Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Όσο μπορείς -Κωνσταντίνος Καβάφης

    Όσο μπορείς Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,     τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς:  μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,       μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες. Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,   γυρίζοντας συχνά κι εκθέτοντάς την   στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινήν ανοησία,       ώσπου να γίνει σα μια ξένη φορτική.

Θά ’ρθει μια μέρα… Μανόλης Αναγνωστάκης

    Θά ’ρθει μια μέρα… Θά ’ρθει μια μέρα που δε θα ’χουμε πια τί να πούμε   Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια   Η σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε βρίσκω άλλο τρόπο να σ’ το πω Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε.   Ο κόσμος ψάχνει σ’ όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο τον έρωτα, μα δε βρίσκει τίποτα. Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς. Απ’ την Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και στη Σαγκάη · είναι κάτι κι αυτό δεν μπορείς να το αμφισβητήσεις. Καπνίσαμε —θυμήσου— ατέλειωτα τσιγάρα συζητώντας ένα βράδυ —Ξεχνώ πάνω σε τί— κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο μα τόσο ενδιαφέρον.   Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου αλλά κι εκεί θά ’ρθεις και θα με ζητήσεις Δεν μπορεί, Θε μου, να φύγει κανείς ποτέ μοναχός του...

Η Πόλις - Καβάφης

  Η ΠΟΛΙΣ Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα. Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή. Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή· κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη. Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει. Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ, που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.» Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θά βρεις άλλες θάλασσες. Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς· και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις. Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις— δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό. Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες. 

Ανθρωποφύλακες- Περικλή Κοροβέση (απόσπασμα)

  ... Είχα σφιχτεί και περίμενα. Κοίταζα τον Κώστα. Ο Κώστας έφτυσε στα χέρια του, πήρε το ξύλο. Άρχισε. Ο φάλαγγας είναι μια υπερβολικά μεγάλη δύναμη που ενεργεί πάνω σου. Σου δίνει την εντύπωση πως γλιστράς σε μια μεγάλη, επικλινή, γυαλιστερή επιφάνεια και πέφτεις πάνω σ' έναν σκληρό, γρανιτένιο τοίχο. Αν δεν ήξερες πως σε χτυπάνε στα πόδια, θα σου ήτανε αδύνατον να προσδιορίσεις από πού έρχεται. Τις κινήσεις του βασανιστή τις βλέπεις. Τα χτυπήματα είναι ο γρανιτένιος τοίχος. Η επικλινής επιφάνεια είναι τα διαστήματα ανάμεσα στα χτυπήματα. Όταν ο ρυθμός είναι κανονικός, είναι λιγότερο επώδυνος από τον ακανόνιστο ρυθμό. Τη λεπτομέρεια αυτή την ξέρουνε και σε χτυπάνε μια γρήγορα μια αργά. Αρχίζουν να σε χτυπούν από κάτω προς τα πάνω και αντίστροφα. Ξέρουνε πως η πρώτη σου αντίδραση είναι να μαζέψεις λίγο τα πέλματα. Αυτό τους αφήνει αδιάφορους, γιατί ξέρουνε πως ύστερα από δέκα χτυπήματα το πόδι πρήζεται τόσο πολύ, που γεμίζει το παπούτσι. Άρχισα να φωνάζω. Δεν...

Ο Μοναχικός – Φρίντριχ Νίτσε

  Ο Μοναχικός – Φρίντριχ Νίτσε   “Σιχαίνομαι ν’ ακολουθώ, σιχαίνομαι και να καθοδηγώ. Να υπακούω; Όχι! Και να κυβερνώ; Ούτε και τούτο! Όποιος δεν φοβάται τον εαυτό του, φόβο δεν προκαλεί. Και μόνον όποιος φόβο προκαλεί, μπορεί να οδηγήσει άλλους. Σιχαίνομαι ακόμα και να καθοδηγώ τον εαυτό μου! Μ’ αρέσει, όπως στα ζώα του δάσους και της θάλασσας, να χάνομαι για λίγο. Nα κάθομαι ανακούρκουδα σε μια ερημιά  και να στοχάζομαι, να ξαναφέρνω πάλι πίσω τον εαυτό μου από μακριά, πλανεύοντάς τον για να γυρίσει ξανά σ’ εμένα.”

