κρατούμενο. Κοίταζα, θυμάμαι, να δω όσο το δυνατόν περισσότερα ανεβοκατεβάσματα
των ροπάλων ταυτόχρονα, ήθελα να μη μου διαφύγει καμιά λεπτομέρεια, αλλά το μάτι
δεν έχει βέβαια αυτή τη δυνατότητα, αναγκαζόμουνα να μετατοπίζω συνεχώς το
βλέμμα μου και τελικά το κάρφωσα σε έναν και μόνο βασανιζόμενο, που είχε πέσει,
όπως και οι άλλοι στο καταπράσινο χορτάρι - θα έπρεπε νάταν άνοιξη, είχε και
αγριολούλουδα, αν δεν κάνω λάθος, λιακάδα, χαρά θεού –
και είχε κουβαριαστεί, σαν έμβρυο στην κοιλιά της
μάνας του, για να αποφύγει τα χτυπήματα και άκουγα τους ξύλινους γδούπους πάνω
στα κόκκαλα και που και που ένα ήχο διαφορετικό, κάτι σαν κρακ, όταν έσπαγε
πιθανότατα κάποιο κόκκαλο – παΐδι είτανε,
καλάμι ή ωλένη;— και άκουγα τα ουρλιαχτά των βασανιζόμενων και είχα την εντύπωση
πως το παρακάνουν, πως οι κραυγές τους δεν αντιστοιχούν επακριβώς στον πόνο, λες
και θέλανε να δείξουν πως πονάνε περισσότερο απ’ ό,τι πράγματι πονούσαν,
ελπίζοντας έτσι να προκαλέσουν τον οίκτο των βασανιστών τους, μα εκείνοι
προσπαθούσαν να ουρλιάξουν ακόμα δυνατότερα, βρίζοντας όσο χυδαιότερα μπορούσαν
και σήκωναν όσο περισσότερο μπορούσαν τα ρόπαλα, να διαγράψουν τα ρόπαλα μια όσο
το δυνατόν μεγαλύτερη καμπύλη και να πέσουν έτσι με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη
δύναμη πάνω στα κόκκαλα («θα υπογράψετε, παλιοπούστηδες, τί είμαστε εμείς,
πουτάνες είμαστε πού υπογράψαμε;») φωνάζοντας και χτυπώντας, για να δει ό
αξιωματικός (ανανήψας κι αυτός) με πόσο ζήλο εκτελούν το καθήκον τους και μόνο
δυο τρεις χτυπάγανε με λιγότερη δύναμη, όπως μου φάνηκε, ίσως γιατί είταν
κουρασμένοι, ίσως γιατί δεν είχαν μάθει ακόμα το νέο τους επάγγελμα και θυμάμαι
πως την ώρα εκείνη μου πέρασε η σκέψη πως πριν από 100 χρόνια ακριβώς (το 1849)
ο Ντοστογιέβσκη είχε βρεθεί σε μια παρόμοια εξάδα και είχε δει να δένουν τους
συντρόφους του στους πασάλους για να τούς τουφεκίσουν (σκηνοθετημένα όλα αυτά
όπως αποδείχτηκε) μα εδώ δεν επρόκειτο βέβαια για σκηνοθεσία και η ψυχρή μου
λογική (ξέχασα να σημειώσω ότι παρακολουθούσα τον βασανισμό σαν ψύχραιμος
παρατηρητής) μου υπέβαλε τη σκέψη πως δε θα το αντέξω (όχι τον πόνο, αν
χτυπάγανε με κνούτο, θα το άντεχα, σκεφτόμουνα τότε και το σκέφτομαι ακόμα, έστω
κι αν μου οργώνανε τις σάρκες μου στην πλάτη, κι ας γινόντουσαν κιμάς οι σάρκες)
μα τα σπασμένα κόκκαλα, το σακάτεμα εφ’ όρου ζωής δε θα το άντεχα, δε θα
δεχόμουνα να το ρισκάρω (είχα ακούσει και είδα αργότερα σακάτες, με σπασμένα
χέρια και πόδια, είδα κατάκοιτους στα ατομικά αντίσκηνα, είδα τρελλούς) κ’ έτσι,
όταν πέρασαν δυο εξάδες ακόμα (ο σωφρονισμός της κάθε εξάδας δεν κράταγε και
πολύ, 5 με 7 λεφτά υπολογίζω κι ούτε θυμάμαι πόσοι υπέκυψαν και πόσοι άντεξαν
εκείνη την πρώτη φορά, οι αλφαμίτες δεν βιαζόντουσαν, κάνανε ένα πρώτο
κοσκίνισμα, είχαν όλον τον καιρό μπροστά τους) όταν έφτασε η σειρά της εξάδας
μου, προχώρησα πεντέξη βήματα προς τα δεξιά, έφτασα στο τραπέζι με τις έντυπες
δηλώσεις (ο αλφαμίτης που καθότανε μπροστά στο τραπέζι μου χαμογέλασε φιλικά και
βιάστηκε να μου δώσει το μολύβι και το χαρτί, υποδείχνοντας μου που ακριβώς
έπρεπε να υπογράψω) και πήρα τη δήλωση, τη διάβασα προσεχτικά και υπέγραψα
φαρδιά-πλατιά και ευανάγνωστα, με το πραγματικό μου όνομα (δεν ξέρω τι θάκανα,
μα μου φαίνεται πως αν μου ζητάγανε να αποκηρύξω τα ποιήματα μου θα
αντιστεκόμουνα περισσότερο) αργότερα όμως δεν έγραψα επιστολές στις εφημερίδες ή
στον Ιερέα του χωριού, να τις διαβάσει από άμβωνος την Κυριακή· κι ούτε ζήτησα
από τους συντάκτες των Γραφείων Ηθικής Αγωγής να μου γράψουν την ομιλία μου (οι
ομιλίες είχαν καταντήσει στερεότυπες και είχαμε πια βαρεθεί να τις ακούμε απ' τα
μεγάφωνα και πολύ σπάνια διασκεδάζαμε, όπως λόγου χάρη τότε που ακούσαμε κάποιον
να λέει ότι ανέβλεψε μόλις πέρασε την πύλη, ενώ ήτανε γνωστό ότι οι αλφαμίτες
του είχανε βγάλει το δεξί του μάτι και είχε μείνει μονόφθαλμος και κάγχασε όλο
το στρατόπεδο και γελάγανε ως και οι αλφαμίτες)...
Ο Άρης ανακάλεσε σε λίγο τη δήλωση του εγγράφως και έμεινε άλλα δυο χρόνια
εξόριστος.