Ιστορίες με το Νασρεντίν Χότζα

  Ο Χότζας κατής (δικαστής) Στο Μεγάλο Παζάρι της Πόλης είχε στήσει το μαγειριό του ένας τσιφούτης εστιάτορας ξακουστός για τις νόστιμες σούπες του. Όταν έβραζε η σούπα, η μυρωδιά της απλωνόταν σε ολόκληρη την Πόλη και, παρόλο που ο εστιάτορας τη χρέωνε σε αλμυρή τιμή, γινόταν ανάρπαστη. Έτυχε μια μέρα να περνάει από κει ένας ζητιάνος που κρατούσε μια μπαγιάτικη φραντζόλα ψωμί, πεσκέσι από ένα φούρναρη που ετοιμαζόταν να την πετάξει στις κότες. Μεθυσμένος από την ευωδία της σούπας, ο ζητιάνος πλησίασε το καζάνι που άχνιζε και κράτησε για λίγο τη φραντζόλα πάνω από τον ατμό να πάρει μυρωδιά. Σαν τον είδε ο τσιφούτης μάγειρας, τον άρπαξε από το μανίκι και του είπε απειλητικά :   -" Δώσε μου ένα γρόσι, τώρα αμέσως!   Ο ζητιάνος ζάρωσε από την τρομάρα του και ψέλλισε: -" Μα εγώ δεν πείραξα τη σούπα σου. Λίγο άφησα το ψωμί μου από πάνω για να πάρει μυρωδιά" . Η κουβέντα ήταν αδιέξοδη κι ο οργισμένος εστιάτορας έσυρε τον άμοιρο ζητιάνο στο Χότζα που ήταν δικαστής ζητώντας να...

Στο κολαστήριο της Μακρονήσου ( Άρης Αλεξάνδρου)

  Στη Μακρόνησο, μάς συντάξανε κατά εξάδες και μας οδήγησαν στην πλαγιά, όπου περίμεναν κιόλας τα συνεργεία διαφωτίσεως. Ένας ανθυπολοχαγός, περιστοιχισμένος από ροπαλοφόρους αλφαμίτες, μάς έβγαλε ένα σύντομο λογίδριο (οι Έλληνες από δω, οι Βούλγαροι από κει). Τα ρόπαλα είχαν μήκος 50 έκ. περίπου, με διάμετρο πάχους από 4 ως 5 εκ. αν δε με γελάει το οφθαλμόμετρό μου – μικρότερη η διάμετρος στη λαβή, μεγάλωνε ομαλά και αποκτούσε το μέγιστο μήκος της στην άκρη. Ένας αλφαμίτης κράταγε μια χοντρή, φιδωτή ρίζα πουρναριού, πολύ μεγαλύτερη απ' τα ρόπαλα. Σιδερένιους λοστούς δεν είχανε. Μετά το τέλος του λογίδριου, δεν κουνήθηκε κανένας. Είπαν τότε στην πρώτη εξάδα να προχωρήσει και οι αλφαμίτες εφορμήσανε αμέσως και αρχίσανε να χτυπάνε με τα ρόπαλα, ένας ή και δυο τον κάθε κρατούμενο. Κοίταζα, θυμάμαι, να δω όσο το δυνατόν περισσότερα ανεβοκατεβάσματα των ροπάλων ταυτόχρονα, ήθελα να μη μου διαφύγει καμιά λεπτομέρεια, αλλά το μάτι δεν έχει βέβαια αυτή τη δυνατότητα, αναγκαζό...